Τα παιδιά έχουν ξεφύγει από κάθε έλεγχο και ο Μάρτιν, ο πατέρας τους, αρχίζει να εκνευρίζεται. Στρέφεται προς τη γυναίκα του, τη Μέλανι, και λέει με ύφος απότομο. «Χρυσή μου, δε νομίζεις πως θα έπρεπε να ησυχάσουν τα παιδιά;».
Στην πραγματικότητα σκέφτεται. «Παραείναι ανεκτική μαζί τους».
Η Μέλανι, αντιδρώντας στο θυμό του, νιώθει να την πλημμυρίζει οργή. Το πρόσωπο της σφίγγεται, τα φρύδια της σμίγουν σκυθρωπά και απαντά. «Τα παιδιά διασκεδάζουν. Ούτως ή άλλως, σε λίγο θα πάνε για ύπνο».
Η δική της σκέψη. «Άντε πάλι, μουρμούρα».
Τώρα ο Μάρτιν δείχνει φανερά εκνευρισμένος. Σκύβει απειλητικά, με τις γροθιές σφιγμένες, και λέει με πολύ ενοχλημένο ύφος. «Να τα βάλω τώρα στο κρεβάτι;».
Σκέφτεται. «Μια ζωή αντιρρήσεις. Καλύτερα να αναλάβω εγώ».
Η Μέλανι, τρομαγμένη ξαφνικά από την αγανάκτηση του Μάρτιν, λέει πειθήνια. «Άσε, θα τα βάλω εγώ για ύπνο τώρα».
Σκέφτεται. «Έχει βγει από τα ρούχα του — μπορεί να χτυπήσει τα παιδιά. Ας υποχωρήσω καλύτερα».
Αυτές οι παράλληλες συζητήσεις —οι ανοιχτές και οι σιωπηρές— αναφέρονται από τον Άαρον Μπεκ (ιδρυτή της γνωσιακής θεραπείας) ως παράδειγμα των τύπων σκέψης που μπορούν να δηλητηριάσουν το γάμο. Η πραγματική συναισθηματική ανταλλαγή μεταξύ Μέλανι και Μάρτιν διαμορφώνεται από τις σκέψεις τους, και αυτές οι σκέψεις με τη σειρά τους προσδιορίζονται από ένα άλλο, βαθύτερο υπόστρωμα, το οποίο ο Μπεκ αποκαλεί «αυτόματες σκέψεις». δηλαδή φευγαλέες υπόγειες αντιλήψεις για τον εαυτό μας και για τους ανθρώπους στη ζωή μας που αντιπροσωπεύουν την ενδόμυχη συναισθηματική μας στάση.
Για τη Μέλανι, η υπόγεια σκέψη είναι κάτι σαν. «Πάντα μου προκαλούσε φόβο με την οργή του».
Για τον Μάρτιν, η σκέψη-κλειδί είναι. «Δεν έχει δικαίωμα να μου φέρεται έτσι».
Η Μέλανι αισθάνεται αθώο θύμα του γάμου τους και ο Μάρτιν νιώθει δικαιολογημένη αγανάκτηση με αυτό που θεωρεί άδικη μεταχείριση.
Οι σκέψεις περί αθώου θύματος ή «δικαιολογημένης αγανάκτησης» (ιεράς οργής) είναι χαρακτηριστικές συζύγων που αντιμετωπίζουν προβλήματα με το γάμο τους. Αυτές οι σκέψεις υποθάλπουν την οργή και την προσβολή. Από τη στιγμή που οι καταθλιπτικές σκέψεις, όπως η δικαιολογημένη αγανάκτηση, γίνονται αυτόματα, αυτοεπιβεβαιώνονται. η σύντροφος που αισθάνεται θύμα εξετάζει με μεγάλη προσοχή κάθε τι που κάνει ο σύντροφος της, το οποίο θα μπορούσε να επιβεβαιώσει την άποψη της ότι αυτή είναι το αθώο θύμα, αγνοώντας ή παραβλέποντας κάθε πράξη τρυφερότητας από μέρους του που θα μπορούσε να αμφισβητήσει ή να διαψεύσει την άποψη αυτή.
Αυτές οι σκέψεις είναι πανίσχυρες. Ενεργοποιούν το νευρικό σύστημα συναγερμού. Από τη στιγμή που η σκέψη του συζύγου σχετικά με τη θυματοποίησή του προκαλεί μια συναισθηματική ένταση, εύκολα θα φέρνει στο νου του και θα αναμασάει ένα κατεβατό πίκρες που του θυμίζουν τους τρόπους με τους οποίους εκείνη τον μετέτρεψε σε θύμα, ενώ δε θα θυμάται τίποτα σε όλη τους τη σχέση που θα μπορούσε να κλονίσει την άποψη ότι αυτός είναι ένα αθώο θύμα. Θέτει τη σύζυγο του σε μια προδιαγεγραμμένη μειονεκτική κατάσταση. ακόμα και όσα η σύζυγος κάνει ενσυνείδητα και καλοπροαίρετα μπορούν να παρερμηνευθούν, εφόσον εκείνος τα βλέπει μέσα από έναν αρνητικό παραμορφωτικό φακό και τα απορρίπτει ως αποτυχημένες της απόπειρες να αρνηθεί ότι τον θυματοποιεί.
Οι σύντροφοι που είναι απαλλαγμένοι από τέτοιου είδους καταθλιπτικές απόψεις μπορούν να δώσουν μια πιο καλοπροαίρετη ερμηνεία αντίστοιχων καταστάσεων κι έτσι έχουν λιγότερο κίνδυνο να δεχθούν τέτοια επίθεση, ή και αν ακόμα τη δεχθούν, τείνουν να συνέλθουν πολύ γρηγορότερα. Η γενική θεώρηση των σκέψεων που συντηρούν ή απαλύνουν την κατάθλιψη ακολουθεί τα πρότυπα που αναλύθηκαν στο Κεφάλαιο 6, από τον ψυχολόγο Μάρτιν Σέλιγκμαν για τις αισιόδοξες και απαισιόδοξες απόψεις. Η απαισιόδοξη άποψη είναι ότι τα προβλήματα του συντρόφου είναι εγγενή και επομένως δεν αλλάζουν και εγγυώνται δυστυχία. «Είναι εγωιστής και απορροφημένος με τις έγνοιες του. Έτσι μεγάλωσε κι έτσι θα είναι σ’ όλη του τη ζωή. Περιμένει να στέκομαι δίπλα του, κερί αναμμένο, αλλά δε δίνει δεκάρα για το πώς νιώθω εγώ». Η αντίθετη, αισιόδοξη, άποψη θα μπορούσε να είναι κάπως έτσι. «Τώρα είναι απαιτητικός, αλλά στο παρελθόν υπήρξε πονετικός. Ίσως έχει κακή διάθεση —αναρωτιέμαι μήπως αντιμετωπίζει προβλήματα στη δουλειά». Αυτή είναι η άποψη που δεν απορρίπτει το σύζυγο (ή το γάμο) ως μια περίπτωση χαμένη που δεν παίρνει γιατριά. Αντίθετα, βλέπει ότι μια κακή στιγμή οφείλεται σε συνθήκες που μπορούν να αλλάξουν. Η πρώτη στάση προκαλεί συνεχή δυστυχία, η δεύτερη ανακούφιση.
Οι σύντροφοι που τηρούν απαισιόδοξη στάση είναι εξαιρετικά επιρρεπείς σε συγκινησιακές πειρατείες. Θυμώνουν, πληγώνονται ή στενοχωριούνται από τις πράξεις των συζύγων τους, και διατηρούν τον εκνευρισμό τους από τη στιγμή που ξεσπάσει το επεισόδιο. Η εσωτερική τους στενοχώρια και η απαισιόδοξη στάση είναι ακόμα πιο πιθανό να τους κάνει να αντιμετωπίζουν το σύντροφο τους με κριτική και περιφρονητική διάθεση, πράγμα το οποίο με τη σειρά του αυξάνει τις πιθανότητες μιας στάσης άμυνας ή υπεκφυγής από την πλευρά του άλλου.
Ίσως οι πιο επικίνδυνες τοξικές σκέψεις να βρίσκονται στο μυαλό των ανδρών που ασκούν σωματική βία στις γυναίκες τους. Μια μελέτη, που εκπόνησαν ψυχολόγοι στο Πανεπιστήμιο της Ιντιάνα πάνω σε βίαιους συζύγους, αποκάλυψε ότι αυτοί οι άνδρες σκέφτονται σαν «παλικαράδες πιτσιρίκοι».
Οσμίζονται εχθρικές προθέσεις ακόμα και στις πιο ουδέτερες πράξεις των γυναικών τους και χρησιμοποιούν αυτή την παρανόηση για να δικαιολογήσουν στον εαυτό τους τη βίαιη συμπεριφορά τους (άνδρες με σεξουαλική επιθετικότητα προς τις φιλενάδες τους κάνουν κάτι παρεμφερές, αντιμετωπίζοντας τις γυναίκες με καχυποψία και αδιαφορώντας για τις αντιρρήσεις τους). Όπως είδαμε στο Κεφάλαιο 7, τέτοιου τύπου άνδρες απειλούνται ιδιαίτερα από την ταπείνωση, την απόρριψη ή τη δημόσια προσβολή από τις γυναίκες τους. Ένα τυπικό σενάριο που προκαλεί σκέψεις «που δικαιολογούν» την επιθετικότητα των βίαιων συζύγων είναι το ακόλουθο. «Βρίσκεσαι σε μια κοινωνική εκδήλωση και συνειδητοποιείς ότι επί μισή και πλέον ώρα η γυναίκα σου κουβεντιάζει και γελάει με τον ίδιο γοητευτικό άνδρα. Φαίνεται πως τη φλερτάρει». Όταν αυτοί οι άνδρες αντιληφθούν ότι οι γυναίκες τους κάνουν κάτι που υπονοεί ότι τους απορρίπτουν ή ότι τους εγκαταλείπουν, οι αντιδράσεις τους από αγανακτισμένες μεταμορφώνονται σε μανιασμένες. Πιθανώς, αυτόματες σκέψεις του τύπου «Θα με εγκαταλείψει» προκαλούν ένα συναισθηματικό «εκβιασμό», στον οποίο οι βίαιοι σύζυγοι αντιδρούν παρορμητικά, με «ακατάλληλες συμπεριφορικές αντιδράσεις», όπως λένε οι ερευνητές ή, και πιο απλά, γίνονται βίαιοι. Το άμεσο αποτέλεσμα αυτών των θλιβερών στάσεων είναι η δημιουργία αδιάκοπων κρίσεων, δεδομένου ότι προκαλούν συχνότερες συναισθηματικές εντάσεις και δυσχεραίνουν την ανάνηψη από το επακόλουθο πλήγμα και την οργή. Ο Γκότμαν χρησιμοποιεί τον ενδεδειγμένο όρο κατακλυσμική διάθεση για αυτή την επιδεκτικότητα προς τη συχνή συναισθηματική κατάθλιψη. Οι κατακλυσμικοί σύζυγοι και των δύο φύλων είναι τόσο συντετριμμένοι από τον αρνητισμό των συντρόφων τους και τη δική τους αντίδραση προς αυτόν, που πνίγονται μέσα σε τρομερά, ανεξέλεγκτα συναισθήματα. Άνθρωποι κατακλυσμικοί δεν μπορούν να ακούσουν χωρίς να διαστρεβλώσουν αυτά που άκουσαν, ή να απαντήσουν με καθαρό μυαλό. Τους φαίνεται δύσκολο να οργανώσουν τη σκέψη τους και καταφεύγουν σε περισσότερο πρωτόγονες αντιδράσεις. Εκείνο που επιθυμούν είναι να σταματήσει αυτή η κατάσταση, ή θέλουν να τρέξουν να σωθούν ή, μερικές φορές, να αντεπιτεθούν. Ο κατακλυσμός είναι μια αυτοδιαιωνιζόμενη «συγκινησιακή πειρατεία».
Μερικοί άνθρωποι έχουν υψηλά όρια κατακλυσμικής διάθεσης, αντέχουν εύκολα το θυμό και την περιφρόνηση, άλλοι άνθρωποι ωστόσο μπορεί να προκαλούνται και μόνο από μια απλή παρατήρηση του συντρόφου τους. Στην τεχνική περιγραφή της κατακλυσμικής διάθεσης περιλαμβάνεται και μια αύξηση των καρδιακών παλμών από τα επίπεδα της ηρεμίας. Σε κατάσταση ηρεμίας οι σφυγμοί της γυναίκας είναι περίπου 82 το λεπτό, του άνδρα περίπου 72 (οι συγκεκριμένοι σφυγμοί διαφέρουν κυρίως ανάλογα με τη σωματική διάπλαση του ατόμου). Η κατακλυσμική διάθεση αρχίζει με 10 σφυγμούς πάνω από τους σφυγμούς ηρεμίας του ατόμου. Αν η καρδιά φθάσει τους 100 κτύπους το λεπτό, κάτι που εύκολα μπορεί να συμβεί σε καταστάσεις θυμού ή με το κλάμα, τότε το σώμα παράγει αδρεναλίνη και άλλες ορμόνες που διατηρούν τη στενοχώρια σε υψηλά επίπεδα για αρκετή ώρα. Η στιγμή της συγκινησιακής πειρατείας είναι έκδηλη από το ρυθμό της καρδιάς. μπορεί να εκτοξευθεί κατά 10, 20 ως και 30 κτύπους παραπάνω ανά λεπτό. Οι μύες τεντώνονται. Ίσως δημιουργηθεί η αίσθηση της δύσπνοιας. Υπάρχει ένας κατακλυσμός από τοξικά συναισθήματα, ένας δυσάρεστος καταιγισμός φόβου και θυμού που μοιάζει αναπόφευκτος και, υποκειμενικά, θέλει «αιώνες» να ξεπεραστεί. Στο σημείο αυτό —του πλήρους εκβιασμού— τα συναισθήματα του ατόμου είναι τόσο έντονα, η ορατότητα του τόσο περιορισμένη και η σκέψη του τόσο συγχυσμένη, ώστε δεν υπάρχει ελπίδα να δεχθεί την άποψη του άλλου ή να λύσει το πρόβλημα με τρόπο λογικό.
Φυσικά, οι περισσότεροι σύζυγοι, άνδρες και γυναίκες, βιώνουν κατά καιρούς, όταν μαλώνουν, τέτοιες έντονες στιγμές —αυτό είναι φυσικό. Το πρόβλημα σ’ ένα γάμο αρχίζει όταν ο ένας από τους δυο συζύγους βρίσκεται σχεδόν αδιάκοπα σε κατακλυσμική κατάσταση. Τότε ο σύντροφος νιώθει τσακισμένος από τον άλλο σύντροφο, βρίσκεται πάντα σε επιφυλακή για μια επικείμενη συναισθηματική επίθεση ή μια αδικία, γίνεται υπερεπιφυλακτικός απέναντι σε κάθε σημάδι επίθεσης, προσβολής ή στενοχώριας, και σίγουρα αντιδρά υπερβολικά και στο πιο ανεπαίσθητο ερέθισμα. Μια φράση όπως. «Χρυσέ μου, πρέπει να μιλήσουμε» μπορεί να προκαλέσει την αντίδραση μιας σκέψης του τύπου. «Έλυσε πάλι το ζωνάρι της για καβγά», κι έτσι να δώσει το έναυσμα για το κατακλυσμικό συναίσθημα. Το αποτέλεσμα είναι ότι γίνεται ολοένα και πιο δύσκολο να συνέλθει κανείς από τη βιοσωματική διέγερση, η οποία με τη σειρά της ευνοεί την αρνητική αντιμετώπιση και των πιο αθώων γεγονότων καθώς και την πρόκληση νέου κύκλου κατακλυσμικών επεισοδίων.
Αυτή είναι ίσως η πιο επικίνδυνη καμπή σ’ ένα γάμο, μια καταστροφική μεταστροφή της σχέσης. Ο κατακλυσμικός σύντροφος έχει φθάσει πια εκείνη τη στιγμή να σκέφτεται τα χειρότερα για τη σύντροφο, και ερμηνεύει κάθε τι που εκείνη κάνει με τον πιο αρνητικό τρόπο. Ασήμαντα ζητήματα γίνονται αφορμή για ομηρικούς καβγάδες. Προσβολές ανταλλάσσονται αδιάκοπα. Με τον καιρό, ο κατακλυσμικός σύντροφος αρχίζει να θεωρεί όλα τα προβλήματα στο γάμο του εξαιρετικά σοβαρά και άλυτα, αφού το ίδιο το κατακλυσμικό συναίσθημα υπονομεύει κάθε προσπάθεια εξεύρεσης λύσης. Καθώς αυτό συνεχίζεται, η αναζήτηση μιας λύσης αρχίζει να φαίνεται μάταιη, κι έτσι οι σύντροφοι προσπαθούν από μόνοι τους να συνεφέρουν τον ταραγμένο ψυχικό τους κόσμο. Αρχίζουν να έχουν παράλληλη ζωή, ουσιαστικά ζουν απομονωμένοι ο ένας από τον άλλο, και νιώθουν μοναξιά στο γάμο. Πολύ συχνά, ανακαλύπτει ο Γκότμαν, το επόμενο βήμα είναι το διαζύγιο.
Σ’ αυτή την τροχιά προς το διαζύγιο, οι τραγικές συνέπειες της συναισθηματικής ανεπάρκειας είναι ολοφάνερες. Καθώς το ζευγάρι αιχμαλωτίζεται στο φαύλο κύκλο της κριτικής και της περιφρόνησης, της άμυνας και της υπεκφυγής, των καταθλιπτικών σκέψεων και του συγκινησιακού κατακλυσμού, ο ίδιος ο κύκλος αντανακλά μια αποσύνθεση της συναισθηματικής αυτοεπίγνωσης και του αυτοελέγχου, της ενσυναίσθησης και της ικανότητας των συντρόφων να ηρεμούν ο ένας τον άλλον αλλά και τον εαυτό τους.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου