3.3.7. Δύο αναθήματα από την Ακρόπολη της Αθήνας: Ο Μοσχοφόρος και ο «ιππέας Rampin»
Η Ακρόπολη της Αθήνας ήταν ένα μεγάλο και σημαντικό ιερό που συγκέντρωνε λαμπρά και πλούσια αφιερώματα, όχι μόνο από την πόλη αλλά και από ολόκληρη την Αττική. Μέσα στο πρώτο μισό του 6ου αιώνα π.Χ. εμφανίζονται τα πρώτα μεγάλα αναθηματικά γλυπτά από μάρμαρο. Δύο από αυτά παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Το πρώτο είναι το άγαλμα του Μοσχοφόρου, όπως ονομάζεται, επειδή εικονίζει έναν γενειοφόρο άνδρα με ένα μοσχάρι στους ώμους. Το έργο είναι από μάρμαρο του Υμηττού και το μέγεθος του ήταν σχεδόν φυσικό (1,65 m)· μπορούμε να το αποδώσουμε σε έναν άξιο Αθηναίο γλύπτη, που το όνομά του δεν μας είναι γνωστό. Η βάση σώζεται και έχει επιγραφή, από την οποία μαθαίνουμε ότι ο αναθέτης λεγόταν Ρόμβος. Δεν αποκλείεται ο Μοσχοφόρος να είναι ο ίδιος ο Ρόμβος, που έρχεται στο ιερό για να προσφέρει το μικρό μοσχάρι στη θεά Αθηνά. Το θέμα του άνδρα που κουβαλάει στην πλάτη ένα ζώο το συναντούμε στην ελληνική τέχνη ήδη από τη δαιδαλική περίοδο και έχει πιθανότατα ανατολικά πρότυπα. Αλλά ο Μοσχοφόρος της Ακρόπολης είναι ένα έργο καινοτόμο, τόσο από τεχνοτροπική όσο και από εικονογραφική άποψη· χρονολογείται στα 570-560 π.Χ., δηλαδή 20 περίπου χρόνια μετά τον μεγάλο κούρο του Σουνίου. Ο άνδρας φοράει μόνο ένα μικρό ιμάτιο που καλύπτει την πλάτη, τους ώμους, το στήθος και τους βραχίονες ως τον αγκώνα, ενώ οι δύο άκρες του πέφτουν επάνω στους μηρούς. Το ρωμαλέο σώμα διακρίνεται καθαρά κάτω από το ρούχο, που στην Αρχαιότητα ξεχώριζε από το έντονο χρώμα του. Τα μαλλιά δένονται στο κεφάλι με ταινία και είναι προσεκτικά χτενισμένα, όπως δείχνουν οι σχηματοποιημένες μπούκλες γύρω από το μέτωπο και οι μακριοί βόστρυχοι, που πέφτουν στους ώμους και στο στήθος. Το γένι είναι κοντό και το μουστάκι ξυρισμένο: πρόκειται για μια παλιά μόδα που διατηρήθηκε για περισσότερο χρόνο στη Σπάρτη. Τα ένθετα μάτια έδιναν στο άγαλμα πρόσθετη ζωντάνια.
Το δεύτερο πρώιμο άγαλμα από την Ακρόπολη της Αθήνας είναι ακόμη πιο όμορφο, δεξιοτεχνικά φτιαγμένο από παριανό μάρμαρο, και εικονίζει έναν ιππέα περίπου φυσικού μεγέθους (σωζόμενο ύψος 0,83 m· ύψος κεφαλιού με τον λαιμό 0,29 m). Το κεφάλι, που σήμερα βρίσκεται στο Μουσείο του Λούβρου, είναι γνωστό ως «κεφάλι Rampin» από το όνομα ενός Γάλλου συλλέκτη που το είχε αγοράσει τον 19ο αιώνα. Το σώμα του ιππέα βρέθηκε μαζί με τμήματα από το άλογο στις ανασκαφές της δεκαετίας του 1880 στην Ακρόπολη της Αθήνας. Την ανακάλυψη ότι το σώμα και το κεφάλι συνανήκουν την έκανε το 1936 ο Άγγλος αρχαιολόγος Humphry Payne, ο οποίος αποκατέστησε το έργο με τη βοήθεια γύψινων εκμαγείων. Οι λείες επιφάνειες του σώματος και η απόδοση της ανατομίας, ιδιαίτερα των κοιλιακών μυών, με ελαφρά κοίλες γραμμές οδηγούν σε μια χρονολόγηση γύρω στο 560 π.Χ. Το εντυπωσιακότερο στοιχείο του αγάλματος είναι η περίτεχνη κόμμωση, με τους σχηματοποιημένους βοστρύχους που πέφτουν στο μέτωπο και τον αυχένα, και το φροντισμένο γένι χωρίς μουστάκι (όπως του Μοσχοφόρου). Η κλίση και η στροφή του κεφαλιού προς τα αριστερά δίνουν την εντύπωση ότι υπήρχε αρχικά δίπλα του ένας δεύτερος ιππέας. Για τον λόγο αυτό κάποιοι σκέφτηκαν ότι ο «ιππέας Rampin» εικονίζει ίσως έναν από τους Διοσκούρους, που ξέρουμε ότι παριστάνονταν συχνά ως ιππείς. Ωστόσο, το στεφάνι από φύλλα στο κεφάλι κάνει πιο πιθανή μια διαφορετική ερμηνεία, ότι είναι δηλαδή ένας νικητής σε ιππικούς αγώνες, ίσως στα Πύθια. Κάποιοι μάλιστα υποστήριξαν ότι ο «ιππέας Rampin» και ο υποθετικός σύντροφός του εικονίζουν δύο από τους γιους του Πεισιστράτου. Αλλά η ερμηνεία αυτή δεν συμβιβάζεται με τη χρονολόγηση που προτείναμε, γιατί το 560 π.Χ. οι γιοι του Πεισιστράτου πρέπει να ήταν μικρά παιδιά. Ο δημιουργός του «ιππέα Rampin» ήταν χωρίς αμφιβολία ο καλύτερος Αθηναίος γλύπτης της γενιάς του· ίσως να είναι ο Φαίδιμος, που το όνομά του το συναντούμε σε βάσεις αγαλμάτων από την Αττική γύρω στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. και που σε μια περίπτωση υπογράφει με περηφάνια ως σοφός, δηλαδή άξιος τεχνίτης.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου