Ο Παυσανίας μας είναι ουσιαστικά άγνωστο πρόσωπο. Εμφανίζεται επίσης στον Πρωταγόρα συντροφιά με τον Αγάθωνα, έφηβο ακόμα τότε· εκεί ο Σωκράτης παρουσιάζεται να λέει εύθυμα ότι δεν θα εκπλησσόταν, αν οι δύο αυτοί ήταν «εραστές» (Πρωτ. 315d). Ο Ξενοφών τον έχει υπάκουα περιλάβει στην απομίμηση του (Συμπ. viii. 32), όπου τον αναφέρει ως «εραστή του ποιητή Αγάθωνα» και «υπερασπιστή της ομοφυλόφιλης διαστροφής».
Σε αντίθεση με το λόγο του Φαίδρου, ο Παυσανίας επιχειρεί να λάβει υπ’ όψη του τις ειδικές αθηναϊκές ηθικές αντιλήψεις. Μορφικά ο λόγος του είναι πολύ πιο περίτεχνος. Έχει μείνει δυσαρεστημένος με τον Φαίδρο για ηθικούς λόγους, επειδή αυτός δεν έκανε διάκριση μεταξύ άξιου και εγκληματικού «έρωτα». Η διαφοροποίηση αυτή προαναγγέλλεται ακόμα και στη μυθολογία, στην οποία η «ουράνια» Αφροδίτη, θυγατέρα του Ουρανού χωρίς μητέρα, διακρίνεται από τη χυδαία (πάνδημον), κόρη του Δία και της Διόνης. Αφού η Αφροδίτη είναι η μητέρα του Έρωτα, χρειάζεται και διάκριση μεταξύ έρωτα «ουράνιου» και ενός επίγειου ή «χυδαίου». Μάλιστα – εδώ ο Παυσανίας συμφωνεί με τη σωκρατική ηθική – σε όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες υπάρχει το δίκαιο και το άδικο ή λάθος· άρα, επίσης πρέπει να υπάρχει σωστός και λαθεμένος τρόπος «του ερωτεύεσθαι».
Η «κατώτερη» μορφή αγάπης έχει δύο χαρακτηριστικά:
1. το αντικείμενο της μπορεί να είναι είτε του ενός φύλλου είτε του άλλου,
2. αφορά το σώμα του αντικειμένου και όχι την ψυχή του – γι’ αυτό άλλωστε ο χυδαίος εραστής προτιμά ο αγαπημένος του να είναι αδειοκέφαλος (ανόητος), άρα εύκολη λεία.
Ο «ουράνιος» έρως έχει σύσταση ολότελα αρσενική. Έτσι, το αντικείμενο αυτό του έρωτα είναι πάντα άνδρας, και το αντίστοιχο πάθος είναι απαλλαγμένο από κάθε «χοντροκοπιά» (ύβριν). Ο έρως αυτός δεν στρέφεται στους νόστιμους νεαρούς, αλλά το αντικείμενό του βρίσκεται ακριβώς στα πρόθυρα της ανδρικής ηλικίας και είναι πρόσωπο που ο χαρακτήρας του υπόσχεται μια σίγουρη, ισόβια φιλία.
Την ανωτέρω διάκριση απηχεί η φαινομενική αντιφατικότητα των αττικών ερωτικών «ηθών» και «εθίμων». Σε μερικές κοινότητες, όπως η Ήλιδα και η Βοιωτία, επιτρέπονται και ο «χυδαίος» και ο πιο εκλεπτυσμένος Έρως, ενώ στις ιωνικές πόλεις και οι δύο θεωρούνται επονείδιστοι. Αυτό συμβαίνει επειδή οι Ηλείοι και οι Βοιωτοί είναι αναίσθητοι και κουτοί, ενώ οι ίωνες έχουν μάθει να συμμορφώνονται δουλικά με θεσμούς που εξυπηρετούν τα συμφέροντα των Περσών κυρίων τους· ο έρως, η φιλοσοφία, η καλλιέργεια του σώματος, όλα αυτά είναι πράγματα που οι Πέρσες τα αποδοκιμάζουν ως επιρροές δυσμενείς για την αποδοχή του δεσποτισμού. Αλλά στην Αθήνα και τη Σπάρτη οι κοινωνικές συνήθειες δεν είναι τόσο απλές. Εκεί, τα ήθη και τα έθιμα διχάζονται· η κοινή γνώμη «αγαπά τον εραστή» και συγχωρεί όλες του τις ακρότητες αλλά, από το άλλο μέρος, οι νεαροί υποτίθεται ότι οφείλουν να αντιστέκονται από τις επιθέσεις και τις υποσχέσεις του, από τις οποίες γονείς και συγγενείς πασχίζουν με κάθε τρόπο να προφυλάξουν τους κηδεμονευόμενούς τους. Η εξήγηση της φαινομενικής αυτής αντίφασης είναι ότι οι δυσκολίες που προβάλλονται ως εμπόδια στον «εραστή» σκοπό έχουν να διαπιστωθεί αν η αγάπη του έχει τον ανώτερο χαρακτήρα του ουράνιου έρωτα, που απευθύνεται στην ψυχή, και να εξασφαλιστεί ότι ο «αγαπημένος» δεν θα κερδηθεί με τα πλούτη ή την κοινωνική θέση αλλά με την πραγματική «αρετή» και τη «νοημοσύνη» του εραστή.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου