Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2020

ΟΙ ΑΘΕΑΤΟΙ ΜΕΣΑΖΟΝΤΕΣ

Ανάμεσα στους αρχαίους Έλληνες και εμάς, οι Ρωμαίοι και οι Άραβες

Στοχαζόμαστε πάνω στους αρχαίους  Έλληνες, τους Ρωμαίους και τους εαυτούς μας. Αυτό σημαίνει: τι είδους σχέση έχουμε προς τον αρχαίο κόσμο, προς τα όσα είπαν και σκέφτηκαν οι Αρχαίοι; Πρέπει να αποδεχτούμε την κληρονομιά τους; Και, εάν ναι, πώς; Ο αρχαίος αυτός κόσμος, όπως γενικότερα οτιδήποτε ανήκει στο παρελθόν, μας είναι γνωστός από ίχνη. Άλλοτε πρόκειται για λείψανα, όπως των οικοδομημάτων. Τις περισσότερες φορές, πρό­κειται για γραπτά κείμενα.

Εκ πρώτης όψεως, έχουμε απευθείας πρόσβαση σε αυτά τα κείμενα. Αρκεί να τα διαβάσουμε. Βέβαια, αυτό το «αρκεί» δεν σημαίνει πως πρόκειται για κάτι εύκολο. Απεναντίας, ξέρουμε καλά πως χρειάζεται μια ευρεία προπαρασκευή: να μάθουμε τη γλώσσα, να προετοιμάσουμε την κατανόηση εξοικειώνοντας τους εαυτούς μας με τη γενικότερη υφή του κόσμου μέσα στον οποίο γεννήθηκαν αυτά τα κείμενα, να μάθουμε να τα διαβάζουμε όπως εκείνα θα ήθελαν να διαβάζονται - για παράδειγμα, αποδεχόμενοι προσωρινά τις συμβάσεις του γραμματειακού είδους στο οποίο ανήκουν. Παρ’ όλες όμως αυτές τις επιφυλάξεις, το γεγονός παραμένει: τα κείμενα αυτά τα έχουμε, είναι στη διάθεσή μας.

Θα ήθελα εδώ να δείξω, πίσω από αυτό το εμφανές αντικείμενο, ένα ολόκληρο αθέατο πεδίο, που προηγείται και αποτελεί κατά κάποιον τρόπο το φόντο του. Πρόκειται για το ζήτημα της μεταβίβασης αυτών των κειμένων, σε όλες της τις πτυχές: αντιγραφή, μετάφραση, διασκευή. Καθεμιά από αυτές τις πτυχές θα εκπροσωπηθεί διαδοχικά από έναν απ’ τους εξής τρεις κόσμους: τον ελληνικό, τον αραβικό, τον ρωμαϊκό.

Οι Έλληνες: αντιγραφή

Τα λογοτεχνικά έργα που έχουμε διατηρήσει από την Αρχαιότητα είναι το αποτέλεσμα μιας εργασίας επιλογής. Οι δίαυλοι μέσα από τους οποίους έφτασαν ως εμάς λειτούργησαν και ως φίλτρα, που δεν άφηναν να περνάει οτιδήποτε. Και το φιλτράρισμα αυτό τέθηκε σε εφαρμογή από την Αρχαιότητα κιόλας. Πρέπει λοιπόν να διορθώσουμε μιαν οπτική γωνία, την οποία θεωρώ λαθεμένη και η οποία ίσως υποβάλλεται από τον τίτλο αυτών των ημερίδων: οι αρχαίοι Έλληνες, οι Ρωμαίοι και εμείς. Υπάρχει κίνδυνος ένας βιαστικός αναγνώστης να καταλάβει πως πρόκειται κατά κάποιον τρόπο για τρεις οντότητες, τρεις ομάδες απλές και ομογενείς. Απεναντίας, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε πως η καθεμιά απ’ αυτές τις ομάδες έχει το δικό της βάρος. Κι αυτό είναι μερικές φορές σημαντικό.

Πρέπει να συνηθίσουμε να έχουμε πρόχειρη στο μυαλό μας μια χρονολογία της παγκόσμιας ιστορίας. Θυμάμαι το σάστισμα των φοιτητών μου στο πρώτο μου μάθημα ιστορίας της φιλοσοφίας, στο Πανεπιστήμιο της Βοστόνης. Τους σχεδίασα ένα χρονολογικό πίνακα σε κλίμακα δέκα-είκοσι εκατοστών για κάθε αιώνα. Έβλεπαν έτσι την πελώρια θέση που καταλαμβάνουν ο Έλληνες: πότε άρχισε η φιλοσοφία; Ξεπροβάλλει προοδευτικά γιατί υπάρχει ήδη πολύς στοχασμός, στον Ησίοδο για παράδειγμα. Ας πάρουμε τον Θαλή, τον πρώτο στοχαστή της ομάδας τω Προσωκρατικών. Πότε τελείωσε η ελληνική φιλοσοφία; Και πρώτα πρώτα, έχει τελειώσει; Η διδασκαλία της δεν διακόπηκε στο Βυζάντιο. Ας πούμε, για μεγαλύτερη άνεση, πως τερματίστηκε προσωρινά με το κλείσιμο της σχολής των Αθηνών το 529 με το στερνό της δάσκαλο τον Δαμάσκιο, με την εποχή των τελευταίων νεοπλατωνικών σχολιαστών του Αριστοτέλη, τον Σιμπλίκιο, που παρέμεινε εθνικός, και τον Ιωάννη Φιλόπονο, που πέρασε στον χριστιανισμό. Αν λοιπόν θεωρήσουμε πως η ελληνική φιλοσοφία απλώνεται από τον Θαλή ως τον Δαμάσκιο, διαπιστώνουμε ότι καλύπτει χονδρικά μια περίοδο δώδεκα αιώνων. Πρόκειται για την απόσταση που μας χωρίζει από τον Καρλομάγνο.

Το να λέμε «οι Έλληνες», επομένως, αποτελεί ήδη κατόρθωμα. Θα μπορούσαμε να φανταστούμε σαν μια ενότητα, για παράδειγμα, μια «γερμανική φιλοσοφία» που θα εκτεινόταν από τον Meister Eckhart, τον ΙΓ' αιώνα, ως τον Χάιντεγκερ ή τον Βιττγκενστάιν; Αυτό θα ήταν κιόλας μια καταχρηστική απλούστευση, μόλο που η χρονική απόσταση είναι περίπου η μισή από εκείνην που καλύπτει η ελληνική φιλοσοφία.

Ήδη στη διάρκεια λοιπόν αυτής της υπερχιλιετούς περιόδου άρχισε η μεταβίβαση της ελληνικής κληρονομιάς. Ξεκίνησε μεταξύ Ελλήνων. Οι πρώτοι μεσάζοντες ανάμεσα στους Έλληνες και σ’ εμάς είναι... οι ίδιοι οι Έλληνες. Η μεταβίβαση αυτή έγινε αλλά, και κυρίως, δεν έγινε πάντοτε. Η ελληνική κληρονομιά δεν μεταβιβάστηκε πάντοτε, ούτε από τους ίδιους τους Έλληνες. Γιατί; Διότι τα κείμενα δεν ήταν για τους Αρχαίους ό,τι εί­ναι για μας.

Αυτό οφειλόταν εν μέρει στον τρόπο της μεταβίβασης. Η Αρχαιότητα δεν είχε ακόμη μπει στον «γαλαξία του Γουτεμβέργιου». Αυτό σημαίνει πως ένα κείμενο περνούσε στις επόμενες γενιές μόνο αν το αντέγραφαν. Για μας, από τη στιγμή που ένα κείμενο τυπώνεται, έχει λίγο πολύ σωθεί: βγαίνει σε πολυάριθμα αντίτυπα και διατηρείται σε βιβλιοθήκες. Για τη διατήρησή του αρκεί, ακριβώς, η διατήρησή του. Αρκεί μια απόφαση καθαρά αρνητική: να μην το πετάξουμε, να μην το καταστρέψουμε.

Η διατήρηση των έργων δεν αποτελεί εργασία για μας. Πριν από την έλευση της τυπογραφίας όμως, ήταν καρπός μιας συνειδητής απόφασης και μιας αδιάλειπτης προσπάθειας. Εμείς αφήνουμε τα κείμενα να κοιμούνται στις βιβλιοθήκες. Οι Αρχαίοι έπρεπε να τα κρατούν με νύχια και με δόντια. Πράγματι, για να αντιγραφεί ένα έργο έπρεπε να παρθεί απόφαση. Επρόκειτο για μια κουραστική και δαπανηρή εργασία, που δίσταζαν να την ξεκινήσουν. Γινόταν αναγκαστικά σε περιορισμένο αριθμό αντιγράφων, και όχι για οποιοδήποτε έργο. Ξέρουμε πως η αρχαία γραμματεία έχει περιέλθει σ’ εμάς με αποσπασματικότατο τρόπο. Η εξήγηση που δίνεται συχνά είναι οι καταστροφές, εκούσιες και μη. Αυτός ο ζοφερός θρύλος περιέχει σκηνές που εξάπτουν τη φαντασία, ιδιαίτερα η πυρκαγιά της βιβλιοθήκης της Αλεξάν­δρειας.

Ότι η πυρπόληση των βιβλίων είναι μια αρχαιότατη πρακτική είναι ακριβές, αφού οι πρώτες μαρτυρίες μάς έρχονται από την Αθήνα του αιώνα του Περικλή και από την αυτοκρατορική Ρώμη. Είναι επίσης ακριβές, ότι οι διάφορες πνευματικές ομάδες δεν δίσταζαν μπροστά στην ιδέα να εξαφανίσουν τα γραπτά των ανταγωνιστών. Αυτό ισχύει τόσο για τις φιλοσοφικές σχολές, όσο και για τις θρησκευτικές ομάδες. Από τους φιλοσόφους, ας θυμηθούμε τον Πλάτωνα, που ευχόταν να καούν τα έργα του αντιπάλου του Δημόκριτου. Από τις θρησκείες, ας θυμηθούμε την πρώτη πολεμική του 1233 γύρω απ’ τα έργα του Μαϊμονίδη, και το πώς οι αντίπαλοί του απέσπασαν από τους Δομινικανούς την δια πυράς καταστροφή τους.

Πρέπει όμως να σχετικοποιήσουμε αυτήν την οπτική, που παραείναι τραγική ή ρομαντική. Η κύρια αιτία της απώλειας της αρχαίας γραμματείας είναι αρνητική, είναι η μη αντιγραφή των έργων. Και η μη αντιγραφή δεν αποτελεί σημάδι μιας εσκεμμένης καταστροφής. Δείχνει απλώς πως ορισμένα κείμενα θεωρούνται παρωχημένης αξίας και πως, άρα, αδίκως καταλαμβάνουν παπύρους ή περγαμηνές, μέσα σπάνια και πολύτιμα, τους οποίους μπαίνουν στον πειρασμό να ξύσουν για να τους ξαναχρησιμοποιήσουν. Οι Αρχαίοι κάνουν εδώ ακριβώς το ίδιο πράγμα που κάνουμε κι εμείς για μια ορισμένη κατηγορία κειμένων: ας σκεφτούμε τα σχολικά βιβλία. Διατηρούμε τα εγχειρίδια φυσικής, όταν αλλάξει το πρόγραμμα, ή την επιτομή του συνταγματικού δικαίου, όταν αλλάξει το πολίτευμα; Ας συλλογιστούμε τι σημαίνει να «μην ανανεώνει την παραγγελία» ορισμένων τίτλων ένας βιβλιοπώλης...

Εμείς μπορούμε και ξεθάβουμε ξεχασμένους συγγραφείς, επειδή τους έχουμε σε έντυπη μορφή και το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να τους ανασύρουμε από τη λήθη των βιβλιοθηκών, όπου κοιμούνται. Στον αρχαίο κόσμο δεν ήταν έτσι. Αλίμονο λοιπόν, σ’ εκείνους τους καιρούς, στα πνευματικά έργα που έπαυαν να κεντρίζουν το ενδιαφέρον των συγχρόνων, λόγω του ότι δεν ανταποκρίνονταν πια στις διανοητικές και πνευματικές τους ανάγκες. Απλούστατα εξαφανίζονταν. Σ’ εμάς έχει παραδοθεί μόνον ό, τι ο μεταβιβαστής θεωρούσε καίριο ή ενδιαφέρον. Αυτό, πάλι, μπορούσε να είναι ό, τι εκείνος έκρινε ως το πιο πετυχημένο έργο της παραγωγής ενός συγγραφέα. Ή μπορούσε να είναι ό, τι εκείνος φρονούσε πως ίσως περιείχε κάποιαν αλήθεια, και μάλιστα μιαν αλήθεια διδακτή σ’ ένα σχόλιο.

Εμείς δεν νιώθουμε όσο πρέπει τον «αγώνα για την επιβίωση», που κατέληξε στην επιλογή των έργων της Αρχαιότητας. Σ’ εμάς, ένα έργο δίχως ενδιαφέρον καταδικάζεται να πιάσει σκόνη σε κάποιο ράφι, απ’ όπου μια κατοπινή γενιά θα μπορεί πάντοτε να το ανασύρει. Στους Αρχαίους, ένα έργο που παύει να κινεί το ενδιαφέρον για μιαν αρκετά μεγάλη περίοδο, είναι καταδικασμένο σε θάνατο, με μόνη, εξαιρετικά απίθανη, εξαίρεση γεγονότα τυχαία, όπως η ανακάλυψη ενός παπύρου κλπ. Ακόμη και οι καθαυτό καταστροφές οφείλονται στη συνειδητό ποίηση, όχι τόσο ενός κινδύνου, όσο της ακυρότητας ορισμένων δεδομένων: αν οι Εφέσιοι καίνε τα μαγικά τους βιβλία, το κάνουν επειδή τους προτρέπει ο Παύλος, για την -δήθεν- αχρηστία τους (Πρά­ξεις, 19, 19).

Θα μπορούσε βέβαια να πει κάποιος: δεν έχουμε στη διάθεσή μας τα πάντα, έχουμε όμως τουλάχιστον τα αριστουργήματα. Ίσως να ’ναι έτσι, ποιος τα διάλεξε όμως; Και με ποια κριτήρια; Άλλο είναι το να συγκροτείς μιαν ιδιωτική «ιδανική βιβλιοθήκη κι άλλο να αποφασίζεις ποιο έργο θα επιζήσει και ποια θα αφεθούν στην άκρη. Το ζητούμενο δεν ήταν ποια βιβλία θα κουβαλούσαν μαζί τους στο έρημο νησί, μα ποιος θα είχε το δικαίωμα ν’ ανέβει στη σχεδία... Αυτό είναι που δίνει και μια πικρή γεύση στις ανθολογίες των αρχαίων κριτικών της λογοτεχνίας: η κρίσις τους ήταν μια απόφαση ζωής και θανάτου.

Το γεγονός αυτό εμφανίζεται ολοζώντανο μπροστά μας σε ορισμένα παραδείγματα. Το ότι είμαστε σε θέση να μιλάμε για τον Παρμενίδη, για παράδειγμα, το οφείλουμε σχεδόν σε ένα μόνον άνθρωπο: τον Σιμπλίκιο, ο οποίος αποφάσισε ν ’ αντιγράψει μεγάλα αποσπάσματα του ποιήματος του Παρμενίδη μέσα στο σχόλιό του για τα Φυσικά του Αριστοτέλη. Και το αντιγράφει γιατί, όπως λέει σ’ ένα συγκινητικότατο χωρίο, το βιβλίο ήταν σπάνιο. Χωρίς αυτόν θα είχαμε λιγότερο από το μισό υλικό από εκείνο που διαθέτουμε σήμερα απ’ το ποίημα του Παρμενίδη. Παρόμοια, αν μπορούμε να μιλάμε σήμερα για τον Επίκουρο, είναι γιατί ο Διογένης Λαέρτιος είχε την καλή ιδέα να παραθέσει αυτούσιες τρεις «επιστολές» (στην ουσία, πραγματείες), που συνόψιζαν τη διδασκαλία του. Άλλοι όμως στοχαστές στάθηκαν λιγότερο τυχεροί.

Ας πάρουμε για παράδειγμα τον στωικισμό. Όπως είναι γνωστό, δεν έχουμε κανένα αυτούσιο έργο από την αρχική περίοδο αυτής της σχολής, κι αυτό γιατί η Στοά έπαψε πολύ νωρίς να υφίσταται ως σχολή. Αυτό πρέπει να συνέβη γύρω στα 260 μ.Χ., με κάποιον Καλλιήτη, που φέρεται ως τελευταίος σχολάρχης. Η στωική φιλοσοφία έπαψε να διδάσκεται στους κόλπους μιας στέρεης οργάνωσης. Συνεπώς, έπαψαν να ζητούν κείμενα για σχολιασμό, ή εγχειρίδια. Και με την παύση της ζήτησης, σταμάτησε και η αντιγραφή.

Ο αριστοτελισμός στάθηκε τυχερός, χάρη στη γόνιμη παρανόηση του απ’ τη μεριά του νεοπλατωνισμού, ο οποίος έμεινε πια μόνος του στην παλαίστρα, στα τέλη της Αρχαιότητας: ο νεοπλατωνισμός θεωρούσε πως τα αριστοτελικά έργα (ο Αριστοτέλης και οι μη νεοπλατωνίζοντες σχολιαστές του, όπως ο Αλέξανδρος ή ο Θεμίστιος) είχαν προπαιδευτική αξία στη λογική και στη φυσική, πριν από τη νεοπλατωνίζουσα μεταφυσική.

Επικούρειοι και στωικοί, απ’ την άλλη, δεν μπόρεσαν να μπουν στη νεοπλατωνική σύνθεση. Κι έτσι, είδαν να κλείνουν μπροστά τους οι πόρτες της εννοιολογικής κιβωτού του Νώε, που θα μπορούσε να τους είχε σώσει. Από τα καθαυτό στωικά έργα επέζησαν μόνον όσα είχαν κάποια ηθική αξία. Πράγματι, η ηθική αποτελεί για τη φιλοσοφία της ύστερης αρχαιότητας ένα είδος ιεράς ένωσης, που εξουδετερώνει τις τεχνικές αντιζηλίες μεταξύ σχολών: ο στωικός Σενέκας, στις επιστολές του προς τον Λουκίλιο, παραθέτει και σχολιάζει κολακευτικά διάφορες ρήσεις του Επίκουρου· ο νεοπλατωνικός Σιμπλίκιος γράφει ένα σχόλιο πάνω στο Εγχειρίδιον του Επίκτητου, κλπ.

Έτσι, ένα κείμενο που έχουμε εμείς στα χέρια μας είναι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, το αποτέλεσμα μιας εργασίας επιλογής, που επιτελέστηκε από τις περασμένες γενιές. Η επιλογή αυτή συντελέστηκε, φυσικά, με τα κριτήρια των ανθρώπων της Αρχαιότητας. Και όχι τα δικά μας. Και φυσικά όχι με κάποια άχρονα κριτήρια, που θα στάθμιζαν τάχα την αιώνια αξία ενός έργου. Ισχύει εδώ ό, τι και σε κάθε ιστορική γνώση: είναι ουσιωδώς ακρωτηριασμένη. Ας φυλαχτούμε λοιπόν από τη σκέψη ότι βλέπουμε την Αρχαιότητα στις σωστές της αναλογίες. Εκείνο που βλέπουμε είναι αυτό που οι ύστεροι αρχαίοι Έλληνες αποφάσισαν να κρατήσουν.

Οι Άραβες: μετάφραση

Οι αρχαίοι Έλληνες, οι Ρωμαίοι και εμείς, βέβαια. Υπάρχει όμως και κάτι άλλο: οι αρχαίοι Έλληνες, οι Ρωμαίοι και οι άλλοι. Υπάρχει, ιδιαίτερα, εκείνος ο κόσμος, που η Δύση τον αντιμετώπισε για πολύν καιρό ως τον κατ’ εξοχήν «έτερον», και με τον οποίον ακόμα δεν έχει κλείσει τους λογαριασμούς της, δηλαδή ο μωαμεθανικός κόσμος. Περνώντας από τον αραβικό κόσμο θα συνειδητοποιήσουμε πολλά ενδιαφέροντα πράγματα και θα δούμε πόσες παραδοξότητες κρύβονται πίσω από τα αυτονόητα, με τα οποία κοιτάμε τους εαυτούς μας.

Καταρχήν πρέπει να θυμίσουμε πως ο μωαμεθανικός κόσμος είναι και αυτός, με τον τρόπο του, κληρονόμος της Αρχαιότητας. Και κληρονόμος απόλυτα νόμιμος. Ίσως μάλιστα ορισμένες όψεις του να είναι, κατά κάποιον τρόπο, πιο «αρχαίες» από το δυτικό μας κόσμο. Τι είναι για παράδειγμα το τόσο τυπικά αραβικό χαμάμ, αν όχι οι αρχαίες θέρμες, που ξεχάστηκαν στη Δύση αλλά διατηρήθηκαν στην Ανατολή;

Η μεταβίβαση της ελληνικής κληρονομιάς συντελέστηκε μετά από μια συνειδητή απόφαση να επιλυθεί ένα πρόβλημα, που το είχαν συλλάβει με πλήρη συνείδηση: οι μωαμεθανοί κατακτητές ξεκίνησαν από την Αραβία και ανέβηκαν προς τη Συρία και τη Μεσοποταμία, όπου βρέθηκαν σ’ έναν κόσμο που είχε βέβαια γνωρίσματα επαρχιακά, όμως ήταν πολιτιστικά εξελληνισμένος. Υπήρχε λοιπόν εκεί ένας πλούτος γνώσης και τεχνογνωσίας, τον οποίον έπρεπε να οικειοποιηθούν.

Υπάρχουν πολλοί τρόποι να οικειοποιηθείς τη γραμματεία που σου κληροδοτεί το παρελθόν. Η μετάφραση δεν είναι ο μόνος. Έτσι, για παράδειγμα, ο ρωμαϊκός κόσμος, αρχαίος και μεσαιωνικός, δεν οικειοποιήθηκε την κληρονομιά του παρελθόντος με τη μορφή της μετάφρασης, αλλά με διαφορετικό τρόπο, πάνω στον οποίο θα επανέλθω.

Ο πολιτισμός που συνέλαβε και πραγμάτωσε τη σχέση του με την Αρχαιότητα πάνω απ’ όλα ως μετάφραση ήταν ο μωαμεθανικός. Οι μεγάλοι μεταφραστές δεν ήταν οι Ρωμαίοι της Αρχαιότητας και του Μεσαίωνα, αλλά οι Άραβες. Χρησιμοποιώ τους όρους «αραβικός» και «μωαμεθανικός» κόσμος με προσοχή, χωρίς να θέλω να ταυτίσω τα δυο επίθετα: δεν είναι όλοι οι μωαμεθανοί Άραβες, ούτε και όλοι οι Άραβες μωαμεθανοί. Αλλά η μετάφραση έγινε κυρίως στη λόγια γλώσσα που χρησιμοποιούν όλοι οι μωαμεθανοί, είτε είναι Άραβες είτε Πέρσες είτε Τούρκοι, και επίσης όλοι εκείνοι που ζουν μέσα στη μωαμεθανική πολιτιστική σφαίρα, είτε είναι εβραίοι είτε χριστιανοί, είτε ανήκουν στη μικρή ειδωλολατρική σέχτα των σαβιανών, που ωστόσο γινόταν ανεκτή στη βάση μιας νομικής υπεκφυγής.

Η μεταφραστική αυτή εργασία υπήρξε αποτέλεσμα μια συνειδητής πολιτικής, που χαράχτηκε σε ανώτατο επίπεδο, γίνει πολύς λόγος για τη μεταφραστική πολιτική των χαλίφηδων. Θα περιοριστώ επομένως στα ουσιώδη. Υπάρχει ένας σχετικός θρύλος, γύρω απ’ το όνειρο του χαλίφη αλ-Μαμούν, ο οποίος είδε μπροστά του τον Αριστοτέλη. Αυτό το όνειρο έκανε, υποτίθεται, τον χαλίφη να στείλει πρέσβεις στο Βυζάντιο, με την αποστολή να προμηθευτούν ελληνικά χειρόγραφα. Λιγότερο θετικός είναι ο «Οίκος της σοφίας», ο οποίος, από το 830 περίπου και ύστερα, διατηρεί στη Βαγδάτη μιαν ομάδα επαγγελματιών μεταφραστών, που πληρώνονται από κρατικούς πόρους. Η μεραφράση έγινε από τα ελληνικά, μα όχι αποκλειστικά. Κι εδώ επίσης, πρέπει να διευρύνουμε την οπτική μας προς κόσμους άλλους έξω από εκείνον της Μεσογειακής αρχαιότητας. Οι Άραβες μετέφρασαν και από τα περσικά και από τις γλώσσες της Ινδίας στο πεδίο της ιατρικής, για παράδειγμα, αλλά και της λογοτεχνίας, και εν γένει της πνευματικότητας. Ο πρώτος μεγάλος μεταφραστής, ο Ιμπν αλ-Μουκάφα, έδωσε το Καλίλα και Ντίμνα συλλογή περσικών παραμυθιών, ινδικής μάλιστα προέλευσης σε υποδειγματική αραβική, κάνοντας έτσι γνωστό ένα αριστούργημα που ενέπνευσε τους παραμυθογράφους όλου του κόσμοι επικεφαλής τον Λαφονταίν. Θα μπορούσαμε επίσης να σταθούμε στην εκπληκτική περιπλάνηση των Βαρλαάμ και Ιωάσαφ, ξεκίνησε από τις διηγήσεις για τη ζωή του Βούδα και κατέληξε αγνώριστο, να γίνει μια μεγάλη «εμπορική επιτυχία» του μεσαιωνικού κόσμου.

Εξαιτίας της κεντρικής γεωγραφικής του θέσης, ο μωαμεθανικός κόσμος έπαιξε ρόλο ερμηνευτή ανάμεσα στην Ανατολή στη Δύση, τόσο στην οικονομική όσο και στην πολιτιστική σφαίρα. Θα μπορούσαμε να εφαρμόσουμε στο πεδίο του πολιτισμού τη θεωρία του Maurice Lombard για την οικονομία του Ισλάμ: ότι δηλαδή έθεσε σε επικοινωνία κόσμους χωριστούς μεταξύ τους και ότι ξαναέβαλε σε κυκλοφορία απολιθωμένα πλούτη.

Παρ’ όλα αυτά, και για να ξαναγυρίσουμε στο κεντρικό μας θέμα, η μεταφραστική προσπάθεια επικεντρώθηκε κυρίως στην ελληνικής προέλευσης γνώση. Όχι όμως πάντα σε κείμενα ελληνικά. Γιατί υπάρχει ένας μεσάζοντας ακόμη πιο αφανής από εκείνους που εγώ ανέφερα: ο πολιτιστικός κόσμος της Συρίας. Η συριακή γλώσσα είχε γίνει γλώσσα πολιτισμού και επικοινωνίας της χριστιανικής Ανατολής. Υπήρχαν ήδη πολλά πράγματα σ’ αυτήν τη γλώσσα. Και ήταν μητρική γλώσσα πολυάριθμων μεταφραστών.

Ποιοι είναι αυτοί οι μεταφραστές; Δυναστείες: μεταφράζουν από πατέρα σε γιο. Είναι κυρίως χριστιανοί. Τουλάχιστον αυτό ισχύει όλο και περισσότερο, όσο πηγαίνουμε προς τα πίσω στον χρόνο. Γιατί; Διότι ο χριστιανισμός, με τις διάφορες παραλλαγές του, ήταν η κοινή θρησκεία της Μέσης Ανατολής, προτού εγκατασταθεί εκεί το Ισλάμ. Οι μεταφραστές είναι οι κληρονόμοι μιας ελληνικής γνώσης, που είχε όμως εκχριστιανιστεί στις συριακές σχολές.

Τι μετέφραζαν; Λίγα πράγματα από αυτά που εμείς ονομάζουμε «γραμματεία»: λίγη ιστορία, καθόλου ποίηση. Ιδιαίτερα, καθόλου θέατρο - κάτι που ίσως να είναι μια από τις αιτίες της παντελούς απουσίας αυτού του λογοτεχνικού είδους στην αραβική λογοτεχνία της κλασικής εποχής. Αντίθετα, έχουμε πολλά μαθηματικά, πολλή ιατρική, καθώς και αλχημεία. Συνολικά, ένας πελώριος αριθμός επιστημονικών και φιλοσοφικών βιβλίων. Τόσο πελώριος που, αρκετά συχνά, η αραβική μετάφραση είναι το μόνο ίχνος φιλοσοφικών ή μαθηματικών έργων, των οποίων το ελληνικό πρωτότυπο έχει χαθεί.

Είπα πως οι Άραβες είχαν μεταφράσει, και μάλιστα πολύ. Αυτό δεν σημαίνει πως τους αρκούσε να μεταβιβάζουν παθητικά κάποια βιβλία, που το περιεχόμενό τους έμενε γι’ αυτούς σφραγισμένο. Εντελώς αντίθετα, υπήρξαν εξίσου δημιουργοί. Προχώρησαν, μερικές φορές πάρα πολύ, τη γνώση που λάβαιναν. Στα μαθηματικά, για παράδειγμα, έκαναν αποφασιστικές προ πολύ πιο πέρα από εκείνα που είχαν παραλάβει από τους Έλληνες.

Στη φιλοσοφία είναι πιο δύσκολο ν’ αξιολογηθεί τι το τι καινούριο έφεραν οι αραβόφωνοι στοχαστές. Για πολλούς λόγους: καταρχήν γιατί η έννοια της προόδου έχει τελείως άλλο νόημα φιλοσοφία απ’ ό, τι στον τομέα των επιστημών. Έπειτα μερικές φορές δεν είναι εύκολο να ξεχωρίσουμε ανάμεσα στο δημιουργικό στοιχείο και σ’ εκείνο που είναι απλή διασκευή χαμένων ελληνικών έργων. Για παράδειγμα, ένα θέμα υπό συζήτηση είναι το κατά πόσον ο αλ-Φαραμπί είναι πρωτότυπος ή παραχαράσσει κάποιο, χαμένο για μας, ελληνιστικό έργο. Τέλος, γιατί κάθε φιλοσοφία αντλεί από κάποιες πηγές, και δεν μπορούμε πάντοτε να αναλωνόμαστε στη μάταιη ασχολία λέμε πως η τάδε ή η δείνα σκέψη βρίσκεται «κιόλας» στον τον δείνα πρόδρομο. Πάντως, στην περίπτωση αυτή, η δυτική φιλοσοφία είναι εξίσου λίγο πρωτότυπη, όσο και εκείνη της μωαμεθανικής Ανατολής. Και όσο δίκιο θα έχουμε αν πούμε οντολογία του Αβικέννα, για παράδειγμα, κρατάει από το νεοπλατωνισμό, άλλο τόσο θα είχαμε αν το λέγαμε για τον τον Ακινάτη.

Οι Ρωμαίοι: διασκευή

Το να μιλάμε για τους Ρωμαίους αφού έχουμε πρώτα μιλήσει για τους Άραβες μοιάζει με παράβαση της κοινής λογικής καθώς και της χρονολογίας. Οι Ρωμαίοι άρχισαν ν’ ασχολούνται με τους Έλληνες πολλούς αιώνες προτού οι Άραβες μπουν στη σκηνή της ιστορίας. Ωστόσο η μελέτη τους παρέχει, και ότι το ίδιο το αντικείμενο, μια μετάβαση προς τη δική μας νεωτερικότητα. Είμαστε και παραμένουμε, ιδιαίτερα για τον αραβικό κόσμο, ρουμ, κάτοικοι της Ρουμιλή, άρα Ρωμαίοι. Και όταν λέω «Ρωμαίος», εννοώ πρώτα απ’ όλα το λατινόφωνο κόσμο - που διαρκεί ως το Μεσαίωνα, και πολύ παραπέρα για εκείνους που σκέφτονται και γράφουν.

Αυτοί οι «Ρωμαίοι», στον Μεσαίωνα, αντέγραψαν κι αυτοί πολύ με τη σειρά τους. Για την ακρίβεια, αντέγραψαν όλη σχεδόν την αρχαία γραμματεία που έχουμε στα χέρια μας. Εδώ πρέπει ν’ αναφερθεί το τεράστιο έργο που προσέφεραν οι καλόγεροι, ιδιαίτερα οι Βενεδικτίνοι. Και εδώ πάλι πρόκειται για συνειδητή πολιτική. Για να προστατευθεί από τον κίνδυνο της καταστροφής από τις επιδρομές, ο Κασσιόδωρος ιδρύει περί το 540 το μονα­στήρι του Vivarium, με στόχο τη διαφύλαξη των κλασικών κειμένων. Ο πάπας Γρηγόριος ο Μέγας ακολουθεί το παράδειγμά του, σαράντα χρόνια αργότερα, όταν υποδέχεται τους μοναχούς, που είχαν μόλις διωχτεί από το Μόντε Κασσίνο, και τους αναθέτει το ίδιο έργο, που αυτοί θα υπηρετούσαν στο εξής για χίλια σχεδόν χρόνια.

Όσο για τη μετάφραση, οι Ρωμαίοι τελικά δεν την καλλιέργησαν και πολύ. Στην Αρχαιότητα περισσότερο εμπνεύστηκαν από ελληνικά πρότυπα παρά τα μετέφρασαν. Τα παραδείγματα είναι κάμποσα: ο Λουκρήτιος διασκευάζει τον Επίκουρο, ο Κικέρων συνοψίζει εγχειρίδια της Μέσης Ακαδημίας, ο Οράτιος δανείζεται από τον Αλκαίο, ο Βιργίλιος συναγωνίζεται τον Όμηρο. Μεταφραστές όμως δεν υπάρχουν καθόλου πριν από μια σχετικά ύστερη εποχή: ο Μάριος Βικτωρίνος, τον Δ΄ αιώνα, μεταφράζει κομμάτια του Πλωτίνου· ο Βοήθιος, που εκτελέστηκε το 524 - πέντε χρόνια πριν από το κλείσιμο της σχολής της Αθήνας -, είχε αρχίσει να μεταφράζει Αριστοτέλη. Στον ύστερο Μεσαίωνα η κατάσταση δεν είναι καθόλου καλύτερη, για τον απλούστατο λόγο ότι η γνώση της ελληνικής γλώσσας είχε γνωρίσει τρομακτική υποχώρηση. Ακόμα και στους σπάνιους στοχαστές που τη γνωρίζουν, η παράδοση της ελεύθερης διασκευής συνεχίζεται. Παράδειγμα ο Ιωάννης Εριγένης († περί το 880), που αντλεί σε μεγάλη κλίμακα από τους Έλληνες Πατέρες. Αυτή η παράδοση είναι παράλληλη προς το ρεύμα των μεταφράσεων, του Διονύσιου του Αρεοπαγίτη για παράδειγμα, που μεταφράστηκε από τον Χιλδουίνο (832-835).

Αν οι Ρωμαίοι του πρώιμου Μεσαίωνα μετέφρασαν Αριστοτέλη, το έκαναν στα χνάρια των Αράβων και, στην αρχή, από αραβικές μεταφράσεις. Αυτό συνέβη ιδιαίτερα στην Ισπανία, τόπο αντιπαράθεσης με το Ισλάμ, στο Τολέδο για παράδειγμα όπου στα μέσα του IB΄ αιώνα, λειτουργούσε μια ομάδα μεταφραστών, που απαρτιζόταν από εβραίους και χριστιανούς. Μονάχα έναν αιώνα αργότερα θα καταπιαστούν με μεταφράσεις απευθείας από τα ελληνικά.

Η σύγκριση των διαδικασιών αφομοίωσης που επινοήθηκαν από τον λατινικό και από τον αραβικό κόσμο αποκαλύπτει μια θεμελιώδη διαφορά, η οποία υποδηλώνεται ήδη στα όσα είπα πιο πάνω γύρω από το είδος των έργων που μετέφραζε ή δεν μετέφραζε ο αραβικός κόσμος. Οι Άραβες δένονται με το περιεχόμενο, οι Ρωμαίοι με τη λογοτεχνική μορφή. Οι Άραβες γυρεύουν να κάνουν δικό τους ένα επιστημονικό ή φιλοσοφικό περιεχόμενο, που μπορεί να έχει αξία αλήθειας. Οι Ρωμαίοι συγκινούνται και από αισθητικά κριτήρια. Γι’ αυτό η ομορφιά της ποίησης επιτρέπει να γίνεται ανεκτό ένα περιεχόμενο μη σύμμορφο προς την κρατούσα φιλοσοφική ή ηθική ορθοδοξία: έτσι, ο άθεος Λουκρήτιος αντιγράφεται από τους χριστιανούς· η Ars amatoria του Οβίδιου αντιγράφεται από ανθρώπους που έδωσαν όρκο αγνότητας. Κι αυτό γιατί ήταν ο Λουκρήτιος και ο Οβίδιος. Αντίθετα, η αρχαία ποίηση δεν έφτασε στον αραβικό κόσμο. Ή πάλι, αν έφτασε, έφτασε το πολύ πολύ με τη μορφή ανθολογίων ηθικών προτάσεων.

Αυτό συνέβη γιατί, όπως όλοι ξέρουμε, η ποίηση δεν μεταφράζεται. Πρέπει λοιπόν ή να μην τη διαβάσεις καθόλου, ή να τη διαβάσεις στο πρωτότυπο, επομένως να τη διατηρήσεις στη γλώσσα της. Η, αναμφίβολα αποφασιστική, διαφορά ανάμεσα στην αραβική και στη λατινική μεταβίβαση της αρχαίας κληρονομιάς βρίσκεται ακριβώς στην παρουσία, στη μια περίπτωση, και στην απουσία, στην άλλη, μιας γλωσσικής συνέχειας. Η λατινική και η ελληνική συνέχισαν να ζουν υποκείμενα κάτω από τον χριστιανισμό, που εκφράστηκε με αυτές. Στις εξισλαμισμένες περιοχές, αντίθετα, η αραβική εξαφάνισε την ελληνική και περιόρισε τη συριακή και την κοπτική στον ρόλο λειτουργικών γλωσσών ή τοπικών διαλέκτων. Η περσική θα είχε σίγουρα υποστεί την ίδια μοίρα, χωρίς την πολιτική και πολιτιστική αναγέννηση, που εγκαινιάστηκε τον ΙΑ΄ αιώνα. Όσο για την τουρκική και τις άλλες γλώσσες των χωρών που εξισλαμίστηκαν αργότερα (Ινδία, Ινδονησία, Αφρική), μπήκαν στη σφαίρα του μωαμεθανισμού σε μιαν εποχή που αυτός αναμφίβολα είχε χάσει πολλή από την αρχική του ορμή.

Υπάρχει ένας συγγραφέας που είδε ξεκάθαρα τη σημασία αυτού του γλωσσικού παράγοντα, μολονότι δεν είχε ιδιαίτερες γνώσεις γύρω από τον μωαμεθανισμό. Είναι ο Μακιαβέλι: γράφει πως ο χριστιανισμός, για τον οποίο δεν έτρεφε καμιά συμπάθεια, «δεν κατάφερε να σβήσει τελείως τη γνώση των πράξεων που έγιναν από τους εξέχοντες ανθρώπους» του ειδωλολατρικού πολι­τισμού, «επειδή διατήρησε τη λατινική γλώσσα, κάτι που [οι χριστιανοί] ήταν αναγκασμένοι να κάνουν, αφού έπρεπε να γράψουν αυτόν τον καινούριο νόμο μ’ αυτήν τη γλώσσα». Αντίθετα, «όταν συμβαίνει εκείνοι που θεσπίζουν το νέο δόγμα να μιλούν άλλη γλώσσα, τους είναι εύκολο να τη σβήσουν [τη μνήμη της παλιάς θρησκείας]».

Οι Ρωμαίοι είχαν πάντοτε την αντίληψη πως μιλούσαν μια σχετικά φτωχή γλώσσα. Οι Άραβες, αντίθετα, πιστεύουν πως μιλούν - ή τουλάχιστον πως γράφουν - την ίδια τη γλώσσα του Θεού, αφού το Κοράνι αποκαλύφθηκε στα αραβικά, και αυτοπαρουσιάζεται μάλιστα ως «αραβικό Κοράνι». Οι Άραβες, επιπλέον, πιστεύουν πως διαθέτουν με το Κοράνι το αξεπέραστο, μα και άφθαστο, λογοτεχνικό αριστούργημα, αφού αυτό ακριβώς το αμίμητο που το χαρακτηρίζει αποτελεί το μεγάλο θαύμα, που μαρτυρεί τη θεία προέλευση του ιερού βιβλίου. Από τη στιγμή λοιπόν που ένα έργο μεταφράζεται στα αραβικά, αποκτά ασύγκριτο κύρος. Το αντίγραφο, αντί να «ωχριά μπροστά στη ζωντάνια του πρωτοτύπου», ίσα ίσα υψώνεται σε ανώτερο επίπεδο.

Και εμείς;

Έλεγα πως είμαστε Έλληνες Και με μια έννοια έχουμε παραμείνει τέτοιοι, μετά και παρά την επανάσταση που έχει επέλθει ως προς το παρελθόν. Πρέπει καταρχήν να συνειδητοποιήσουμε αυτήν την επανάσταση. Είναι σιωπηλή, κι όμως αποτελεί ένα από τα θεμελιώδη γνωρίσματα της νεωτερικότητας. Η ιστορικοποίηση του παρελθόντος έγκειται στο ότι το διατηρούμε, όχι επειδή είναι όμορφο, ή καίριο, ή ό, τι άλλο θέλετε - πράγμα που είναι σαν να λέμε πως είναι επίκαιρο -, αλλά μόνο και μόνο διότι είναι παρελθόν, και άρα «ενδιαφέρον». Μάρτυρες αυτού του γεγονότος είναι η απίστευτη, νεοπλασματική ανάπτυξη της διδασκαλίας της ιστορίας, ή πάλι το φαινόμενο του μουσείου ή του μνημείου των νεκρών. Η σχέση μας προς τους Αρχαίους έχει γίνει σχέση διατήρησης: εκδίδουμε ή μελετάμε αρχαία κείμενα, ακόμη κι όταν το περιεχόμενό τους δεν έχει πια σχέση με τις γνώσεις ή τις πεποιθήσεις μας.

Αυτή η στάση απέναντι στα αρχαία κείμενα συνδέεται με μιαν άλλη, που την αντισταθμίζει και ίσως λειτουργεί ως αντίδο­τό της. Πρόκειται για την αισθητική στάση, για εκείνο που μας κάνει να εκτιμούμε ένα κείμενο, μονάχα επειδή είναι ωραίο. Το πλεονέκτημα της αισθητικής σχέσης προς το κείμενο είναι πως δέχεται ότι το κείμενο είναι ανεξάντλητο. Ακριβώς αυτό το ανεξάντλητο στοιχείο του, και όχι η αξία του ως προτύπου, δίνει σ ’ ένα κείμενο τον «κλασικό» του χαρακτήρα. Κλασικό είναι εκείνο το κείμενο από το οποίο μπορούμε μονίμως να αντλούμε νέες ιδέες. Όμως, το πολιτιστικό στοίχημα της Δύσης είναι πως τα αρχαία κείμενα θα έχουν πάντοτε κάτι να μας μάθουν. Αυτό είναι που μας επιτρέπει να γράφουμε την πνευματική ιστορία της Ευρώπης ως ιστορία μιας ουσιαστικά αδιάκοπης αλληλουχίας αναγεννήσεων.

Εκείνο που χαρακτηρίζει την αισθητική στάση απέναντι σε μια πραγματικότητα είναι πως ο διαχωρισμός του περιεχομένου από τη μορφή παύει να έχει εφαρμογή. Αρκεί να έχει διαβάσει κανείς, έστω και μια φορά στη ζωή του, ένα ποίημα ή ένα μυθιστόρημα, για να το καταλάβει. Η αδυναμία διαχωρισμού του περιεχομένου από τη μορφή επιτρέπει, όπως είναι προφανές, τη διάσωση της μορφής. Πρέπει όμως επίσης να καταλάβουμε πως η αδυναμία αυτή διασώζει εξίσου το περιεχόμενο. Αλλαγή της μορφής με σκοπό τη διατήρηση του περιεχομένου (αυτό δηλαδή που συμβαίνει με τη μετάφραση) σημαίνει αναγωγή του κειμένου στον τρόπο που το κατανόησε ο μεταφραστής του. Σημαίνει, αυτόματα, ότι άλλοι ερμηνευτές παρεμποδίζονται να κατανοήσουν με δικό τους τρόπο το κείμενο. Η ερμηνευτική εργασία είναι δυνατή μόνο όταν διατηρείται το γράμμα. Και επομένως όταν διαβάζουμε το κάθε κείμενο, ακόμη και το πιο πεζό, ως ένα ποίημα στο οποίο η κάθε λέξη είναι αναντικατάστατα ο εαυτός της, ή, με μιαν έννοια, εάν διαβάζουμε την πρόζα ως οριακή περίπτωση ποίησης.

Ο μωαμεθανικός κόσμος μετέφρασε, και δεν διατήρησε ούτε μελέτησε τα πρωτότυπα. Έκανε έτσι αδύνατο το φαινόμενο των «αναγεννήσεων», δηλαδή της αναδρομής στα πρωτότυπα κείμενα, ενάντια στις παραδόσεις που τα επικαλούνταν. Υπήρξε ένα είδος «μωαμεθανικού ανθρωπισμού». Δεν πήρε όμως τη μορφή «αναγεννήσεων». Στην Ευρώπη, η παρουσία και η δυνατότητα γλωσσικής πρόσβασης σε μια μεγάλη ποίηση επέβαλαν το αισθητικό πρότυπο όσον αφορά τη σχέση προς το κείμενο. Αυτό έκανε αυτόματα αδύνατο να προσκολληθεί κανείς αποκλειστικά στο περιεχόμενο, να μεταγγίσει διαμιάς το περιεχόμενο του έργου, και στη συνέχεια να πετάξει το περιέχον. Με αυτήν την έννοια, η Ελλάδα είναι εκείνη που έσωσε τη Δύση. Ακόμη μια φορά...

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου