[598b] Τοῦτο δὴ αὐτὸ σκόπει· πρὸς πότερον ἡ γραφικὴ πεποίηται περὶ ἕκαστον; πότερα πρὸς τὸ ὄν, ὡς ἔχει, μιμήσασθαι, ἢ πρὸς τὸ φαινόμενον, ὡς φαίνεται, φαντάσματος ἢ ἀληθείας οὖσα μίμησις;
Φαντάσματος, ἔφη.
Πόρρω ἄρα που τοῦ ἀληθοῦς ἡ μιμητική ἐστιν καί, ὡς ἔοικεν, διὰ τοῦτο πάντα ἀπεργάζεται, ὅτι σμικρόν τι ἑκάστου ἐφάπτεται, καὶ τοῦτο εἴδωλον. οἷον ὁ ζωγράφος, φαμέν, ζωγραφήσει ἡμῖν σκυτοτόμον, τέκτονα, τοὺς ἄλλους δημιουργούς, [598c] περὶ οὐδενὸς τούτων ἐπαΐων τῶν τεχνῶν· ἀλλ᾽ ὅμως παῖδάς γε καὶ ἄφρονας ἀνθρώπους, εἰ ἀγαθὸς εἴη ζωγράφος, γράψας ἂν τέκτονα καὶ πόρρωθεν ἐπιδεικνὺς ἐξαπατῷ ἂν τῷ δοκεῖν ὡς ἀληθῶς τέκτονα εἶναι.
Τί δ᾽ οὔ;
Ἀλλὰ γὰρ οἶμαι ὦ φίλε, τόδε δεῖ περὶ πάντων τῶν τοιούτων διανοεῖσθαι· ἐπειδάν τις ἡμῖν ἀπαγγέλλῃ περί του, ὡς ἐνέτυχεν ἀνθρώπῳ πάσας ἐπισταμένῳ τὰς δημιουργίας καὶ τἆλλα πάντα ὅσα εἷς ἕκαστος οἶδεν, οὐδὲν ὅτι οὐχὶ [598d] ἀκριβέστερον ὁτουοῦν ἐπισταμένῳ, ὑπολαμβάνειν δεῖ τῷ τοιούτῳ ὅτι εὐήθης τις ἄνθρωπος, καί, ὡς ἔοικεν, ἐντυχὼν γόητί τινι καὶ μιμητῇ ἐξηπατήθη, ὥστε ἔδοξεν αὐτῷ πάσσοφος εἶναι, διὰ τὸ αὐτὸς μὴ οἷός τ᾽ εἶναι ἐπιστήμην καὶ ἀνεπιστημοσύνην καὶ μίμησιν ἐξετάσαι.
Ἀληθέστατα, ἔφη.
Οὐκοῦν, ἦν δ᾽ ἐγώ, μετὰ τοῦτο ἐπισκεπτέον τήν τε τραγῳδίαν καὶ τὸν ἡγεμόνα αὐτῆς Ὅμηρον, ἐπειδή τινων [598e] ἀκούομεν ὅτι οὗτοι πάσας μὲν τέχνας ἐπίστανται, πάντα δὲ τὰ ἀνθρώπεια τὰ πρὸς ἀρετὴν καὶ κακίαν, καὶ τά γε θεῖα· ἀνάγκη γὰρ τὸν ἀγαθὸν ποιητήν, εἰ μέλλει περὶ ὧν ἂν ποιῇ καλῶς ποιήσειν, εἰδότα ἄρα ποιεῖν, ἢ μὴ οἷόν τε εἶναι ποιεῖν. δεῖ δὴ ἐπισκέψασθαι πότερον μιμηταῖς τούτοις οὗτοι ἐντυχόντες ἐξηπάτηνται καὶ τὰ ἔργα αὐτῶν ὁρῶντες [599a] οὐκ αἰσθάνονται τριττὰ ἀπέχοντα τοῦ ὄντος καὶ ῥᾴδια ποιεῖν μὴ εἰδότι τὴν ἀλήθειαν —φαντάσματα γὰρ ἀλλ᾽ οὐκ ὄντα ποιοῦσιν— ἤ τι καὶ λέγουσιν καὶ τῷ ὄντι οἱ ἀγαθοὶ ποιηταὶ ἴσασιν περὶ ὧν δοκοῦσιν τοῖς πολλοῖς εὖ λέγειν.
Πάνυ μὲν οὖν, ἔφη, ἐξεταστέον.
Οἴει οὖν, εἴ τις ἀμφότερα δύναιτο ποιεῖν, τό τε μιμηθησόμενον καὶ τὸ εἴδωλον, ἐπὶ τῇ τῶν εἰδώλων δημιουργίᾳ ἑαυτὸν ἀφεῖναι ἂν σπουδάζειν καὶ τοῦτο προστήσασθαι τοῦ [599b] ἑαυτοῦ βίου ὡς βέλτιστον ἔχοντα;
Οὐκ ἔγωγε.
Ἀλλ᾽ εἴπερ γε οἶμαι ἐπιστήμων εἴη τῇ ἀληθείᾳ τούτων πέρι ἅπερ καὶ μιμεῖται, πολὺ πρότερον ἐν τοῖς ἔργοις ἂν σπουδάσειεν ἢ ἐπὶ τοῖς μιμήμασι, καὶ πειρῷτο ἂν πολλὰ καὶ καλὰ ἔργα ἑαυτοῦ καταλιπεῖν μνημεῖα, καὶ εἶναι προθυμοῖτ᾽ ἂν μᾶλλον ὁ ἐγκωμιαζόμενος ἢ ὁ ἐγκωμιάζων.
Οἶμαι, ἔφη· οὐ γὰρ ἐξ ἴσου ἥ τε τιμὴ καὶ ἡ ὠφελία.
Τῶν μὲν τοίνυν ἄλλων πέρι μὴ ἀπαιτῶμεν λόγον Ὅμηρον [599c] ἢ ἄλλον ὁντινοῦν τῶν ποιητῶν, ἐρωτῶντες εἰ ἰατρικὸς ἦν τις αὐτῶν ἀλλὰ μὴ μιμητὴς μόνον ἰατρικῶν λόγων, τίνας ὑγιεῖς ποιητής τις τῶν παλαιῶν ἢ τῶν νέων λέγεται πεποιηκέναι, ὥσπερ Ἀσκληπιός, ἢ τίνας μαθητὰς ἰατρικῆς κατελίπετο, ὥσπερ ἐκεῖνος τοὺς ἐκγόνους, μηδ᾽ αὖ περὶ τὰς ἄλλας τέχνας αὐτοὺς ἐρωτῶμεν, ἀλλ᾽ ἐῶμεν· περὶ δὲ ὧν μεγίστων τε καὶ καλλίστων ἐπιχειρεῖ λέγειν Ὅμηρος, πολέμων τε πέρι καὶ στρατηγιῶν καὶ διοικήσεων πόλεων, καὶ [599d] παιδείας πέρι ἀνθρώπου, δίκαιόν που ἐρωτᾶν αὐτὸν πυνθανομένους· Ὦ φίλε Ὅμηρε, εἴπερ μὴ τρίτος ἀπὸ τῆς ἀληθείας εἶ ἀρετῆς πέρι, εἰδώλου δημιουργός, ὃν δὴ μιμητὴν ὡρισάμεθα, ἀλλὰ καὶ δεύτερος, καὶ οἷός τε ἦσθα γιγνώσκειν ποῖα ἐπιτηδεύματα βελτίους ἢ χείρους ἀνθρώπους ποιεῖ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ, λέγε ἡμῖν τίς τῶν πόλεων διὰ σὲ βέλτιον ᾤκησεν, ὥσπερ διὰ Λυκοῦργον Λακεδαίμων καὶ δι᾽ ἄλλους πολλοὺς [599e] πολλαὶ μεγάλαι τε καὶ σμικραί; σὲ δὲ τίς αἰτιᾶται πόλις νομοθέτην ἀγαθὸν γεγονέναι καὶ σφᾶς ὠφεληκέναι; Χαρώνδαν μὲν γὰρ Ἰταλία καὶ Σικελία, καὶ ἡμεῖς Σόλωνα· σὲ δὲ τίς; ἕξει τινὰ εἰπεῖν;
Οὐκ οἶμαι, ἔφη ὁ Γλαύκων· οὔκουν λέγεταί γε οὐδ᾽ ὑπ᾽ αὐτῶν Ὁμηριδῶν.
Πόρρω ἄρα που τοῦ ἀληθοῦς ἡ μιμητική ἐστιν καί, ὡς ἔοικεν, διὰ τοῦτο πάντα ἀπεργάζεται, ὅτι σμικρόν τι ἑκάστου ἐφάπτεται, καὶ τοῦτο εἴδωλον. οἷον ὁ ζωγράφος, φαμέν, ζωγραφήσει ἡμῖν σκυτοτόμον, τέκτονα, τοὺς ἄλλους δημιουργούς, [598c] περὶ οὐδενὸς τούτων ἐπαΐων τῶν τεχνῶν· ἀλλ᾽ ὅμως παῖδάς γε καὶ ἄφρονας ἀνθρώπους, εἰ ἀγαθὸς εἴη ζωγράφος, γράψας ἂν τέκτονα καὶ πόρρωθεν ἐπιδεικνὺς ἐξαπατῷ ἂν τῷ δοκεῖν ὡς ἀληθῶς τέκτονα εἶναι.
Τί δ᾽ οὔ;
Ἀλλὰ γὰρ οἶμαι ὦ φίλε, τόδε δεῖ περὶ πάντων τῶν τοιούτων διανοεῖσθαι· ἐπειδάν τις ἡμῖν ἀπαγγέλλῃ περί του, ὡς ἐνέτυχεν ἀνθρώπῳ πάσας ἐπισταμένῳ τὰς δημιουργίας καὶ τἆλλα πάντα ὅσα εἷς ἕκαστος οἶδεν, οὐδὲν ὅτι οὐχὶ [598d] ἀκριβέστερον ὁτουοῦν ἐπισταμένῳ, ὑπολαμβάνειν δεῖ τῷ τοιούτῳ ὅτι εὐήθης τις ἄνθρωπος, καί, ὡς ἔοικεν, ἐντυχὼν γόητί τινι καὶ μιμητῇ ἐξηπατήθη, ὥστε ἔδοξεν αὐτῷ πάσσοφος εἶναι, διὰ τὸ αὐτὸς μὴ οἷός τ᾽ εἶναι ἐπιστήμην καὶ ἀνεπιστημοσύνην καὶ μίμησιν ἐξετάσαι.
Ἀληθέστατα, ἔφη.
Οὐκοῦν, ἦν δ᾽ ἐγώ, μετὰ τοῦτο ἐπισκεπτέον τήν τε τραγῳδίαν καὶ τὸν ἡγεμόνα αὐτῆς Ὅμηρον, ἐπειδή τινων [598e] ἀκούομεν ὅτι οὗτοι πάσας μὲν τέχνας ἐπίστανται, πάντα δὲ τὰ ἀνθρώπεια τὰ πρὸς ἀρετὴν καὶ κακίαν, καὶ τά γε θεῖα· ἀνάγκη γὰρ τὸν ἀγαθὸν ποιητήν, εἰ μέλλει περὶ ὧν ἂν ποιῇ καλῶς ποιήσειν, εἰδότα ἄρα ποιεῖν, ἢ μὴ οἷόν τε εἶναι ποιεῖν. δεῖ δὴ ἐπισκέψασθαι πότερον μιμηταῖς τούτοις οὗτοι ἐντυχόντες ἐξηπάτηνται καὶ τὰ ἔργα αὐτῶν ὁρῶντες [599a] οὐκ αἰσθάνονται τριττὰ ἀπέχοντα τοῦ ὄντος καὶ ῥᾴδια ποιεῖν μὴ εἰδότι τὴν ἀλήθειαν —φαντάσματα γὰρ ἀλλ᾽ οὐκ ὄντα ποιοῦσιν— ἤ τι καὶ λέγουσιν καὶ τῷ ὄντι οἱ ἀγαθοὶ ποιηταὶ ἴσασιν περὶ ὧν δοκοῦσιν τοῖς πολλοῖς εὖ λέγειν.
Πάνυ μὲν οὖν, ἔφη, ἐξεταστέον.
Οἴει οὖν, εἴ τις ἀμφότερα δύναιτο ποιεῖν, τό τε μιμηθησόμενον καὶ τὸ εἴδωλον, ἐπὶ τῇ τῶν εἰδώλων δημιουργίᾳ ἑαυτὸν ἀφεῖναι ἂν σπουδάζειν καὶ τοῦτο προστήσασθαι τοῦ [599b] ἑαυτοῦ βίου ὡς βέλτιστον ἔχοντα;
Οὐκ ἔγωγε.
Ἀλλ᾽ εἴπερ γε οἶμαι ἐπιστήμων εἴη τῇ ἀληθείᾳ τούτων πέρι ἅπερ καὶ μιμεῖται, πολὺ πρότερον ἐν τοῖς ἔργοις ἂν σπουδάσειεν ἢ ἐπὶ τοῖς μιμήμασι, καὶ πειρῷτο ἂν πολλὰ καὶ καλὰ ἔργα ἑαυτοῦ καταλιπεῖν μνημεῖα, καὶ εἶναι προθυμοῖτ᾽ ἂν μᾶλλον ὁ ἐγκωμιαζόμενος ἢ ὁ ἐγκωμιάζων.
Οἶμαι, ἔφη· οὐ γὰρ ἐξ ἴσου ἥ τε τιμὴ καὶ ἡ ὠφελία.
Τῶν μὲν τοίνυν ἄλλων πέρι μὴ ἀπαιτῶμεν λόγον Ὅμηρον [599c] ἢ ἄλλον ὁντινοῦν τῶν ποιητῶν, ἐρωτῶντες εἰ ἰατρικὸς ἦν τις αὐτῶν ἀλλὰ μὴ μιμητὴς μόνον ἰατρικῶν λόγων, τίνας ὑγιεῖς ποιητής τις τῶν παλαιῶν ἢ τῶν νέων λέγεται πεποιηκέναι, ὥσπερ Ἀσκληπιός, ἢ τίνας μαθητὰς ἰατρικῆς κατελίπετο, ὥσπερ ἐκεῖνος τοὺς ἐκγόνους, μηδ᾽ αὖ περὶ τὰς ἄλλας τέχνας αὐτοὺς ἐρωτῶμεν, ἀλλ᾽ ἐῶμεν· περὶ δὲ ὧν μεγίστων τε καὶ καλλίστων ἐπιχειρεῖ λέγειν Ὅμηρος, πολέμων τε πέρι καὶ στρατηγιῶν καὶ διοικήσεων πόλεων, καὶ [599d] παιδείας πέρι ἀνθρώπου, δίκαιόν που ἐρωτᾶν αὐτὸν πυνθανομένους· Ὦ φίλε Ὅμηρε, εἴπερ μὴ τρίτος ἀπὸ τῆς ἀληθείας εἶ ἀρετῆς πέρι, εἰδώλου δημιουργός, ὃν δὴ μιμητὴν ὡρισάμεθα, ἀλλὰ καὶ δεύτερος, καὶ οἷός τε ἦσθα γιγνώσκειν ποῖα ἐπιτηδεύματα βελτίους ἢ χείρους ἀνθρώπους ποιεῖ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ, λέγε ἡμῖν τίς τῶν πόλεων διὰ σὲ βέλτιον ᾤκησεν, ὥσπερ διὰ Λυκοῦργον Λακεδαίμων καὶ δι᾽ ἄλλους πολλοὺς [599e] πολλαὶ μεγάλαι τε καὶ σμικραί; σὲ δὲ τίς αἰτιᾶται πόλις νομοθέτην ἀγαθὸν γεγονέναι καὶ σφᾶς ὠφεληκέναι; Χαρώνδαν μὲν γὰρ Ἰταλία καὶ Σικελία, καὶ ἡμεῖς Σόλωνα· σὲ δὲ τίς; ἕξει τινὰ εἰπεῖν;
Οὐκ οἶμαι, ἔφη ὁ Γλαύκων· οὔκουν λέγεταί γε οὐδ᾽ ὑπ᾽ αὐτῶν Ὁμηριδῶν.
***
[598b] Εδώ λοιπόν τώρα πρόσεξε· ποιός είναι ο σκοπός της ζωγραφικής; έργο έχει να μιμείται το ον όπως πραγματικά είναι, ή να μιμείται το φαινόμενο, όπως φαίνεται; είναι με άλλους λόγους μίμηση φαντάσματος ή αλήθειας;Φαντάσματος.
Απέχει λοιπόν πολύ απ᾽ την αλήθεια η μιμητική τέχνη και, καθώς φαίνεται, γι᾽ αυτό κάνει τόσα πράγματα, γιατί μόλις αγγίζει το καθετί, και ό,τι αγγίζει είναι μόνο είδωλο του αντικειμένου. Παραδείγματος χάρη, ο ζωγράφος, λέμε, θα μας ζωγραφίσει έναν παπουτσή, έναν μαραγκό, άλλους τεχνίτες, [598c] χωρίς να γνωρίζει τίποτα απ᾽ την τέχνη κανενός· μολαταύτα, αν είναι καλός ζωγράφος, μπορεί να εξαπατήσει τα παιδιά και τους αμαθείς ανθρώπους, άμα ζωγραφίσει και τους δείξει από μακριά έναν μαραγκό, τόσο που να πιστέψουν πως είναι αληθινός μαραγκός.
Πώς όχι;
Αλλ᾽ όλως, φίλε μου, τούτο πρέπει να βάλομε στον νου μας για όλ᾽ αυτά· όταν έρθει κανένας και μας πει ότι συνάντησε κάποιον άνθρωπο που γνωρίζει όλες τις τέχνες, και ότι όλα τ᾽ άλλα πράγματα που τα γνωρίζουν οι άλλοι, χωριστά ο καθένας, αυτός τα γνωρίζει [598d] πολύ καλύτερ᾽ απ᾽ αυτούς, πρέπει να του αποκριθούμε ότι χωρίς άλλο είναι πολύ απλοϊκός να το πιστεύει, και, καθώς φαίνεται, βρήκε κανέναν μάγο ή μιμητή κι εξαπατήθηκε απ᾽ αυτόν τόσο που τον νόμισε πάνσοφο, επειδή ο ίδιος δεν είναι σε θέση να ξεχωρίσει την επιστημοσύνη και την ανεπιστημοσύνη και τη μίμηση.
Αυτό είναι αληθέστατο.
Μας μένει τώρα ύστερ᾽ απ᾽ αυτά να εξετάσομε την τραγωδία και τον Όμηρο τον αρχηγό της, γιατί ακούμε [598e] μερικούς να λέγουν ότι αυτοί οι ποιητές γνωρίζουν όλες τις τέχνες και όλες τις ανθρώπινες επιστήμες που αντικείμενό τους έχουν την αρετή και την κακία, καθώς και τα θεία· επειδή ένας καλός ποιητής είναι ανάγκη να γνωρίζει καλά όλα εκείνα που πραγματεύεται, αν θέλει να έχει το έργο του πραγματικήν αξία, αλλιώτικα δεν είναι δυνατόν να κάμει τίποτα. Πρέπει λοιπόν να εξετάσομε, αυτοί που μιλούν έτσι μήπως τάχα έχουν απατηθεί από τούτους τους μιμητές που συνάντησαν, και βλέποντας τα έργα τους [599a] δεν είναι σε θέση να εννοήσουν ότι απέχουν τρεις βαθμούς από το ον και ότι τέτοια έργα εύκολο είναι να γίνουν και από άνθρωπο που δεν γνωρίζει την αλήθεια — γιατί φαντάσματα κατασκευάζουν και όχι όντα· ή μήπως τάχα έχουν δίκιο και όντως οι καλοί ποιητές κατέχουν κατά βάθος τα πράγματα που κατά την κρίση των πολλών με τόσον ωραία λόγια τα παραστάνουν.
Πραγματικά πρέπει να το εξετάσομε αυτό.
Πιστεύεις λοιπόν ότι, εάν ένας ήταν εξίσου ικανός να κάμει και τα δύο, δηλαδή και το είδωλο ενός αντικειμένου και αυτό το ίδιο το αντικείμενο που πρόκειται ν᾽ απομιμηθεί, θα προτιμούσε ν᾽ αφοσιωθεί με όλες του τις δυνάμεις στην κατασκευή ειδώλων και τούτο να κάμει [599b] σκοπό της ζωής του, σαν να είναι αυτό το καλύτερο που έχει να κάμει;
Εγώ τουλάχιστο δεν το πιστεύω.
Αλλ᾽ αν ήταν αληθινά επιστήμων αυτών των πραγμάτων που μιμείται, νομίζω ότι πολύ περισσότερο θα ενδιαφερότανε για τα ίδια τα έργα παρά για την απομίμησή τους, και θα προσπαθούσε ν᾽ αφήσει πίσω του τη μνήμη πολλών και καλών κατορθωμάτων, προτιμώντας φυσικά να είναι μάλλον ο εγκωμιαζόμενος παρά ο εγκωμιαστής άλλων.
Κι εγώ αυτό πιστεύω, γιατί δεν είναι ίση και στις δύο περιπτώσεις η τιμή και η ωφέλεια.
Και για τ᾽ άλλα πράγματα ας μη ζητούμε λόγο από τον Όμηρο [599c] ή απ᾽ όποιον άλλο ποιητή· ας μη ρωτήσομε αν κανένας απ᾽ αυτούς ήταν επιστήμων γιατρός και όχι απλώς μιμητής ιατρικών λόγων, αν κανένας από τους παλαιούς ή νέους ποιητές γιάτρεψε αρρώστους, όπως ο Ασκληπιός, ή αν άφησε μαθητές της ιατρικής, όπως εκείνος τους ίδιους του τους απογόνους· ας μη τους ρωτήσομε και για τις άλλες τέχνες και ας τ᾽ αφήσομε όλ᾽ αυτά κατά μέρος· αφού όμως ο Όμηρος τολμά να μιλεί για τα μέγιστα και κάλλιστα πράγματα, για πολέμους και στρατηγίες και διοικήσεις πόλεων, και [599d] για την εκπαίδευση των ανθρώπων, είναι δίκαιο να τον ρωτήσομε και να του ειπούμε: Ω φίλε Όμηρε, αν δεν απέχεις τρεις βαθμούς από την αλήθεια στα ζητήματα της αρετής και δεν είσαι απλώς κατασκευαστής ειδώλου, μιμητής δηλαδή κατά τον ορισμό μας, αλλά απέχεις, έστω, δύο βαθμούς, και ήσουν ικανός να γνωρίζεις ποιά ασχολήματα κάνουν τους ανθρώπους καλύτερους ή χειρότερους είτε στον ιδιωτικό είτε στο δημόσιο βίο, λέγε μας ποιά πόλη χάρη σε σένα καλυτέρεψε τη διοίκησή της, όπως η Λακεδαίμων χάρη στον Λυκούργο και οι άλλες πόλεις, [599e] μικρές και μεγάλες, χάρη σε πολλούς άλλους; Εσένα ποιά πόλη σε μνημονεύει ότι υπήρξες νομοθέτης άριστος και ότι την ωφέλησες; Η Ιταλία και η Σικελία έχουν τον Χαρώνδα, εμείς οι Αθηναίοι τον Σόλωνα· εσένα όμως ποιός τόπος; Θα έχει να μας απαντήσει κανέναν;
Δεν πιστεύω· τουλάχιστον ούτε αυτοί οι Ομηρίδες αναφέρουν τέτοιο πράγμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου