ΧΟ. ἐμοὶ χορὸς μὲν ἡδύς, εἰ λίγεια λω- [στρ. α]
τοῦ χάρις †ἐνὶ δαΐ†·
ἡδεῖα δ᾽ εὔχαρις Ἀφροδί-
895 τα· τερπνὸν δέ τι καὶ φίλων
ἆρ᾽ εὐτυχίαν ἰδέσθαι
τῶν πάρος οὐ δοκούντων.
πολλὰ γὰρ τίκτει Μοῖρα τελεσσιδώ-
900 τειρ᾽ Αἰών τε Χρόνου παῖς.
ἔχεις ὁδόν τιν᾽, ὦ πόλις, δίκαιον· οὐ [ἀντ. α]
χρή ποτε τοῦδ᾽ ἀφέσθαι,
τιμᾶν θεούς· ὁ ‹δὲ› μή σε φά-
σκων ἐγγὺς μανιᾶν ἐλαύ-
905 νει, δεικνυμένων ἐλέγχων
τῶνδ᾽· ἐπίσημα γάρ τοι
θεὸς παραγγέλλει, τῶν ἀδίκων παραι-
ρῶν φρονήματος αἰεί.
910 ἔστιν ἐν οὐρανῶι βεβα- [στρ. β]
κὼς ὁ σὸς γόνος, ὦ γεραι-
ά· φεύγω λόγον ὡς τὸν Ἅι-
δα δόμον κατέβα, πυρὸς
δεινᾶι φλογὶ σῶμα δαισθείς·
915 Ἥβας τ᾽ ἐρατὸν χροΐ-
ζει λέχος χρυσέαν κατ᾽ αὐλάν.
ὦ Ὑμέναιε, δισ-
σοὺς παῖδας Διὸς ἠξίωσας.
συμφέρεται τὰ πολλὰ πολ- [αντ. β]
920 λοῖς· καὶ γὰρ πατρὶ τῶνδ᾽ Ἀθά-
ναν λέγουσ᾽ ἐπίκουρον εἶ-
ναι, καὶ τούσδε θεᾶς πόλις
καὶ λαὸς ἔσωσε κείνας·
ἔσχεν δ᾽ ὕβριν ἀνδρὸς ὧι
925 θυμὸς ἦν πρὸ δίκας βίαιος.
μήποτ᾽ ἐμοὶ φρόνη-
μα ψυχά τ᾽ ἀκόρεστος εἴη.
***
ΧΟΡ. Γλυκός μού είναι ο χορός, σα συντροφεύεται
με της λυγερής φλογέρας τα τσακίσματα
και με τη χιλιόχαρη Αφροδίτη·
κι είναι χαρά κανείς να βλέπει
τους καλούς του να ευτυχούνε,
που πρώτα το ήσαν στερημένα.
Πολλά γεννά η Μοίρα, που δίνει
το κάθε τέλος, κι η ελικιά,
900 το παιδί του αιώνιου χρόνου.
Ω πόλη μας, κρατείς τον δίκιο
δρόμο· ποτέ τους θεούς μην πάψεις
να τους τιμάς· κι ο που σου λέγει
τ᾽ όχι είναι αληθινά τρελός
μετά από τέτοιες αποδείξεις.
Γιατί ολοφάνερα ο θεός
δυνατός δείχτηκε, των άδικων
τη μεγαλοφροσύνη ρίχνοντας.
910 Στον ουρανό είναι ανεβασμένος
θεός ο γόνος σου, ω γερόντισσα·
δεν το πιστεύω πως κατέβηκε
στου Άδη το βασίλειο καίγοντας
το κορμί με φλόγα ολέθρια·
τώρα το ερωτικό κρεβάτι
μοιράζεται της Ήβης στ᾽ ουρανού
την ολόχρυσην αυλή.
Ω θείε Υμέναιε, δυο παιδιά
του Διός άξια τα ένωσες!
Γιά ιδές πώς τα ᾽φερεν η τύχη·
920 καταπώς λέγουν, του πατέρα των
φίλος ήταν η Αθηνά,
κι η πόλη κι ο λαός της τώρα
τους έσωσε κι αντίσκοψε
την περηφάνια του τυράννου,
που πριν τιμωρηθεί ήταν η ψυχή του
απόκοτη. Άμποτες εμένα
μήτε η ψυχή μου μήτε η γνώμη μου
να ᾽ναι ποτές αχόρταγες!
τοῦ χάρις †ἐνὶ δαΐ†·
ἡδεῖα δ᾽ εὔχαρις Ἀφροδί-
895 τα· τερπνὸν δέ τι καὶ φίλων
ἆρ᾽ εὐτυχίαν ἰδέσθαι
τῶν πάρος οὐ δοκούντων.
πολλὰ γὰρ τίκτει Μοῖρα τελεσσιδώ-
900 τειρ᾽ Αἰών τε Χρόνου παῖς.
ἔχεις ὁδόν τιν᾽, ὦ πόλις, δίκαιον· οὐ [ἀντ. α]
χρή ποτε τοῦδ᾽ ἀφέσθαι,
τιμᾶν θεούς· ὁ ‹δὲ› μή σε φά-
σκων ἐγγὺς μανιᾶν ἐλαύ-
905 νει, δεικνυμένων ἐλέγχων
τῶνδ᾽· ἐπίσημα γάρ τοι
θεὸς παραγγέλλει, τῶν ἀδίκων παραι-
ρῶν φρονήματος αἰεί.
910 ἔστιν ἐν οὐρανῶι βεβα- [στρ. β]
κὼς ὁ σὸς γόνος, ὦ γεραι-
ά· φεύγω λόγον ὡς τὸν Ἅι-
δα δόμον κατέβα, πυρὸς
δεινᾶι φλογὶ σῶμα δαισθείς·
915 Ἥβας τ᾽ ἐρατὸν χροΐ-
ζει λέχος χρυσέαν κατ᾽ αὐλάν.
ὦ Ὑμέναιε, δισ-
σοὺς παῖδας Διὸς ἠξίωσας.
συμφέρεται τὰ πολλὰ πολ- [αντ. β]
920 λοῖς· καὶ γὰρ πατρὶ τῶνδ᾽ Ἀθά-
ναν λέγουσ᾽ ἐπίκουρον εἶ-
ναι, καὶ τούσδε θεᾶς πόλις
καὶ λαὸς ἔσωσε κείνας·
ἔσχεν δ᾽ ὕβριν ἀνδρὸς ὧι
925 θυμὸς ἦν πρὸ δίκας βίαιος.
μήποτ᾽ ἐμοὶ φρόνη-
μα ψυχά τ᾽ ἀκόρεστος εἴη.
***
ΧΟΡ. Γλυκός μού είναι ο χορός, σα συντροφεύεται
με της λυγερής φλογέρας τα τσακίσματα
και με τη χιλιόχαρη Αφροδίτη·
κι είναι χαρά κανείς να βλέπει
τους καλούς του να ευτυχούνε,
που πρώτα το ήσαν στερημένα.
Πολλά γεννά η Μοίρα, που δίνει
το κάθε τέλος, κι η ελικιά,
900 το παιδί του αιώνιου χρόνου.
Ω πόλη μας, κρατείς τον δίκιο
δρόμο· ποτέ τους θεούς μην πάψεις
να τους τιμάς· κι ο που σου λέγει
τ᾽ όχι είναι αληθινά τρελός
μετά από τέτοιες αποδείξεις.
Γιατί ολοφάνερα ο θεός
δυνατός δείχτηκε, των άδικων
τη μεγαλοφροσύνη ρίχνοντας.
910 Στον ουρανό είναι ανεβασμένος
θεός ο γόνος σου, ω γερόντισσα·
δεν το πιστεύω πως κατέβηκε
στου Άδη το βασίλειο καίγοντας
το κορμί με φλόγα ολέθρια·
τώρα το ερωτικό κρεβάτι
μοιράζεται της Ήβης στ᾽ ουρανού
την ολόχρυσην αυλή.
Ω θείε Υμέναιε, δυο παιδιά
του Διός άξια τα ένωσες!
Γιά ιδές πώς τα ᾽φερεν η τύχη·
920 καταπώς λέγουν, του πατέρα των
φίλος ήταν η Αθηνά,
κι η πόλη κι ο λαός της τώρα
τους έσωσε κι αντίσκοψε
την περηφάνια του τυράννου,
που πριν τιμωρηθεί ήταν η ψυχή του
απόκοτη. Άμποτες εμένα
μήτε η ψυχή μου μήτε η γνώμη μου
να ᾽ναι ποτές αχόρταγες!
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου