τὸν ἱππευτάν τ᾽ Ἀμαζόνων στρατὸν [στρ. γ]
Μαιῶτιν ἀμφὶ πολυπόταμον
410 ἔβα δι᾽ ἄξεινον οἶδμα λίμνας,
τίν᾽ οὐκ ἀφ᾽ Ἑλλανίας
ἄγορον ἁλίσας φίλων,
κόρας Ἀρείας †πέπλων
χρυσεόστολον φάρος†
415 ζωστῆρος ὀλεθρίους ἄγρας·
τὰ κλεινὰ δ᾽ Ἑλλὰς ἔλαβε βαρ-
βάρου κόρας λάφυρα καὶ
σώιζεται Μυκήναις.
τάν τε μυριόκρανον
420 πολύφονον κύνα Λέρνας
ὕδραν ἐξεπύρωσεν,
βέλεσί τ᾽ ἀμφέβαλ᾽ ‹ἰόν›,
τὸν τρισώματον οἷσιν ἔ-
κτα βοτῆρ᾽ Ἐρυθείας.
425 δρόμων τ᾽ ἄλλων ἀγάλματ᾽ εὐτυχῆ [ἀντ. γ]
διῆλθε τόν ‹τε› πολυδάκρυον
ἔπλευσ᾽ ἐς Ἅιδαν, πόνων τελευτάν,
ἵν᾽ ἐκπεραίνει τάλας
βίοτον οὐδ᾽ ἔβα πάλιν.
430 στέγαι δ᾽ ἔρημοι φίλων,
τὰν δ᾽ ἀνόστιμον τέκνων
Χάρωνος ἐπιμένει πλάτα
βίου κέλευθον ἄθεον ἄδι-
κον· ἐς δὲ σὰς χέρας βλέπει
435 δώματ᾽ οὐ παρόντος.
εἰ δ᾽ ἐγὼ σθένος ἥβων
δόρυ τ᾽ ἔπαλλον ἐν αἰχμᾶι
Καδμείων τε σύνηβοι,
τέκεσιν ἂν προπαρέσταν
440 ἀλκᾶι· νῦν δ᾽ ἀπολείπομαι
τᾶς εὐδαίμονος ἥβας.
***
Και στον στρατό τον καβαλάρη
των Αμαζόνων ήρθ᾽ ενάντια
γύρω στην πολυπόταμη Μαιώτιδα
410μέσ᾽ απ᾽ του Εύξεινου το κύμα
μαζεύοντας απ᾽ την Ελλάδα
συντροφιά φίλων, κυνηγούς
ολέθριους της ζώνης της κόρης
της πολεμικής, στολίδι
που ήταν των πέπλων της ολόχρυσο·
και πήρε η Ελλάδα τα ένδοξα
λάφυρ᾽ από το βάρβαρο κορίτσι
και στας Μυκήνας αυτός γύρισε.
Και την απειροκέφαλη,
420πολύφονη σκύλα της Λέρνας,
την ύδρα, την κατέκαψε
και περικάρφωσε με βέλη,
που το τρισώματο μ᾽ αυτά
θεριό της Ερυθείας εσκότωσε.
Και ταξιδιών άλλων επέρασε
χαρές ευτυχισμένες·
και στον πολύδακρην Άδη έπλευσε
για τέλος των κόπων του,
όπου ο κακόμοιρος τη ζωή
τέλειωσε δίχως να γυρίσει.
430Κι έρμο το σπίτ᾽ είναι από φίλους,
και το κουπί του Χάρου περιμένει
των παιδιώνε του το αγύριστο
ταξίδι της ζωής των τ᾽ άθεο κι άδικο·
κι απ᾽ τα δικά σου χέρια ελπίζει
το σπίτι, ω Ηρακλή, που λείπεις.
Κι αν ήμουν νιος εγώ στη δύναμη
και το δόρυ έπαλλα στη μάχη
και των Καδμείων οι νιοι μαζί μου,
θα βόηθαγα με βιά τα τέκνα σου·
440μα τώρα πια είμαι στερημένος
τα ευτυχισμένα μου τα νιάτα.
Μαιῶτιν ἀμφὶ πολυπόταμον
410 ἔβα δι᾽ ἄξεινον οἶδμα λίμνας,
τίν᾽ οὐκ ἀφ᾽ Ἑλλανίας
ἄγορον ἁλίσας φίλων,
κόρας Ἀρείας †πέπλων
χρυσεόστολον φάρος†
415 ζωστῆρος ὀλεθρίους ἄγρας·
τὰ κλεινὰ δ᾽ Ἑλλὰς ἔλαβε βαρ-
βάρου κόρας λάφυρα καὶ
σώιζεται Μυκήναις.
τάν τε μυριόκρανον
420 πολύφονον κύνα Λέρνας
ὕδραν ἐξεπύρωσεν,
βέλεσί τ᾽ ἀμφέβαλ᾽ ‹ἰόν›,
τὸν τρισώματον οἷσιν ἔ-
κτα βοτῆρ᾽ Ἐρυθείας.
425 δρόμων τ᾽ ἄλλων ἀγάλματ᾽ εὐτυχῆ [ἀντ. γ]
διῆλθε τόν ‹τε› πολυδάκρυον
ἔπλευσ᾽ ἐς Ἅιδαν, πόνων τελευτάν,
ἵν᾽ ἐκπεραίνει τάλας
βίοτον οὐδ᾽ ἔβα πάλιν.
430 στέγαι δ᾽ ἔρημοι φίλων,
τὰν δ᾽ ἀνόστιμον τέκνων
Χάρωνος ἐπιμένει πλάτα
βίου κέλευθον ἄθεον ἄδι-
κον· ἐς δὲ σὰς χέρας βλέπει
435 δώματ᾽ οὐ παρόντος.
εἰ δ᾽ ἐγὼ σθένος ἥβων
δόρυ τ᾽ ἔπαλλον ἐν αἰχμᾶι
Καδμείων τε σύνηβοι,
τέκεσιν ἂν προπαρέσταν
440 ἀλκᾶι· νῦν δ᾽ ἀπολείπομαι
τᾶς εὐδαίμονος ἥβας.
***
Και στον στρατό τον καβαλάρη
των Αμαζόνων ήρθ᾽ ενάντια
γύρω στην πολυπόταμη Μαιώτιδα
410μέσ᾽ απ᾽ του Εύξεινου το κύμα
μαζεύοντας απ᾽ την Ελλάδα
συντροφιά φίλων, κυνηγούς
ολέθριους της ζώνης της κόρης
της πολεμικής, στολίδι
που ήταν των πέπλων της ολόχρυσο·
και πήρε η Ελλάδα τα ένδοξα
λάφυρ᾽ από το βάρβαρο κορίτσι
και στας Μυκήνας αυτός γύρισε.
Και την απειροκέφαλη,
420πολύφονη σκύλα της Λέρνας,
την ύδρα, την κατέκαψε
και περικάρφωσε με βέλη,
που το τρισώματο μ᾽ αυτά
θεριό της Ερυθείας εσκότωσε.
Και ταξιδιών άλλων επέρασε
χαρές ευτυχισμένες·
και στον πολύδακρην Άδη έπλευσε
για τέλος των κόπων του,
όπου ο κακόμοιρος τη ζωή
τέλειωσε δίχως να γυρίσει.
430Κι έρμο το σπίτ᾽ είναι από φίλους,
και το κουπί του Χάρου περιμένει
των παιδιώνε του το αγύριστο
ταξίδι της ζωής των τ᾽ άθεο κι άδικο·
κι απ᾽ τα δικά σου χέρια ελπίζει
το σπίτι, ω Ηρακλή, που λείπεις.
Κι αν ήμουν νιος εγώ στη δύναμη
και το δόρυ έπαλλα στη μάχη
και των Καδμείων οι νιοι μαζί μου,
θα βόηθαγα με βιά τα τέκνα σου·
440μα τώρα πια είμαι στερημένος
τα ευτυχισμένα μου τα νιάτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου