Πέμπτη 7 Μαΐου 2020

ΘΕΟΦΡΑΣΤΟΣ: Χαρακτῆρες (17.1-17.9) - ΜΕΜΨΙΜΟΙΡΙΑΣ

ΙΖ'. ΜΕΜΨΙΜΟΙΡΙΑΣ


[17.1] [Ἔστι δὲ ἡ μεμψιμοιρία ἐπιτίμησις παρὰ τὸ προσῆκον τῶν δεδομένων,]
[17.2] ὁ δὲ μεμψίμοιρος τοιόσδε τις, οἷος ἀποστείλαντος μερίδα τοῦ φίλου εἰπεῖν πρὸς τὸν φέροντα «Ἐφθόνησέ μοι τοῦ ζωμοῦ καὶ τοῦ οἰναρίου οὐκ ἐπὶ δεῖπνον καλέσας».
[17.3] καὶ ὑπὸ τῆς ἑταίρας καταφιλούμενος εἰπεῖν «Θαυμάζω, εἰ σὺ καὶ ἀπὸ τῆς ψυχῆς ὄντως με φιλεῖς».
[17.4] καὶ τῷ Διὶ ἀγανακτεῖν, οὐ διότι ὕει, ἀλλὰ διότι ὕστερον.
[17.5] καὶ εὑρὼν ἐν τῇ ὁδῷ βαλλάντιόν τι εἰπεῖν «Ἀλλ᾽ οὐ θησαυρὸν εὕρηκα οὐδέποτε».
[17.6] καὶ πριάμενος ἀνδράποδον ἄξιον καὶ πολλὰ δεηθεὶς τοῦ πωλοῦντος «Θαυμάζω», εἰπεῖν, «εἴ τι ὑγιὲς οὕτω ἄξιον ἐώνημαι».
[17.7] καὶ πρὸς τὸν εὐαγγελιζόμενον ὅτι «Ὑός σοι γέγονεν», εἰπεῖν ὅτι «Ἂν προσθῇς “καὶ τῆς οὐσίας τὸ ἥμισυ ἄπεστιν”, ἀληθῆ ἐρεῖς».
[17.8] καὶ δίκην νικήσας καὶ λαβὼν πάσας τὰς ψήφους ἐγκαλεῖν τῷ γράψαντι τὸν λόγον ὡς πολλὰ παραλελοιπότι τῶν δικαίων.
[17.9] καὶ ἐράνου εἰσενεχθέντος παρὰ τῶν φίλων καὶ φήσαντός τινος «Ἱλαρὸς ἴσθι», «Καὶ πῶς;» εἰπεῖν «ὅτε δεῖ τἀργύριον ἀποδοῦναι ἑκάστῳ καὶ χωρὶς τούτων χάριν ὀφείλειν ὡς εὐεργετημένον;»

***

17. Ο ΜΕΜΨΙΜΟΙΡΟΣ


[17.1] [Η μεμψιμοιρία είναι ο ανάρμοστος ψόγος για αυτά που σου έχουν δοθεί,]
[17.2] ενώ ο μεμψίμοιρος το είδος του ανθρώπου, ο οποίος λέει σ᾽ εκείνον που του φέρνει μερίδα φαγητού σταλμένη από κάποιο φίλο: «Μου στέρησε την ευκαιρία να δοκιμάσω τη σούπα και το κρασί με το να μη με καλέσει στο δείπνο».
[17.3] Όταν η ερωμένη του τον φιλά με πάθος, της λέει: «Αναρωτιέμαι αν πράγματι με αγαπάς με την καρδιά σου».
[17.4] Αγανακτεί με το Δία, όχι γιατί βρέχει, αλλά γιατί έβρεξε με καθυστέρηση.
[17.5] Αν βρει στο δρόμο κανένα πορτοφόλι, λέει: «Ποτέ μου όμως δε βρήκα θησαυρό».
[17.6] Αν αγοράσει σε φθηνή τιμή κάποιο δούλο, έχοντας παζαρέψει πολύ με τον πωλητή, λέει: «Αναρωτιέμαι αν είναι γερό το εμπόρευμα, τόσο φθηνά που το αγόρασα».
[17.7] Σ᾽ εκείνον που του φέρνει την καλή είδηση «Απέκτησες γιο!» απαντά: «Αν προσθέσεις ότι χάθηκε και η μισή περιουσία, θα πεις την αλήθεια».
[17.8] Αν κερδίσει μια δίκη, και μάλιστα έχοντας λάβει το σύνολο των ψήφων, κατηγορεί αυτόν που του έγραψε το λόγο ότι παρέλειψε πολλά από τα δίκαιά του.
[17.9]Αν οι φίλοι του μαζέψουν (για χάρη του) ένα ποσό από κοινού και κάποιος του πει «Να είσαι χαρούμενος!», αυτός απαντά: «Μα πώς; Όταν πρέπει και τα χρήματα να επιστρέψω στον καθένα χωριστά και να οφείλω επιπλέον χάρη, γιατί τάχα ευεργετήθηκα».

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου