Ο ήρωας του διηγήματος βλέπει σε όνειρο ότι βρίσκεται σε έναν τόπο όπου όλοι οι άνθρωποι είναι αγνοί, αθώοι και ευτυχισμένοι. Κι εκείνος, πολύ σύντομα κατάφερε να τους κάνει σαν τα μούτρα του, δηλαδή σαν τους ανθρώπους στη γη, κι όπως λέει, «κατάφερα να τους χαλάσω όλους». Και να τι κατάφερε:
Πόσο γρήγορα γεννήθηκε ανάμεσά τους η φιληδονία που γέννησε τη ζήλεια κι εκείνη με τη σειρά της τη σκληρότητα!… Δεν ξέρω πότε, μα ύστερα από λίγο, χύθηκε και για πρώτη φορά αίμα… Οι άνθρωποι, κατατρομαγμένοι, άρχισαν να σκορπάνε, ν’ απομονώνονται. Έκαναν συμμαχίες οι μεν εναντίον των δε. Έμαθαν τη φιλοτιμία, που της έδωσαν το μεγαλόπρεπο τίτλο: Τιμή! Και τότε κάθε έθνος έκανε τη σημαία του. Μετά κήρυξαν τον πόλεμο στα ζώα που έφυγαν στα δάση κι έγιναν εχθροί του ανθρώπου. Κι άρχισε ο πόλεμος του ατομισμού για το δικό μου και το δικό σου. Ανακάλυψαν τις γλώσσες. Ανακάλυψαν τον πόνο και τον ερωτεύτηκαν. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι διψούσαν για πόνο κι έλεγαν πως με τον πόνο μονάχα φτάνει κανείς στην αλήθεια. Αυτός υπήρξε και η πρώτη αρχή της επιστήμης.
Ύστερα, μόλις έγιναν κακοί, άρχισαν να εκφωνούν λόγους για την αδελφοσύνη, για τη φιλανθρωπία… Μόλις έγιναν εγκληματίες, άρχισαν να μιλούν για τη δικαιοσύνη, συντάξανε κώδικες για να τη διαφυλάξουν και αγχόνες για να την υπερασπιστούν. Όταν θυμόντουσαν το τι είχανε χάσει, δεν ήθελαν να πιστέψουν στην αθωότητά τους και στην περασμένη τους ευτυχία, γελούσαν μάλιστα για την ευτυχία αυτή, λέγοντας πως ήταν παραμύθι και δεν μπορούσαν πια να την φανταστούν σαν κάτι το πραγματικό. Ωστόσο αν και δεν πίστευαν καθόλου στην παλιά τους ευδαιμονία, διατήρησαν τόσο δυνατό πόθο να ξαναγίνουν αθώοι κι ευτυχισμένοι που χάθηκαν σαν παιδιά μέσα στον πόθο τους! Θεοποίησαν τον πόθο τους, του έχτισαν ναό, γονάτισαν μπροστά στην ίδια τους την ιδέα, μπροστά στο είδωλο του πόθου τους και με την πεποίθηση πως ήταν απραγματοποίητος, τον προσκύνησαν με δάκρυα και γονυκλισίες και προσεύχονταν σ” αυτόν. Όταν, όμως, ερχόταν κάποιος και ξανάβρισκε την παλιά τους ευτυχία, τους την έδειχνε και τους ρωτούσε μετά: «Θέλετε να ξαναγυρίσετε σ” αυτήν;» απαντούσαν: «όχι!»
ΦΙΟΝΤΟΡ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ, Το Όνειρο ενός γελοίου
Πόσο γρήγορα γεννήθηκε ανάμεσά τους η φιληδονία που γέννησε τη ζήλεια κι εκείνη με τη σειρά της τη σκληρότητα!… Δεν ξέρω πότε, μα ύστερα από λίγο, χύθηκε και για πρώτη φορά αίμα… Οι άνθρωποι, κατατρομαγμένοι, άρχισαν να σκορπάνε, ν’ απομονώνονται. Έκαναν συμμαχίες οι μεν εναντίον των δε. Έμαθαν τη φιλοτιμία, που της έδωσαν το μεγαλόπρεπο τίτλο: Τιμή! Και τότε κάθε έθνος έκανε τη σημαία του. Μετά κήρυξαν τον πόλεμο στα ζώα που έφυγαν στα δάση κι έγιναν εχθροί του ανθρώπου. Κι άρχισε ο πόλεμος του ατομισμού για το δικό μου και το δικό σου. Ανακάλυψαν τις γλώσσες. Ανακάλυψαν τον πόνο και τον ερωτεύτηκαν. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι διψούσαν για πόνο κι έλεγαν πως με τον πόνο μονάχα φτάνει κανείς στην αλήθεια. Αυτός υπήρξε και η πρώτη αρχή της επιστήμης.
Ύστερα, μόλις έγιναν κακοί, άρχισαν να εκφωνούν λόγους για την αδελφοσύνη, για τη φιλανθρωπία… Μόλις έγιναν εγκληματίες, άρχισαν να μιλούν για τη δικαιοσύνη, συντάξανε κώδικες για να τη διαφυλάξουν και αγχόνες για να την υπερασπιστούν. Όταν θυμόντουσαν το τι είχανε χάσει, δεν ήθελαν να πιστέψουν στην αθωότητά τους και στην περασμένη τους ευτυχία, γελούσαν μάλιστα για την ευτυχία αυτή, λέγοντας πως ήταν παραμύθι και δεν μπορούσαν πια να την φανταστούν σαν κάτι το πραγματικό. Ωστόσο αν και δεν πίστευαν καθόλου στην παλιά τους ευδαιμονία, διατήρησαν τόσο δυνατό πόθο να ξαναγίνουν αθώοι κι ευτυχισμένοι που χάθηκαν σαν παιδιά μέσα στον πόθο τους! Θεοποίησαν τον πόθο τους, του έχτισαν ναό, γονάτισαν μπροστά στην ίδια τους την ιδέα, μπροστά στο είδωλο του πόθου τους και με την πεποίθηση πως ήταν απραγματοποίητος, τον προσκύνησαν με δάκρυα και γονυκλισίες και προσεύχονταν σ” αυτόν. Όταν, όμως, ερχόταν κάποιος και ξανάβρισκε την παλιά τους ευτυχία, τους την έδειχνε και τους ρωτούσε μετά: «Θέλετε να ξαναγυρίσετε σ” αυτήν;» απαντούσαν: «όχι!»
ΦΙΟΝΤΟΡ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ, Το Όνειρο ενός γελοίου
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου