Αριστοτέλης: 384 – 322 π.Χ.
Τι είναι η εξουσία;
§1
Η λέξη/έννοια ἐξουσία απαντά στον Αριστοτέλη, πριν απ’ όλα, με το ακόλουθο αρχέγονο νόημα: να έχει κανείς τη δυνατότητα να κάμνει το δικό του, να πράττει κατά το δοκούν, κατά βούληση, κατ’ αρέσκεια. Η λέξη παράγεται από το απρόσ. ρ. ἔξεστι, που σημαίνει είναι δυνατόν, επιτρέπεται. Ως εκ της ετυμολογικής της καταγωγής, η υπό συζήτηση έννοια περιέχει μια ισχυρή θετική σημασία: υποσημαίνει το δικαίωμα, τη δυνατότητα, την άδεια, την ελευθερία να λέγει και να πράττει κανείς κάτι. Πρόκειται, επομένως, για ένα είδος ελευθερίας, με το νόημα περισσότερο της παρρησίας, της ελευθερίας λόγου, γνώμης ή κρίσης, ελεύθερης [=ευάρεστης] επιλογής. Η λέξη βρίσκεται σε κείμενα διαφόρων συγγραφέων της ελληνικής αρχαιότητας. Έτσι, για παράδειγμα, τη συναντάμε σε έργα του Δημοσθένη, μεταξύ άλλων, ο οποίος γράφει στον Γ΄ Φιλιππικό (3):
«ὑμεῖς τὴν παρρησίαν ἐπὶ μὲν τῶν ἄλλων οὕτω κοινὴν οἴεσθε δεῖν εἶναι πᾶσι τοῖς ἐν τῇ πόλει, ὥστε καὶ τοῖς ξένοις καὶ τοῖς δούλοις αὐτῆς μεταδεδώκατε, καὶ πολλοὺς ἄν τις οἰκέτας ἴδοι παρ’ ἡμῖν μετὰ πλείονος ἐξουσίας ὅ τι βούλονται λέγοντας ἢ πολίτας ἐν ἐνίαις τῶν ἄλλων πόλεων … =Εσείς θεωρείτε, σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, πως η ελευθερία του λόγου πρέπει να είναι τόσο κοινή σε όλους όσους ζουν σε τούτη την πόλη, ώστε να την έχετε παραχωρήσει και στους ξένους και στους δούλους· θα μπορούσε μάλιστα να δει κανείς σ' εμάς υπηρέτες να λένε ό,τι θέλουν με περισσότερη ελευθερία απ’ ό,τι πολίτες σε μερικές άλλες πόλεις».
Ο Πλάτων επίσης, ανάμεσα σε άλλα κείμενά του, γράφει στο Γοργία (461e2-3):
«εἰ Ἀθήναζε ἀφικόμενος οὗ τῆς Ἑλλάδος πλείστη ἐστὶν ἐξουσία τοῦ λέγειν = αν έφθανες στην Αθήνα, όπου υπάρχει η μεγαλύτερη ελευθερία του λόγου από κάθε άλλο μέρος της Ελλάδας».
Κατά το εύρος ωστόσο της χρήσης της λέξης/έννοιας ἐξουσία και μέσα από τις πολλαπλές ερμηνευτικές της εφαρμογές αποκτά ή περιέχει και μια εξίσου ισχυρή αρνητική σημασία: σημαίνει αλαζονεία, απόλυτη ισχύ ή δύναμη, αρχή, αξίωμα, εξ-ουσία με το σημερινό νόημα της κυριαρχίας, της επικράτησης, της δεσποτείας.
§2
Ι. Ο Αριστοτέλης, που σε κάθε ανάλυσή του εκκινεί πάντα από το κοινώς ισχύον, συμπεριλαμβάνει, κατά τη χρήση της συγκεκριμένης έννοιας, όλες σχεδόν τις προαναφερθείσες αποχρώσεις. Έτσι, όταν τη χρησιμοποιεί με την αρνητική σημασία, αναφέρεται σε έκφυλους, απόλυτα διεφθαρμένους ανθρώπους της εξουσίας, που δεν νοιάζονται για τίποτα άλλο παρά πως θα μπορούν ανεξέλεγκτα και ανενδοίαστα να τίθενται πάνω από κάθε στοιχειώδη αρχή του βίου, να στρεψοδικούν, να είναι ακόλαστοι και στο τέλος να εκστομίζουν κι ό,τι χαμερπές, στρεβλό και βάρβαρο θεωρούν ως αληθές: καλή ώρα σαν τους πολιτικούς μας κλεφτοκοτάδες ‒ακατέργαστους, αμόρφωτους μέχρι αηδίας‒ που ανερυθρίαστα γράφουν και μιλούν βαρβαρικά, θεωρώντας μάλιστα τον εαυτό τους ως άλλο Δημοσθένη: π.χ. λένε, με όλη την ελαφρότητα του Είναι τους, για τον κόπρο του Αυγέα αντί για την κόπρο του Αυγεία. Όλοι οι τέτοιοι άνθρωποι της εξ-ουσίας δεν έχουν άλλη τιμή εκτός από το να διάγουν έναν έκλυτο βίο και να διέπονται από αχαλίνωτη εξουσιολαγνεία και φοβερά πάθη. Αναφέρει συγκεκριμένα ο Αριστοτέλης στα Ηθικά Νικομάχεια (1095b 20 κ.εξ.):
«οἱ μὲν οὖν πολλοὶ παντελῶς ἀνδραποδώδεις φαίνονται βοσκημάτων βίον προαιρούμενοι, τυγχάνουσι δὲ λόγου διὰ τὸ πολλοὺς τῶν ἐν ταῖς ἐξουσίαις ὁμοιοπαθεῖν Σαρδαναπάλλῳ = οι πολλοί έχουν πλήρως τα χαρακτηριστικά των σκλάβων, καθώς προτιμούν έναν βίο ίδιον των ζώων. Ωστόσο τους φέρνουμε σε κουβέντα, γιατί πολλοί από τους ανθρώπους της εξουσίας έχουν τις ίδιες προτιμήσεις με το Σαρδανάπαλο».
ΙΙ. Τι μας λέει εδώ ο Αριστοτέλης; Πως η πλειάδα των ανθρώπων της εξουσίας δεν διαφέρει σε τίποτα από τον Σαρδανάπαλο, τον άσωτο, τον αφάνταστα ακόλαστο και βίαιο βασιλιά της Ασσυρίας, σε ότι αφορά τα αισθήματα, την ενέργεια της ψυχής, τη δομή του χαρακτήρα και συναφώς τις προτιμήσεις. Εάν η ενέργεια της ψυχής αποβλέπει στα ανώτερα αγαθά, τότε διάγει κανείς πραγματικά ενάρετο βίο και είναι ευτυχισμένος. Η ενέργεια της ψυχής όμως των ανθρώπων της εξουσίας, με βίαιο τρόπο σχεδόν πάντα, αποβλέπει στην ηδυπάθεια, στη φιληδονία, στην ακολασία και τις ηδονές, ταυτίζοντάς τες με την «ευδαιμονία». Τότε συμβαίνει να κυριαρχεί το άλογο μέρος της ψυχής επί του λογικού και οι άνθρωποι αυτοί τελικά καταλήγουν να είναι «αναίσθητοι, αδιάφοροι, αγροίκοι» (Ηθ. Νικομάχεια 1104 κ.εξ.) και γίνονται εξίσου βίαιοι και ασυγκράτητα έκλυτοι, όπως ο προαναφερθείς βασιλιάς της Ασσυρίας, ο Σαρδανάπαλος. Εάν ο Αριστοτέλης ζούσε στις μέρες μας και έβλεπε τους σημερινούς μισθοφόρους και πραιτοριανούς της εξουσίας να ξεπουλούν τα πάντα για τον θώκο της εξουσίας, γευόταν κάτι λίγο από την αδιαντροπιά και την αμορφωσιά τους, και βίωνε τη σκοταδιστική, ολοκληρωτική τους αντίληψη και πράξη επί όλων των θεμάτων του Πολιτικού, θα θεωρούσε τον Σαρδανάπαλο ως το ύψιστο πρότυπο συνετής εξουσίας. Όπως προκύπτει και από ένα άλλο σημείο του ως άνω έργου του (1158a), οι άνθρωποι της εξουσίας δεν συσχετίζονται με ανθρώπους ενάρετους και χρήσιμους σε όμορφες πράξεις, αλλά με ηδονοθήρες και ικανούς να εκτελέσουν ό,τι τους διατάξουν οι χείριστοι των χειρίστων.
Ψυχαναγκασμός συμβαίνει όταν δεν υπάρχει εσωτερική συμμετοχή στα γιγνόμενα.
άρα ισούται με εξωτερική επιβολή, βίαιη [με την ευρεία έννοια], ενώ η εσωτερική δέσμευση είναι η εσωτερική εναρμόνιση με τα έξω: εδώ λοιπόν παίζουν ρόλο καθοριστικό τα περιεχόμενα, αλλά σε συνδυασμό με τη μορφή: διαλεκτική μορφής και περιεχομένου με βάση την καλλιέργεια του ανθρώπου. Π.χ. ο άνθρωπος που κολυμπά στα πετρέλαια, θεωρώντας την ως θάλασσα, όπως την ήξερε πριν, υφίσταται έναν αυτο-ψυχαναγκασμό, που φτάνει στα όρια του παραλογισμού και της α-νοησίας. Λόγω του παραλογισμού ακριβώς μπορεί να έχει την ψευδαίσθηση πως βρίσκει εσωτερική γαλήνη, στην πράξη όμως ικανοποιείται με να παραλογίζεται. Συνεπώς για να λειτουργήσει η ως άνω διαλεκτική, δηλαδή η εσωτερική δέσμευση, προϋποτίθεται μορφή ανεπτυγμένη και περιεχόμενο τέτοιο, που να αναδεικνύει την ανωτερότητα της μορφής.
1. Η εξάλειψη της εξουσίας-αυθεντίας είναι δυνατή και αποβαίνει κάτι καλό, όταν υπάρχει ήδη μια κοινωνικοπολιτική συνείδηση πλήρως και σφαιρικά ανεπτυγμένη, δηλαδή πνευματική με την εγελιανή έννοια: αυτοσυνείδητη, σκεπτόμενη πράξη, που επιφέρει την εν λόγω εξάλειψη. Τότε η εν λόγω εξουσία αντικαθίσταται από την διαλεκτικά έλλογη διαχείριση των πραγμάτων, χωρίς την ανάγκη κάποιος να άρχει και όλοι οι άλλοι να άρχονται.
2. Η εσωτερική ουσία, συνεχώς αυτοπροσδιοριζόμενη με τα έξω της, εκδηλώνεται ως εξ-ουσία, με το νόημα της αποκάλυψης της ουσίας και όχι της συσκότισής της.
3. Συσκότιση συνεπάγονται όλες τις καθεστωτικές εξουσίες, ανεξάρτητα από το τι θέλουν να πιστεύουν αυτές.
4. Η εξάλειψη-κατάργηση οποιασδήποτε άνομης εξουσίας άρχεται ήδη από τη στιγμή που τη φέρνει σε συζήτηση κανείς. Και εδώ έγκειται η πρώτη ελεύθερη πράξη ενός σκεπτόμενου όντος.
Συλλογικό επίπεδο: μπορεί να είναι φαινομενικά συλλογικό και στην ουσία του άκρως ατομικιστικό: π.χ. οι περισσότερες "συλλογικότητες", χτες και σήμερα, στο πεδίο της πολιτικής, της δημοσιογραφίας, της "επιστήμης" και των "μορφωτικών" ιδρυμάτων, των κομματικών και συνδικαλιστικο-συντεχνιακών μηχανισμών κ.λπ. λειτουργούν ως ατομικιστικές για ίδιον όφελος, βόλεμα και ό,τι άλλο ωφελιμιστικό και σάπιο: όλες οι μετριότητες στην εξουσία, γιατί τους λείπει η ουσία.
Υπό ένα τέτοιο πνεύμα, δηλαδή να βλέπει κανείς πίσω από τις λέξεις, η εξουσία δεν είναι εξ ορισμού καλή ή κακή, αλλά ανάλογα με το αν συσκοτίζει την ουσία των πραγμάτων ή την αποκαλύπτει.
Τι είναι η εξουσία;
§1
Η λέξη/έννοια ἐξουσία απαντά στον Αριστοτέλη, πριν απ’ όλα, με το ακόλουθο αρχέγονο νόημα: να έχει κανείς τη δυνατότητα να κάμνει το δικό του, να πράττει κατά το δοκούν, κατά βούληση, κατ’ αρέσκεια. Η λέξη παράγεται από το απρόσ. ρ. ἔξεστι, που σημαίνει είναι δυνατόν, επιτρέπεται. Ως εκ της ετυμολογικής της καταγωγής, η υπό συζήτηση έννοια περιέχει μια ισχυρή θετική σημασία: υποσημαίνει το δικαίωμα, τη δυνατότητα, την άδεια, την ελευθερία να λέγει και να πράττει κανείς κάτι. Πρόκειται, επομένως, για ένα είδος ελευθερίας, με το νόημα περισσότερο της παρρησίας, της ελευθερίας λόγου, γνώμης ή κρίσης, ελεύθερης [=ευάρεστης] επιλογής. Η λέξη βρίσκεται σε κείμενα διαφόρων συγγραφέων της ελληνικής αρχαιότητας. Έτσι, για παράδειγμα, τη συναντάμε σε έργα του Δημοσθένη, μεταξύ άλλων, ο οποίος γράφει στον Γ΄ Φιλιππικό (3):
«ὑμεῖς τὴν παρρησίαν ἐπὶ μὲν τῶν ἄλλων οὕτω κοινὴν οἴεσθε δεῖν εἶναι πᾶσι τοῖς ἐν τῇ πόλει, ὥστε καὶ τοῖς ξένοις καὶ τοῖς δούλοις αὐτῆς μεταδεδώκατε, καὶ πολλοὺς ἄν τις οἰκέτας ἴδοι παρ’ ἡμῖν μετὰ πλείονος ἐξουσίας ὅ τι βούλονται λέγοντας ἢ πολίτας ἐν ἐνίαις τῶν ἄλλων πόλεων … =Εσείς θεωρείτε, σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, πως η ελευθερία του λόγου πρέπει να είναι τόσο κοινή σε όλους όσους ζουν σε τούτη την πόλη, ώστε να την έχετε παραχωρήσει και στους ξένους και στους δούλους· θα μπορούσε μάλιστα να δει κανείς σ' εμάς υπηρέτες να λένε ό,τι θέλουν με περισσότερη ελευθερία απ’ ό,τι πολίτες σε μερικές άλλες πόλεις».
Ο Πλάτων επίσης, ανάμεσα σε άλλα κείμενά του, γράφει στο Γοργία (461e2-3):
«εἰ Ἀθήναζε ἀφικόμενος οὗ τῆς Ἑλλάδος πλείστη ἐστὶν ἐξουσία τοῦ λέγειν = αν έφθανες στην Αθήνα, όπου υπάρχει η μεγαλύτερη ελευθερία του λόγου από κάθε άλλο μέρος της Ελλάδας».
Κατά το εύρος ωστόσο της χρήσης της λέξης/έννοιας ἐξουσία και μέσα από τις πολλαπλές ερμηνευτικές της εφαρμογές αποκτά ή περιέχει και μια εξίσου ισχυρή αρνητική σημασία: σημαίνει αλαζονεία, απόλυτη ισχύ ή δύναμη, αρχή, αξίωμα, εξ-ουσία με το σημερινό νόημα της κυριαρχίας, της επικράτησης, της δεσποτείας.
§2
Ι. Ο Αριστοτέλης, που σε κάθε ανάλυσή του εκκινεί πάντα από το κοινώς ισχύον, συμπεριλαμβάνει, κατά τη χρήση της συγκεκριμένης έννοιας, όλες σχεδόν τις προαναφερθείσες αποχρώσεις. Έτσι, όταν τη χρησιμοποιεί με την αρνητική σημασία, αναφέρεται σε έκφυλους, απόλυτα διεφθαρμένους ανθρώπους της εξουσίας, που δεν νοιάζονται για τίποτα άλλο παρά πως θα μπορούν ανεξέλεγκτα και ανενδοίαστα να τίθενται πάνω από κάθε στοιχειώδη αρχή του βίου, να στρεψοδικούν, να είναι ακόλαστοι και στο τέλος να εκστομίζουν κι ό,τι χαμερπές, στρεβλό και βάρβαρο θεωρούν ως αληθές: καλή ώρα σαν τους πολιτικούς μας κλεφτοκοτάδες ‒ακατέργαστους, αμόρφωτους μέχρι αηδίας‒ που ανερυθρίαστα γράφουν και μιλούν βαρβαρικά, θεωρώντας μάλιστα τον εαυτό τους ως άλλο Δημοσθένη: π.χ. λένε, με όλη την ελαφρότητα του Είναι τους, για τον κόπρο του Αυγέα αντί για την κόπρο του Αυγεία. Όλοι οι τέτοιοι άνθρωποι της εξ-ουσίας δεν έχουν άλλη τιμή εκτός από το να διάγουν έναν έκλυτο βίο και να διέπονται από αχαλίνωτη εξουσιολαγνεία και φοβερά πάθη. Αναφέρει συγκεκριμένα ο Αριστοτέλης στα Ηθικά Νικομάχεια (1095b 20 κ.εξ.):
«οἱ μὲν οὖν πολλοὶ παντελῶς ἀνδραποδώδεις φαίνονται βοσκημάτων βίον προαιρούμενοι, τυγχάνουσι δὲ λόγου διὰ τὸ πολλοὺς τῶν ἐν ταῖς ἐξουσίαις ὁμοιοπαθεῖν Σαρδαναπάλλῳ = οι πολλοί έχουν πλήρως τα χαρακτηριστικά των σκλάβων, καθώς προτιμούν έναν βίο ίδιον των ζώων. Ωστόσο τους φέρνουμε σε κουβέντα, γιατί πολλοί από τους ανθρώπους της εξουσίας έχουν τις ίδιες προτιμήσεις με το Σαρδανάπαλο».
ΙΙ. Τι μας λέει εδώ ο Αριστοτέλης; Πως η πλειάδα των ανθρώπων της εξουσίας δεν διαφέρει σε τίποτα από τον Σαρδανάπαλο, τον άσωτο, τον αφάνταστα ακόλαστο και βίαιο βασιλιά της Ασσυρίας, σε ότι αφορά τα αισθήματα, την ενέργεια της ψυχής, τη δομή του χαρακτήρα και συναφώς τις προτιμήσεις. Εάν η ενέργεια της ψυχής αποβλέπει στα ανώτερα αγαθά, τότε διάγει κανείς πραγματικά ενάρετο βίο και είναι ευτυχισμένος. Η ενέργεια της ψυχής όμως των ανθρώπων της εξουσίας, με βίαιο τρόπο σχεδόν πάντα, αποβλέπει στην ηδυπάθεια, στη φιληδονία, στην ακολασία και τις ηδονές, ταυτίζοντάς τες με την «ευδαιμονία». Τότε συμβαίνει να κυριαρχεί το άλογο μέρος της ψυχής επί του λογικού και οι άνθρωποι αυτοί τελικά καταλήγουν να είναι «αναίσθητοι, αδιάφοροι, αγροίκοι» (Ηθ. Νικομάχεια 1104 κ.εξ.) και γίνονται εξίσου βίαιοι και ασυγκράτητα έκλυτοι, όπως ο προαναφερθείς βασιλιάς της Ασσυρίας, ο Σαρδανάπαλος. Εάν ο Αριστοτέλης ζούσε στις μέρες μας και έβλεπε τους σημερινούς μισθοφόρους και πραιτοριανούς της εξουσίας να ξεπουλούν τα πάντα για τον θώκο της εξουσίας, γευόταν κάτι λίγο από την αδιαντροπιά και την αμορφωσιά τους, και βίωνε τη σκοταδιστική, ολοκληρωτική τους αντίληψη και πράξη επί όλων των θεμάτων του Πολιτικού, θα θεωρούσε τον Σαρδανάπαλο ως το ύψιστο πρότυπο συνετής εξουσίας. Όπως προκύπτει και από ένα άλλο σημείο του ως άνω έργου του (1158a), οι άνθρωποι της εξουσίας δεν συσχετίζονται με ανθρώπους ενάρετους και χρήσιμους σε όμορφες πράξεις, αλλά με ηδονοθήρες και ικανούς να εκτελέσουν ό,τι τους διατάξουν οι χείριστοι των χειρίστων.
Ψυχαναγκασμός συμβαίνει όταν δεν υπάρχει εσωτερική συμμετοχή στα γιγνόμενα.
άρα ισούται με εξωτερική επιβολή, βίαιη [με την ευρεία έννοια], ενώ η εσωτερική δέσμευση είναι η εσωτερική εναρμόνιση με τα έξω: εδώ λοιπόν παίζουν ρόλο καθοριστικό τα περιεχόμενα, αλλά σε συνδυασμό με τη μορφή: διαλεκτική μορφής και περιεχομένου με βάση την καλλιέργεια του ανθρώπου. Π.χ. ο άνθρωπος που κολυμπά στα πετρέλαια, θεωρώντας την ως θάλασσα, όπως την ήξερε πριν, υφίσταται έναν αυτο-ψυχαναγκασμό, που φτάνει στα όρια του παραλογισμού και της α-νοησίας. Λόγω του παραλογισμού ακριβώς μπορεί να έχει την ψευδαίσθηση πως βρίσκει εσωτερική γαλήνη, στην πράξη όμως ικανοποιείται με να παραλογίζεται. Συνεπώς για να λειτουργήσει η ως άνω διαλεκτική, δηλαδή η εσωτερική δέσμευση, προϋποτίθεται μορφή ανεπτυγμένη και περιεχόμενο τέτοιο, που να αναδεικνύει την ανωτερότητα της μορφής.
1. Η εξάλειψη της εξουσίας-αυθεντίας είναι δυνατή και αποβαίνει κάτι καλό, όταν υπάρχει ήδη μια κοινωνικοπολιτική συνείδηση πλήρως και σφαιρικά ανεπτυγμένη, δηλαδή πνευματική με την εγελιανή έννοια: αυτοσυνείδητη, σκεπτόμενη πράξη, που επιφέρει την εν λόγω εξάλειψη. Τότε η εν λόγω εξουσία αντικαθίσταται από την διαλεκτικά έλλογη διαχείριση των πραγμάτων, χωρίς την ανάγκη κάποιος να άρχει και όλοι οι άλλοι να άρχονται.
2. Η εσωτερική ουσία, συνεχώς αυτοπροσδιοριζόμενη με τα έξω της, εκδηλώνεται ως εξ-ουσία, με το νόημα της αποκάλυψης της ουσίας και όχι της συσκότισής της.
3. Συσκότιση συνεπάγονται όλες τις καθεστωτικές εξουσίες, ανεξάρτητα από το τι θέλουν να πιστεύουν αυτές.
4. Η εξάλειψη-κατάργηση οποιασδήποτε άνομης εξουσίας άρχεται ήδη από τη στιγμή που τη φέρνει σε συζήτηση κανείς. Και εδώ έγκειται η πρώτη ελεύθερη πράξη ενός σκεπτόμενου όντος.
Συλλογικό επίπεδο: μπορεί να είναι φαινομενικά συλλογικό και στην ουσία του άκρως ατομικιστικό: π.χ. οι περισσότερες "συλλογικότητες", χτες και σήμερα, στο πεδίο της πολιτικής, της δημοσιογραφίας, της "επιστήμης" και των "μορφωτικών" ιδρυμάτων, των κομματικών και συνδικαλιστικο-συντεχνιακών μηχανισμών κ.λπ. λειτουργούν ως ατομικιστικές για ίδιον όφελος, βόλεμα και ό,τι άλλο ωφελιμιστικό και σάπιο: όλες οι μετριότητες στην εξουσία, γιατί τους λείπει η ουσία.
Υπό ένα τέτοιο πνεύμα, δηλαδή να βλέπει κανείς πίσω από τις λέξεις, η εξουσία δεν είναι εξ ορισμού καλή ή κακή, αλλά ανάλογα με το αν συσκοτίζει την ουσία των πραγμάτων ή την αποκαλύπτει.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου