Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2019

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ - Σφῆκες (1009-1059)

ΧΟ. ἀλλ᾽ ἴτε χαίροντες ὅποι βούλεσθ᾽.
ὑμεῖς δὲ τέως, ὦ μυριάδες
1010 ἀναρίθμητοι,
νῦν τὰ μέλλοντ᾽ εὖ λέγεσθαι
μὴ πέσῃ φαύλως χαμᾶζ᾽
εὐλαβεῖσθε.
τοῦτο γὰρ σκαιῶν θεατῶν
ἐστι πάσχειν, κοὐ πρὸς ὑμῶν.
1015 νῦν αὖτε λεῲ προσέχετε τὸν νοῦν, εἴπερ καθαρόν τι φιλεῖτε.
μέμψασθαι γὰρ τοῖσι θεαταῖς ὁ ποητὴς νῦν ἐπιθυμεῖ.
ἀδικεῖσθαι γάρ φησιν πρότερος πόλλ᾽ αὐτοὺς εὖ πεποηκώς·
τὰ μὲν οὐ φανερῶς ἀλλ᾽ ἐπικουρῶν κρύβδην ἑτέροισι ποηταῖς,
μιμησάμενος τὴν Εὐρυκλέους μαντείαν καὶ διάνοιαν,
1020 εἰς ἀλλοτρίας γαστέρας ἐνδὺς κωμῳδικὰ πολλὰ χέασθαι,
μετὰ τοῦτο δὲ καὶ φανερῶς ἤδη κινδυνεύων καθ᾽ ἑαυτόν,
οὐκ ἀλλοτρίων ἀλλ᾽ οἰκείων μουσῶν στόμαθ᾽ ἡνιοχήσας.
ἀρθεὶς δὲ μέγας καὶ τιμηθεὶς ὡς οὐδεὶς πώποτ᾽ ἐν ὑμῖν,
οὐκ ἐκτελέσαι φησὶν ἐπαρθεὶς οὐδ᾽ ὀγκῶσαι τὸ φρόνημα,
1025 οὐδὲ παλαίστρας περικωμάζειν πειρῶν· οὐδ᾽ εἴ τις ἐραστὴς
κωμῳδεῖσθαι παιδίχ᾽ ἑαυτοῦ μισῶν ἔσπευσε πρὸς αὐτόν,
οὐδενὶ πώποτέ φησι πιθέσθαι, γνώμην τιν᾽ ἔχων ἐπιεικῆ,
ἵνα τὰς μούσας αἷσιν χρῆται μὴ προαγωγοὺς ἀποφήνῃ·
οὐδ᾽ ὅτε πρῶτόν ‹γ᾽› ἦρξε διδάσκειν, ἀνθρώποις φήσ᾽ ἐπιθέσθαι,
1030 ἀλλ᾽ Ἡρακλέους ὀργήν τιν᾽ ἔχων τοῖσι μεγίστοις ἐπιχειρεῖν,
θρασέως ξυστὰς εὐθὺς ἀπ᾽ ἀρχῆς αὐτῷ τῷ καρχαρόδοντι,
οὗ δεινόταται μὲν ἀπ᾽ ὀφθαλμῶν Κύννης ἀκτῖνες ἔλαμπον,
ἑκατὸν δὲ κύκλῳ κεφαλαὶ κολάκων οἰμωξομένων ἐλιχμῶντο
περὶ τὴν κεφαλήν, φωνὴν δ᾽ εἶχεν χαράδρας ὄλεθρον τετοκυίας,
1035 φώκης δ᾽ ὀσμήν, Λαμίας δ᾽ ὄρχεις ἀπλύτους, πρωκτὸν δὲ καμήλου.
τοιοῦτον ἰδὼν τέρας οὔ φησιν δείσας καταδωροδοκῆσαι,
ἀλλ᾽ ὑπὲρ ὑμῶν ἔτι καὶ νυνὶ πολεμεῖ· φησίν τε μετ᾽ αὐτὸν
τοῖς ἠπιάλοις ἐπιχειρῆσαι πέρυσιν καὶ τοῖς πυρετοῖσιν,
οἳ τοὺς πατέρας τ᾽ ἦγχον νύκτωρ καὶ τοὺς πάππους ἀπέπνιγον,
1040 κατακλινόμενοί τ᾽ ἐπὶ ταῖς κοίταις ἐπὶ τοῖσιν ἀπράγμοσιν ὑμῶν
ἀντωμοσίας καὶ προσκλήσεις καὶ μαρτυρίας συνεκόλλων,
ὥστ᾽ ἀναπηδᾶν δειμαίνοντας πολλοὺς ὡς τὸν πολέμαρχον.
τοιόνδ᾽ εὑρόντες ἀλεξίκακον τῆς χώρας τῆσδε καθαρτήν,
πέρυσιν καταπροὔδοτε καινοτάτας σπείραντ᾽ αὐτὸν διανοίας,
1045 ἃς ὑπὸ τοῦ μὴ γνῶναι καθαρῶς ὑμεῖς ἐποήσατ᾽ ἀναλδεῖς·
καίτοι σπένδων πόλλ᾽ ἐπὶ πολλοῖς ὄμνυσιν τὸν Διόνυσον
μὴ πώποτ᾽ ἀμείνον᾽ ἔπη τούτων κωμῳδικὰ μηδέν᾽ ἀκοῦσαι.
τοῦτο μὲν οὖν ἐσθ᾽ ὑμῖν αἰσχρὸν τοῖς μὴ γνοῦσιν παραχρῆμα,
ὁ δὲ ποιητὴς οὐδὲν χείρων παρὰ τοῖσι σοφοῖς νενόμισται,
1050 εἰ παρελαύνων τοὺς ἀντιπάλους τὴν ἐπίνοιαν ξυνέτριψεν.
ἀλλὰ τὸ λοιπὸν τῶν ποιητῶν,
ὦ δαιμόνιοι, τοὺς ζητοῦντας
καινόν τι λέγειν κἀξευρίσκειν
στέργετε μᾶλλον καὶ θεραπεύετε,
1055 καὶ τὰ νοήματα σῴζεσθ᾽ αὐτῶν,
ἐσβάλλετέ τ᾽ εἰς τὰς κιβωτοὺς
μετὰ τῶν μήλων. κἂν ταῦτα ποῆθ᾽,
ὑμῖν δι᾽ ἔτους τῶν ἱματίων
ὀζήσει δεξιότητος.

***
ΚΟΡ., προς το Φιλοκλέωνα και το Βδελυκλέωνα, την ώρα που αυτοί φεύγουν.
Όπου θέλετε πια. Στο καλό, στο καλό!
Στους θεατές.
Θα μιλήσουμε τώρα σ᾽ εσάς,
1010 τις χιλιάδες που κάθεστ᾽ εδώ,
θα σας πούμε δυο λόγια σωστά,
μα το νου σας, μην πάει και χαθούν
και του κάκου σκορπίσουν στη γη.
Τέτοιο πράμα οι αμόρφωτοι μόνο θεατές
το παθαίνουν· σ᾽ εσάς δεν ταιριάζει.
Όσοι λόγια σταράτα αγαπούνε ν᾽ ακούν,
ας προσέξουν σ᾽ αυτά που τους λέω.
Στους θεατές ο ποιητής λαχταρά πια να πει
το παράπονο που είχε κρυμμένο.
Ενώ τόσα τους είχε προσφέρει καλά,
τ᾽ άδικο είδε απ᾽ αυτούς δίχως λόγο·
άλλους πρώτα βοηθούσε ποιητές στα κρυφά
και χωρίς να το ξέρει κανένας·
ακλουθούσε το σύστημα αυτού του σοφού
του Ευρυκλή, του εγγαστρίμυθου μάντη,
1020 μες σε ξένες χωνόταν κοιλιές, κωμικά
τότ᾽ ευρήματα πλήθος σκορπώντας,
αλλ᾽ αργότερα βγήκε κι αυτός φανερά
στο βαρύ κι επικίνδυνο αγώνα
χαλινάρια κρατώντας μουσών σπιτικών
κι όχι ξένων, σαν που έκανε πρώτα.
Κι ενώ πήγε ψηλά κι είδε τόσες τιμές
από σας, που κανένας ώς τότε
δεν τις είδε ποιητής, δεν ξιπάστηκε αυτός,
τα μυαλά του δεν πήραν αέρα·
τις παλαίστρες ποτέ με σκοπούς πονηρούς
δεν τις έφερε βόλτα όπως άλλοι·
και ποτέ του δεν είπε το «ναι» σε εραστή
που είχε πριν μιαν αγάπη και τώρα
του ζητούσε, από μίσος, να γράψει γι᾽ αυτήν
πικρούς στίχους μες στο έργο του· λέει:
«δεν την κάνω μεσίτρα τη μούσα μου εγώ,
τη συντρόφισσα αυτή της ζωής μου·»
από τότε που βγήκε στο θέατρο, ποτέ
δε χτυπούσε κοινούς ανθρωπάκους·
1030 με μεγάλη, με ηράκλεια στα στήθη του ορμή,
στα θεριά τα τεράστια ριχνόταν·
στο φριχτό ατσαλοδόντικο απάνω θεριό
πήγε αδείλιαστα κι έπεσε αμέσως,
στο θεριό που απ᾽ τα μάτια του μέσα φωτιές
ξεπετιόνταν αδιάντροπης κούρβας,
που σκασμένων κολάκων κεφάλια εκατό
στο κεφάλι του σάλευαν γύρω
σαν κεφάλια φιδιών, που η φωνή του φωνή
ρεματιάς ξεριζώτρας, που φώκιας
είχε βρόμα, καμήλας φριχτό πισινό,
κι άπλυτα είχε αχαμνά σαν της Λάμιας.
Τέτοιο τέρας αντίκρισε, κι όμως στιγμή
δε φοβήθηκε, μα ούτε και δώρα
δεν τον πλάνεψαν· πάντα για σας πολεμά
κι ως τα σήμερα. Αργότερα πάλι,
πέρσι λέω, καταπιάστηκε μ᾽ άλλα δεινά,
τους γνωστούς πυρετούς, τους βραχνάδες,
που στραγγάλιζαν μέσα στις μαύρες νυχτιές
τους γονιούς σας, που πνίγαν παππούδες,
1040 και ξαπλώνοντας πάνω στο στρώμα εκεινών
από σας που δε θέλουν μπελάδες
συγκολλούσαν δικόγραφα, κάτι χαρτιά,
μαρτυριές, γραπτούς όρκους, κλητεύσεις,
που πολλοί απ᾽ την τρομάρα πετιόταν ορθοί
και γραμμή στον πολέμαρχο τρέχαν.
Κι ενώ βρήκατ᾽ εσείς έναν τέτοιο γιατρό,
που τη χώρα απ᾽ αρρώστιες παστρεύει,
τον προδώσατε πέρσι, κι ας είχε σοφά
κι ολοκαίνουρια ευρήματα σπείρει·
δυστυχώς δεν τα νιώσατε εσείς καθαρά
και δε φτούρησαν κι έμειναν στείρα·
κι όμως, όταν προσφέρνει σπονδές ο ποιητής,
χίλιους όρκους στο Διόνυσο κάνει
πως ποτέ, σε καμιά κωμωδία, πιο καλά
δεν ακούστηκαν λόγια ώς τα τότε.
Είναι τούτο ντροπή για κεινούς από σας
που στο νόημα δεν μπήκαν αμέσως·
ο ποιητής μας δεν ξέπεσε διόλου, θαρρώ,
στη συνείδηση εκείνων που νιώθουν,
1050 των ελπίδων του αν τ᾽ άρμα τσακίστηκε, ενώ
τους αντίπαλους άφηνε πίσω.
Αλλά τώρα κι εμπρός,
άνθρωποί μου παράξενοι εσείς, τους ποιητές
που πρωτότυπο κάτι ζητούνε να βρουν και να πουν
να τους γνοιάζεστε, να᾽ χετε αγάπη γι᾽ αυτούς πιο πολλή·
τα γεννήματα του άξιου τους νου
στις κασέλες σας μέσα φυλάτε τα, εκεί
που φυλάτε κυδώνια. Αν το κάνετε αυτό, ολοχρονίς
τα σκουτιά σας, ω ναι!,
θα μυρίζουν… ξυπνάδα.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου