ΧΟ. εἰπέ μοι, τί μέλλομεν κινεῖν ἐκείνην τὴν χολήν, [στρ.]
ἥνπερ, ἡνίκ᾽ ἄν τις ἡμῶν ὀργίσῃ τὴν σφηκιάν;
405 νῦν ἐκεῖνο νῦν ἐκεῖνο
τοὐξύθυμον, ᾧ κολαζό-
μεσθα, κέντρον ἐντατέ᾽ ὀξύ.
ἀλλὰ θαἰμάτια λαβόντες ὡς τάχιστα, παιδία,
θεῖτε καὶ βοᾶτε, καὶ Κλέωνι ταῦτ᾽ ἀγγέλλετε,
410 καὶ κελεύετ᾽ αὐτὸν ἥκειν
ὡς ἐπ᾽ ἄνδρα μισόπολιν
ὄντα κἀπολούμενον, ὅτι
τόνδε λόγον εἰσφέρει,
ὡς χρὴ μὴ δικάζειν δίκας.
415 ΒΔ. ὦγαθοί, τὸ πρᾶγμ᾽ ἀκούσατ᾽· ἀλλὰ μὴ κεκράγετε.
ΧΟ. νὴ Δί᾽, εἰς τὸν οὐρανόν γ᾽. ΒΔ. ὡς τοῦδ᾽ ἐγὼ οὐ μεθήσομαι.
ΧΟ. ταῦτα δῆτ᾽ οὐ δεινὰ καὶ τυραννίς ἐστιν ἐμφανής;
ὦ πόλις καὶ Θεώρου θεοισεχθρία,
κεἴ τις ἄλλος προέστηκεν ἡμῶν κόλαξ.
420 ΞΑ. Ἡράκλεις, καὶ κέντρ᾽ ἔχουσιν. οὐχ ὁρᾷς, ὦ δέσποτα;
ΒΔ. οἷς γ᾽ ἀπώλεσαν Φίλιππον ἐν δίκῃ τὸν Γοργίου.
ΧΟ. καὶ σέ γ᾽ αὐτοῖς ἐξολοῦμεν· ἀλλὰ πᾶς ἐπίστρεφε
δεῦρο κἀξείρας τὸ κέντρον εἶτ᾽ ἐπ᾽ αὐτὸν ἵεσο,
ξυσταλείς, εὔτακτος, ὀργῆς καὶ μένους ἐμπλήμενος,
425 ὡς ἂν εὖ εἰδῇ τὸ λοιπὸν σμῆνος οἷον ὤργισεν.
ΞΑ. τοῦτο μέντοι δεινὸν ἤδη, νὴ Δί᾽, εἰ μαχούμεθα·
ὡς ἔγωγ᾽ αὐτῶν ὁρῶν δέδοικα τὰς ἐγκεντρίδας.
ΧΟ. ἀλλ᾽ ἀφίει τὸν ἄνδρ᾽· εἰ δὲ μή, φήμ᾽ ἐγὼ
τὰς χελώνας μακαριεῖν σε τοῦ δέρματος.
430 ΦΙ. εἶά νυν, ὦ ξυνδικασταί, σφῆκες ὀξυκάρδιοι,
οἱ μὲν εἰς τὸν πρωκτὸν αὐτῶν εἰσπέτεσθ᾽ ὠργισμένοι,
οἱ δὲ τὠφθαλμὼ κύκλῳ κεντεῖτε καὶ τοὺς δακτύλους.
ΒΔ. ὦ Μίδα καὶ Φρὺξ βοήθει δεῦρο καὶ Μασυντία,
καὶ λάβεσθε τουτουὶ καὶ μὴ μεθῆσθε μηδενί·
435 εἰ δὲ μή, ᾽ν πέδαις παχείαις οὐδὲν ἀριστήσετε.
ὡς ἐγὼ πολλῶν ἀκούσας οἶδα θρίων τὸν ψόφον.
ΧΟ. εἰ δὲ μὴ τοῦτον μεθήσεις, ἔν τί σοι παγήσεται.
ΦΙ. ὦ Κέκροψ ἥρως ἄναξ, τὰ πρὸς ποδῶν Δρακοντίδη,
περιορᾷς οὕτω μ᾽ ὑπ᾽ ἀνδρῶν βαρβάρων χειρούμενον,
440 οὓς ἐγὼ ᾽δίδαξα κλάειν τέτταρ᾽ εἰς τὴν χοίνικα;
ΧΟ. εἶτα δῆτ᾽ οὐ πόλλ᾽ ἔνεστι δεινὰ τῷ γήρᾳ κακά;
δῆλα δή· καὶ νῦν γε τούτω τὸν παλαιὸν δεσπότην
πρὸς βίαν χειροῦσιν, οὐδὲν τῶν πάλαι μεμνημένοι
διφθερῶν κἀξωμίδων, ἃς οὗτος αὐτοῖς ἠμπόλα,
445 καὶ κυνᾶς· καὶ τοὺς πόδας χειμῶνος ὄντος ὠφέλει,
ὥστε μὴ ῥιγῶν γ᾽ ἑκάστοτ᾽· ἀλλὰ τούτοις γ᾽ οὐκ ἔνι
οὐδ᾽ ἐν ὀφθαλμοῖσιν αἰδὼς τῶν παλαιῶν ἐμβάδων.
ΦΙ. οὐκ ἀφήσεις οὐδὲ νυνί μ᾽, ὦ κάκιστον θηρίον,
οὐδ᾽ ἀναμνησθεὶς ὅθ᾽ εὑρὼν τοὺς βότρυς κλέπτοντά σε
450 προσαγαγὼν πρὸς τὴν ἐλάαν ἐξέδειρ᾽ εὖ κἀνδρικῶς,
ὥστε σε ζηλωτὸν εἶναι; σὺ δ᾽ ἀχάριστος ἦσθ᾽ ἄρα.
ἀλλ᾽ ἄφες με καὶ σὺ καὶ σύ, πρὶν τὸν υἱὸν ἐκδραμεῖν.
ΧΟ. ἀλλὰ τούτων μὲν τάχ᾽ ἡμῖν δώσετον καλὴν δίκην,
οὐκέτ᾽ εἰς μακράν, ἵν᾽ εἰδῆθ᾽ οἷός ἐστ᾽ ἀνδρῶν τρόπος
455 ὀξυθύμων καὶ δικαίων καὶ βλεπόντων κάρδαμα.
ΒΔ. παῖε, παῖ᾽, ὦ Ξανθία, τοὺς σφῆκας ἀπὸ τῆς οἰκίας.
ΞΑ. ἀλλὰ δρῶ τοῦτ᾽. ΒΔ. ἀλλὰ καὶ σὺ τῦφε πολλῷ τῷ καπνῷ.
ΟΙΚΕΤΑΙ
οὐχὶ σοῦσθ᾽; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; ΒΔ. παῖε τῷ ξύλῳ.
καὶ σὺ προσθεὶς Αἰσχίνην ἔκτυφε τὸν Σελλαρτίου.
460 ΞΑ. ἆρ᾽ ἐμέλλομέν ποθ᾽ ὑμᾶς ἀποσοβήσειν τῷ χρόνῳ.
***
ΚΟΡ. Πώς κοιμάται ακόμα μέσα στην ψυχή μας ο θυμός
που ξυπνά μόλις μας γγίξει κάποιος τη σφηκοφωλιά;
ΧΟΡ. Το κεντρί μας, το κεντρί,
το πικρό, το σουβλερό,
μπρος, ολόρθο να στηθεί.
ΚΟΡ. Πάρτ᾽ εσείς, παιδιά μας, τούτους τους μαντύες και τρέξτ᾽ ευθύς.
είδηση στον Κλέωνα δώστε· βάλτε τις φωνές κι εμπρός!
410 ΧΟΡ. Στη στιγμή να τρέξει εδώ,
να χτυπήσει έναν κακό,
που την πόλη μας μισεί
και προτείνει —α να χαθεί!—
πια να μη δικάζουμε.
Τα παιδιά παίρνουν τα ρούχα που έβγαλαν τα μέλη του Χορού και φεύγουν βιαστικά.
ΒΔΕ., που έχει κατεβεί στο αναμεταξύ από το δώμα.
Φίλοι, ακούστε τί συμβαίνει· πάψτε τις φωνές αυτές.
ΚΟΡ. Ώς τον ουρανό η φωνή μας. ΒΔΕ. Δε θα τον αφήσω αυτόν.
ΚΟΡ. Φοβερό! Επιβάλλει, ορίστε, καθεστώς τυραννικό.
ΧΟΡ. Ω πολιτεία κι ω Θέωρε, εχθρέ των θεών,
κι άλλοι του δήμου προστάτες γαλίφηδες, ω!
420 ΞΑΝ. Έχουν και κεντρί, αχ αφέντη! Δεν το βλέπεις; Συφορά.
ΒΔΕ. Απ᾽ αυτά πήγε χαμένος του Γοργία ο Φίλιππος.
ΚΟΡ. Θα χαθείς απ᾽ τα ίδια κι ο ίδιος· μέτωπο όλοι κατά δω!
Τα κεντριά σας τεντωμένα, και ριχτείτε απάνω του,
φάλαγγα πυκνή, με τάξη, μ᾽ άγριο στην ψυχή θυμό,
για να μάθει τί είδους σμάρι πήγε κι ανατάραξε.
ΞΑΝ. Τί; Σε πόλεμο θα μπούμε; Φοβερό, μά το θεό·
τα κεντριά τους αντικρίζω, αχ, και τρέμω ολάκερος.
ΧΟΡ., στο Βδελυκλέωνα.
Άσε το γέρο, ειδεμή, σου το λέω, θα φωνάξεις σε λίγο:
«Ευτυχισμένες χελώνες, που τέτοιο φοράτε καβούκι!»
430 ΦΙΛ. Μπρος, αράθυμές μου σφήκες, δικαστές συνάδελφοι!
Άλλοι μες στα πισινά τους φτερουγίστε με θυμό
κι άλλοι δίνετε στα μάτια και στα δάχτυλα κεντιές.
Πολεμά να ξεφύγει· ο Βδελυκλέωνας φωνάζει σε βοήθεια
και άλλους δούλους που είναι μέσα στο σπίτι.
ΒΔΕ. Μίδα, Φρύγα, Μασυντία, δούλοι μου, βοηθάτε δω·
πιάστε τον· κανείς το γέρο μη σας πάρει· προσοχή!
Ειδεμή, στις αλυσίδες θα σας βάλω, νηστικούς.
Στο Χορό.
Κούφιο σούσουρο από φύλλα· κι άλλες τ᾽ άκουσα φορές.
Μπαίνει στο σπίτι.
ΚΟΡ., στον Ξανθία.
Αν δεν τον αφήσεις, κάτι στο κορμί σου θα μπηχτεί.
ΦΙΛ., προσπαθώντας να ξεφύγει από τα χέρια των δούλων.
Κέκροπα, ήρωα, βασιλιά μου και δρακοντοπόδη εσύ,
το βαστά η καρδιά σου να είμαι σκλάβος τέτοιων βαρβάρων,
440 που τους έμαθα να χύνουν εγώ δάκρυα ποταμούς;
ΚΟΡ. Αχ τι συμφορές που βρίσκουν τα καημένα γερατειά!
Τον αφέντη τους κοιτάξτε πώς τσακώνουν τον παλιό
τούτοι οι δούλοι με το ζόρι· δε θυμούνται τί σκουτιά
τους αγόραζε, τί σκούφιες σκυλοτομαρίσιες, τί
κάπες· ως και για παπούτσια το χειμώνα φρόντιζε,
να μην τουρτουρίζουν· κι ούτε μια σταλιά στα μάτια τους
καν ντροπή για τα παλιά τους κείνα συρτοπάπουτσα.
ΦΙΛ., σ᾽ έναν από τους δούλους που τον κρατούν.
Ούτε τώρα δε μ᾽ αφήνεις, βρε παλιοζωντόβολο;
Δε θυμάσαι που σταφύλια μου ᾽χες κλέψει μια φορά
450 και στο λιόδεντρο στημένον σ᾽ άργασα όμορφα όμορφα,
που να σε ζηλεύει ο κόσμος; Κοίταξε τί αχάριστος!
Άσε με πριν νά᾽ βγει ο γιος μου. Μπρος! Κι εσύ, μωρέ, κι εσύ.
ΚΟΡ. Δε θ᾽ αργήσετε κι οι δυο σας λόγο να μας δώσετε
για τον τρόπο σας· θα δείτε σαν τί γέροι είμαστ᾽ εμείς·
τιμωροί κι αψιοί και με όψη καυτερή σαν πιπεριά.
Ο Βδελυκλέωνας ξαναβγαίνει από το σπίτι του μ᾽ ένα ραβδί
και μ᾽ έναν αναμμένο δαυλό· δίνει το ραβδί στον Ξανθία
και το δαυλό σ᾽ έναν άλλο δούλο.
ΒΔΕ. Χτύπα, βρε Ξανθία, τις σφήκες· διώξ᾽ τους απ᾽ το σπίτι· μπρος!
ΞΑΝ. Τί άλλο κάνω;
ΒΔΕ., στον άλλο δούλο.
Κι εσύ ζώσ᾽ τους, πνίξ᾽ τους μέσα στον καπνό.
ΟΙ ΔΟΥΛΟΙ
Τσακιστείτε, γκρεμιστείτε! ΒΔΕ. Δυνατά με το ραβδί!
Κι εσύ, σβέλτα το δαδί σου, να μας γίνουν καπνιστοί.
Οι γέροι αναγκάζονται να υποχωρήσουν.
460 ΞΑΝ. Τελοσπάντων· βέβαιος ήμουν πως θα τους σκορπούσαμε.
ἥνπερ, ἡνίκ᾽ ἄν τις ἡμῶν ὀργίσῃ τὴν σφηκιάν;
405 νῦν ἐκεῖνο νῦν ἐκεῖνο
τοὐξύθυμον, ᾧ κολαζό-
μεσθα, κέντρον ἐντατέ᾽ ὀξύ.
ἀλλὰ θαἰμάτια λαβόντες ὡς τάχιστα, παιδία,
θεῖτε καὶ βοᾶτε, καὶ Κλέωνι ταῦτ᾽ ἀγγέλλετε,
410 καὶ κελεύετ᾽ αὐτὸν ἥκειν
ὡς ἐπ᾽ ἄνδρα μισόπολιν
ὄντα κἀπολούμενον, ὅτι
τόνδε λόγον εἰσφέρει,
ὡς χρὴ μὴ δικάζειν δίκας.
415 ΒΔ. ὦγαθοί, τὸ πρᾶγμ᾽ ἀκούσατ᾽· ἀλλὰ μὴ κεκράγετε.
ΧΟ. νὴ Δί᾽, εἰς τὸν οὐρανόν γ᾽. ΒΔ. ὡς τοῦδ᾽ ἐγὼ οὐ μεθήσομαι.
ΧΟ. ταῦτα δῆτ᾽ οὐ δεινὰ καὶ τυραννίς ἐστιν ἐμφανής;
ὦ πόλις καὶ Θεώρου θεοισεχθρία,
κεἴ τις ἄλλος προέστηκεν ἡμῶν κόλαξ.
420 ΞΑ. Ἡράκλεις, καὶ κέντρ᾽ ἔχουσιν. οὐχ ὁρᾷς, ὦ δέσποτα;
ΒΔ. οἷς γ᾽ ἀπώλεσαν Φίλιππον ἐν δίκῃ τὸν Γοργίου.
ΧΟ. καὶ σέ γ᾽ αὐτοῖς ἐξολοῦμεν· ἀλλὰ πᾶς ἐπίστρεφε
δεῦρο κἀξείρας τὸ κέντρον εἶτ᾽ ἐπ᾽ αὐτὸν ἵεσο,
ξυσταλείς, εὔτακτος, ὀργῆς καὶ μένους ἐμπλήμενος,
425 ὡς ἂν εὖ εἰδῇ τὸ λοιπὸν σμῆνος οἷον ὤργισεν.
ΞΑ. τοῦτο μέντοι δεινὸν ἤδη, νὴ Δί᾽, εἰ μαχούμεθα·
ὡς ἔγωγ᾽ αὐτῶν ὁρῶν δέδοικα τὰς ἐγκεντρίδας.
ΧΟ. ἀλλ᾽ ἀφίει τὸν ἄνδρ᾽· εἰ δὲ μή, φήμ᾽ ἐγὼ
τὰς χελώνας μακαριεῖν σε τοῦ δέρματος.
430 ΦΙ. εἶά νυν, ὦ ξυνδικασταί, σφῆκες ὀξυκάρδιοι,
οἱ μὲν εἰς τὸν πρωκτὸν αὐτῶν εἰσπέτεσθ᾽ ὠργισμένοι,
οἱ δὲ τὠφθαλμὼ κύκλῳ κεντεῖτε καὶ τοὺς δακτύλους.
ΒΔ. ὦ Μίδα καὶ Φρὺξ βοήθει δεῦρο καὶ Μασυντία,
καὶ λάβεσθε τουτουὶ καὶ μὴ μεθῆσθε μηδενί·
435 εἰ δὲ μή, ᾽ν πέδαις παχείαις οὐδὲν ἀριστήσετε.
ὡς ἐγὼ πολλῶν ἀκούσας οἶδα θρίων τὸν ψόφον.
ΧΟ. εἰ δὲ μὴ τοῦτον μεθήσεις, ἔν τί σοι παγήσεται.
ΦΙ. ὦ Κέκροψ ἥρως ἄναξ, τὰ πρὸς ποδῶν Δρακοντίδη,
περιορᾷς οὕτω μ᾽ ὑπ᾽ ἀνδρῶν βαρβάρων χειρούμενον,
440 οὓς ἐγὼ ᾽δίδαξα κλάειν τέτταρ᾽ εἰς τὴν χοίνικα;
ΧΟ. εἶτα δῆτ᾽ οὐ πόλλ᾽ ἔνεστι δεινὰ τῷ γήρᾳ κακά;
δῆλα δή· καὶ νῦν γε τούτω τὸν παλαιὸν δεσπότην
πρὸς βίαν χειροῦσιν, οὐδὲν τῶν πάλαι μεμνημένοι
διφθερῶν κἀξωμίδων, ἃς οὗτος αὐτοῖς ἠμπόλα,
445 καὶ κυνᾶς· καὶ τοὺς πόδας χειμῶνος ὄντος ὠφέλει,
ὥστε μὴ ῥιγῶν γ᾽ ἑκάστοτ᾽· ἀλλὰ τούτοις γ᾽ οὐκ ἔνι
οὐδ᾽ ἐν ὀφθαλμοῖσιν αἰδὼς τῶν παλαιῶν ἐμβάδων.
ΦΙ. οὐκ ἀφήσεις οὐδὲ νυνί μ᾽, ὦ κάκιστον θηρίον,
οὐδ᾽ ἀναμνησθεὶς ὅθ᾽ εὑρὼν τοὺς βότρυς κλέπτοντά σε
450 προσαγαγὼν πρὸς τὴν ἐλάαν ἐξέδειρ᾽ εὖ κἀνδρικῶς,
ὥστε σε ζηλωτὸν εἶναι; σὺ δ᾽ ἀχάριστος ἦσθ᾽ ἄρα.
ἀλλ᾽ ἄφες με καὶ σὺ καὶ σύ, πρὶν τὸν υἱὸν ἐκδραμεῖν.
ΧΟ. ἀλλὰ τούτων μὲν τάχ᾽ ἡμῖν δώσετον καλὴν δίκην,
οὐκέτ᾽ εἰς μακράν, ἵν᾽ εἰδῆθ᾽ οἷός ἐστ᾽ ἀνδρῶν τρόπος
455 ὀξυθύμων καὶ δικαίων καὶ βλεπόντων κάρδαμα.
ΒΔ. παῖε, παῖ᾽, ὦ Ξανθία, τοὺς σφῆκας ἀπὸ τῆς οἰκίας.
ΞΑ. ἀλλὰ δρῶ τοῦτ᾽. ΒΔ. ἀλλὰ καὶ σὺ τῦφε πολλῷ τῷ καπνῷ.
ΟΙΚΕΤΑΙ
οὐχὶ σοῦσθ᾽; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; ΒΔ. παῖε τῷ ξύλῳ.
καὶ σὺ προσθεὶς Αἰσχίνην ἔκτυφε τὸν Σελλαρτίου.
460 ΞΑ. ἆρ᾽ ἐμέλλομέν ποθ᾽ ὑμᾶς ἀποσοβήσειν τῷ χρόνῳ.
***
ΚΟΡ. Πώς κοιμάται ακόμα μέσα στην ψυχή μας ο θυμός
που ξυπνά μόλις μας γγίξει κάποιος τη σφηκοφωλιά;
ΧΟΡ. Το κεντρί μας, το κεντρί,
το πικρό, το σουβλερό,
μπρος, ολόρθο να στηθεί.
ΚΟΡ. Πάρτ᾽ εσείς, παιδιά μας, τούτους τους μαντύες και τρέξτ᾽ ευθύς.
είδηση στον Κλέωνα δώστε· βάλτε τις φωνές κι εμπρός!
410 ΧΟΡ. Στη στιγμή να τρέξει εδώ,
να χτυπήσει έναν κακό,
που την πόλη μας μισεί
και προτείνει —α να χαθεί!—
πια να μη δικάζουμε.
Τα παιδιά παίρνουν τα ρούχα που έβγαλαν τα μέλη του Χορού και φεύγουν βιαστικά.
ΒΔΕ., που έχει κατεβεί στο αναμεταξύ από το δώμα.
Φίλοι, ακούστε τί συμβαίνει· πάψτε τις φωνές αυτές.
ΚΟΡ. Ώς τον ουρανό η φωνή μας. ΒΔΕ. Δε θα τον αφήσω αυτόν.
ΚΟΡ. Φοβερό! Επιβάλλει, ορίστε, καθεστώς τυραννικό.
ΧΟΡ. Ω πολιτεία κι ω Θέωρε, εχθρέ των θεών,
κι άλλοι του δήμου προστάτες γαλίφηδες, ω!
420 ΞΑΝ. Έχουν και κεντρί, αχ αφέντη! Δεν το βλέπεις; Συφορά.
ΒΔΕ. Απ᾽ αυτά πήγε χαμένος του Γοργία ο Φίλιππος.
ΚΟΡ. Θα χαθείς απ᾽ τα ίδια κι ο ίδιος· μέτωπο όλοι κατά δω!
Τα κεντριά σας τεντωμένα, και ριχτείτε απάνω του,
φάλαγγα πυκνή, με τάξη, μ᾽ άγριο στην ψυχή θυμό,
για να μάθει τί είδους σμάρι πήγε κι ανατάραξε.
ΞΑΝ. Τί; Σε πόλεμο θα μπούμε; Φοβερό, μά το θεό·
τα κεντριά τους αντικρίζω, αχ, και τρέμω ολάκερος.
ΧΟΡ., στο Βδελυκλέωνα.
Άσε το γέρο, ειδεμή, σου το λέω, θα φωνάξεις σε λίγο:
«Ευτυχισμένες χελώνες, που τέτοιο φοράτε καβούκι!»
430 ΦΙΛ. Μπρος, αράθυμές μου σφήκες, δικαστές συνάδελφοι!
Άλλοι μες στα πισινά τους φτερουγίστε με θυμό
κι άλλοι δίνετε στα μάτια και στα δάχτυλα κεντιές.
Πολεμά να ξεφύγει· ο Βδελυκλέωνας φωνάζει σε βοήθεια
και άλλους δούλους που είναι μέσα στο σπίτι.
ΒΔΕ. Μίδα, Φρύγα, Μασυντία, δούλοι μου, βοηθάτε δω·
πιάστε τον· κανείς το γέρο μη σας πάρει· προσοχή!
Ειδεμή, στις αλυσίδες θα σας βάλω, νηστικούς.
Στο Χορό.
Κούφιο σούσουρο από φύλλα· κι άλλες τ᾽ άκουσα φορές.
Μπαίνει στο σπίτι.
ΚΟΡ., στον Ξανθία.
Αν δεν τον αφήσεις, κάτι στο κορμί σου θα μπηχτεί.
ΦΙΛ., προσπαθώντας να ξεφύγει από τα χέρια των δούλων.
Κέκροπα, ήρωα, βασιλιά μου και δρακοντοπόδη εσύ,
το βαστά η καρδιά σου να είμαι σκλάβος τέτοιων βαρβάρων,
440 που τους έμαθα να χύνουν εγώ δάκρυα ποταμούς;
ΚΟΡ. Αχ τι συμφορές που βρίσκουν τα καημένα γερατειά!
Τον αφέντη τους κοιτάξτε πώς τσακώνουν τον παλιό
τούτοι οι δούλοι με το ζόρι· δε θυμούνται τί σκουτιά
τους αγόραζε, τί σκούφιες σκυλοτομαρίσιες, τί
κάπες· ως και για παπούτσια το χειμώνα φρόντιζε,
να μην τουρτουρίζουν· κι ούτε μια σταλιά στα μάτια τους
καν ντροπή για τα παλιά τους κείνα συρτοπάπουτσα.
ΦΙΛ., σ᾽ έναν από τους δούλους που τον κρατούν.
Ούτε τώρα δε μ᾽ αφήνεις, βρε παλιοζωντόβολο;
Δε θυμάσαι που σταφύλια μου ᾽χες κλέψει μια φορά
450 και στο λιόδεντρο στημένον σ᾽ άργασα όμορφα όμορφα,
που να σε ζηλεύει ο κόσμος; Κοίταξε τί αχάριστος!
Άσε με πριν νά᾽ βγει ο γιος μου. Μπρος! Κι εσύ, μωρέ, κι εσύ.
ΚΟΡ. Δε θ᾽ αργήσετε κι οι δυο σας λόγο να μας δώσετε
για τον τρόπο σας· θα δείτε σαν τί γέροι είμαστ᾽ εμείς·
τιμωροί κι αψιοί και με όψη καυτερή σαν πιπεριά.
Ο Βδελυκλέωνας ξαναβγαίνει από το σπίτι του μ᾽ ένα ραβδί
και μ᾽ έναν αναμμένο δαυλό· δίνει το ραβδί στον Ξανθία
και το δαυλό σ᾽ έναν άλλο δούλο.
ΒΔΕ. Χτύπα, βρε Ξανθία, τις σφήκες· διώξ᾽ τους απ᾽ το σπίτι· μπρος!
ΞΑΝ. Τί άλλο κάνω;
ΒΔΕ., στον άλλο δούλο.
Κι εσύ ζώσ᾽ τους, πνίξ᾽ τους μέσα στον καπνό.
ΟΙ ΔΟΥΛΟΙ
Τσακιστείτε, γκρεμιστείτε! ΒΔΕ. Δυνατά με το ραβδί!
Κι εσύ, σβέλτα το δαδί σου, να μας γίνουν καπνιστοί.
Οι γέροι αναγκάζονται να υποχωρήσουν.
460 ΞΑΝ. Τελοσπάντων· βέβαιος ήμουν πως θα τους σκορπούσαμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου