Κυριακή 26 Μαΐου 2019

Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας: ΜΑΝΤΕΙΣ - ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ

Μάντης, γιος του Πολυφείδη και δισέγγονος του Μελάμποδα. Γεννήθηκε στο Άργος, αλλά υποχρεώθηκε να καταφύγει στην Πύλο, γιατί σκότωσε συγγενή του (Όμ., Οδ., ο 222-225)* -σύμφωνα με το εθιμικό δίκαιο ο φονιάς εξοριζόταν από την πατρίδα του και έπαιζε σημαντικό ρόλο αλλού. Στην Πύλο συνάντησε τον Τηλέμαχο, όπου ο γιος του Οδυσσέα είχε πάει για να ρωτήσει τον Νέστορα για τον πατέρα του. Εκεί ερμήνευσε οιωνούς λέγοντας ότι η γενιά του Οδυσσέα θα συνεχίσει να κρατά την εξουσία στο νησί (Όμ., Οδ., ο 508-543)**. Φεύγοντας ο Τηλέμαχος για την Ιθάκη πήρε μαζί του τον μάντη. Εκεί ο Θεοκλύμενος πληροφόρησε την Πηνελόπη ότι ο Οδυσσέας δεν βρισκόταν μακριά, όμως η Πηνελόπη δεν τον πίστεψε (Όμ., Οδ., ρ 151-165)***. Ωστόσο, ο Οδυσσέας ήταν ήδη πάνω στο νησί και περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να δράσει. Ούτε οι μνηστήρες πίστεψαν τον Θεοκλύμενο, όταν προέβλεψε το μέλλον τους, μάλιστα τον κορόιδεψαν (Όμ., Οδ., υ 350-358)****. Σκοτώθηκαν την ίδια εκείνη νύχτα.
-------------------------------
*Ο μάντης Θεοκλύμενος: Καταγωγή
Τούτα νοιαζόταν ο Τηλέμαχος, κι ως θύμιαζε κι ευχόταν
στην Αθηνά μπροστά στην πρύμνα του, τον σίμωσε ένας ξένος,
που 'χε σκοτώσει κάποιον κι έφευγε μακριά από τ' Άργος, κι ήταν
μάντης τρανός, κι απ' το Μελάμποδα κατέβαινε η γενιά του.
(Όμ., Οδ., ο 222-225)
 
**Ο Θεοκλύμενος στον Τηλέμαχο
Και του 'πε τότε ο Θεοκλύμενος ο θεοδιωματάρης:
«Κι εγώ, παιδί μου, που, για λέγε μου, να πάω; σε τίνος σπίτι
να σύρω, απ' όσους την πετρόχαρη τρογύρα Ιθάκη ορίζουν;
Για και να πάω γραμμή στη μάνα σου και στο δικό σου σπίτι;»
Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά του δίνει·
«Άλλους καιρούς εγώ στο σπίτι μας θα σε καλνούσα· βρίσκει
σε μας ο ξένος καλοπέραση· μα όπως εγώ θα λείπω,
πώς να σου αρέσει; κι η μητέρα μου δε θα σε ιδεί καθόλου·
με τους μνηστήρες στο παλάτι μας να τριγυρνάει δε θέλει,
μόνο στο ανώι μακριά τους κάθεται στον αργαλειό κι υφαίνει.
Σε κάποιον άλλο εγώ θα σου 'λεγα να πας, στον παινεμένο
Ευρύμαχο, το γιο του Πόλυβου του καστροπολεμάρχου,
που σα θεό τον βλέπουν όλοι τους μες στην Ιθάκη τώρα.
Είναι κι ο πιο τρανός μας άρχοντας και πιο γυρεύει απ' όλους
ν' ανέβει, παίρνοντας τη μάνα μου, στο θρόνο του Οδυσσέα.
Mα μόνο ο ολύμπιος Δίας που κάθεται ψηλά στα αιθέρια πλάτη
το ξέρει, αν δεν πλακώσει απάνω τους χαμός αντίς το γάμο.»
Καθώς μιλούσεν, όρνιο πρόβαλε, δεξιά μεριά, γεράκι,
του Απόλλωνα γοργός μαντάτορας, και περιστέρα εκράτει
και τη μαδούσε μες στα νύχια του, σκορπώντας τα φτερά της,
ανάμεσός απ' τον Τηλέμαχο και τ' άρμενο, στο χώμα.
Κι ο Θεοκλύμενος τον έσυρε μακριά από τους συντρόφους,
το χέρι του ΄σφιξε, τον έκραξε κι αυτά τα λόγια του 'πε:
«Με δίχως των θεών το θέλημα δεξιά δεν ήρθε τ' όρνιο·
ως το 'δα, το 'νιωσα, Τηλέμαχε, σημαδιακό πως είναι!
Άλλη γενιά βασιλικότερη δεν έχει απ' τη δικιά σας
μες στην Ιθάκη· σεις τη δύναμη για πάντα θα κρατάτε!»
Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά του δίνει:
«Άμποτε, ξένε, αυτός ο λόγος σου σωστός να βγει ως την άκρη!
Θα 'βλεπες τότε την αγάπη μου και πόσα θα χαιρόσουν
δώρα από μένα, να σε βλέπουνε και να σε μακαρίζουν.»
Σαν είπε αυτά, στον Πείραιο μίλησε, τον γκαρδιακό του ακράνη:
«Πείραιε, του Κλύτιου υγιέ, στη γνώμη μου κανένας δε συγκλίνει
σαν όσο εσύ από τους συντρόφους μου που ακλούθηξαν στην Πύλο.
Έλα και τώρα, πάρε σπίτι σου για χάρη μου τον ξένο
και καλοσκάμνιζέ τον, τίμα τον, ως να γυρίσω πίσω.»
(Όμ., Οδ., ο 508-543)
 
***Ο Θεοκλύμενος στην Πηνελόπη
Τότε είπε ο Θεοκλύμενος, θεόμορφος στην όψη·
«Γυναίκα πολυσέβαστη του ξακουστού Δυσσέα,
δεν ξέρει εκείνος καθαρά. Τα λόγια μου ν' ακούσεις.
Μια προφητεία θα σου πω και δε θα τη σκεπάσω.
Ας είναι πρώτα απ' τους, θεούς ο Δίας μάρτυράς μου,
και του Δυσσέα το ψωμί κι η στια που εδώ προσπέφτω,
πως ο Δυσσέας βρίσκεται στην πατρική του χώρα,
είτε γυρίζει ή κάθεται και τ' άνομα ξετάζει
αυτά και θάνατο πικρό για τους μνηστήρες πλέκει.
Τέτοιο σημάδι γνώρισα μες στο γοργό καράβι
κι αμέσως στον Τηλέμαχο το 'ξήγησα από τότε».
Κι η Πηνελόπη η φρόνιμη τ' απάντησε έτσι κι είπε·
«Άμποτε ξένε, ο λόγος σου αυτός και ν' αληθέψει.
Τότε θα ιδείς τη γνώμη μου και πόσα θα σου δώσω
δώρα, που να τα βλέπουνε και να σε μακαρίζουν».
(Όμ., Οδ., ρ 151-165)
 
****Ο Θεοκλύμενος στους μνηστήρες
Τότε είπε ο Θεοκλύμενος θεόμορφος στην όψη·
«Αχ δύστυχος τι συμφορά σάς καρτερεί. Σκοτάδι
κυκλώνει τα κεφάλια σας, τα πρόσωπα, τα πόδια.
Άναψε ο θρήνος, δάκρυα, να, στα μάγουλά σας τρέχουν
και τα ωραία μεσόστυλα κι οι τοίχοι στάζουν αίμα,
Γεμάτο είναι το πρόσπιτο κι όλη η αυλή από ίσκιους
νεκρών, που μες στ' ανήλιαγο σκοτάδι όλο και τρέχουν.
Χάθηκε ο ήλιος, πλάκωσε παντού πηχτή θολούρα».
Έτσι είπε κι όλοι απ' την καρδιά γελάσανε οι μνηστήρες.
(Όμ., Οδ., υ 350-358)

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου