Με την κλήρωση «από κυάμων», αντί της εκλογής, στα περισσότερα αξιώματα και με το μισθό για την άσκηση των πολιτειακών λειτουργημάτων διασφάλιζαν την ισότητα: την ίση συμμετοχή όλων των πολιτών στα δημόσια πράγματα. Και η συμμετοχή αυτή ήταν άμεση.
Έτσι, στην Εκκλησία του Δήμου, στη Βουλή, στην Ηλιαία και στα υπόλοιπα συλλογικά όργανα, οι Αθηναίοι πολίτες μετείχαν απ’ ευθείας, δηλαδή αυτοπροσώπως. Η δε συμμετοχή τους στα κοινά ήταν συνεχής και καθημερινή. Στην αθηναϊκή δημοκρατία ο θεσμός της αντιπροσώπευσης και της επαγγελματοποίησης της πολιτικής ήταν άγνωστος.
Κατ’ εξαίρεση γινόταν με εκλογή η ανάδειξη σε αξιώματα που «ἐδέοντο ἐμπειρίας καί τέχνης», όπως στην περίπτωση των δέκα στρατηγών. Είναι, πάντως, προφανές ότι οι θεσμοί της άμεσης δημοκρατίας ήταν συνυφασμένοι με την «πόλη-κράτος», ενώ στα μεγάλα κράτη της εποχής μας ισχύει η έμμεση δημοκρατία της «Βουλής των αντιπροσώπων», όπου οι «αντιπρόσωποι» του λαού μπορούν να θέλουν οτιδήποτε «εν ονόματι», «αντί» και «για λογαριασμό» των εκλογέων τους, χωρίς να λογοδοτούν απέναντι τους για γνώμη ή ψήφο, ως μονή δε «κύρωση» υπάρχει το ενδεχόμενο της μη επανεκλογής τους. Οι «νομοθέτες» θα μπορούσαν, κατά κάποιο τρόπο, να παρομοιαστούν με τη σημερινή επιστημονική υπηρεσία της Βουλής.
Η κυρίως νομοθετική διαδικασία
Η διαδικασία θεσπίσεως νόμων ή ψηφισμάτων από την Εκκλησία του Δήμου αποτελούσε εφαρμογή της άμεσης δημοκρατίας.
Κατά την έναρξη του βουλευτικού έτους η Εκκλησία του Δήμου αποφάσιζε για την ανάγκη ψήφισης νέων νόμων ή ψηφισμάτων («ἐπιχειροτονία νόμων»).
Η απόφαση αυτή είχε χαρακτήρα ουσιαστικά κυβερνητικό: προϋπέθετε την πολιτική επιλογή για την επίτευξη κάποιου συγκεκριμένου σκοπού, ο οποίος χωρίς τη θέσπιση συναφούς κανόνα δικαίου θα ήταν αδύνατον να πραγματωθεί.
Κάθε Αθηναίος πολίτης μπορούσε, ασκώντας νομοθετική πρωτοβουλία -που σήμερα, με το αντιπροσωπευτικό σύστημα, ανήκει μόνο στη Βουλή και στην κυβέρνηση (1)- να υποβάλει γραπτώς πρόταση νόμου στην Εκκλησία του Δήμου, όπου και διαβαζόταν για να καταστεί δημοσίως γνωστή. Επιπλέον η πρόταση έπρεπε να τοιχοκολληθεί, προς μείζονα κατοχύρωση του δικαιώματος της πληροφόρησης περί τα κοινά, και στο οίκημα του «επώνυμου άρχοντα», ενός από τους εννέα άρχοντες, που αποτελούσαν την ανώτατη διοίκηση. Ο πολίτης που ασκούσε νομοθετική πρωτοβουλία αναλάμβανε κατ' την ευθύνη για το περιεχόμενο της πρότασης του, πράγμα που αποτυπωνόταν και στο κείμενο του νόμου: «ειπόντος του τάδε». Αν η πρόταση νόμου αποσκοπούσε όχι στη θέσπιση νέων αλλά στην τροποποίηση ισχυουσών ρυθμίσεων, ο εισηγούμενος την πρόταση έπρεπε να τη συνοδεύει και με τις τροποποιούμενες διατάσεις. Παρόμοια υποχρέωση ισχύει και στα σύγχρονα πολιτεύματα προς πληρέστερη και ακριβέστερη ενημέρωση των μελών του νομοθετικού σώματος (2).
Η Εκκλησία του Δήμου δεν επιτρεπόταν να νομοθετήσει για οτιδήποτε «απροβούλευτον» (3). Διαβίβαζε προηγουμένως την πρόταση νόμου στη Βουλή, η οποία ήταν υποχρεωμένη να υποβάλει τη γνώμη της στην Εκκλησία του Δήμου. Η γνώμη αυτή της Βουλής, το «προβούλευμα», ήταν, με σύγχρονη ορολογία, μία απλή - όχι «σύμφωνη», δηλαδή δεσμευτική - γνώμη, που αποτελούσε όμως ουσιώδη τύπο της νομοθετικής διαδικασίας. Συνιστούσε εγγύηση για την Εκκλησία του Δήμου ότι το Ζήτημα είχε ελεγχθεί σε πρώτη επεξεργασία. Η αποφασιστική αρμοδιότητα για την ψήφιση του νόμου ανήκε πάντως στην Εκκλησία του Δήμου, πράγμα που η Βουλή αναγνώριζε με τη φράση: «ό,τι αν τω Δήμω δοκεί άριστον είναι». Παρόμοια διαδικασία μιας πρώτης επεξεργασίας των νομοσχεδίων ή προτάσεων νόμων ισχύει και σήμερα: η Βουλή συζητεί επ’ αυτών μετά την επεξεργασία τους από τις αρμόδιες κοινοβουλευτικές («διαρκείς») επιτροπές (4).
Της ψηφοφορίας στην Εκκλησία του Δήμου προηγείτο συζήτηση, στην οποία μπορούσε να μετάσχει κάθε πολίτης. Στην πράξη πάντως η συζήτηση περιοριζόταν μεταξύ των επιφανών Αθηναίων πολιτικών. Η ψηφοφορία γινόταν με ανάταση των χειρών. Ο Επιστάτης των Πρυτάνεων, ο οποίος προήδρευε της συνεδριάσεως, καταμετρούσε τις ψήφους. Έστω και αν ο νόμος ψηφιζόταν, ο Επιστάτης των Πρυτάνεων είχε τη δυνατότητα, είτε με δική του πρωτοβουλία είτε με πρωτοβουλία άλλου βουλευτή ή πολίτη, να επαναφέρει την πρόταση για συζήτηση.
Μετά το 403-402 π.Χ. η διαδικασία για τη θέσπιση νόμων από την Εκκλησία του Δήμου περιέλαβε και ένα ακόμη στάδιο επεξεργασίας των προτάσεων νόμου από ένα πολυμελές συμβούλιο «νομοθετών», δηλαδή δικαστών αναδεικνυόμενων με κλήρωση. Οι «νομοθέτες» αυτοί, λόγω της δικαστικής ιδιότητας τους, είχαν κάποια εξοικείωση -όχι εξειδίκευση- με το δίκαιο (αφού ήσαν λαϊκοί, απλοί πολίτες, που αναδεικνύονταν στο δικαστικό αξίωμα είτε με κλήρωση είτε επειδή μετείχαν στο Ηλιαστικό Δικαστήριο βάσει της ιδιότητας τους ως Αθηναίων πολιτών). Επιτελούσαν πάντως ένα έργο που θα μπορούσε, κατά κάποιο τρόπο, να παρομοιαστεί με το έργο που επιτελεί σήμερα η επιστημονική υπηρεσία της Βουλής στη χώρα μας (5).
Η επεξεργασία των προτάσεων νόμου γινόταν πριν διαβιβαστεί n πρόταση από την Εκκλησία του Δήμου στη Βουλή. Ένα σημείο που πρέπει να τονιστεί εδώ και που καταδεικνύει το σεβασμό των Αθηναίων στους «πατρώους νόμους» είναι ότι οι «νομοθέτες», πριν εκφέρουν τη γνώμη τους ή τις παρατηρήσεις τους επί της προτάσεως νόμου, έπρεπε να ακούσουν μια επιτροπή πολιτών που αναλάμβανε να υποστηρίζει τον παλαιό νόμο έναντι της νέας προτεινόμενης ρύθμισης.
Οι γραφές «παρανόμων» και «νόμον μή ἐπιτήδειον θεῖναι»
Δύο «γραφές» - δίκες δημοσίου δικαίου, όπως θα λέγαμε σήμερα- είχαν μεγάλη σπουδαιότητα, καθώς αποτελούσαν προληπτικές και συγχρόνως κατασταλτικές εγγυήσεις τηρήσεως του πολιτεύματος: η «γραφή παρανόμων» και η «γραφή νόμον μη επιτήδειον θείναι», που εκδικάζονταν από το δικαστήριο της Ηλιαίας.
Η «γραφή παρανόμων» (8) ήταν μία δημοσίου δικαίου δίκη εναντίον εκείνου ο οποίος είχε προτείνει νόμο ή ψήφισμα που ερχόταν σε αντίθεση με τους προϋφιστάμενους κανόνες ή που είχε θεσπισθεί κατά παράβαση της νομοθετικής διαδικασίας. Μόλις ο μηνυτής εξεδήλωνε την πρόθεση του, με δημόσιο όρκο («υπωμοσία»), να καταθέσει «γραφή παρανόμων», η συνέχιση της νομοθετικής διαδικασίας αναστελλόταν. Αναστελλόταν επίσης η ισχύς του νέου νόμου ή ψηφίσματος, εάν η νομοθετική διαδικασία επί της προτάσεως νόμου είχε ήδη ολοκληρωθεί.
Οι γραφές «παρανόμων» και «νόμον μή ἐπιτήδειον θεῖναι», καθώς και ο οστρακισμός προστάτευαν τη λειτουργία του πολιτεύματος.
Η αναστολή διαρκούσε, και στις δύο περιπτώσεις, έως την έκδοση της δικαστικής απόφασης. Εάν η απόφαση ήταν καταδικαστική για τον προτείνοντα, τότε ο νόμος ή το ψήφισμα ακυρωνόταν ή σταματούσε η περαιτέρω νομοθετική διαδικασία επί της προτάσεως. Η ποινή για τον ένοχο ήταν πρόστιμο και, σε περίπτωση υποτροπής για τρίτη φορά, στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων («ατιμία»). Αν η δικαστική απόφαση επί της «γραφής παρανόμων» ήταν απαλλακτική, η νομοθετική διαδικασία συνεχιζόταν ή ο ψηφισθείς νέος κανόνας δικαίου -νόμος ή ψήφισμα-ανακτούσε την ανασταλείσα ισχύ του.
Η γραφή «νόμον μή ἐπιτήδειον θεῖναι» (7) ήταν επίσης δίκη δημοσίου δικαίου εναντίον της θεσπίσεως ασύμφορου νόμου, δηλαδή νόμου που θα μπορούσε να βλάψει τα συμφέροντα της πόλεως. Η διαφορά της γραφής αυτής από τη «γραφή παρανόμων» συνίστατο στο ότι αφορούσε μόνο νόμους, όχι ψηφίσματα. Οι ποινές επί καταδίκης ήσαν κατά πολύ βαρύτερες από τις ποινές της «γραφής παρανόμων»: εξικνούντο έως το θάνατο. Πάντως η γραφή «νόμον μή ἐπιτήδειον θεῖναι» έπρεπε, για να έχει ποινικές συνέπειες, να ασκηθεί μέσα σε προθεσμία ενός έτους από την ψήφιση του νόμου.
Εκτός από την ατομική κύρωση της επιβολής ποινής, οι δύο «γραφές» είχαν και ακυρωτικό αποτέλεσμα ως προς το νόμο ή το ψήφισμα.
Οι «γραφές» αυτές θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως διφυή ένδικα βοηθήματα, τόσο ποινικού όσο και διοικητικού (ακυρωτικού) χαρακτήρα.
Εκτός από τις ήδη αναφερθείσες «γραφές» υπήρχε και η ενώπιον του Ηλιαστικού Δικαστηρίου ασκούμενη «γραφή» και κατά του Επιστάτη των Πρυτάνεων («επιστατική γραφή»).
Εικάζεται ότι καταδικαστικές αποφάσεις της Ηλιαίας σε οποιαδήποτε από τις πιο πάνω «γραφές» σπανιότατα μόνον εκδίδονταν. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων οι αποφάσεις απήλλασσαν τον κατηγορούμενο κατ' επικύρωναν το θεσπισθέντα νόμο ή το ψήφισμα. Τούτο συνέβαινε προδήλως διότι το πολυμελέστατο δικαστήριο της Ηλιαίας αποτελούσαν τα ίδια τα μέλη της Εκκλησίας του Δήμου που είχαν ήδη ψηφίσει το νόμο ή το ψήφισμα. Δύσκολα θα μπορούσαν, επομένως, οι ίδιοι πολίτες να αναιρούν δικαστικά αυτό που είχαν αποφασίσει νομοθετικά.
Σημειώθηκε ότι οι γραφές «παρανόμων» και «νόμον μη επιτήδειον θείναι» δεν ήσαν μόνο κατασταλτικές αλλά και προληπτικές εγγυήσεις τηρήσεως των πολιτικών κατ' δικαιϊκών θεσμών της αθηναϊκής δημοκρατίας. Ο προληπτικός χαρακτήρας των γραφών αυτών συνίστατο στο ότι οι επαπειλούμενες βαριές ποινές λειτουργούσαν αποτρεπτικά για τη θέσπιση νέων νομοθετικών ρυθμίσεων που θα ήσαν «δυνάμει» επικίνδυνες για τη λειτουργία του πολιτεύματος.
Οστρακισμός
Προληπτική και κατασταλτική εγγύηση για τη λειτουργία του αθηναϊκού πολιτεύματος ήταν και ο θεσμός του οστρακισμού. Βάσει αυτού η Εκκλησία του Δήμου μπορούσε να εξορίζει επί ορισμένο χρόνο αυτούς που θεωρούσε επικίνδυνους για το πολίτευμα κατ' την ασφάλεια της πόλεως, επειδή είχαν αποκτήσει κάποια φήμη ή δύναμη στο δημόσιο βίο. Ο οστρακισμός είχε ως δικαιολογητική Βάση την αποφυγή αποκτήσεως πολιτικής ισχύος. «Ο γαρ οστρακισμός την αυτήν έχει δύναμιν τρόπον τινά, τω κολούειν τους υπερέχοντας» (3). Οι Αθηναίοι πολίτες έγραφαν σε μικρά κεραμίδια (όστρακα) το όνομα εκείνου που επιθυμούσαν να απομακρύνουν από την πόλη. Η ψηφοφορία ήταν μυστική. Λόγω της σοβαρότητας του Ζητήματος, για να ληφθεί απόφαση οστρακισμού, ήταν απαραίτητο να συγκεντρωθούν έξι χιλιάδες ψήφοι υπέρ η – κατ’ άλλην εκδοχή - η απόλυτη πλειοψηφία έτη παρόντων τουλάχιστον έξι χιλιάδων (10).
Το δικαίωμα και καθήκον αντιστάσεως κατά της καταλύσεως της δημοκρατίας
Σημαντικός θεσμός για την προστασία του δημοκρατικού πολιτεύματος υπήρξε και η μέριμνα για την αποτροπή καταλύσεως της δημοκρατίας. Σύμφωνα με το «Ψήφισμα του Δημοφάντου» (410 Π.Χ.): «Ἐάν τις δημοκρατίαν καταλύῃ τήν Ἀθήνησιν ἤ ἀρχήν τίνα ἄρχῃ καταλελυμένης τῆς δημοκρατίας, πολέμιος ἔστω τῶν Ἀθηναίων καί νηποινί τεθνάτω καί τά χρήματα αὐτοῦ δημόσια ἔστω καί τοῦ θεοῦ τό ἐπιδέκατον, ὁ δέ ἀποκτείνας τόν ταῦτα ποιήσαντα καί ὁ συμβουλεύσας ὅσιος ἔστω καί εὐαγής...» (11). Ο νόμος αυτός, πρόδρομος των συγχρόνων προστατευτικών του πολιτεύματος ποινικών διατάξεων που τιμωρούν την «εσχάτη προδοσία», καθιερώνει το δικαίωμα αντιστάσεως, το οποίο, συνδυαζόμενο με το θαυμασμό και σεβασμό προς τους τυραννοκτόνους - περίπτωση Αρμοδίου και Αρειστογείτονος - αποδεικνύει πόσο περί πολλού είχαν οι Αθηναίοι το πολίτευμα τους και τους δημοκρατικούς θεσμούς που αποτέλεσαν τη βάση της μεγαλειώδους δημιουργίας τους στον πολιτικό, το φιλοσοφικό, τον καλλιτεχνικό και τον πολιτισμικό εν γένει τομέα.
Το πολίτευμα της αθηναϊκής δημοκρατίας, παρά τις όποιες εσωτερικές αντιφάσεις του και όσα αρνητικά στοιχεία εμφάνισε στη λειτουργία του ή στις σχέσεις του και στην εν γένει συμπεριφορά των Αθηναίων προς άλλες πόλεις-κράτη (π.χ. έναντι των Δηλίων), υπήρξε αναμφισβήτητα μια πρωτοποριακή ιστορική κατάκτηση της ελληνικής αρχαιότητας.
--------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Βλ. άρθρο 73 παρ. 1 Συντ.
2. Βλ. άρθρο 74 παρ. 4 Συν. και άρθρο 85 παρ. 3 και 4 του Κανονισμού της Βουλής.
3. Αριστοτέλους, Αθ. Πολ. XLV, 5.
4. Βλ. άρθρο 74 παρ. 2 Συντ. κατ άρθρο 89 του Κανονισμού της Βουλής.
5. Βλ. άρθρο 74 παρ. 1 Συντ. και άρθρο 160 επ. του Κανονισμού της Βουλής.
6. Glotz, 190 en., Mac Dowell, 80 επ., Walker, 100 επ., Stockton, 79 επ.
7. Glotz, 191, Biscardi, 121, οημ, 68.
8. Βλ. Glotz, 184 επ., Forrest, 201 επ.
9 . Αρτοτοτέλους, Πολ. 1284 α 17 επ., 20, 42.
10. Βλ. Glotz, 184 επ.
11. Βλ. Βελισσαροπούλου, 65 επ., όπου ολόκληρο το κείμενο του νόμου, καθώς και σ. 67 επ., όπου ο ιδίου περιεχομένου νόμος του Εύκρατους (336 π.Χ.) και ο νόμος Ιλίου κατά των τυράννων, ολιγαρχίας κατ δήμου καταλύοεως (3ος αιώνας π.Χ.)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου