206. ΟΡΝΙΣ ΚΑΙ ΧΕΛΙΔΩΝ [206.1] ὄρνις ὄφεως ὠὰ εὑροῦσα καὶ ταῦτα ἐπιμελῶς ἐκθερμάνασα ἐξεκόλαψε. χελιδὼν δὲ θεασαμένη αὐτὴν ἔφη· «ὦ ματαία, τί ταῦτα ἀνατρέφεις, ἅπερ, ἂν αὐξηθῇ, ἀπὸ σοῦ πρώτης τοῦ ἀδικεῖν ἄρξεται;»
οὕτως ἀτιθάσευτός ἐστιν ἡ πονηρία, κἂν μάλιστα εὐεργετῆται.
207. ΟΡΝΙΘΟΘΗΡΑΣ ΚΑΙ ΚΟΡΥΔΑΛΟΣ
[207.1] ὀρνιθοθήρας πτηνοῖς πάγην ἵστα. κορυδαλὸς δὲ αὐτὸν θεασάμενος ἤρετο, τί ποιεῖ. τοῦ δὲ εἰπόντος πόλιν κτίζειν καὶ μικρὸν ὑποχωρήσαντος πεισθεὶς αὐτοῦ τοῖς λόγοις προσῆλθε καὶ τὸ δέλεαρ ἐσθίων ἔλαθεν ἐμπεσὼν εἰς τοὺς βρόχους. τοῦ δὲ ὀρνιθοθήρα προσδραμόντος καὶ συλλαβόντος αὐτὸν ἔφη· «ὦ οὗτος, ἐὰν τοιαύτας πόλεις κτίζῃς, πολλοὺς τοὺς ἐνοικοῦντας εὑρήσεις».
[ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι τότε μάλιστα καὶ οἶκοι καὶ πόλεις ἐρημοῦνται, ὅταν οἱ προεστῶτες χαλεποὶ ὦσιν.]
208. ΟΡΝΙΘΟΘΗΡΑΣ ΚΑΙ ΠΕΛΑΡΓΟΣ
[208.1] ὀρνιθοθήρας δίκτυα γεράνοις ἀναπετάσας πόρρωθεν ἀπεκαραδόκει τὴν ἄγραν. πελαργοῦ δὲ σὺν ταῖς γεράνοις ἐπικαθίσαντος ἐπιδραμὼν μετ᾽ ἐκείνων καὶ αὐτὸν συνέλαβε. τοῦ δὲ δεομένου μὴ θῦσαι αὐτὸν καὶ λέγοντος, ὡς οὐ μόνον αὐτὸς ἀβλαβής ἐστι τοῖς ἀνθρώποις, ἀλλὰ καὶ ὠφελιμώτατος· τοὺς γὰρ ὄφεις καὶ τὰ λοιπὰ ἑρπετὰ συλλαμβάνων ἀναιρεῖ, ὁ ὀρνιθοθήρας ἀπεκρίνατο· «ἀλλ᾽ εἰ τὰ μάλιστα οὐ φαῦλος εἶ, διὰ τοῦτο γοῦν ἄξιος εἶ κολάσεως, ὅτι μετὰ τῶν πονηρῶν κεκάθικας».
ἀτὰρ οὖν καὶ ἡμᾶς δεῖ τὰς τῶν πονηρῶν συνηθείας ἀποφεύγειν, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ τῆς αὐτῶν κακίας κοινωνοὶ δόξωμεν.
209. ΠΕΡΙΣΤΕΡΑΙ ΑΓΡΙΑΙ ΚΑΙ ΗΜΕΡΑΙ
[209.1] ὀρνιθοθήρας πετάσας τὰ λίνα ἐκ τῶν ἡμέρων περιστερῶν προσέδησεν· εἶτα ἀποστὰς αὐτὸς πόρρωθεν ἀπεκαραδόκει τὸ μέλλον. ἀγρίων δὲ ταύταις προσελθουσῶν καὶ τοῖς βρόχοις συμπλακεισῶν προσδραμὼν συλλαμβάνειν αὐτὰς ἐπειρᾶτο. τῶν δὲ αἰτιωμένων τὰς ἡμέρους, εἴγε ὁμόφυλοι οὖσαι αὐταῖς τὸν δόλον οὐ προεμήνυσαν, ἐκεῖναι ὑποτυχοῦσαι ἔφασαν· «ἀλλ᾽ ἡμῖν γε ἄμεινον δεσπότας φυλάττεσθαι ἢ τῇ ἡμετέρᾳ συγγενείᾳ χαρίζεσθαι».
οὕτω καὶ τῶν οἰκετῶν οὐ μεμπτέοι εἰσίν, ὅσοι δι᾽ ἀγάπην τῶν οἰκείων δεσποτῶν παραπίπτουσι τῆς τῶν οἰκείων συγγενῶν φιλίας.
210. ΚΑΜΗΛΟΣ
[210.1] ὅτε πρῶτον κάμηλος ὤφθη, οἱ ἄνθρωποι φοβηθέντες καὶ τὸ μέγεθος καταπλαγέντες ἔφευγον. ὡς δὲ χρόνου προϊόντος συνεῖδον αὐτῆς τὸ πρᾷον, ἐθάρρησαν μέχρι τοῦ προσελθεῖν. αἰσθόμενοι δὲ κατὰ μικρὸν ὡς χολὴν τὸ ζῷον οὐκ ἔχει εἰς τοσοῦτον καταφρονήσεως ἦλθον, ὥστε καὶ χαλινοὺς αὐτῇ περιθέντες παισὶν ἐλαύνειν ἔδωκαν.
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι τὰ φοβερὰ τῶν πραγμάτων ἡ συνήθεια καταπραΰνει.
***
206. Η κότα και το χελιδόνι.
[206.1] Ήταν μια κότα που βρήκε κάτι αυγά από φίδι. Τα κλώσησε λοιπόν με φροντίδα και τα ζέστανε καλά-καλά, ώσπου εκκολάφθηκαν. Τότε όμως την πρόσεξε το χελιδόνι και την κατσάδιασε: «Μωρή, τόσο χαζή είσαι; Τί τα ανατρέφεις αυτά; Δεν ξέρεις ότι, άμα μεγαλώσουν, θα ξεκινήσουν από σένα τα εγκλήματά τους;».
Έτσι είναι: Όσο καλό και να του κάνεις, ο κακούργος ποτέ δεν θα ημερέψει.
207. Ο πουλολόγος και ο κορυδαλλός.
[207.1] Ήταν ένας κυνηγός που έστηνε παγίδα για τα πουλιά. Πάνω στην ώρα, που λέτε, τον είδε ο κορυδαλλός και τον ρώτησε τί φτιάχνει. Ο πουλολόγος αποκρίθηκε ότι χτίζει μια πόλη, και συγχρόνως έκανε λίγο πίσω. Το καημένο το πουλί τον πίστεψε και πλησίασε. Και εκεί που καθόταν και τσιμπολογούσε το δόλωμα, ξαφνικά έπεσε μέσα στα βρόχια δίχως να το καταλάβει. Τότε έτρεξε καταπάνω του ο κυνηγός να τον τσακώσει. Τσίριξε λοιπόν ο κορυδαλλός: «Βρε κατεργάρη, ωραίες πόλεις χτίζεις. Κόσμος και κοσμάκης θα σου έρθει να κατοικήσει μέσα τους».
Το δίδαγμα του μύθου: Σπίτια και πόλεις, όλα απομένουν έρημα όταν οι κυβερνήτες τους είναι σκληρόκαρδοι.
208. Ο πουλολόγος και ο πελαργός.
[208.1] Μια φορά ένας κυνηγός άπλωνε τα δίχτυα του για να τσακώσει κάτι γερανούς. Έστησε λοιπόν καρτέρι και καραδοκούσε από μακριά τα θηράματά του. Στο τέλος, μαζί με τους γερανούς, ήρθε και κούρνιασε πάνω στην παγίδα και ένας πελαργός. Αμέσως, που λέτε, όρμησε ο άνθρωπος και τους αιχμαλώτισε όλους, μαζί και το παράταιρο τούτο πουλί. Βάλθηκε τότε ο πελαργός να τον εκλιπαρεί: «Μη με σφάξεις, μη με σφάξεις!». Και έφερνε και δικαιολογίες, ότι ο ίδιος όχι μόνο δεν κάνει καμία ζημιά στους ανθρώπους, αλλά απεναντίας τους ωφελεί εξαιρετικά: ποιός άλλος πιάνει και ξεπαστρεύει τα φίδια και όλα τα άλλα ερπετά; Όμως ο κυνηγός δεν νοιάστηκε: «Βρε δεν πα να είσαι και ο πλέον αναμάρτητος — τί γύρευες να κάθεσαι παρέα με τα καθάρματα; Και μόνο γι᾽ αυτό σου αξίζει η τιμωρία».
Το ίδιο ισχύει, λοιπόν, και για εμάς: Πρέπει να αποφεύγουμε τις συναναστροφές με τα αχρεία υποκείμενα, για να μη νομίσει ο κόσμος ότι συμμεριζόμαστε και εμείς τη φαυλότητά τους.
209. Τα άγρια και τα ήμερα περιστέρια.
[209.1] Ήταν ένας κυνηγός που άπλωσε τα δίχτυα του για τα πουλιά και τριγύρω τους έδεσε μερικά εξημερωμένα περιστέρια για κράχτες. Ύστερα ο ίδιος αποτραβήχτηκε και καραδοκούσε από μακριά τί θα συμβεί. Με τα πολλά, κάτι αγριοπερίστερα πλησίασαν προς τους κράχτες και μοιραία μπλέχτηκαν στα βρόχια. Αμέσως ο κυνηγός όρμησε καταπάνω τους και καταγίνηκε να τα πιάσει. Τα αιχμαλωτισμένα πουλιά ξεστόμιζαν τότε πικρά παράπονα κατά των ήμερων: «Εσείς βρε, οι ομογενείς μας, δεν μας είπατε μία λέξη να μας προειδοποιήσετε για τη σκευωρία!». Όμως τα εξημερωμένα περιστέρια τούς αντιγύρισαν ευθύς: «Καλέ άντε από εδώ! Εμείς, μια φορά, το λογαριάζουμε καλύτερο να φυλαγόμαστε από τα αφεντικά μας, παρά να κάνουμε χάρες στο συγγενολόι μας».
Το ίδιο ισχύει για τους υπηρέτες: Δεν πρέπει να τους κατακρίνουμε, αν λόγω αφοσίωσης προς τα αφεντικά τους ξεμακραίνουν από την αγάπη των ίδιων των συγγενών τους.
210. Η καμήλα.
[210.1] Όταν αντίκρισαν για πρώτη φορά στη ζωή τους την καμήλα, οι άνθρωποι τρόμαξαν από το πελώριο μέγεθός της και το έβαλαν στα πόδια από τον φόβο. Καθώς όμως περνούσε ο καιρός, αντιλήφθηκαν ότι ήταν άκακη. Έτσι αναθάρρησαν και βρήκαν το κουράγιο να την πλησιάσουν. Σιγά-σιγά, που λέτε, κατάλαβαν ολότελα την αλήθεια: ότι δηλαδή το ζωντανό τούτο δεν έχει στάλα χολή μέσα του. Τότε λοιπόν ένιωσαν τέτοια περιφρόνηση για αυτήν, που της περάσανε χαλινάρια και την παρέδωσαν στους δούλους για να την καβαλικεύουν.
Το δίδαγμα του μύθου: Ακόμη και τα πιο φοβερά πράγματα γίνονται άκακα άμα τα συνηθίσεις.
οὕτως ἀτιθάσευτός ἐστιν ἡ πονηρία, κἂν μάλιστα εὐεργετῆται.
207. ΟΡΝΙΘΟΘΗΡΑΣ ΚΑΙ ΚΟΡΥΔΑΛΟΣ
[207.1] ὀρνιθοθήρας πτηνοῖς πάγην ἵστα. κορυδαλὸς δὲ αὐτὸν θεασάμενος ἤρετο, τί ποιεῖ. τοῦ δὲ εἰπόντος πόλιν κτίζειν καὶ μικρὸν ὑποχωρήσαντος πεισθεὶς αὐτοῦ τοῖς λόγοις προσῆλθε καὶ τὸ δέλεαρ ἐσθίων ἔλαθεν ἐμπεσὼν εἰς τοὺς βρόχους. τοῦ δὲ ὀρνιθοθήρα προσδραμόντος καὶ συλλαβόντος αὐτὸν ἔφη· «ὦ οὗτος, ἐὰν τοιαύτας πόλεις κτίζῃς, πολλοὺς τοὺς ἐνοικοῦντας εὑρήσεις».
[ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι τότε μάλιστα καὶ οἶκοι καὶ πόλεις ἐρημοῦνται, ὅταν οἱ προεστῶτες χαλεποὶ ὦσιν.]
208. ΟΡΝΙΘΟΘΗΡΑΣ ΚΑΙ ΠΕΛΑΡΓΟΣ
[208.1] ὀρνιθοθήρας δίκτυα γεράνοις ἀναπετάσας πόρρωθεν ἀπεκαραδόκει τὴν ἄγραν. πελαργοῦ δὲ σὺν ταῖς γεράνοις ἐπικαθίσαντος ἐπιδραμὼν μετ᾽ ἐκείνων καὶ αὐτὸν συνέλαβε. τοῦ δὲ δεομένου μὴ θῦσαι αὐτὸν καὶ λέγοντος, ὡς οὐ μόνον αὐτὸς ἀβλαβής ἐστι τοῖς ἀνθρώποις, ἀλλὰ καὶ ὠφελιμώτατος· τοὺς γὰρ ὄφεις καὶ τὰ λοιπὰ ἑρπετὰ συλλαμβάνων ἀναιρεῖ, ὁ ὀρνιθοθήρας ἀπεκρίνατο· «ἀλλ᾽ εἰ τὰ μάλιστα οὐ φαῦλος εἶ, διὰ τοῦτο γοῦν ἄξιος εἶ κολάσεως, ὅτι μετὰ τῶν πονηρῶν κεκάθικας».
ἀτὰρ οὖν καὶ ἡμᾶς δεῖ τὰς τῶν πονηρῶν συνηθείας ἀποφεύγειν, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ τῆς αὐτῶν κακίας κοινωνοὶ δόξωμεν.
209. ΠΕΡΙΣΤΕΡΑΙ ΑΓΡΙΑΙ ΚΑΙ ΗΜΕΡΑΙ
[209.1] ὀρνιθοθήρας πετάσας τὰ λίνα ἐκ τῶν ἡμέρων περιστερῶν προσέδησεν· εἶτα ἀποστὰς αὐτὸς πόρρωθεν ἀπεκαραδόκει τὸ μέλλον. ἀγρίων δὲ ταύταις προσελθουσῶν καὶ τοῖς βρόχοις συμπλακεισῶν προσδραμὼν συλλαμβάνειν αὐτὰς ἐπειρᾶτο. τῶν δὲ αἰτιωμένων τὰς ἡμέρους, εἴγε ὁμόφυλοι οὖσαι αὐταῖς τὸν δόλον οὐ προεμήνυσαν, ἐκεῖναι ὑποτυχοῦσαι ἔφασαν· «ἀλλ᾽ ἡμῖν γε ἄμεινον δεσπότας φυλάττεσθαι ἢ τῇ ἡμετέρᾳ συγγενείᾳ χαρίζεσθαι».
οὕτω καὶ τῶν οἰκετῶν οὐ μεμπτέοι εἰσίν, ὅσοι δι᾽ ἀγάπην τῶν οἰκείων δεσποτῶν παραπίπτουσι τῆς τῶν οἰκείων συγγενῶν φιλίας.
210. ΚΑΜΗΛΟΣ
[210.1] ὅτε πρῶτον κάμηλος ὤφθη, οἱ ἄνθρωποι φοβηθέντες καὶ τὸ μέγεθος καταπλαγέντες ἔφευγον. ὡς δὲ χρόνου προϊόντος συνεῖδον αὐτῆς τὸ πρᾷον, ἐθάρρησαν μέχρι τοῦ προσελθεῖν. αἰσθόμενοι δὲ κατὰ μικρὸν ὡς χολὴν τὸ ζῷον οὐκ ἔχει εἰς τοσοῦτον καταφρονήσεως ἦλθον, ὥστε καὶ χαλινοὺς αὐτῇ περιθέντες παισὶν ἐλαύνειν ἔδωκαν.
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι τὰ φοβερὰ τῶν πραγμάτων ἡ συνήθεια καταπραΰνει.
***
206. Η κότα και το χελιδόνι.
[206.1] Ήταν μια κότα που βρήκε κάτι αυγά από φίδι. Τα κλώσησε λοιπόν με φροντίδα και τα ζέστανε καλά-καλά, ώσπου εκκολάφθηκαν. Τότε όμως την πρόσεξε το χελιδόνι και την κατσάδιασε: «Μωρή, τόσο χαζή είσαι; Τί τα ανατρέφεις αυτά; Δεν ξέρεις ότι, άμα μεγαλώσουν, θα ξεκινήσουν από σένα τα εγκλήματά τους;».
Έτσι είναι: Όσο καλό και να του κάνεις, ο κακούργος ποτέ δεν θα ημερέψει.
207. Ο πουλολόγος και ο κορυδαλλός.
[207.1] Ήταν ένας κυνηγός που έστηνε παγίδα για τα πουλιά. Πάνω στην ώρα, που λέτε, τον είδε ο κορυδαλλός και τον ρώτησε τί φτιάχνει. Ο πουλολόγος αποκρίθηκε ότι χτίζει μια πόλη, και συγχρόνως έκανε λίγο πίσω. Το καημένο το πουλί τον πίστεψε και πλησίασε. Και εκεί που καθόταν και τσιμπολογούσε το δόλωμα, ξαφνικά έπεσε μέσα στα βρόχια δίχως να το καταλάβει. Τότε έτρεξε καταπάνω του ο κυνηγός να τον τσακώσει. Τσίριξε λοιπόν ο κορυδαλλός: «Βρε κατεργάρη, ωραίες πόλεις χτίζεις. Κόσμος και κοσμάκης θα σου έρθει να κατοικήσει μέσα τους».
Το δίδαγμα του μύθου: Σπίτια και πόλεις, όλα απομένουν έρημα όταν οι κυβερνήτες τους είναι σκληρόκαρδοι.
208. Ο πουλολόγος και ο πελαργός.
[208.1] Μια φορά ένας κυνηγός άπλωνε τα δίχτυα του για να τσακώσει κάτι γερανούς. Έστησε λοιπόν καρτέρι και καραδοκούσε από μακριά τα θηράματά του. Στο τέλος, μαζί με τους γερανούς, ήρθε και κούρνιασε πάνω στην παγίδα και ένας πελαργός. Αμέσως, που λέτε, όρμησε ο άνθρωπος και τους αιχμαλώτισε όλους, μαζί και το παράταιρο τούτο πουλί. Βάλθηκε τότε ο πελαργός να τον εκλιπαρεί: «Μη με σφάξεις, μη με σφάξεις!». Και έφερνε και δικαιολογίες, ότι ο ίδιος όχι μόνο δεν κάνει καμία ζημιά στους ανθρώπους, αλλά απεναντίας τους ωφελεί εξαιρετικά: ποιός άλλος πιάνει και ξεπαστρεύει τα φίδια και όλα τα άλλα ερπετά; Όμως ο κυνηγός δεν νοιάστηκε: «Βρε δεν πα να είσαι και ο πλέον αναμάρτητος — τί γύρευες να κάθεσαι παρέα με τα καθάρματα; Και μόνο γι᾽ αυτό σου αξίζει η τιμωρία».
Το ίδιο ισχύει, λοιπόν, και για εμάς: Πρέπει να αποφεύγουμε τις συναναστροφές με τα αχρεία υποκείμενα, για να μη νομίσει ο κόσμος ότι συμμεριζόμαστε και εμείς τη φαυλότητά τους.
209. Τα άγρια και τα ήμερα περιστέρια.
[209.1] Ήταν ένας κυνηγός που άπλωσε τα δίχτυα του για τα πουλιά και τριγύρω τους έδεσε μερικά εξημερωμένα περιστέρια για κράχτες. Ύστερα ο ίδιος αποτραβήχτηκε και καραδοκούσε από μακριά τί θα συμβεί. Με τα πολλά, κάτι αγριοπερίστερα πλησίασαν προς τους κράχτες και μοιραία μπλέχτηκαν στα βρόχια. Αμέσως ο κυνηγός όρμησε καταπάνω τους και καταγίνηκε να τα πιάσει. Τα αιχμαλωτισμένα πουλιά ξεστόμιζαν τότε πικρά παράπονα κατά των ήμερων: «Εσείς βρε, οι ομογενείς μας, δεν μας είπατε μία λέξη να μας προειδοποιήσετε για τη σκευωρία!». Όμως τα εξημερωμένα περιστέρια τούς αντιγύρισαν ευθύς: «Καλέ άντε από εδώ! Εμείς, μια φορά, το λογαριάζουμε καλύτερο να φυλαγόμαστε από τα αφεντικά μας, παρά να κάνουμε χάρες στο συγγενολόι μας».
Το ίδιο ισχύει για τους υπηρέτες: Δεν πρέπει να τους κατακρίνουμε, αν λόγω αφοσίωσης προς τα αφεντικά τους ξεμακραίνουν από την αγάπη των ίδιων των συγγενών τους.
210. Η καμήλα.
[210.1] Όταν αντίκρισαν για πρώτη φορά στη ζωή τους την καμήλα, οι άνθρωποι τρόμαξαν από το πελώριο μέγεθός της και το έβαλαν στα πόδια από τον φόβο. Καθώς όμως περνούσε ο καιρός, αντιλήφθηκαν ότι ήταν άκακη. Έτσι αναθάρρησαν και βρήκαν το κουράγιο να την πλησιάσουν. Σιγά-σιγά, που λέτε, κατάλαβαν ολότελα την αλήθεια: ότι δηλαδή το ζωντανό τούτο δεν έχει στάλα χολή μέσα του. Τότε λοιπόν ένιωσαν τέτοια περιφρόνηση για αυτήν, που της περάσανε χαλινάρια και την παρέδωσαν στους δούλους για να την καβαλικεύουν.
Το δίδαγμα του μύθου: Ακόμη και τα πιο φοβερά πράγματα γίνονται άκακα άμα τα συνηθίσεις.