Προσωπεία για την Άρτεμη και θέατρο
Η ιστορία της Άρτεμης με τον Αλφειό και οι χοροί των κοριτσιών καταδεικνύουν ότι η λατρεία της Άρτεμης Ορθίας στη Σπάρτη «ήταν για την πρώιμη ιστορία της δραματικής ποίησης των Ελλήνων τόσο σημαντική όσο και η λατρεία του Διονύσου στην Αθήνα». Τα χορικά άσματα του Αλκμάνα προς τιμή της Άρτεμης, στα οποία υπαινίσσεται μια γιορτή διονυσιακού χαρακτήρα, «ήταν οι πρόδρομοι των χορικών της αττικής τραγωδίας, στα οποία διατηρήθηκε η δωρική διάλεκτος σε ανάμνηση της σπαρτιατικής τους καταγωγής. Στη λατρεία της Ορθίας εμφανίζονται επίσης χοροί μασκοφόρων, προφανώς σε ανάμνηση ενός ερωτικού παιχνιδιού, όταν, με μια κωμική διάθεση της Άρτεμης και των Νυμφών της, άλειψαν το πρόσωπό τους με λάσπη, για να αποφύγουν τις ερωτικές διαθέσεις του ποταμίσιου θεού. Πήλινα ομοιώματα αυτών των προσωπείων που φορούσαν στους χορούς βρέθηκαν στο ιερό της. «Πρόκειται για μάσκες δύσμορφων, ξεδοντιασμένων ηλικιωμένων γυναικών, αλλά επίσης και νεαρών ανδρών, και μάλιστα σατύρων, όλες αρχαϊκής εποχής, μερικές από τον 7ο αι. π.Χ.». Αυτά τα προσωπεία παραπέμπουν στον μύθο της Μήδειας και των Πελιάδων. Όταν η Μήδεια εμφανίστηκε στις Πελιάδες, για να μην αναγνωριστεί, άλειψε το δέρμα της με αλοιφή, ώστε να φαίνεται ρυτιδωμένη (μήπως θα μπορούσαμε να της φορέσουμε το προσωπείο των), έβαψε τα μαλλιά της άσπρα και ντύθηκε ως ιέρεια της Άρτεμης. Και πάντως μπορούμε τώρα να καταλάβουμε καλύτερα τον ορισμό του Ησύχιου, προσωπεῖον ἡ νῦν καλουμένη τῶν γυναικῶν προσωπὶς, ή αυτό που λέει ο Λουκιανός, ότι η μάσκα παρέχει όψη κακή, άσχημη (Νιγρ. 11, Τίμων 28). Επιπλέον, οι φαλλοφόροι και οι ιθύφαλλοι, ή τα κορίτσια της Αρτέμιδος που φορούσαν ιθυφαλλική ενδυμασία φορούσαν προσωπεία μεθυσμένων ή άλειφαν το πρόσωπό τους με καπνιά ή πίτουρα για να μην αναγνωρίζονται, ενώ στο Σίπυλο της Ασίας λατρευόταν κάτω από τον ρυθμό του κόρδακα με κινήσεις απρεπείς και ανοίκειες.
Αλλά οι κατ' εξοχήν θεοί του προσωπείου και χορευτικών δρωμένων, πρόδρομοι του θεάτρου, είναι ο Διόνυσος και η Άρτεμη. Ο Αριστοτέλης είναι σαφής ως προς το ότι η αρχή του θεάτρου βρίσκεται σε αυτοσχεδιαστικά και κωμικά δρώμενα. Συστατικό στοιχείο της γιορτής ήταν το προσωπείο, ζωόμορφο ή αποκρουστικό και γελοίο, που πολλές φορές λατρευόταν και ανεξάρτητα. Ταύροι, άρκτοι, πώλοι, μέλισσες ήταν λατρευτικές ομάδες που ονομάζονταν από το προσωπείο τους. Συνήθης επίσης ήταν η ορχήστρα των ζώων, μουσικοί δηλαδή με μάσκες ζώων, συνήθως γαϊδάρου, χοίρου, αγελάδας ή πουλιού. Οι χοροί από βατράχους, πουλιά και σφήκες της κλασικής κωμωδίας αντιστοιχούν με τους θηριομορφικούς χορούς των αττικών μελανόμορφων αγγείων του 6ου αι. π.Χ., ενώ Κένταυροι και Πάνες και άλλα τερατόμορφα πλάσματα ήταν πιθανόν πιστοί με μάσκες και συγκεκριμένη ενδυμασία, όπως ήταν οι Σιληνοί και οι Σάτυροι.
Ύμνοι στην Άρτεμη
Δύο ομηρικοί ύμνοι είναι αφιερωμένοι στη θεά, τρεις (;) ορφικοί, ενώ και ο Καλλίμαχος έγραψε ύμνο προς τιμή της θέας.
Ομηρικοί ύμνοι στην Άρτεμη
(α)
Μούσα, ύμνησε την Άρτεμη, την αδερφή του μακρορίχτη θεού,
την παρθένα που σκορπάει τα βέλη της, την ομότροφη του Φοίβου,
που ζεύοντας τ' άλογά της στον κατάφυτο με σχοίνα Μέλητα
γοργά οδηγεί μέσα από τη Σμύρνη το ολόχρυο αμάξι της
στην αμπελοφυτεμένη Κλάρο, όπου ο αργυρότοξος Φοίβος
κάθεται και περιμένει την μακρορίχτρα που ρίχνει τα βέλη της.
Κι εσύ και όλες μαζί οι θεές να χαίρεστε με το τραγούδι·
όμως εγώ εσένα πρώτα κι από σένα άρχισα να τραγουδώ
κι από σένα αρχίζοντας θα συνθέσω κι άλλον ύμνο.
(β)
Τραγουδώ την Άρτεμη τη χρυσόβελη και πολυθόρυβη,
τη σεβαστή παρθένα, την ελαφοτοξεύτρια, που ρίχνει τα βέλη της,
τη δίδυμη αδελφή του χρυσόσπαθου Απόλλωνα,
αυτήν που μέσα σε σκοτεινά βουνά και σε ανεμόδαρτες κορυφές
χαίρεται με το κυνήγι και τεντώνει τα ολόχρυσα τόξα της
εξαπολύοντας βέλη στεναχτικά· τραντάζονται
οι κορυφές των υψηλών βουνών και αντηχούν τα ολοΐσκιωτα δάση
φοβερά από τις φωνές των αγριμιών· φρικιάζει η στεριά
και η γεμάτη ψάρια θάλασσας· ωστόσο εκείνη με δυνατή ψυχή
τριγυρίζει παντού κι εξαφανίζει τα γένη των αγριμιών.
Όταν πια ευχαριστηθεί η κυνηγήτρα των αγριμιών
κι ευχαριστήσει το νου της, χαλαρώνει τα εύκαμπτα
τόξα της και πάει στο μεγάλο ναό του αγαπημένου αδερφού,
του Φοίβου, στον πλούσιο τόπο των Δελφών, να ετοιμάσει
τον όμορφο χορό για τις Μούσες και για τις Χάριτες. Εκεί
κρεμάει τα τεντωμένα τόξα της και τα βέλη της κι έχοντας
χαριτωμένα στολίδια γύρω στο κορμί της τραβάει μπροστά
κάνοντας την κορυφαία του χορού· κι αυτές αθάνατη φωνή
βγάζοντας υμνούν την ομορφόποδη Λητώ, πως γέννησε παιδιά
που είναι τα καλύτερα παιδιά στις σκέψεις και στα έργα.
Να έχετε χαρές, παιδιά του Δία και της ομορφόμαλλης Λητώς·
κι εγώ και σ' άλλο τραγούδι ου εσάς θα μνημονεύσω.
Ορφικοί ύμνοι στην Άρτεμη
Θυμίαμα μάννα (κόκκος λιβάνου)
Άκουσε με, βασίλισσα πολυονόματη, του Δία
σεμνή κόρη Τιτανίδα, πολυθόρυβη, τοξεύτρια,
ένδοξη, που σ' όλους λάμπεις Δίκτυννα θεά, και δάδα
κρατάς, προστάτρια τοκετών, που τις ετοιμόγεννες
βοηθάς, ενώ του τοκετού αγνοείς εσύ τους πόνους.
εσύ που τις ζώνες λύνεις κι αγαπάς τον οίστρο κι είσαι
κυνηγός κι απ' τις φροντίδες της ζωής μας απαλλάσσεις,
γοργοκίνητη, τοξεύτρια, φίλη των αγροτών,
νυχτόβια, καταφύγιο, καταδεκτική, λυτρώτρια,
αρσενικόμορφη όρθια, συ είσαι που επιταχύνεις
τους τοκετούς, θεά που τα τέκνα των ανθρώπων
τρέφεις, εσύ αγροδίαιτη, γήινη, θεριοφόνα,
καλότυχη, που των βουνών τα δάση διαφεντεύεις,
τοξεύεις λάφια, η σεβαστή βασίλισσα των πάντων,
σεμνή, βλαστάρι πάντοτε πανέμορφο, συχνάζεις
στους δρυμούς, σε συνοδεύουν σκύλοι, ποικιλόμορφη
Κυδωνιάδα. Κόπιασε σ' όλους τους μύστες φίλη,
θεά σωτήρια, ευπρόσιτη, φέρνοντας καρπούς ωραίους
απ' τη γη και την ειρήνη την ποθητή, κι ακόμη
την καλλιπλόκαμη υγεία· και είθε στων βουνών να στέλνεις
τις αψηλές τις κορυφές τις ασθένειες και τους πόνους.
Στην Προθυραία
Θυμίαμα δυόσμος
Άκου με πολυονόματη, πανσεβάσμια θέαινα,
που στις ωδίνες βοηθάς κα προσβλέπεις με συμπάθεια
στις λεχώνες. Συ ο σωτήρας είσαι θηλυκών, που μόνον
εσύ πονάς για τα παιδιά και με στοργή τα βλέπεις,
και τη γέννα επιταχύνεις και στις λύπες των ανθρώπων
σπεύδεις βοηθός σαν να είσαι των θυρών προστάτρια.
Εσύ είσαι φύλακας και καταδεκτική και αγαπάς πολλούς να τρέφεις
και σε όλους είσαι προσηνής. Συ τα σπίτια προστατεύεις
όλων και στα συμπόσια χαίρεσαι. Και λύνεις τις ζώνες
και είσαι αφανής, μα φαίνεσαι στα έργα όλων· συμπάσχεις
στα κοιλοπονήματα και χαίρεσαι άμα η γέννα
είναι εύκολη και γρήγορη. Είσαι η Ειλείθυια και σε φοβερές ανάγκες
λύνεις τους πόνους, γιατί μόνον εσένα καλούν οι λεχώνες
για ανακούφιση της ψυχής τους. Γιατί εσύ κάνεις τις γυναίκες
να λησμονούν του τοκετού τους πόνους. Ώ Άρτεμη Ειλείθυια
και σεβάσμια Προθυραία, άκουσέ με,
μακαρία, και χάριζε απογόνους και να είσαι
βοηθός· και να διασώζεις, καθώς εκ φύσεως εγεννήθης
και είσαι πάντοτε ή σωτηρία όλων.
ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ Ὕμνος εἰς Ἄρτεμιν 1-86, 259-268
Εκτός από τα επιγράμματα, τα μόνα άλλα ποιήματα του Καλλιμάχου που έχουν φτάσει ακέραια σε εμάς είναι οι Ύμνοι.Πρόκειται για συλλογή έξι ύμνων, οι δύο από τους οποίους είναι γραμμένοι σε δωρική διάλεκτο· ο ένας από τους δυο τελευταίους έχει συντεθεί σε ελεγειακό δίστιχο, ενώ το μέτρο των υπολοίπων είναι το καθιερωμένο από τους λεγόμενους Ομηρικούς Ύμνους δακτυλικό εξάμετρο.
Ένας ύμνος έχει λίγο-πολύ σταθερή δομή, εξ ορισμού υψηλό στόχο και ανάλογο περιεχόμενο. Κανονικά περιλαμβάνει την εισαγωγική επίκληση ή μνεία της υμνούμενης θεότητας, αναφορά στο γένος και τη γέννηση, απαρίθμηση ή αναλυτική παρουσίαση των αρετών του θεού ή της θεάς, ενδεχομένως τη διατύπωση κάποιου αιτήματος και την καταληκτήρια διαβεβαίωση του υμνούντος προς τη θεότητα ότι θα την υμνήσει και πάλι.
Ο Καλλίμαχος δεν αναιρεί βέβαια αυτή τη δομή, που έχει παγιωθεί ήδη στους Ομηρικούς Ύμνους, ωστόσο οι ύμνοι του διαποτίζονται σε τέτοιο βαθμό από τις νεοτερικές αντιλήψεις του για την ποίηση, ώστε η σταθερή δομή να λειτουργεί, θα λέγαμε, ως πλαίσιο που αναδεικνύει με μεγαλύτερη ενάργεια τις αποκλίσεις από τα παραδεδομένα. Συχνά ο ποιητής εστιάζει σε επεισόδια του μύθου σχετικώς άγνωστα και ποιητικώς ανεκμετάλλευτα, εισάγει τη σμίκρυνση του υψηλού και προσαρμόζει τους θεούς στο επίπεδο της ανθρώπινης καθημερινότητας.
Από την άποψη αυτή είναι ιδιαίτερα διδακτικός ο Ύμνος στην Άρτεμη,από τον οποίο ανθολογείται το πρώτο μέρος και η κατακλείδα. Ο ύμνος αρχίζει παραδοσιακά με την υποχρεωτική μνεία της θεάς, αλλά ήδη στους πρώτους στίχους παρακολουθούμε μια απαραγνώριστα καλλιμάχεια σκηνή: με το χαρακτηριστικό για την ελληνιστική εποχή ενδιαφέρον για το παιδί, η θεά παρουσιάζεται μικρό παιδί στα γόνατα του πατέρα της να αποκαλεί χαϊδευτικά ἄππα ("μπαμπάκα") τον κραταιό πατέρα ανδρών και θεών, να του ζητάει δώρα -εννοείται αντάξια μιας θεάς-, για να μην την νικά ο αδερφός της ο Φοίβος, να διορθώνει, έπειτα από ωριμότερη σκέψη, το αίτημά της και να προσπαθεί επανειλημμένα να αγγίξει τα γένια του. Σε ανάλογο επίπεδο κινείται και η επίσκεψη στο εργαστήριο των Κυκλώπων, που περιγράφεται στη συνέχεια και παρέχει στον ποιητή την αφορμή να μνημονεύσει το ανάλαφρο επεισόδιο με την "αποψίλωση" του τριχωτού στέρνου του γίγαντα Βρόντη από την τρίχρονη Άρτεμη. Ο Ύμνος στην Άρτεμη είναι χαρακτηριστικός και για έναν άλλο λόγο: για την πυκνότητα των "παραπομπών" και των υπαινικτικών αναφορών σε παλαιότερα κείμενα.
Ἄρτεμιν (οὐ γὰρ ἐλαφρὸν ἀειδόντεσσι λαθέσθαι)
ὑμνέομεν, τῇ τόξα λαγωβολίαι τε μέλονται
καὶ χορὸς ἀμφιλαφὴς καὶ ἐν οὔρεσιν ἑψιάασθαι,
ἄρχμενοι ὡς ὅτε πατρὸς ἐφεζομένη γονάτεσσι
5 παῖς ἔτι κουρίζουσα τάδε προσέειπε γονῆα·
«δός μοι παρθενίην αἰώνιον, ἄππα, φυλάσσειν,
καὶ πολυωνυμίην, ἵνα μή μοι Φοῖβος ἐρίζῃ,
δὸς δ᾽ ἰοὺς καὶ τόξα — ἔα πάτερ, οὔ σε φαρέτρην
οὐδ᾽ αἰτέω μέγα τόξον· ἐμοὶ Κύκλωπες ὀϊστούς
10 αὐτίκα τεχνήσονται, ἐμοὶ δ᾽ εὐκαμπὲς ἄεμμα·
ἀλλὰ φαεσφορίην τε καὶ ἐς γόνυ μέχρι χιτῶνα
ζώννυσθαι λεγνωτόν, ἵν᾽ ἄγρια θηρία καίνω.
δὸς δέ μοι ἑξήκοντα χορίτιδας Ὠκεανίνας,
πάσας εἰνέτεας, πάσας ἔτι παῖδας ἀμίτρους.
15 δὸς δέ μοι ἀμφιπόλους Ἀμνισίδας εἴκοσι νύμφας,
αἵ τε μοι ἐνδρομίδας τε καὶ ὁππότε μηκέτι λύγκας
μήτ᾽ ἐλάφους βάλλοιμι, θοοὺς κύνας εὖ κομέοιεν.
δὸς δέ μοι οὔρεα πάντα· πόλιν δέ μοι ἥντινα νεῖμον
ἥντινα λῇς· σπαρνὸν γὰρ ὅτ᾽ Ἄρτεμις ἄστυ κάτεισιν·
20 οὔρεσιν οἰκήσω, πόλεσιν δ᾽ ἐπιμείξομαι ἀνδρῶν
μοῦνον ὅτ᾽ ὀξείῃσιν ὑπ᾽ ὠδίνεσσι γυναῖκες
τειρόμεναι καλέωσι βοηθόν, ᾗσί με Μοῖραι
γεινομένην τὸ πρῶτον ἐπεκλήρωσαν ἀρήγειν,
ὅττι με καὶ τίκτουσα καὶ οὐκ ἤλγησε φέρουσα
25 μήτηρ, ἀλλ᾽ ἀμογητὶ φίλων ἀπεθήκατο γυίων».
ὣς ἡ παῖς εἰποῦσα γενειάδος ἤθελε πατρός
ἅψασθαι, πολλὰς δὲ μάτην ἐτανύσσατο χεῖρας
μέχρις ἵνα ψαύσειε. πατὴρ δ᾽ ἐπένευσε γελάσσας,
φῆ δὲ καταρρέζων· «ὅτε μοι τοιαῦτα θέαιναι
30 τίκτοιεν, τυτθόν κεν ἐγὼ ζηλήμονος Ἥρης
χωομένης ἀλέγοιμι. φέρεν, τέκος, ὅσσ᾽ ἐθελημός
αἰτίζεις, καὶ δ᾽ ἄλλα πατὴρ ἔτι μείζονα δώσει.
τρὶς δέκα τοι πτολίεθρα καὶ οὐχ ἕνα πύργον ὀπάσσω,
τρὶς δέκα τοι πτολίεθρα, τὰ μὴ θεὸν ἄλλον ἀέξειν
35 εἴσεται, ἀλλὰ μόνην σὲ καὶ Ἀρτέμιδος καλέεσθαι·
πολλὰς δὲ ξυνῇ πόλιας διαμετρήσασθαι
μεσσόγεως νήσους τε· καὶ ἐν πάσῃσιν ἔσονται
Ἀρτέμιδος βωμοί τε καὶ ἄλσεα. καὶ μὲν ἀγυιαῖς
ἔσσῃ καὶ λιμένεσσιν ἐπίσκοπος». ὣς ὁ μὲν εἰπών
40 μῦθον ἐπεκρήηνε καρήατι. βαῖνε δὲ κούρη
Λευκὸν ἔτι Κρηταῖον ὄρος κεκομημένον ὕλῃ,
ἔνθεν ἐπ᾽ Ὠκεανόν· πολέας δ᾽ ἐπελέξατο νύμφας,
πάσας εἰνέτεας, πάσας ἔτι παῖδας ἀμίτρους·
χαῖρε δὲ Καίρατος ποταμὸς μέγα, χαῖρε δὲ Τηθύς,
45 οὕνεκα θυγατέρας Λητωίδι πέμπον ἀμορβούς.
αὖθι δὲ Κύκλωπας μετεκίαθε· τοὺς μὲν ἔτετμε
νήσῳ ἐνὶ Λιπάρῃ (λιπάρη νέον, ἀλλὰ τότ᾽ ἔσκεν
οὔνομά οἱ Μελιγουνίς) ἐπ᾽ ἄκμοσιν Ἡφαίστοιο
ἑσταότας περὶ μύδρον· ἐπείγετο γὰρ μέγα ἔργον·
50 ἱππείην τετύκοντο Ποσειδάωνι ποτίστρην.
αἱ νύμφαι δ᾽ ἔδδεισαν, ὅπως ἴδον αἰνὰ πέλωρα
πρηόσιν Ὀσσαίοισιν ἐοικότα (πᾶσι δ᾽ ὑπ᾽ ὀφρύν
φάεα μουνόγληνα σάκει ἴσα τετραβοείῳ
δεινὸν ὑπογλαύσσοντα) καὶ ὁππότε δοῦπον ἄκουσαν
55 ἄκμονος ἠχήσαντος ἐπὶ μέγα πουλύ τ᾽ ἄημα
φυσάων αὐτῶν τε βαρὺν στόνον· αὖε γὰρ Αἴτνη,
αὖε δὲ Τρινακρίη Σικανῶν ἕδος, αὖε δὲ γείτων
Ἰταλίη, μεγάλην δὲ βοὴν ἐπὶ Κύρνος ἀΰτει,
εὖθ᾽ οἵγε ῥαιστῆρας ἀειράμενοι ὑπὲρ ὤμων
60 ἢ χαλκὸν ζείοντα καμινόθεν ἠὲ σίδηρον
ἀμβολαδὶς τετύπαντες ἐπὶ μέγα μυχθίσσειαν.
τῷ σφέας οὐκ ἐτάλασσαν ἀκηδέες Ὠκεανῖναι
οὔτ᾽ ἄντην ἰδέειν οὔτε κτύπον οὔασι δέχθαι.
οὐ νέμεσις· κείνους γε καὶ αἱ μάλα μηκέτι τυτθαί
65 οὐδέποτ᾽ ἀφρικτὶ μακάρων ὁρόωσι θύγατρες.
ἀλλ᾽ ὅτε κουράων τις ἀπειθέα μητέρι τεύχοι,
μήτηρ μὲν Κύκλωπας ἑῇ ἐπὶ παιδὶ καλιστρεῖ,
Ἄργην ἢ Στερόπην· ὁ δὲ δώματος ἐκ μυχάτοιο
ἔρχεται Ἑρμείης σποδιῇ κεχριμένος αἰθῇ·
70 αὐτίκα τὴν κούρην μορμύσσεται, ἡ δὲ τεκούσης
δύνει ἔσω κόλπους θεμένη ἐπὶ φάεσι χεῖρας.
κοῦρα, σὺ δὲ προτέρω περ, ἔτι τριέτηρος ἐοῦσα,
εὖτ᾽ ἔμολεν Λητώ σε μετ᾽ ἀγκαλίδεσσι φέρουσα,
Ἡφαίστου καλέοντος ὅπως ὀπτήρια δοίη,
75 Βρόντεώ σε στιβαροῖσιν ἐφεσσαμένου γονάτεσσι,
στήθεος ἐκ μεγάλου λασίης ἐδράξαο χαίτης,
ὤλοψας δὲ βίηφι· τὸ δ᾽ ἄτριχον εἰσέτι καὶ νῦν
μεσσάτιον στέρνοιο μένει μέρος, ὡς ὅτε κόρσῃ
φωτὸς ἐνιδρυθεῖσα κόμην ἐπενείματ᾽ ἀλώπηξ.
80 τῷ μάλα θαρσαλέη σφε τάδε προσελέξαο τῆμος·
«Κύκλωπες, κἠμοί τι Κυδώνιον εἰ δ᾽ ἄγε τόξον
ἠδ᾽ ἰοὺς κοίλην τε κατακληῖδα βελέμνων
τεύξατε· καὶ γὰρ ἐγὼ Λητωιὰς ὥσπερ Ἀπόλλων.
αἰ δέ κ᾽ ἐγὼ τόξοις μονιὸν δάκος ἤ τι πέλωρον
85 θηρίον ἀγρεύσω, τὸ δέ κεν Κύκλωπες ἔδοιεν».
ἔννεπες· οἱ δ᾽ ἐτέλεσσαν· ἄφαρ δ᾽ ὡπλίσσαο, δαῖμον.
260 μή τις ἀτιμήσῃ τὴν Ἄρτεμιν (οὐδὲ γὰρ Οἰνεῖ
βωμὸν ἀτιμάσσαντι καλοὶ πόλιν ἦλθον ἀγῶνες),
μηδ᾽ ἐλαφηβολίην μηδ᾽ εὐστοχίην ἐριδαίνειν
(οὐδὲ γὰρ Ἀτρεΐδης ὀλίγῳ ἐπὶ κόμπασε μισθῷ),
μηδέ τινα μνᾶσθαι τὴν παρθένον (οὐδὲ γὰρ Ὦτος,
265 οὐδὲ μὲν Ὠαρίων ἀγαθὸν γάμον ἐμνήστευσαν),
μηδὲ χορὸν φεύγειν ἐνιαύσιον (οὐδὲ γὰρ Ἱππώ
ἀκλαυτὶ περὶ βωμὸν ἀπείπατο κυκλώσασθαι)·
χαῖρε μέγα, κρείουσα, καὶ εὐάντησον ἀοιδῇ.
***
Την Άρτεμη -αλίμονο στους αοιδούς που την ξεχνούν-
υμνούμε, που αγαπάει τα τόξα και το κυνήγι του λαγού
και τους απλόχωρους χορούς και τα παιγνίδια στα όρη,
κι αρχίζουμε από τότε, στου πατέρα της που κάθονταν τα γόνατα,
παιδάκι ακόμα κι έτσι στον πατέρα της μιλούσε:5
Αιώνια δώσ᾽ μου παρθενιά και κάμε να με κράζουν
μ᾽ ονόματα πολλά που ο Φοίβος μη μου παραβγαίνει.
Δώσ᾽ μου βέλη και τόξα, κι άσε πατέρα, ούτε φαρέτρα
ούτε μεγάλο τόξο σου γυρεύω. Οι Κύκλωπες και βέλη
θα τεχνουργήσουν γρήγορα για μένα κι εύκαμπτο τόξο.10
Και δάδες δώσ᾽ μου να κρατώ,1 κι ώς με το γόνατο χιτώνα
να ᾽μαι ζωσμένη πλουμιστό και άγρια θηρία να σκοτώνω.
Δώσ᾽ μου ακόμα ένα χορό μ᾽ εξήντα Ωκεανίδες,2
όλες εννιάχρονες, όλες παιδούλες δίχως τη γυναικεία ζώνη.3
Και δώσ᾽ μου είκοσι νύμφες Αμνισίδες,4 να τις έχω βάγιες15
τα πέδιλα να μου κοιτούν και τα γοργά σκυλιά μου,
όταν δεν θα χτυπάω λύγκες μήτε ελάφια.
Κι όλα τα όρη δώσε μου κι από τις πόλεις όποια εσύ θελήσεις,
γιατί στην πόλη η Άρτεμη συχνά δεν κατεβαίνει.
Στα όρη θα κατοικήσω, ενώ στις πόλεις θα ᾽ρχομαι μ᾽ ανθρώπους20
σ᾽ επαφή
μονάχα όταν γυναίκες που κοιλοπονούν βαριά
θα με καλούννα τις βοηθήσω.5 Σ᾽ αυτές οι Μοίρες,
όταν γεννιόμουν, με προόρισαν να φέρω τη βοήθεια.
Γιατί κι εμένα η μάνα μου δεν πόνεσε σαν με γεννούσε,
και δίχως κόπο μ᾽ έβγαλε, στα γόνατά της πάνω αφήνοντάς με».25
Αυτά η παιδούλα ως είπε, τη γενειάδα προσπαθούσε του πατέρα της
να αγγίξει, όμως πολλές φορές ανώφελα τα χέρια τάνυσε
μήπως τα ψαύσει. Και ο πατέρας συγκατάνευσε γελώντας,
κι είπε, την κόρη του χαϊδεύοντας: «Τέτοια οι θεές
σαν μου γεννούν παιδιά, οι θυμοί της Ήρας της ζηλιάρας30
ούτε μ᾽ αγγίζουνε· όσα θελήσεις πάρε τέκνο μου
κι άλλα ο πατέρας θα σου δώσει πιο τρανά.
Τριάντα πόλεις κι όχι μία μοναχά θα σου χαρίσω,
τριάντα πόλεις που θεόν άλλο δεν θα τιμήσουν
παρά μονάχα εσένα και θ᾽ αποκαλούνται πόλεις της Αρτέμιδας.35
Κι άλλες πολλές θα ᾽χεις κοινές μ᾽ άλλους θεούς
και στα μεσόγαια και στα νησιά. Και θα υπάρχουν σ᾽ όλες
βωμοί και άλση για την Άρτεμη. Στους δρόμους
και στα λιμάνια εσένα για προστάτισσα θα λογαριάζουνε».6
Τούτα σαν είπε,
το λόγο του επικύρωσε κλίνοντας το κεφάλι. Κι έβαινε η κόρη40
στο Λευκόν όρος της Κρήτης το δασόσκεπο,7
κι εκείθε στον Ωκεανό. Και νύμφες διάλεξε πολλές,
όλες εννιάχρονες, κι όλες ακόμα κόρες δίχως διάδημα.8
Και χαίρονταν πολύ ο ποταμός ο Καίρατος,9 χαίρονταν και η Τηθύς,10
που έπεμπε τις θυγατέρες της βοηθούς στην κόρη της Λητώς.1145
Μετά τους Κύκλωπες πήγε να βρεί. Τους βρήκε
στο νησί της Λιπάρας12 (Λιπάρα, νέον όνομα· τότε το λέγαν
Μελιγουνίδα). Και στου Ηφαίστου τρόγυρα το αμόνι
στέκονταν καθώς πύρωνε το μέταλλο, καθώς επείγονταν για μέγα έργο.
Ποτίστρα για τους ίππους μαστορεύανε του Ποσειδώνα.50
Οι νύμφες φοβηθήκανε τα τρομερά σαν αντικρίσαν όντα
που ᾽μοιαζαν βράχοι από την Όσσα. Κάτω από το φρύδι
το μοναδικό τους μάτι, όμοιο με ασπίδα από βοδιών τεσσάρων δέρμα,
να κρυφοβλέπουν φοβερά. Κι ακούσανε το χτύπο
από το αμόνι που ήχησε μακριά και το μεγάλο φυσητό του αγέρα55
από το φυσερό, κι από των ίδιων (των Κυκλώπων) τη βαριάν ανάσα.
Γιατί και η Αίτνα βούιζε
καθώς και η Τρινακρία,13 όπου κατοικούν οι Σικανοί,14 και η γειτονική
Ιταλία. Και βοή μεγάλη ακούγονταν από την Κύρνο15
όταν τις σφύρες σήκωναν επάνω από τους ώμους,
καθώς, μια το ζεματιστό χαλκό που ᾽βγαινε απ᾽ το καμίνι60
και μια το σίδερο χτυπούσαν με μεγάλο μόχθο.
Για τούτο και δεν άντεχαν οι αμέριμνες Ωκεανίδες
ούτε στα μάτια να τους δούνε άφοβα, ούτε το χτύπο να δεχτούν στ᾽
αυτιά τους.
Κι ήτανε τούτο εύλογο, αφού αυτούς ακόμα και οι μεγάλες
οι θυγατέρες των θεών ποτέ δεν τους κοιτάζουν δίχως φρίκη.65
Κι όταν απειθήσει στη μητέρα του κάποιο κοριτσάκι,
τους Κύκλωπες αυτή καλεί να τη συντρέξουν,
τον Άργη ή το Στερόπη.16 Κι απ᾽ το βάθος του σπιτιού
φτάνει ο Ερμής μουντζουρωμένος μαύρη στάχτη.17
Στην κόρη τον μπαμπούλα κάνει ευθύς, που τότε στης μητέρας της70
βουτάει την αγκαλιά, τα χέρια βάζοντας μπροστά στα μάτια της.
Μα κόρη εσύ, και πιο παλιά, τρίχρονη όταν ήσουν,
η Λητώ στην αγκαλιά της σε οδήγησε
στον Ήφαιστο, που την προσκάλεσε τα δώρα του καλωσορίσματος
να της προσφέρει,
στα στιβαρά εκάθισες τα γόνατα του Βρόντη75
κι απ᾽ το μεγάλο στήθος του άδραξες τις πυκνές τρίχες
και τις ξερίζωσες με βια. Για τούτο μένει άτριχο και τώρα ακόμα
το μεσιανό μέρος του στέρνου του, καθώς ανθρώπου
κεφάλι που την κόμη του την τρώει η ψώρα.
Και τότε θαρρετά πολύ είπες ετούτα:80
«Κύκλωπες, και για μένα ένα Κυδώνιο τόξο18
και βέλη και φαρέτρα βαθουλή
να φκιάξετε. Γιατί κι εγώ είμαι τέκνο της Λητώς, καθώς ο Απόλλωνας.
Κι αν με το τόξο ζώο σκοτώσω ξεμοναχιασμένο
ή και θεριόν, θα είναι για το γεύμα των Κυκλώπων».85
Είπες, κι αυτοί στα φτιάξανε και οπλίστηκες θεά αμέσως.
Μην προσβάλει την Άρτεμη κανένας, γιατί ούτε στου Οινέα την πόλη,260
που το βωμό της πρόσβαλε, ήρθαν καλοί αγώνες,21
ούτε στο ελαφοκυνήγι, ούτε στην ευστοχία να φιλονικεί κανείς
μαζί της
-αφού ούτε του Ατρέα ο γιος τον κομπασμό του πλήρωσε φτηνά-.22
Κι ούτε κανείς σε γάμο να ζητήσει την παρθένα -αφού ούτε
κι ο Ώτος,23
ούτε ο Ωριων κάμανε καλόν γάμο-,24
μήτε ν᾽ αποφύγει τον ετήσιο χορό - ούτε η Ιππώ25265
έμεινε δίχως κλάματα, όταν αρνήθηκε χορό να σύρει γύρω απ᾽ το βωμό
Χαίρε η παντοδύναμη κι άκου μ᾽ ευμένεια τούτο το τραγούδι.
---------------------------------
Ένας ύμνος έχει λίγο-πολύ σταθερή δομή, εξ ορισμού υψηλό στόχο και ανάλογο περιεχόμενο. Κανονικά περιλαμβάνει την εισαγωγική επίκληση ή μνεία της υμνούμενης θεότητας, αναφορά στο γένος και τη γέννηση, απαρίθμηση ή αναλυτική παρουσίαση των αρετών του θεού ή της θεάς, ενδεχομένως τη διατύπωση κάποιου αιτήματος και την καταληκτήρια διαβεβαίωση του υμνούντος προς τη θεότητα ότι θα την υμνήσει και πάλι.
Ο Καλλίμαχος δεν αναιρεί βέβαια αυτή τη δομή, που έχει παγιωθεί ήδη στους Ομηρικούς Ύμνους, ωστόσο οι ύμνοι του διαποτίζονται σε τέτοιο βαθμό από τις νεοτερικές αντιλήψεις του για την ποίηση, ώστε η σταθερή δομή να λειτουργεί, θα λέγαμε, ως πλαίσιο που αναδεικνύει με μεγαλύτερη ενάργεια τις αποκλίσεις από τα παραδεδομένα. Συχνά ο ποιητής εστιάζει σε επεισόδια του μύθου σχετικώς άγνωστα και ποιητικώς ανεκμετάλλευτα, εισάγει τη σμίκρυνση του υψηλού και προσαρμόζει τους θεούς στο επίπεδο της ανθρώπινης καθημερινότητας.
Από την άποψη αυτή είναι ιδιαίτερα διδακτικός ο Ύμνος στην Άρτεμη,από τον οποίο ανθολογείται το πρώτο μέρος και η κατακλείδα. Ο ύμνος αρχίζει παραδοσιακά με την υποχρεωτική μνεία της θεάς, αλλά ήδη στους πρώτους στίχους παρακολουθούμε μια απαραγνώριστα καλλιμάχεια σκηνή: με το χαρακτηριστικό για την ελληνιστική εποχή ενδιαφέρον για το παιδί, η θεά παρουσιάζεται μικρό παιδί στα γόνατα του πατέρα της να αποκαλεί χαϊδευτικά ἄππα ("μπαμπάκα") τον κραταιό πατέρα ανδρών και θεών, να του ζητάει δώρα -εννοείται αντάξια μιας θεάς-, για να μην την νικά ο αδερφός της ο Φοίβος, να διορθώνει, έπειτα από ωριμότερη σκέψη, το αίτημά της και να προσπαθεί επανειλημμένα να αγγίξει τα γένια του. Σε ανάλογο επίπεδο κινείται και η επίσκεψη στο εργαστήριο των Κυκλώπων, που περιγράφεται στη συνέχεια και παρέχει στον ποιητή την αφορμή να μνημονεύσει το ανάλαφρο επεισόδιο με την "αποψίλωση" του τριχωτού στέρνου του γίγαντα Βρόντη από την τρίχρονη Άρτεμη. Ο Ύμνος στην Άρτεμη είναι χαρακτηριστικός και για έναν άλλο λόγο: για την πυκνότητα των "παραπομπών" και των υπαινικτικών αναφορών σε παλαιότερα κείμενα.
Ἄρτεμιν (οὐ γὰρ ἐλαφρὸν ἀειδόντεσσι λαθέσθαι)
ὑμνέομεν, τῇ τόξα λαγωβολίαι τε μέλονται
καὶ χορὸς ἀμφιλαφὴς καὶ ἐν οὔρεσιν ἑψιάασθαι,
ἄρχμενοι ὡς ὅτε πατρὸς ἐφεζομένη γονάτεσσι
5 παῖς ἔτι κουρίζουσα τάδε προσέειπε γονῆα·
«δός μοι παρθενίην αἰώνιον, ἄππα, φυλάσσειν,
καὶ πολυωνυμίην, ἵνα μή μοι Φοῖβος ἐρίζῃ,
δὸς δ᾽ ἰοὺς καὶ τόξα — ἔα πάτερ, οὔ σε φαρέτρην
οὐδ᾽ αἰτέω μέγα τόξον· ἐμοὶ Κύκλωπες ὀϊστούς
10 αὐτίκα τεχνήσονται, ἐμοὶ δ᾽ εὐκαμπὲς ἄεμμα·
ἀλλὰ φαεσφορίην τε καὶ ἐς γόνυ μέχρι χιτῶνα
ζώννυσθαι λεγνωτόν, ἵν᾽ ἄγρια θηρία καίνω.
δὸς δέ μοι ἑξήκοντα χορίτιδας Ὠκεανίνας,
πάσας εἰνέτεας, πάσας ἔτι παῖδας ἀμίτρους.
15 δὸς δέ μοι ἀμφιπόλους Ἀμνισίδας εἴκοσι νύμφας,
αἵ τε μοι ἐνδρομίδας τε καὶ ὁππότε μηκέτι λύγκας
μήτ᾽ ἐλάφους βάλλοιμι, θοοὺς κύνας εὖ κομέοιεν.
δὸς δέ μοι οὔρεα πάντα· πόλιν δέ μοι ἥντινα νεῖμον
ἥντινα λῇς· σπαρνὸν γὰρ ὅτ᾽ Ἄρτεμις ἄστυ κάτεισιν·
20 οὔρεσιν οἰκήσω, πόλεσιν δ᾽ ἐπιμείξομαι ἀνδρῶν
μοῦνον ὅτ᾽ ὀξείῃσιν ὑπ᾽ ὠδίνεσσι γυναῖκες
τειρόμεναι καλέωσι βοηθόν, ᾗσί με Μοῖραι
γεινομένην τὸ πρῶτον ἐπεκλήρωσαν ἀρήγειν,
ὅττι με καὶ τίκτουσα καὶ οὐκ ἤλγησε φέρουσα
25 μήτηρ, ἀλλ᾽ ἀμογητὶ φίλων ἀπεθήκατο γυίων».
ὣς ἡ παῖς εἰποῦσα γενειάδος ἤθελε πατρός
ἅψασθαι, πολλὰς δὲ μάτην ἐτανύσσατο χεῖρας
μέχρις ἵνα ψαύσειε. πατὴρ δ᾽ ἐπένευσε γελάσσας,
φῆ δὲ καταρρέζων· «ὅτε μοι τοιαῦτα θέαιναι
30 τίκτοιεν, τυτθόν κεν ἐγὼ ζηλήμονος Ἥρης
χωομένης ἀλέγοιμι. φέρεν, τέκος, ὅσσ᾽ ἐθελημός
αἰτίζεις, καὶ δ᾽ ἄλλα πατὴρ ἔτι μείζονα δώσει.
τρὶς δέκα τοι πτολίεθρα καὶ οὐχ ἕνα πύργον ὀπάσσω,
τρὶς δέκα τοι πτολίεθρα, τὰ μὴ θεὸν ἄλλον ἀέξειν
35 εἴσεται, ἀλλὰ μόνην σὲ καὶ Ἀρτέμιδος καλέεσθαι·
πολλὰς δὲ ξυνῇ πόλιας διαμετρήσασθαι
μεσσόγεως νήσους τε· καὶ ἐν πάσῃσιν ἔσονται
Ἀρτέμιδος βωμοί τε καὶ ἄλσεα. καὶ μὲν ἀγυιαῖς
ἔσσῃ καὶ λιμένεσσιν ἐπίσκοπος». ὣς ὁ μὲν εἰπών
40 μῦθον ἐπεκρήηνε καρήατι. βαῖνε δὲ κούρη
Λευκὸν ἔτι Κρηταῖον ὄρος κεκομημένον ὕλῃ,
ἔνθεν ἐπ᾽ Ὠκεανόν· πολέας δ᾽ ἐπελέξατο νύμφας,
πάσας εἰνέτεας, πάσας ἔτι παῖδας ἀμίτρους·
χαῖρε δὲ Καίρατος ποταμὸς μέγα, χαῖρε δὲ Τηθύς,
45 οὕνεκα θυγατέρας Λητωίδι πέμπον ἀμορβούς.
αὖθι δὲ Κύκλωπας μετεκίαθε· τοὺς μὲν ἔτετμε
νήσῳ ἐνὶ Λιπάρῃ (λιπάρη νέον, ἀλλὰ τότ᾽ ἔσκεν
οὔνομά οἱ Μελιγουνίς) ἐπ᾽ ἄκμοσιν Ἡφαίστοιο
ἑσταότας περὶ μύδρον· ἐπείγετο γὰρ μέγα ἔργον·
50 ἱππείην τετύκοντο Ποσειδάωνι ποτίστρην.
αἱ νύμφαι δ᾽ ἔδδεισαν, ὅπως ἴδον αἰνὰ πέλωρα
πρηόσιν Ὀσσαίοισιν ἐοικότα (πᾶσι δ᾽ ὑπ᾽ ὀφρύν
φάεα μουνόγληνα σάκει ἴσα τετραβοείῳ
δεινὸν ὑπογλαύσσοντα) καὶ ὁππότε δοῦπον ἄκουσαν
55 ἄκμονος ἠχήσαντος ἐπὶ μέγα πουλύ τ᾽ ἄημα
φυσάων αὐτῶν τε βαρὺν στόνον· αὖε γὰρ Αἴτνη,
αὖε δὲ Τρινακρίη Σικανῶν ἕδος, αὖε δὲ γείτων
Ἰταλίη, μεγάλην δὲ βοὴν ἐπὶ Κύρνος ἀΰτει,
εὖθ᾽ οἵγε ῥαιστῆρας ἀειράμενοι ὑπὲρ ὤμων
60 ἢ χαλκὸν ζείοντα καμινόθεν ἠὲ σίδηρον
ἀμβολαδὶς τετύπαντες ἐπὶ μέγα μυχθίσσειαν.
τῷ σφέας οὐκ ἐτάλασσαν ἀκηδέες Ὠκεανῖναι
οὔτ᾽ ἄντην ἰδέειν οὔτε κτύπον οὔασι δέχθαι.
οὐ νέμεσις· κείνους γε καὶ αἱ μάλα μηκέτι τυτθαί
65 οὐδέποτ᾽ ἀφρικτὶ μακάρων ὁρόωσι θύγατρες.
ἀλλ᾽ ὅτε κουράων τις ἀπειθέα μητέρι τεύχοι,
μήτηρ μὲν Κύκλωπας ἑῇ ἐπὶ παιδὶ καλιστρεῖ,
Ἄργην ἢ Στερόπην· ὁ δὲ δώματος ἐκ μυχάτοιο
ἔρχεται Ἑρμείης σποδιῇ κεχριμένος αἰθῇ·
70 αὐτίκα τὴν κούρην μορμύσσεται, ἡ δὲ τεκούσης
δύνει ἔσω κόλπους θεμένη ἐπὶ φάεσι χεῖρας.
κοῦρα, σὺ δὲ προτέρω περ, ἔτι τριέτηρος ἐοῦσα,
εὖτ᾽ ἔμολεν Λητώ σε μετ᾽ ἀγκαλίδεσσι φέρουσα,
Ἡφαίστου καλέοντος ὅπως ὀπτήρια δοίη,
75 Βρόντεώ σε στιβαροῖσιν ἐφεσσαμένου γονάτεσσι,
στήθεος ἐκ μεγάλου λασίης ἐδράξαο χαίτης,
ὤλοψας δὲ βίηφι· τὸ δ᾽ ἄτριχον εἰσέτι καὶ νῦν
μεσσάτιον στέρνοιο μένει μέρος, ὡς ὅτε κόρσῃ
φωτὸς ἐνιδρυθεῖσα κόμην ἐπενείματ᾽ ἀλώπηξ.
80 τῷ μάλα θαρσαλέη σφε τάδε προσελέξαο τῆμος·
«Κύκλωπες, κἠμοί τι Κυδώνιον εἰ δ᾽ ἄγε τόξον
ἠδ᾽ ἰοὺς κοίλην τε κατακληῖδα βελέμνων
τεύξατε· καὶ γὰρ ἐγὼ Λητωιὰς ὥσπερ Ἀπόλλων.
αἰ δέ κ᾽ ἐγὼ τόξοις μονιὸν δάκος ἤ τι πέλωρον
85 θηρίον ἀγρεύσω, τὸ δέ κεν Κύκλωπες ἔδοιεν».
ἔννεπες· οἱ δ᾽ ἐτέλεσσαν· ἄφαρ δ᾽ ὡπλίσσαο, δαῖμον.
…
πότνια Μουνιχίη λιμενοσκόπε, χαῖρε, Φεραίη.260 μή τις ἀτιμήσῃ τὴν Ἄρτεμιν (οὐδὲ γὰρ Οἰνεῖ
βωμὸν ἀτιμάσσαντι καλοὶ πόλιν ἦλθον ἀγῶνες),
μηδ᾽ ἐλαφηβολίην μηδ᾽ εὐστοχίην ἐριδαίνειν
(οὐδὲ γὰρ Ἀτρεΐδης ὀλίγῳ ἐπὶ κόμπασε μισθῷ),
μηδέ τινα μνᾶσθαι τὴν παρθένον (οὐδὲ γὰρ Ὦτος,
265 οὐδὲ μὲν Ὠαρίων ἀγαθὸν γάμον ἐμνήστευσαν),
μηδὲ χορὸν φεύγειν ἐνιαύσιον (οὐδὲ γὰρ Ἱππώ
ἀκλαυτὶ περὶ βωμὸν ἀπείπατο κυκλώσασθαι)·
χαῖρε μέγα, κρείουσα, καὶ εὐάντησον ἀοιδῇ.
***
Την Άρτεμη -αλίμονο στους αοιδούς που την ξεχνούν-
υμνούμε, που αγαπάει τα τόξα και το κυνήγι του λαγού
και τους απλόχωρους χορούς και τα παιγνίδια στα όρη,
κι αρχίζουμε από τότε, στου πατέρα της που κάθονταν τα γόνατα,
παιδάκι ακόμα κι έτσι στον πατέρα της μιλούσε:5
Αιώνια δώσ᾽ μου παρθενιά και κάμε να με κράζουν
μ᾽ ονόματα πολλά που ο Φοίβος μη μου παραβγαίνει.
Δώσ᾽ μου βέλη και τόξα, κι άσε πατέρα, ούτε φαρέτρα
ούτε μεγάλο τόξο σου γυρεύω. Οι Κύκλωπες και βέλη
θα τεχνουργήσουν γρήγορα για μένα κι εύκαμπτο τόξο.10
Και δάδες δώσ᾽ μου να κρατώ,1 κι ώς με το γόνατο χιτώνα
να ᾽μαι ζωσμένη πλουμιστό και άγρια θηρία να σκοτώνω.
Δώσ᾽ μου ακόμα ένα χορό μ᾽ εξήντα Ωκεανίδες,2
όλες εννιάχρονες, όλες παιδούλες δίχως τη γυναικεία ζώνη.3
Και δώσ᾽ μου είκοσι νύμφες Αμνισίδες,4 να τις έχω βάγιες15
τα πέδιλα να μου κοιτούν και τα γοργά σκυλιά μου,
όταν δεν θα χτυπάω λύγκες μήτε ελάφια.
Κι όλα τα όρη δώσε μου κι από τις πόλεις όποια εσύ θελήσεις,
γιατί στην πόλη η Άρτεμη συχνά δεν κατεβαίνει.
Στα όρη θα κατοικήσω, ενώ στις πόλεις θα ᾽ρχομαι μ᾽ ανθρώπους20
σ᾽ επαφή
μονάχα όταν γυναίκες που κοιλοπονούν βαριά
θα με καλούννα τις βοηθήσω.5 Σ᾽ αυτές οι Μοίρες,
όταν γεννιόμουν, με προόρισαν να φέρω τη βοήθεια.
Γιατί κι εμένα η μάνα μου δεν πόνεσε σαν με γεννούσε,
και δίχως κόπο μ᾽ έβγαλε, στα γόνατά της πάνω αφήνοντάς με».25
Αυτά η παιδούλα ως είπε, τη γενειάδα προσπαθούσε του πατέρα της
να αγγίξει, όμως πολλές φορές ανώφελα τα χέρια τάνυσε
μήπως τα ψαύσει. Και ο πατέρας συγκατάνευσε γελώντας,
κι είπε, την κόρη του χαϊδεύοντας: «Τέτοια οι θεές
σαν μου γεννούν παιδιά, οι θυμοί της Ήρας της ζηλιάρας30
ούτε μ᾽ αγγίζουνε· όσα θελήσεις πάρε τέκνο μου
κι άλλα ο πατέρας θα σου δώσει πιο τρανά.
Τριάντα πόλεις κι όχι μία μοναχά θα σου χαρίσω,
τριάντα πόλεις που θεόν άλλο δεν θα τιμήσουν
παρά μονάχα εσένα και θ᾽ αποκαλούνται πόλεις της Αρτέμιδας.35
Κι άλλες πολλές θα ᾽χεις κοινές μ᾽ άλλους θεούς
και στα μεσόγαια και στα νησιά. Και θα υπάρχουν σ᾽ όλες
βωμοί και άλση για την Άρτεμη. Στους δρόμους
και στα λιμάνια εσένα για προστάτισσα θα λογαριάζουνε».6
Τούτα σαν είπε,
το λόγο του επικύρωσε κλίνοντας το κεφάλι. Κι έβαινε η κόρη40
στο Λευκόν όρος της Κρήτης το δασόσκεπο,7
κι εκείθε στον Ωκεανό. Και νύμφες διάλεξε πολλές,
όλες εννιάχρονες, κι όλες ακόμα κόρες δίχως διάδημα.8
Και χαίρονταν πολύ ο ποταμός ο Καίρατος,9 χαίρονταν και η Τηθύς,10
που έπεμπε τις θυγατέρες της βοηθούς στην κόρη της Λητώς.1145
Μετά τους Κύκλωπες πήγε να βρεί. Τους βρήκε
στο νησί της Λιπάρας12 (Λιπάρα, νέον όνομα· τότε το λέγαν
Μελιγουνίδα). Και στου Ηφαίστου τρόγυρα το αμόνι
στέκονταν καθώς πύρωνε το μέταλλο, καθώς επείγονταν για μέγα έργο.
Ποτίστρα για τους ίππους μαστορεύανε του Ποσειδώνα.50
Οι νύμφες φοβηθήκανε τα τρομερά σαν αντικρίσαν όντα
που ᾽μοιαζαν βράχοι από την Όσσα. Κάτω από το φρύδι
το μοναδικό τους μάτι, όμοιο με ασπίδα από βοδιών τεσσάρων δέρμα,
να κρυφοβλέπουν φοβερά. Κι ακούσανε το χτύπο
από το αμόνι που ήχησε μακριά και το μεγάλο φυσητό του αγέρα55
από το φυσερό, κι από των ίδιων (των Κυκλώπων) τη βαριάν ανάσα.
Γιατί και η Αίτνα βούιζε
καθώς και η Τρινακρία,13 όπου κατοικούν οι Σικανοί,14 και η γειτονική
Ιταλία. Και βοή μεγάλη ακούγονταν από την Κύρνο15
όταν τις σφύρες σήκωναν επάνω από τους ώμους,
καθώς, μια το ζεματιστό χαλκό που ᾽βγαινε απ᾽ το καμίνι60
και μια το σίδερο χτυπούσαν με μεγάλο μόχθο.
Για τούτο και δεν άντεχαν οι αμέριμνες Ωκεανίδες
ούτε στα μάτια να τους δούνε άφοβα, ούτε το χτύπο να δεχτούν στ᾽
αυτιά τους.
Κι ήτανε τούτο εύλογο, αφού αυτούς ακόμα και οι μεγάλες
οι θυγατέρες των θεών ποτέ δεν τους κοιτάζουν δίχως φρίκη.65
Κι όταν απειθήσει στη μητέρα του κάποιο κοριτσάκι,
τους Κύκλωπες αυτή καλεί να τη συντρέξουν,
τον Άργη ή το Στερόπη.16 Κι απ᾽ το βάθος του σπιτιού
φτάνει ο Ερμής μουντζουρωμένος μαύρη στάχτη.17
Στην κόρη τον μπαμπούλα κάνει ευθύς, που τότε στης μητέρας της70
βουτάει την αγκαλιά, τα χέρια βάζοντας μπροστά στα μάτια της.
Μα κόρη εσύ, και πιο παλιά, τρίχρονη όταν ήσουν,
η Λητώ στην αγκαλιά της σε οδήγησε
στον Ήφαιστο, που την προσκάλεσε τα δώρα του καλωσορίσματος
να της προσφέρει,
στα στιβαρά εκάθισες τα γόνατα του Βρόντη75
κι απ᾽ το μεγάλο στήθος του άδραξες τις πυκνές τρίχες
και τις ξερίζωσες με βια. Για τούτο μένει άτριχο και τώρα ακόμα
το μεσιανό μέρος του στέρνου του, καθώς ανθρώπου
κεφάλι που την κόμη του την τρώει η ψώρα.
Και τότε θαρρετά πολύ είπες ετούτα:80
«Κύκλωπες, και για μένα ένα Κυδώνιο τόξο18
και βέλη και φαρέτρα βαθουλή
να φκιάξετε. Γιατί κι εγώ είμαι τέκνο της Λητώς, καθώς ο Απόλλωνας.
Κι αν με το τόξο ζώο σκοτώσω ξεμοναχιασμένο
ή και θεριόν, θα είναι για το γεύμα των Κυκλώπων».85
Είπες, κι αυτοί στα φτιάξανε και οπλίστηκες θεά αμέσως.
…
Ω σεβαστή, Μουνυχία,19 λιμενοπροστάτισσα, χαίρε ω Φεραία.20Μην προσβάλει την Άρτεμη κανένας, γιατί ούτε στου Οινέα την πόλη,260
που το βωμό της πρόσβαλε, ήρθαν καλοί αγώνες,21
ούτε στο ελαφοκυνήγι, ούτε στην ευστοχία να φιλονικεί κανείς
μαζί της
-αφού ούτε του Ατρέα ο γιος τον κομπασμό του πλήρωσε φτηνά-.22
Κι ούτε κανείς σε γάμο να ζητήσει την παρθένα -αφού ούτε
κι ο Ώτος,23
ούτε ο Ωριων κάμανε καλόν γάμο-,24
μήτε ν᾽ αποφύγει τον ετήσιο χορό - ούτε η Ιππώ25265
έμεινε δίχως κλάματα, όταν αρνήθηκε χορό να σύρει γύρω απ᾽ το βωμό
Χαίρε η παντοδύναμη κι άκου μ᾽ ευμένεια τούτο το τραγούδι.
---------------------------------
1 Η Άρτεμις λατρευόταν και ως φωσφόρος. Συνήθως εμφανίζεται να κρατάει μία δάδα, σπανιότερα όμως και δύο.
2 Κόρες του Ωκεανού (βλ. σχόλ. 10)
3 Κορίτσια που δεν έχουν φτάσει στην εφηβεία και δεν έχουν φορέσει τη ζώνη που φορούν οι γυναίκες.
4 Οι Αμνισίδες νύμφες είναι κόρες του ποταμού της Κρήτης Αμνισσού, που εκβάλλει στη θάλασσα ανατολικά του Ηρακλείου.
5 Η Άρτεμις λατρευόταν και ως Ειλείθυια (θεά του τοκετού που πραΰνει τις ωδίνες και επιταχύνει τον τοκετό).
6 Στον στ. 259 η θεά ονομάζεται λιμενοσκόπος (εδώ λιμένεσσιν ἐπίσκοπος). Στην Ήλιδα λατρευόταν η Ἄρτεμις ἐπίσκοπος.
7 Πιθανώς τα Λευκά όρη.
8 Ακριβέστερα: «δίχως ζώνη», βλ. στ. 14 και σχόλ. 3.
9 Μικρός ποταμός κοντά στην Κνωσό.
10 Κόρη του Ουρανού και της Γαίας, αδελφή και γυναίκα του Ωκεανού. Τρεις χιλιάδες ποτάμια και τρεις χιλιάδες Ωκεανίδες είναι τα παιδιά του Ωκεανού και της Τηθύος.
11 Την Άρτεμη.
12 Μικρό νησί βόρεια της Σικελίας, όπου τοποθετείται από τον Καλλίμαχο το εργαστήριο του Ηφαίστου, στο οποίο δουλεύουν οι Κύκλωπες.
13 Η Σικελία.
14 Παλαιότεροι κάτοικοι της Σικελίας, μετά τους Κύκλωπες και τους Λαιστρυγόνες.
15 Κύρνος ονομάζεται η Κορσική.
16 Ο Άργης, ο Στερόπης και ο Βρόντης (στ. 75) είναι Κύκλωπες.
17 Ο Ερμής, γνωστός από διάφορες ιστορίες ως ο φύλακας μικρών παιδιών κατ᾽ εξοχήν, λειτουργεί -με το μουντζουρωμένο πρόσωπο- και ως φόβητρο για τα μικρά παιδιά.
18 Κρητικό (από την Κυδωνία). Οι Κρήτες ήσαν φημισμένοι τοξότες και κατασκευαστές τόξων.
19 Στο πειραϊκό λιμάνι της Μουνυχίας υπήρχε ναός της Άρτεμης. Στον συγκεκριμένο ναό η λατρεία της θεάς είχε πολλά αρχαϊκά στοιχεία.
20 Η Άρτεμις Φεραία (από τις Φερές της Θεσσαλίας) λατρευόταν και στο Άργος, όπου είχε μεταφερθεί το άγαλμά της, καθώς επίσης και στην Αθήνα και τη Σικυώνα.
21 Ο βασιλιάς της Αιτωλίας Οινέας, όταν προσέφερε θυσία για τη νέα σοδειά, ξέχασε να θυσιάσει στην Άρτεμη, η οποία, για να τον τιμωρήσει, έστειλε τον Καλυδώνιο κάπρο που κατέστρεφε τα σπαρτά.
22 Ο Αγαμέμνων (ο γιος του Ατρέα) σκότωσε το ιερό ελάφι της Άρτεμης και κόμπασε για την επίδοσή του στο τόξο. Η θεά, οργισμένη, καθήλωσε στην Αυλίδα τον στόλο των Ελλήνων που είχε συγκεντρωθεί εκεί για να βαδίσει εναντίον της Τροίας, και ο αρχηγός της εκστρατείας, ο Αγαμέμνων, για να εξιλεώσει, χρειάστηκε να θυσιάσει την κόρη του.
23 Ο γίγαντας Ώτος και ο αδερφός του Εφιάλτης, οι γιοι του Αλωέα ή του Ποσειδώνα και της Ευρυάλης, έστησαν ενέδρα στην Άρτεμη στη Νάξο. Η θεά μεταμορφώθηκε σε ελάφι και καθώς τα δύο αδέρφια όρμησαν να το σκοτώσουν, σκότωσαν ο ένας τον άλλο.
24 Ο κυνηγός γίγαντας Ωρίων, ο γιος του Ποσειδώνα και της Ευρυάλης, επιχείρησε, σύμφωνα με μια παράδοση, να βιάσει την Άρτεμη και εκείνη τον σκότωσε στη Χίο.
25 Αμαζόνα, κόρη του Κένταυρου Χείρωνα. Σύμφωνα με μια εκδοχή του μύθου, η Άρτεμις τη μεταμόρφωσε σε φοράδα, επειδή είχε χάσει την παρθενιά της.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου