ΔΙ. ἀλλ᾽ ὧνπερ ἕνεκα τήνδε τὴν σκευὴν ἔχων
ἦλθον κατὰ σὴν μίμησιν, ἵνα μοι τοὺς ξένους
110 τοὺς σοὺς φράσειας, εἰ δεοίμην, οἷσι σὺ
ἐχρῶ τόθ᾽, ἡνίκ᾽ ἦλθες ἐπὶ τὸν Κέρβερον,
τούτους φράσον μοι, λιμένας, ἀρτοπώλια,
πορνεῖ᾽, ἀναπαύλας, ἐκτροπάς, κρήνας, ὁδούς,
πόλεις, διαίτας, πανδοκευτρίας, ὅπου
115 κόρεις ὀλίγιστοι. ΞΑ. περὶ ἐμοῦ δ᾽ οὐδεὶς λόγος.
ΗΡ. ὦ σχέτλιε, τολμήσεις γὰρ ἰέναι; ΔΙ. καὶ σύ γε
μηδὲν ἔτι πρὸς ταῦτ᾽, ἀλλὰ φράζε τῶν ὁδῶν
ὅπῃ τάχιστ᾽ ἀφιξόμεθ᾽ εἰς Ἅιδου κάτω·
καὶ μήτε θερμὴν μήτ᾽ ἄγαν ψυχρὰν φράσῃς.
120 ΗΡ. φέρε δή, τίν᾽ αὐτῶν σοι φράσω πρώτην; τίνα;
μία μὲν γὰρ ἔστιν ἀπὸ κάλω καὶ θρανίου,
κρεμάσαντι σαυτόν. ΔΙ. παῦε, πνιγηρὰν λέγεις.
ΗΡ. ἀλλ᾽ ἔστιν ἀτραπὸς ξύντομος τετριμμένη,
ἡ διὰ θυείας. ΔΙ. ἆρα κώνειον λέγεις;
125 ΗΡ. μάλιστά γε. ΔΙ. ψυχράν γε καὶ δυσχείμερον·
εὐθὺς γὰρ ἀποπήγνυσι τἀντικνήμια.
ΗΡ. βούλει ταχεῖαν καὶ κατάντη σοι φράσω;
ΔΙ. νὴ τὸν Δί᾽, ὡς ὄντος γε μὴ βαδιστικοῦ.
ΗΡ. καθέρπυσόν νυν εἰς Κεραμεικόν. ΔΙ. κᾆτα τί;
130 ΗΡ. ἀναβὰς ἐπὶ τὸν πύργον τὸν ὑψηλόν— ΔΙ. τί δρῶ;
ΗΡ. ἀφιεμένην τὴν λαμπάδ᾽ ἐντεῦθεν θεῶ,
κἄπειτ᾽ ἐπειδὰν φῶσιν οἱ θεώμενοι
«εἷνται,» τόθ᾽ εἷναι καὶ σὺ σαυτόν. ΔΙ. ποῖ; ΗΡ. κάτω.
ΔΙ. ἀλλ᾽ ἀπολέσαιμ᾽ ἂν ἐγκεφάλου θρίω δύο.
135 οὐκ ἂν βαδίσαιμι τὴν ὁδὸν ταύτην. ΗΡ. τί δαί;
ΔΙ. ἥνπερ σὺ τότε κατῆλθες. ΗΡ. ἀλλ᾽ ὁ πλοῦς πολύς.
εὐθὺς γὰρ ἐπὶ λίμνην μεγάλην ἥξεις πάνυ
ἄβυσσον. ΔΙ. εἶτα πῶς γε περαιωθήσομαι;
ΗΡ. ἐν πλοιαρίῳ τυννουτῳί σ᾽ ἀνὴρ γέρων
140 ναύτης διάξει δύ᾽ ὀβολὼ μισθὸν λαβών.
***
ΔΙΟ. Γιατί όμως ήρθα, με σκευή, όπως βλέπεις,
μίμηση της δικής σου; Να μου δώσεις
110 πληροφορίες, ποιοί σε φιλέψανε, όταν
πήγαινες για τον Κέρβερο στον Άδη·
μπορεί να τους χρειαστώ· και πες μου ακόμα
για λιμάνια, ψωμάδικα, πορνεία,
κονάκια, σταυροδρόμια, βρύσες, δρόμους,
καταλύματα, πόλεις, ξενοδόχες,
με όχι πολλούς κοριούς. ΞΑΝ. (μέσα του.) Για με ούτε λόγος.
ΗΡΑ. Βαστά η καρδιά σου εκεί να πας, καημένε;
ΔΙΟ. Άσε τις αντιρρήσεις κι έλα λέγε
ποιός δρόμος, φέρνει σύντομα στον Άδη·
κι ούτε πολύ ζεστός να ᾽ναι ούτε κρύος.
120 ΗΡΑ. Ποιόν να σου πρωτοπώ; σαν ποιόν; Ας δούμε.
Με το σκοινί και το σκαμνί είν᾽ ο ένας·
κρεμάλα. ΔΙΟ. Είναι πολύ… αποπνιχτικός.
ΗΡΑ. Είναι κι ένα στρατί μικρό, στρωμένο·
με το γουδί. ΔΙΟ. Που τρίβουνε το κώνειο;
ΗΡΑ. Ναι. ΔΙΟ. Αυτό, καλέ, είναι κρύο και παγωμένο·
τις γάμπες στη στιγμή σου τις παγώνει.
ΗΡΑ. Κατήφορο και γρήγορο μη θέλεις;
ΔΙΟ. Ναι, αλήθεια· δε μου αρέσουν οι πορείες.
ΗΡΑ. Προς τον Κεραμεικό κατέβα τότε.
130 ΔΙΟ. Κι έπειτα; ΗΡΑ. Ανέβα στον ψηλό τον πύργο…
ΔΙΟ. Να κάμω τί; ΗΡΑ. και κοίτα τη λαμπάδα,
της λαμπαδοδρομίας το σήμα· κι όταν
φωνάξουν οι θεατές «ορμήσανε», όρμα
τότε κι εσύ. ΔΙΟ. Για πού; ΗΡΑ. Για κάτω. ΔΙΟ. Μα έτσι
θα χάσω δυο λοβούς απ᾽ το μυαλό μου.
Δεν παίρνω αυτόν το δρόμο. ΗΡΑ. Και ποιόν παίρνεις;
ΔΙΟ. Το δικό σου. ΗΡΑ. Πολύ μακρύ ταξίδι.
Σε μια πλατιά θα φτάσεις πρώτα λίμνη,
λίμνη άπατη. ΔΙΟ. Και πώς θα την περάσω;
ΗΡΑ. Με μια βαρκούλα μια σταλιά ενός γέρου
140 περαματάρη· δυο οβολοί είν᾽ ο ναύλος.
ἦλθον κατὰ σὴν μίμησιν, ἵνα μοι τοὺς ξένους
110 τοὺς σοὺς φράσειας, εἰ δεοίμην, οἷσι σὺ
ἐχρῶ τόθ᾽, ἡνίκ᾽ ἦλθες ἐπὶ τὸν Κέρβερον,
τούτους φράσον μοι, λιμένας, ἀρτοπώλια,
πορνεῖ᾽, ἀναπαύλας, ἐκτροπάς, κρήνας, ὁδούς,
πόλεις, διαίτας, πανδοκευτρίας, ὅπου
115 κόρεις ὀλίγιστοι. ΞΑ. περὶ ἐμοῦ δ᾽ οὐδεὶς λόγος.
ΗΡ. ὦ σχέτλιε, τολμήσεις γὰρ ἰέναι; ΔΙ. καὶ σύ γε
μηδὲν ἔτι πρὸς ταῦτ᾽, ἀλλὰ φράζε τῶν ὁδῶν
ὅπῃ τάχιστ᾽ ἀφιξόμεθ᾽ εἰς Ἅιδου κάτω·
καὶ μήτε θερμὴν μήτ᾽ ἄγαν ψυχρὰν φράσῃς.
120 ΗΡ. φέρε δή, τίν᾽ αὐτῶν σοι φράσω πρώτην; τίνα;
μία μὲν γὰρ ἔστιν ἀπὸ κάλω καὶ θρανίου,
κρεμάσαντι σαυτόν. ΔΙ. παῦε, πνιγηρὰν λέγεις.
ΗΡ. ἀλλ᾽ ἔστιν ἀτραπὸς ξύντομος τετριμμένη,
ἡ διὰ θυείας. ΔΙ. ἆρα κώνειον λέγεις;
125 ΗΡ. μάλιστά γε. ΔΙ. ψυχράν γε καὶ δυσχείμερον·
εὐθὺς γὰρ ἀποπήγνυσι τἀντικνήμια.
ΗΡ. βούλει ταχεῖαν καὶ κατάντη σοι φράσω;
ΔΙ. νὴ τὸν Δί᾽, ὡς ὄντος γε μὴ βαδιστικοῦ.
ΗΡ. καθέρπυσόν νυν εἰς Κεραμεικόν. ΔΙ. κᾆτα τί;
130 ΗΡ. ἀναβὰς ἐπὶ τὸν πύργον τὸν ὑψηλόν— ΔΙ. τί δρῶ;
ΗΡ. ἀφιεμένην τὴν λαμπάδ᾽ ἐντεῦθεν θεῶ,
κἄπειτ᾽ ἐπειδὰν φῶσιν οἱ θεώμενοι
«εἷνται,» τόθ᾽ εἷναι καὶ σὺ σαυτόν. ΔΙ. ποῖ; ΗΡ. κάτω.
ΔΙ. ἀλλ᾽ ἀπολέσαιμ᾽ ἂν ἐγκεφάλου θρίω δύο.
135 οὐκ ἂν βαδίσαιμι τὴν ὁδὸν ταύτην. ΗΡ. τί δαί;
ΔΙ. ἥνπερ σὺ τότε κατῆλθες. ΗΡ. ἀλλ᾽ ὁ πλοῦς πολύς.
εὐθὺς γὰρ ἐπὶ λίμνην μεγάλην ἥξεις πάνυ
ἄβυσσον. ΔΙ. εἶτα πῶς γε περαιωθήσομαι;
ΗΡ. ἐν πλοιαρίῳ τυννουτῳί σ᾽ ἀνὴρ γέρων
140 ναύτης διάξει δύ᾽ ὀβολὼ μισθὸν λαβών.
***
ΔΙΟ. Γιατί όμως ήρθα, με σκευή, όπως βλέπεις,
μίμηση της δικής σου; Να μου δώσεις
110 πληροφορίες, ποιοί σε φιλέψανε, όταν
πήγαινες για τον Κέρβερο στον Άδη·
μπορεί να τους χρειαστώ· και πες μου ακόμα
για λιμάνια, ψωμάδικα, πορνεία,
κονάκια, σταυροδρόμια, βρύσες, δρόμους,
καταλύματα, πόλεις, ξενοδόχες,
με όχι πολλούς κοριούς. ΞΑΝ. (μέσα του.) Για με ούτε λόγος.
ΗΡΑ. Βαστά η καρδιά σου εκεί να πας, καημένε;
ΔΙΟ. Άσε τις αντιρρήσεις κι έλα λέγε
ποιός δρόμος, φέρνει σύντομα στον Άδη·
κι ούτε πολύ ζεστός να ᾽ναι ούτε κρύος.
120 ΗΡΑ. Ποιόν να σου πρωτοπώ; σαν ποιόν; Ας δούμε.
Με το σκοινί και το σκαμνί είν᾽ ο ένας·
κρεμάλα. ΔΙΟ. Είναι πολύ… αποπνιχτικός.
ΗΡΑ. Είναι κι ένα στρατί μικρό, στρωμένο·
με το γουδί. ΔΙΟ. Που τρίβουνε το κώνειο;
ΗΡΑ. Ναι. ΔΙΟ. Αυτό, καλέ, είναι κρύο και παγωμένο·
τις γάμπες στη στιγμή σου τις παγώνει.
ΗΡΑ. Κατήφορο και γρήγορο μη θέλεις;
ΔΙΟ. Ναι, αλήθεια· δε μου αρέσουν οι πορείες.
ΗΡΑ. Προς τον Κεραμεικό κατέβα τότε.
130 ΔΙΟ. Κι έπειτα; ΗΡΑ. Ανέβα στον ψηλό τον πύργο…
ΔΙΟ. Να κάμω τί; ΗΡΑ. και κοίτα τη λαμπάδα,
της λαμπαδοδρομίας το σήμα· κι όταν
φωνάξουν οι θεατές «ορμήσανε», όρμα
τότε κι εσύ. ΔΙΟ. Για πού; ΗΡΑ. Για κάτω. ΔΙΟ. Μα έτσι
θα χάσω δυο λοβούς απ᾽ το μυαλό μου.
Δεν παίρνω αυτόν το δρόμο. ΗΡΑ. Και ποιόν παίρνεις;
ΔΙΟ. Το δικό σου. ΗΡΑ. Πολύ μακρύ ταξίδι.
Σε μια πλατιά θα φτάσεις πρώτα λίμνη,
λίμνη άπατη. ΔΙΟ. Και πώς θα την περάσω;
ΗΡΑ. Με μια βαρκούλα μια σταλιά ενός γέρου
140 περαματάρη· δυο οβολοί είν᾽ ο ναύλος.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου