Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2018

Η ιστοριογραφική σκέψη και μέθοδος στον Θουκυδίδη

Η ιστοριογραφία ως επιστήμη καταγράφει την εξέλιξη της ανθρώπινης πορείας μέσα στους αιώνες με απώτερο σκοπό την γνώση που θα προέλθει από τη σπουδή της. Προκαλεί τον άνθρωπο να διαβάσει, να εντρυφήσει και χρησιμοποιώντας το κριτικό του πνεύμα, να καταλήξει σε συμπεράσματα για το παρελθόν.
 
Βεβαίως, δεν είναι δυνατόν να παραβλεφθεί ο διδακτικός χαρακτήρας της Ιστορίας, ο οποίος υπηρετεί τον ίδιο τον σκοπό του ιστορικού: Η διάθεσή του να αφήσει το έργο του παρακαταθήκη στους νεώτερους για να γνωρίσουν το παρελθόν και να ωφεληθούν γνωστικά και αισθητικά.
 
Θεμελιώδες στοιχείο της ιστοριογραφίας είναι δηλαδή η ωφέλεια που προκύπτει από τη μελέτη της Ιστορίας. Ο πρώτος συγγραφέας που συνέλαβε και υλοποίησε συστηματικά τις επιστημολογικές αρχές στην συγγραφή της Ιστορίας, ήταν ο αρχαίος ιστορικός Θουκυδίδης. Στο έργο του, “Ιστορίαι”, εντοπίζεται συμπυκνωμένη η παραπάνω ιστοριογραφική αντίληψη για τον σκοπό της Ιστορίας στην επιρρηματική φράση “κτήμα εσαεί” (Ι, 22). Διάθεση του ιστορικού είναι να διδάξει και επιπλέον να ωφελήσει τους αναγνώστες του κατά τρόπο ώστε αυτοί να αντιληφθούν τον ρουν των γεγονότων και να αντιδιαστείλουν την εποχή τους μ’ αυτή που περιγράφεται.
 
Η μέθοδος που ακολουθεί ο Θουκυδίδης αποτελείται από δύο μέρη: Πρώτα πάνω σε ποιο θεωρητικό υπόβαθρο σύνθεσε τις περίφημες δημηγορίες του και δεύτερον ποιες μαρτυρίες χρησιμοποιεί για να στηρίξει την αφήγησή του.
 
Αρχίζει ως εξής: “Οι αγορεύσεις που εκφωνήθηκαν από διάφορα πρόσωπα είτε στις παραμονές του πολέμου είτε κατά τη διάρκειά του, ήταν δύσκολο να αποδοθούν με ακρίβεια, τόσο εκείνες τις οποίες άκουσα ο ίδιος, όσο και εκείνες που άλλοι είχαν ακούσει και μου τις ανακοίνωσαν. Γι’ αυτό τις έγραψα, έχοντας υπ' όψιν τί ήταν φυσικό να πουν οι ρήτορες που να αρμόζει καλύτερα στην περίσταση και ακολουθώντας όσο το δυνατόν, τη γενική έννοια των όσων πραγματικά είπαν” (Ι, 22.1).
 
Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι ο Θουκυδίδης εκφράζει τη θεμελιακή του επιθυμία για ακρίβεια στα λόγια που ειπώθηκαν. Δεν κατάφερε μάλλον να παρουσιάσει με ακρίβεια τα λεχθέντα και τη δομή των αρχικών λόγων. Εντούτοις, τοποθέτησε τους ομιλητές του να λένε αυτό που ο ίδιος νόμιζε ότι ταίριαζε σε κάθε περίσταση. Στην φράση, “που να αρμόζει καλύτερα”, (τα δέοντα), προσεγγίζουμε τον πυρήνα του συγκεκριμένου χωρίου, αφού αυτό είναι το στοιχείο που περιέχουν οι δημηγορίες. Μιλώντας παρακάτω, ο ιστορικός για τον Θεμιστοκλή, τον χαρακτηρίζει άριστο στο να συλλαμβάνει, “τα δέοντα” - κράτιστος αὐτοσχεδιάζειν τά δέοντα - και έτσι καθίσταται φανερό από τα συμφραζόμενα ότι έχει στο νου του την ικανότητα του Θεμιστοκλή να διακρίνει τα αποφασιστικά στοιχεία σε κάθε πρακτική περίσταση.
 
Ο Θουκυδίδης εννοεί ότι σε κάθε δημηγορία προβάλλει τα γενικά δεδομένα, πολιτικού, κοινωνικού, ιστορικού και ψυχολογικού χαρακτήρα από τα οποία εξαρτάται η πολιτική επιλογή σε κάθε δεδομένη στιγμή.
 
Οι δημηγορίες περιλαμβάνουν μια ανάλυση, και συστηματοποίηση, των κύριων παραγόντων του πολέμου, όπως αυτοί γίνονταν αντιληπτοί κάθε φορά από τους ηγέτες των διάφορων πόλεων - κρατών, ή από τους ηγέτες των αντιθέτων παρατάξεων στην ίδια πόλη. Οι δημηγορίες, δηλαδή, που παρουσιάζονται, δεν είναι λεπτομερή αντίγραφα των δημηγοριών που ειπώθηκαν από τους εκάστοτε ρήτορες. Φυσικά, αν ήταν, δεν θα ήταν δυνατόν να εμπεριέχουν την ίδια την κρίση του Θουκυδίδη. Από την άλλη πλευρά, όμως δεν προβάλλουν τις προσωπικές του απόψεις, γιατί αλλιώς δεν θα περιοριζόταν στις θέσεις των πραγματικών ομιλητών.
 
Απομένει ένα άλλο ζήτημα ερμηνείας που αποσαφηνίζει το νόημα του χωρίου: Η ρητορική σημασία που είχαν γι’ αυτόν οι λέξεις, “τα δέοντα”. Όταν μιλά για τον Θεμιστοκλή, εκφράζει τον θαυμασμό του και την κατάπληξή του για την ιδιοφυία του χάριν στην οποία μπορούσε να διακρίνει και να προβάλλει τα δέοντα. Σε άλλα σημεία του έργου λέει ότι και ο Περικλής και ο Αντιφών είχαν την ίδια ικανότητα. Χρησιμοποιεί τις ίδιες λέξεις και για τους τρεις άνδρες.
 
Ο Γοργίας στην Ελένη χρησιμοποιεί “το δέον” για να περιγράψει τον τρόπο συλλογισμού ενός ομιλητή. Στον “Φαίδρο” του Πλάτωνα, όταν ο Σωκράτης πρόκειται να αναλύσει τον λόγο που μόλις του διαβάστηκε, αναφέρεται σαφώς στην επιχειρηματολογία του , σε αντίθεση με την γλώσσα του όπως κι ο Θουκυδίδης, με τις λέξεις τα δέοντα. Ένα χωρίο στο τέλος του κεφαλαίου 22 λέει ότι το έργο του θα εκθέσει τη φύση των γεγονότων που θα συμβούν στο μέλλον. Ο απαίδευτος Θεμιστοκλής, λέει ο Θουκυδίδης ότι έβλεπε ακριβώς αυτό. Επίσης, ο Περικλής ρητά επαινείται για την ικανότητά του να προβλέπει και η Ιστορία ασχολείται εκτεταμένα με το πόσο σωστές ήταν αυτές οι προβλέψεις. Όλα αυτά σημαίνουν ότι τα δέοντα είναι οι φορείς των τάσεων της κοινωνίας και της ανθρώπινης φύσης στις οποίες μπορεί να βασιστεί η δυνατότητα της πρόβλεψης.
 
Προξενούσε μεγάλη κατάπληξη το γεγονός ότι ο Θεμιστοκλής είχε αυτή την ικανότητα και αυτό πρέπει να οφείλεται στο ότι ο Θουκυδίδης θεωρούσε απίθανο να ήταν ο Θεμιστοκλής γνώστης αυτών των βαθιών και επαναλαμβανόμενων στοιχείων της εμπειρίας που επιτρέπουν την πρόγνωση. Επομένως, η γνώση τους πρέπει να κερδήθηκε μετά την εποχή του Θεμιστοκλή και καθώς αυτή η γνώση χρησιμοποιείται στη ρητορική, δύσκολα θα μπορούσε να διαχωριστεί από τη σοφιστική κίνηση. Είναι σαφές ότι οι λέξεις “τα δέοντα” έχουν μερικώς ρητορική έννοια.
 
Τα σοφιστικά επιχειρήματα έδιδαν την εντύπωση ότι προσέδιναν την δυνατότητα μιας βαθύτερης γνώσης της ανθρώπινης φύσης.
 
Τα επιχειρήματα αυτά φαίνονταν ακόμη πιο πολύτιμα, γιατί εξυπηρετούσαν τις πρακτικές ανάγκες της ρητορικής και κατά συνέπεια της διακυβέρνησης.
 
Η σοφιστική ρητορική είχε αναπτυχθεί, γιατί φαινόταν να εφοδιάζει τους ομιλητές με τα μέσα να εκτιμούν την ανθρώπινη συμπεριφορά και να υπολογίζουν την πιθανή πορεία των γεγονότων. Η ρητορική δεν ήταν μια τέχνη διακοσμητική του λόγου χωρίς καμία σχέση με τη σκέψη. Αφορούσε τη σκέψη και την έκφραση, συμπυκνώνοντάς τις και συναιρώντας τις σ’ ένα πολύ πρακτικό μέσο. Η ρητορική ήταν ο απόλυτος φορέας της πολιτικής σκέψης. Στον Θουκυδίδη φαινόταν ότι η ρητορική της εποχής του ήταν ένα εργαλείο πολιτικής ανάλυσης.
 
Έχοντας περιγράψει ο συγγραφέας τις δημηγορίες και δηλώσει ότι λεπτομερειακή ακρίβεια δεν είναι δυνατόν ν’ αναμένεται σ’ αυτές, προχωρεί λέγοντας ότι στην εξιστόρηση των γεγονότων δεν φείσθηκε κόπου για να επιτύχει απόλυτη πιστότητα.
 
Στην εξιστόρηση των γεγονότων τήρησε το ιδεώδες της απόλυτης και αυστηρά διακριβωμένης αλήθειας. Απέφυγε την πρακτική του Ηροδότου να μεταφέρει άκριτα τυχαία στοιχεία. Βασίζεται είτε στη δική του προσωπική παρατήρηση ή στις ελεγμένες αναφορές μαρτύρων. Οι πληροφοριοδότες ήταν άνθρωποι και των δύο παρατάξεων. Σ’ αυτό τον βοήθησε η εξορία του, όπου κατάφερε να μιλήσει με ανθρώπους και των δύο παρατάξεων.
 
Οι μέθοδοι και οι τεχνικές του Θουκυδίδη αποτέλεσαν το εφαλτήριο για την ανάπτυξη των επιστημονικών αρχών της ιστοριογραφικής επιστήμης. Έθεσαν τις βάσεις και τις αρχές της επιστημονικής έρευνας που βασιζόταν πια στην αυτοψία και την ενδελεχή έρευνα. Ερευνώντας το παρελθόν και συγκεντρώνοντας στοιχεία γι’ αυτό, ήθελε να ενσκήψει στην βαθύτερη ουσία της ανθρώπινης ιστορίας: Στην ικανότητά της να διδάσκει τους νεότερους και να τους δημιουργεί μια κριτική σκέψη τέτοια ώστε να είναι ικανοί να ενταχθούν στην πορεία των πραγμάτων.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου