Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2018

Γιατί τις περισσότερες φορές οι σχέσεις αποτυγχάνουν;

Αυτή είναι μια ερώτηση που έχει απασχολήσει για αιώνες φιλοσόφους, ψυχολόγους, ποιητές και προπαντός τους καθημερινούς ανθρώπους, καθώς έχει σοβαρές ψυχοσωματικές επιπτώσεις.

Ο δείκτης διαζυγίων έχει ανέβει αρκετά μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και οι λόγοι είναι πολλοί. Για το σκοπό αυτό, στο παρόν άρθρο θα επικεντρωθούμε σ’ έναν παράγοντα, σε μια συγκεκριμένη συμπεριφορά, αυτή ανάμεσα στου παιδιού και στο άτομο που το φροντίζει (συνήθως η μητέρα). Η σχέση αυτή δεν είναι μια καινοτομία του σήμερα, αλλά είναι μια μεγάλη κληρονομιά που αποκτήθηκε από τους προγόνους μας, ίσως και από την ανθρωπογένεση. Με άλλα λόγια, η συμπεριφορά αυτή είναι εξελικτική, όπου ένας βαθύς και μακροπρόθεσμος δεσμός αναπτύσσεται ώστε να ικανοποιήσει της σωματικές και ψυχολογικές ανάγκες του παιδιού και που ταυτόχρονα θα το προστάτευε από ένα σκληρό και επικίνδυνο περιβάλλον (επιβίωση) για να μπορέσει να μεγαλώσει και στην συνεχεία να αναπαράγει (Szesenwol και Simpson, 2018).

Οι θεμελιώδες αρχές του δεσμού αυτού έχουν εξελιχτεί μέχρι και σήμερα, και είναι σχεδόν ίδιες. Το μόνο που αλλάζει είναι η λειτουργία και το περιβάλλον, δηλαδή οι σωματικές ανάγκες σήμερα μπορούν να καλυφθούν με ένα μπιμπερό, ενώ οι ψυχολογικές (δυσφορία) καλύπτονται δίνοντας για παράδειγμα του παιδιού μια αγκαλιά ή ένα παιχνίδι. Η σχέση αυτή που αναπτύσσεται λέγεται δεσμός/προσκόλληση (attachment) και ξεκινά από την ‘κούνια’ μας μέχρι και τον θάνατο μας. Με λίγα λόγια, προσκόλληση είναι ένας βαθύς και έντονος συναισθηματικός δεσμός που αναπτύσσεται μεταξύ δυο ατόμων, για παράδειγμα, παιδί-δάσκαλος, μητέρα-κόρη και ούτω τω καθεξής που έχει σαν πρωταρχικό σκοπό την επιβίωση και την ανάπτυξη μας τόσο σωματικά όσο και ψυχολογικά (Bretherton, 1992).

Ο βαθμος της ποιοτητας της πρωταρχικης σχεσης γονεας-βρεφος/παιδι, καθως και οι υπολοιπες σημαντικες σχεσεις που θα αναπτυξουμε καθως μεγαλωνουμε, θα επηρεασει αργοτερα τον τροπο με τον οποιο θα δεσμευτουμε στις ερωτικες μας σχεσεις.

Όταν φτάσουμε στην ενηλικίωσή μας προκύπτουν τέσσερις τύποι προσκόλλησης. Οκαθένας από εμάς κατατάσσεται σε ένα από τα παρακάτω μοντέλα δεσμού:
Τύπος ασφαλής
Τύπος εμμονικός
Τύπος αποφευκτικός/απορριπτικός
Τύπος φοβικός

Ο ασφαλής τύπος αναπτύσσεται όταν το παιδί έχει ποιοτικές και υγιείς σχέσεις με τη μητέρα του, δηλαδή, η μητέρα ανταποκρίνεται με συνεπή και θετικό τρόπο προς τις σωματικές και ψυχολογικές ανάγκες του βρέφους/παιδιού. Αυτό συνεπάγεται ότι είναι πολύ πιθανόν ν’ αναπτύξει υγιείς ερωτικές σχέσης στην ενηλικίωσή του, καθώς αυτοί οι σύντροφοι αναπτύσσουν ευνοϊκές και θετικές συμπεριφορές μέσα στις σχέσεις τους. Εμπιστεύονται τους συντρόφους τους, μοιράζονται τα συναισθήματα τους, παρέχουν υποστήριξη, αισθάνονται άνεση και περνάνε συνήθως ευχάριστα. Γενικά, οι σχέσεις τους τείνουν να είναι δυνατότερες, πιο μακροπρόθεσμες και περισσότερο ικανοποιητικές από τους άλλους ανασφαλείς τύπους προσκόλλησης που θα δούμε αμέσως παρακάτω. Πάραυτα, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχουν δυσκολίες μέσα στις σχέση τους, αλλά έχουν την ικανότητα να τις ξεπερνούν πιο γρήγορα και λιγότερο ανώδυνα σε σύγκριση με τους ανασφαλείς τύπους προσκόλλησης. Επίσης η συχνότητα των προβλημάτων που παρουσιάζονται στα ασφαλή τύπους ζευγάρια είναι σχετικά λιγότερη σε σχέση με τους μη-ασφαλής τύπου ζευγαριών (McNulty και Shaw, 2018).

Εμμονικός/αγχώδης (preoccupied) είναι ένας ανασφαλής τύπος προσκόλλησης που οι σύντροφοι σχηματίζουν πολύ στενές σχέσεις και φοβούνται την εγκατάλειψη. Είναι απορροφημένοι και έχουν εμμονή για την σχέση τους. Οι σύντροφοι σε αυτήν την κατηγορία δηλώνουν ότι διασκεδάζουν την πολύ στενή επαφή με τον σύντροφο τους, αλλά τείνουν να έχουν πολύ άγχος και αρνητικές συμπεριφορές λόγο του φόβου της εγκατάλειψης, γι’ αυτό έχουν μεγάλα επίπεδα ζήλειας σε σχέση με έναν ασφαλή τύπο συντρόφου, όταν υποψιαστούν ότι χάνουν τον σύντροφο τους από κάποιον τρίτον. Ο φόβος τις εγκατάλειψης, τους κάνει να είναι υπερβολικά υποψιασμένοι και σε πολλές περιπτώσεις ‘γεννούν’ ιστορίες που δεν ισχύουν. Επίσης, φοβούνται την πιθανότητα ότι ο σύντροφος τους θα ανακαλύψει τυχών ελλείμματα στην συμπεριφορά τους και θα τους εγκαταλείψει. Εμφανίζονται νευριασμένοι ή απογοητευμένοι όταν οι ανάγκες τους για προσκόλληση, δηλαδή να έρθουν σε στενή σχέση με τον άλλον σύντροφο δεν ικανοποιείται. Επίσης, τείνουν να είναι αγχώδεις, απαιτητικοί και προσπαθούν να πάρουν τον έλεγχο σε μια προσπάθεια να έρθουν όσο πιο κοντά γίνεται μέσα στην σχέση τους, ενώ ο άλλος σύντροφος προσπαθεί να κρατήσει μια απόσταση.

Το ‘εγώ’ (self) του εμμονικού συντρόφου είναι σε σμίκρυνση όταν είναι έξω από σχέση ψάχνοντας ν’ απαγκιστρωθεί από κάποιο άλλο εγώ, ρουφώντας του ενέργεια ώστε να μεγεθύνει. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ο άλλος σύντροφος να κουράζεται, να απογοητεύεται και να γίνεται μη-διαθέσιμος. Όταν η σχέση τελειώνει, το εμμονικό ‘εγώ’ συνεχίζει το ψάξιμο δημιουργώντας ένα φαύλο κύκλο. Επίσης, οι εμμονικοί σύντροφοι κυριεύονται από φόβο όταν ξέρουν ότι ο σύντροφος τους δεν τους αγάπα στον βαθμό που πιστεύουν, δεν είναι ανταποκρίσιμος και διαθέσιμος σε αυτούς· τότε τα επίπεδα του άγχους ανεβαίνουν. Αυτοί οι τύποι συντρόφων είναι σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένοι από τον σύντροφό τους και στην ‘extreme’ μορφή τους, θα κάνουν τα πάντα για να μην τους χάσουν, καταφθάνοντας ακόμα και στην βία. Ο τύπος αυτός της προσκόλλησης προέρχεται από το πώς η μάνα ανταποκρίνεται προς τις ανάγκες του παιδιού, δηλαδή έρευνες έχουν βρει ότι εάν η μητέρα δεν ικανοποιεί της ανάγκες του παιδιού τότε όταν μεγαλώσει θα κοιτάξει να τις ικανοποιήσει από κάπου αλλού, και αυτός είναι συνήθως ο σύντροφος (McNulty και Shaw, 2018).

Αποφευκτικός/Απορριπτικός (dismissing) τύπος, είναι το αντίθετο από τον εμμονικό τύπο προσκόλλησης. Εδώ οι σύντροφοι φαίνονται να μην εξαρτούνται καθόλου από τον σύντροφο τους, και θέλουν οι άλλοι να εξαρτούνται από αυτούς. Έχουν χαμηλά επίπεδα άγχους για το εάν τους εγκαταλείψει ο σύντροφός τους, αλλά υψηλό επίπεδο άγχους όταν επρόκειτο να έρθουν σε στενή επαφή με τον σύντροφό τους. Γι’ αυτό μες στην σχέση τους φαίνονται ‘κρύοι’ και αποφεύγουν να έχουν επαφή με τον σύντροφο τους, συγκεκριμένα είναι συναισθηματικά απόμακροι ιδιαίτερα όταν είναι κάτω από συναισθηματική δυσφορία. Δείχνουν ότι δεν ανησυχούν και δεν ενδιαφέρονται για κλειστές τύπου σχέσεις δηλαδή αποφεύγουν σωματικές επαφές όπως η αγκαλιά ή το φιλί, καθώς δείχνουν ότι θεωρούν τους άλλους ασήμαντους. Έχουν μάθει από τις πρώτες επαφές με τους γονείς να μην δείχνουν ότι είναι ‘τρωτοί’ και ότι είναι επαρκείς, δηλαδή όλες οι ανάγκες τους είναι καλυμμένες, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι. Γι’ αυτό, όταν φοβούνται ή είναι απογοητευμένοι προτιμούν να το κρύψουν από τον σύντροφό τους για να αποφύγουν πιθανή στενή επαφή και ότι ίσως θα πέσουν στην υπόληψή τους. Αυτός ο τύπος συντρόφων αναπτύσσει ένα πρότυπο που βασίζεται στην ιδέα ότι για να διατηρήσεις μια σχέση θα πρέπει να δείξεις στον άλλον ότι δεν τον χρειάζεσαι. Ο συγκεκριμένος αυτός τύπος προσκόλλησης προέρχεται από τις ασυνεπείς ανταποκρίσεις της μάνας προς το νεογέννητο/παιδί (McNulty και Shaw, 2018).

Φοβικός (fearful), αυτός είναι ο τρίτος και τελευταίος τύπος της ανασφαλούς προσκόλλησης. Οι όποιοι σύντροφοι εδώ, πιθανόν να έχουν βιώσει κακούς και βλαβερούς γονείς. Φοβούνται να έρθουν κοντά με τον σύντροφό τους από φόβο μην πληγωθούν αργότερα. Δείχνουν ότι δεν είναι εξαρτημένοι συναισθηματικά από τον σύντροφο τους, αλλά από την άλλη φοβούνται και αγχώνονται μην εγκαταλειφθούν. Νοιώθουν ότι δεν μπορούν να αγαπηθούν και ότι οι σύντροφοί τους δεν μπορούν να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους, αποφεύγοντας τις κλειστές σχέσεις λόγω της απόρριψης. Είναι παθητικοί και φοβούνται να μιλήσουν για να μην χάσουν τον σύντροφο τους, γι’ αυτό βιώνουν ‘φτωχές’ σχέσεις όπως και τους άλλους ανασφαλείς τύπους προσκόλλησης (Anyika, 2018).

Συνοψίζοντας, ο πρώτος δεσμός με τους γονείς, συνήθως με την μητέρα μας, είναι σημαντικός γιατί γεννά προσδοκίες, πιστεύω, σκέψεις και συμπεριφορές όπου αποτελεί μέρος τις προσωπικότητας μας, καθώς οι μελλοντικές μας σχέσεις κτίζονται πάνω σ’ αυτήν. Οι ασφαλείς τύποι συντρόφων βιώνουν ευχάριστες, ασφαλές, έμπιστες, υγιείς και μακροπρόθεσμες σχέσεις, σε σύγκριση με τους ανασφαλείς τύπους προσκόλλησης (εμμονικός, απορριπτικός και φοβικός) που βιώνουν τοξικές και βραχυπρόθεσμες σχέσεις. Πάρ’ όλα αυτά, αυτό δεν σημαίνει ότι οι ασφαλείς τύποι συντρόφων δεν βιώνουν δυσκολίες μέσα στις σχέσεις τους. Είναι σημαντικό εδώ να πούμε ότι οι τύποι προσκόλλησης δεν είναι ‘πάγιοι’ αλλά επηρεάζονται από τα δραματικά γεγονότα της ζωής, δηλαδή μια σοβαρή αρρώστια, ένας χωρισμός, ένα τροχαίο και στην ακραία περίπτωση, ένας θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου μπορεί να αλλάξει τον τύπο από ασφαλή σε μη-ασφαλή.

Βλέπουμε πως ανάλογα με τον τύπο δεσμού που ο καθένας μας φέρνει από το παρελθόν, επηρεάζει τα συναισθήματα μας, και σε μεγάλο βαθμό καθορίζει την έκβαση των σχέσεων. Δυστυχώς, από τα στοιχεία που προκύπτουν από τις έρευνες στην θεραπεία ζευγαριών, τα πιο συχνά ζευγάρια που σχηματίζονται είναι όταν ο ένας σύντροφος είναι διαθέσιμος (εμμονικός) και ο άλλος μη-διαθέσιμος (απορριπτικός η φοβικός), που σημαίνει ότι η σχέση έχει πολλές πιθανότητες να αποτύχει. Αυτό συνεπάγεται ότι οι σχέσεις που αναπτύσσουμε είναι δυαδικές και δυναμικές, καθώς ο ένας τύπος της προσκόλλησης προσπαθεί να ‘κουμπώσει’ σ’ έναν άλλον.

Όπως είδαμε, η προσκόλληση είναι επίσης ένα βιολογικό σύστημα προσέγγισης, το όποιο υπάρχει από τη γέννησή μας. Σαν θεωρία είναι σημαντική γιατί συμβάλλει στην επιβίωση, αναπαραγωγή και ανάπτυξη, οργανώνει και εξηγεί μοτίβα συμπεριφοράς συμφώνα με τον τύπο, προβλέπει την έκβαση της σχέσης σε έναν ικανοποιητικό βαθμό, περιέχει το στοιχείο του συναισθήματος και τις κοινωνικοποίησης με το μεγαλύτερο μέρος της συμπεριφοράς αυτής να είναι υποσυνείδητη. Με κάποια τεστ μπορούμε να βρούμε το δικό μας τύπο προσέγγισης και με την ψυχοθεραπεία κάποιος που έχει ανακαλύψει ότι είναι μη-ασφαλής μπορεί να γίνει ασφαλής, δημιουργώντας όμορφες και υγιείς σχέσεις.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου