Πέμπτη 26 Ιουλίου 2018

Ο Άνταμ Σμιθ, τα μέσα παραγωγής και οι αντιφάσεις

Ο Σμιθ ερευνώντας τις μορφές που μπορεί να πάρει το κεφάλαιο, δηλαδή το συσσωρευμένο χρήμα που θα χρησιμοποιηθεί για να γεννήσει κέρδος, το διαχωρίζει σε πάγιο και κυκλοφορούν: «Κατά πρώτον, είναι δυνατόν να απασχοληθεί στην καλλιέργεια, την κατασκευή, ή την αγορά αγαθών και την πώλησή τους με κέρδος. Το απασχολούμενο με αυτόν τον τρόπο κεφάλαιο, για όσο διάστημα παραμένει στην κατοχή του ή διατηρεί την ίδια μορφή, δεν αποφέρει κανένα εισόδημα ή κέρδος σε αυτόν που το απασχολεί. Τα αγαθά του εμπόρου, μέχρις ότου πωληθούν έναντι χρημάτων, δεν του αποφέρουν κανένα κέρδος ή εισόδημα, και τα χρήματα που εισπράττει από την πώλησή τους δεν του αποφέρουν κανένα όφελος παρά μόνο αφού ανταλλαγούν και πάλι με αγαθά. Το κεφάλαιό του απομακρύνεται από αυτόν με μια μορφή και επιστρέφει σε αυτόν με μια άλλη, και μπορεί να του αποφέρει κάποιο κέρδος μόνο μέσω αυτής της κυκλοφορίας ή των διαδοχικών ανταλλαγών. Για το λόγο αυτό, τα κεφάλαια αυτά μπορούμε να τα αποκαλέσουμε κυκλοφορούντα κεφάλαια».
 
 Από την άλλη μεριά το πάγιο κεφάλαιο, είναι το κεφάλαιο που επενδύεται στα μέσα που μπορούν να διευκολύνουν την παραγωγή, δηλαδή στις αναγκαίες συνθήκες που χωρίς αυτές είναι αδύνατο να προχωρήσει η εκάστοτε παραγωγική δραστηριότητα: «Κατά δεύτερον, είναι δυνατόν να απασχολήσει κανείς το κεφάλαιό του στην καλλιέργεια της γης, στην αγορά χρήσιμων μηχανών και εργαλείων, και άλλων παρόμοιων αντικειμένων που αποφέρουν ένα εισόδημα ή κέρδος, χωρίς να αλλάζουν κατόχους ή χωρίς να χρειάζεται να κυκλοφορήσουν περαιτέρω. Θα μπορούσαμε, επομένως, τα κεφάλαια αυτά να τα αποκαλέσουμε πάγια κεφάλαια».
 
                Καθίσταται λοιπόν σαφές ότι τα έξοδα που αφορούν την αγορά των παραγωγικών μέσων τοποθετούνται στο πάγιο κεφάλαιο, ενώ οι μισθοί των εργαζομένων που θα βάλουν σε λειτουργία τα μέσα παραγωγής τοποθετούνται στο κυκλοφορούν κεφάλαιο. (Φυσικά και η αγορά των πρώτων υλών τοποθετείται επίσης στο κυκλοφορούν κεφάλαιο, αφού δεν είναι τίποτε άλλο από υλικά που καταναλώνονται άμεσα στην παραγωγική διαδικασία. Το πάγιο κεφάλαιο καταναλώνεται σε βάθος χρόνου): «Το τμήμα του κεφαλαίου ενός αγρότη επιχειρηματία που απασχολείται στα εργαλεία της καλλιέργειας είναι πάγιο κεφάλαιο. Αυτό που απασχολείται στους μισθούς και στη συντήρηση των εργαζομένων στο αγρόκτημα είναι κυκλοφορούν κεφάλαιο. Από το πρώτο τμήμα ο αγρότης – επιχειρηματίας αντλεί ένα κέρδος μέσω της κατοχής του, ενώ από το άλλο αντλεί κέρδος αποχωριζόμενος αυτό».
 
                Στηριζόμενος σ’ αυτό το διαχωρισμό ο Σμιθ προχωρά στο διαχωρισμό του γενικού απόθεματος μιας χώρας σε τρία μέρη. Αυτό που προορίζεται σε άμεση κατανάλωση (απόθεμα τροφίμων, ενδυμάτων, επίπλων, κτιρίων κτλ που έχει ήδη αγοραστεί από τους κατοίκους και βρίσκεται σε χρήση), το πάγιο κεφάλαιο (μηχανές που λειτουργούν ως παραγωγικά μέσα, κτίρια που φιλοξενούν την παραγωγική διαδικασία, βελτιώσεις της γης που συμβάλλουν στην αύξηση της γεωργικής παραγωγής, αλλά και ανθρώπινη εμπειρία που αυξάνει την επιδεξιότητα προάγοντας την παραγωγική δυναμική) και το κυκλοφορούν κεφάλαιο (το χρήμα που διευκολύνει τις συναλλαγές, το απόθεμα των μέσων διαβίωσης – κρέατα, σιτηρά κλπ – που δεν έχουν ακόμη καταναλωθεί, τα ακατέργαστα υλικά που θα αποτελέσουν τις πρώτες ύλες για τη συνέχεια της παραγωγής και το σύνολο των προϊόντων που βρίσκονται στα χέρια των εμπόρων περιμένοντας την πώληση): «Μοναδικός στόχος και σκοπός τόσο του πάγιου, όσο και του κυκλοφορούντος κεφαλαίου είναι η διατήρηση και αύξηση του αποθέματος που είναι δυνατόν να αφιερωθεί στην άμεση κατανάλωση. Ακριβώς αυτό το απόθεμα προσφέρει τη διατροφή, την ένδυση και τη στέγαση των ανθρώπων. Τα πλούτη ή η φτώχεια τους εξαρτώνται από το πόσο μικρές ή μεγάλες είναι οι ποσότητες του αποθέματος της άμεσης κατανάλωσης που μπορούν να προκύψουν από τα δύο αυτά κεφάλαια».
 
                Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται ο πυρήνας της σκέψης του Σμιθ αναφορικά με τον πλούτο των εθνών. Η διαρκής αύξηση της παραγωγής δεν είναι τίποτε άλλο από την αύξηση του κοινωνικού προϊόντος που θα βελτιώσει την ποιότητα της ζωής των ανθρώπων. Ο οικονομικός σχεδιασμός της κοινωνίας, ή αλλιώς η επιλογή του οικονομικού μοντέλου μιας κοινωνίας, αφορά τον τρόπο της διευκόλυνσης της παραγωγικής διαδικασίας που θα επιφέρει την άνοδο του βιοτικού επιπέδου. Αυτή είναι και η πρόταση της ελεύθερης αγοράς, δηλαδή ο διαρκής ανταγωνισμός, που δεν έχει άλλη επιλογή από τη διαρκή αύξηση και βελτίωση των προϊόντων, τα οποία (κατά το Σμιθ πάντα) αποτελούν το κοινωνικό απόθεμα. Με άλλα λόγια βρισκόμαστε μπροστά στη θεμελίωση του οικονομικού συστήματος που καθιστά την πρόοδο της παραγωγής απαραίτητη συνθήκη οποιασδήποτε επιχειρηματικής δραστηριότητας. Αν κάποιος θέλει να επιβιώσει επιχειρηματικά οφείλει να αποσκοπεί στην όλο και πιο διευρυμένη παραγωγή, αφού μόνο έτσι θα προσφέρει στο κοινωνικό απόθεμα. Τέτοιους επιχειρηματίες χρειάζεται η κοινωνία και τέτοιους οφείλει να επιβάλει και το οικονομικό σύστημα. Όποιος δε θέλει να προσαρμοστεί σ’ αυτό, μοιραία θα ξεβραστεί από μόνος του.
 
                Το ζήτημα λοιπόν για το Σμιθ είναι απλό. Εφόσον το κεφάλαιο χωρίζεται σε πάγιο και κυκλοφορούν, κι εφόσον το κυκλοφορούν αφορά τους μισθούς της εργασίας δε μένει παρά να βρεθούν οι τρόποι ώστε να μειωθεί το κόστος του πάγιου κεφαλαίου, που αναγκαστικά θα περάσει στο κυκλοφορούν, αυξάνοντας τους μισθούς της εργασίας. Με δυο λόγια, βρισκόμαστε μπροστά στην αύξηση του εισοδήματος της κοινωνίας, που ασφαλώς εξασφαλίζει την άνετη ζωή σε όλους όσους συμβάλλουν στη διόγκωση του κοινωνικό πλούτου: «οι μηχανές και τα επαγγελματικά εργαλεία που απαρτίζουν το πάγιο κεφάλαιο έχουν την εξής επιπλέον ομοιότητα με το τμήμα εκείνο του κυκλοφορούντος κεφαλαίου που συνίσταται σε χρήμα: κάθε εξοικονόμηση δαπανών για την παραγωγή και την υποστήριξη αυτών των μηχανών, που δε μειώνει την παραγωγική δύναμη της εργασίας, αποτελεί βελτίωση του καθαρού εισοδήματος της κοινωνίας».Για να ολοκληρώσει: «Επομένως, κάθε εξοικονόμηση στις δαπάνες συντήρησης του πάγιου κεφαλαίου που δε μειώνει την παραγωγική δυνατότητα της εργασίας, πρέπει να αυξάνει τους πόρους που θέτουν σε κίνηση την ανθρώπινη φιλοπονία και, κατά συνέπεια, το ετήσιο προϊόν της γης και της εργασίας, το πραγματικό εισόδημα κάθε κοινωνίας».
 
                Όμως, η ταύτιση της αύξησης της παραγωγής με την άνοδο του κοινωνικού εισοδήματος εμπεριέχει την προβληματική της κατοχής των μέσων παραγωγής. Γιατί, από τη στιγμή που τα μέσα παραγωγής ανήκουν στον ιδιώτη που είχε το κεφάλαιο να τα αποκτήσει (όπως και η μισθωτή εργασία που επίσης ανήκει στον κεφαλαιοκράτη που την αγοράζει ως προϊόν), τότε αυτομάτως και τα παραγόμενα αγαθά δεν έχουν άλλη επιλογή απ’ το να ανήκουν σ’ αυτόν. Κι εφόσον τα παραγόμενα αγαθά αποτελούν ιδιοκτησία – πράγμα αυτονόητο από τον τρόπο παραγωγής τους που εκλαμβάνεται ως ατομική κι όχι ως συλλογική επένδυση – είναι προφανές ότι (τουλάχιστο σε πρώτη φάση) είναι ζήτημα ατομικό κι όχι κοινωνικό. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο ιδιώτης – κάτοχος των προϊόντων θέλει να τα πουλήσει. Θέλει δηλαδή να τα περάσει στην κοινωνική κατανάλωση, αποσκοπώντας στο προσωπικό του κέρδος. Όμως, όταν κάποιος εμπορεύεται ένα προϊόν προς όφελός του, αυτό δε σημαίνει ότι είναι κοινωνικό προϊόν. Είναι ατομικό προϊόν, κι ως τέτοιο διοχετεύεται στην αγορά. Γι’ αυτό και αξιώνει και προσοδοφόρα χρηματικά ανταλλάγματα. Το ότι το προϊόν αυτό θα καταναλωθεί από τον κόσμο δε σημαίνει ότι αποτελεί κοινωνικό εισόδημα. Αποτελεί ατομικό εισόδημα αυτού που το πουλάει. Γι’ αυτό και τη χρήση του δε θα την απολαύσουν όλοι, αλλά μόνο αυτοί που πλήρωσαν. Αυτοί δηλαδή που απέδωσαν το κέρδος στον άνθρωπο που το έφερε στην αγορά. Το ότι η πληθώρα των προϊόντων της μαζικής παραγωγής θα ρίξουν τις τιμές και θα τα κάνουν πιο προσιτά στο κοινό, επαφίεται και πάλι στη βούληση του ιδιώτη που τα κατέχει, αφού είναι το ίδιο πρόσωπο που κατέχει και τα αγαθά και τους μισθούς εργασίας. Έχοντας απόλυτη συνείδηση ότι αποσκοπεί αποκλειστικά στο κέρδος, το μόνο που χρειάζεται είναι η συντήρηση των εργαζομένων κι όχι οι απολαύσεις τους. Με άλλα λόγια, αν μειωθούν οι τιμές των αγαθών, αν δηλαδή μειωθεί το κόστος της συντήρησής των εργαζομένων, δεν έχει παρά να προβεί σε μείωση κι όχι σε αύξηση μισθών, ώστε να συνεχίζεται η παραγωγική διαδικασία με ακόμη μικρότερο κόστος. Υπό αυτές τις συνθήκες η τεχνολογική ανάπτυξη που εκτινάσσει την παραγωγή αποτελεί περιουσία του κατόχου της, δηλαδή του ανθρώπου που την αγοράζει εκσυγχρονίζοντας τις παραγωγικές του δυνάμεις κι όχι της κοινωνίας, όπως οραματίζεται ο Σμιθ, αφού τα τελικά κέρδη τα καρπώνεται αυτός και μόνο αυτός.
 
                Ο Σμιθ, βλέποντας ότι το βιοτικό επίπεδο των ανθρώπων γνωρίζει ανοδική πορεία μέσα στο πέρασμα των αιώνων, θεωρεί ότι η βελτίωση των παραγωγικών δυνάμεων και η συνακόλουθη αύξηση  της μάζας των προϊόντων συνεπάγεται αυτομάτως την αύξηση του κοινωνικού εισοδήματος. Κι από τη στιγμή που η επιθυμία για κέρδος συμβάλλει προς αυτή την κατεύθυνση, δε χρειάζεται να αποκρύβεται ως κάτι αρνητικό: «Το μοναδικό κίνητρο που καθοδηγεί τον κάτοχο ενός κεφαλαίου στο να απασχολήσει το κεφάλαιό του είτε στην αγροτική οικονομία, είτε στη μανιφακτούρα, είτε σε κάποιον άλλο κλάδο του χονδρικού ή του λιανικού εμπορίου είναι η επιδίωξη του ιδιαίτερου ατομικού του κέρδους. Δεν περνά ποτέ από το μυαλό του να υπολογίσει τις διαφορετικές ποσότητες παραγωγικής εργασίας που μπορεί να θέσει σε κίνηση αυτό το κεφάλαιο και τις διαφορετικές αξίες που μπορεί να προσθέσει στο ετήσιο προϊόν της γης και της εργασίας της κοινωνίας, ανάλογα με το αν απασχολείται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Επομένως, στις χώρες όπου η επικερδέστερη όλων των απασχολήσεων είναι η γεωργία, και η καλλιέργεια και η βελτίωση της γης είναι ο πιο άμεσος δρόμος για μια λαμπρή περιουσία, τα κεφάλαια των ιδιωτών φυσιολογικά θα απασχολούνται με τον επωφελέστερο τρόπο για ολόκληρη την κοινωνία».
 
                Αποδεχόμενοι ότι η ποιότητα ζωής στο δυτικό κόσμο έχει γνωρίσει άλματα σε σχέση με τους προηγούμενους αιώνες θα λέγαμε ότι ο καπιταλισμός, ως το σύστημα της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, επέφερε την πρόοδο που επικαλείται ο Σμιθ. Αναλογιζόμενοι όμως την εξαθλίωση του τρίτου κόσμου, τους διαρκείς πολέμους για το πετρέλαιο στην Ασία, την πείνα και τη βαρβαρότητα που μαστίζει το μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη, δε μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε ότι η ευημερία κάθε άλλο παρά είχε πανανθρώπινο χαρακτήρα. Σήμερα, που οι μονάδες παραγωγής έχουν φύγει από το δυτικό κόσμο προς αναζήτηση επιπλέον κερδών, το φάντασμα της φτώχειας γίνεται ορατό και στη δύση. Γιατί το κέρδος δεν έχει πατρίδα. Ούτε αισθήματα. Πόσο μάλλον κοινωνική συνείδηση. Η έννοια του κέρδους, ως μέγεθος που διαρκώς πρέπει να μεγαλώνει, δεν έχει άλλη επιλογή από τη σύγκρουση. Κι εδώ δε μιλάμε μόνο για την πάλη των τάξεων (που σωστά οριοθέτησε ο Μαρξ), αλλά για την πάλη της επιβίωσης που στρέφεται προς πάσα κατεύθυνση. Οι εργάτες αλληλοσπαράσσονται προκειμένου να εξασφαλίσουν το μεροκάματο. Οι μικροεπιχειρηματίες βρίσκονται σε απόγνωση. Τα όρια του θεμιτού γίνονται όλο και πιο δυσδιάκριτα. Το έγκλημα γνωρίζει έξαρση χωρίς προηγούμενο. Κι όλα αυτά στο πλαίσιο του ανταγωνισμού που θα διευρύνει το κοινωνικό εισόδημα!
 
                Ο Σμιθ δε συνειδητοποίησε το μέγεθος της εξουσίας που παραχωρείται στους κεφαλαιοκράτες – κατόχους των μέσων παραγωγής. (Την αληθινή διάσταση αυτού θα τη δώσει ο Μαρξ αργότερα). Ο κάτοχος των μέσων παραγωγής είναι αυτός που διαχειρίζεται την παραγωγή των αγαθών και το επίπεδο της μισθοδοσίας. Είναι δηλαδή αυτός που τα έχει όλα δικά του. Ο πλούτος του, που διαρκώς διευρύνεται, είναι θέμα χρόνου το πότε θα στραφεί ενάντια στην κοινωνία προκειμένου να εξασφαλίσει ακόμη περισσότερα. Με άλλα λόγια, είναι θέμα χρόνου το πότε θα αρχίσει να επηρεάζει και τις πολιτικές αποφάσεις. Από τη στιγμή που το ανεξέλεγκτο κεφάλαιο καθορίζει και την πολιτική ζωή (χρηματοδοτήσεις πολιτικών κομμάτων, έλεγχος ΜΜΕ, σχέσεις εξάρτησης με πρόσωπα και πράγματα, κλπ) αυτό που απομένει είναι η ολοκληρωτική δικτατορία του χρήματος. (Χωρίς να υπολογίσουμε τις χρηματιστηριακές κομπίνες και τα συναφή). Και δε θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Γιατί το ανεξέλεγκτο κέρδος  δεν είναι παρά ανεξέλεγκτη δύναμη.
 
                Ο Σμιθ πέφτει στις αντιφάσεις που ο ίδιος επισήμανε. Από τη μια υποστηρίζει το ορθό της κατοχής των μέσων παραγωγής από τους κεφαλαιοκράτες επιχειρηματίες χωρίς τον ελάχιστο περιορισμό, με την προϋπόθεση του διαρκούς ανταγωνισμού (που στην ουσία αντικρούεται πάνω στο δόγμα της διαρκούς προσπάθειας για πλουτισμό, η οποία μοιραία θα αποκλείσει τους περισσότερους δίνοντας στους εναπομείναντες τη δυνατότητα του άμετρου πλουτισμού, δηλαδή της άμετρης εξουσίας), κι από την άλλη επισημαίνει την επιφυλακτικότητα που πρέπει να έχει η κοινωνία απέναντι σ’ αυτούς τους ανθρώπους, που κρίνονται ιδιαιτέρως επικίνδυνοι, αφού τα συμφέροντά τους «δε συνδέονται μ’ αυτά της κοινωνίας»: «Ωστόσο, το συμφέρον των επιχειρηματιών, σε οποιοδήποτε κλάδο του εμπορίου ή της μανιφακτούρας, είναι πάντα από ορισμένες απόψεις διαφορετικό, και μάλιστα αντίθετο από αυτό της χώρας. Το συμφέρον τους είναι πάντα η διεύρυνση της αγοράς και ο περιορισμός τους ανταγωνισμού. Η διεύρυνση της αγοράς ενδέχεται συχνά να συμβαδίζει σε σημαντικό βαθμό με τα συμφέροντα της κοινωνίας. Αλλά ο περιορισμός του ανταγωνισμού είναι πάντα αντίθετος μ’ αυτά, και το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να δώσει στους επιχειρηματίες τη δυνατότητα να επιβάλουν, για δικό τους λογαριασμό, έναν αυθαίρετο φόρο επί των άλλων συμπολιτών τους, μέσω της αύξησης των κερδών τους πάνω από τα φυσικά τους επίπεδα. Η πρόταση κάθε νέου νόμου ή ρύθμισης του εμπορίου που προέρχεται από αυτή την τάξη θα πρέπει πάντα να ακούγεται με επιφύλαξη και δε θα πρέπει να υιοθετείται, παρά μόνο έπειτα από μακρά και προσεκτική εξέταση, με την επίδειξη της μέγιστης σχολαστικότητας αλλά και της μέγιστης καχυποψίας. Οι προτάσεις αυτές προέρχονται από μια τάξη ανθρώπων, των οποίων τα συμφέροντα δεν ταυτίζονται ποτέ με αυτά της χώρας, που έχουν γενικά συμφέρον να εξαπατούν, ακόμα και να καταπιέζουν τη χώρα, και οι οποίοι, για το λόγο αυτό, σε πολλές περιπτώσεις και την εξαπάτησαν, αλλά και την καταπίεσαν».
 
Άνταμ Σμιθ: Έρευνα για τη φύση και τις αιτίες του πλούτου των εθνών

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου