Γουστάρουμε να παίζουμε ρόλους στη ζωή μας. Μα πιο πολύ απ’ όλα γουστάρουμε να επεμβαίνουμε στις ζωές των άλλων. Σαν ακροατές, σαν συμβουλάτορες, σαν διασώστες. Είναι η ευχαρίστηση του να ξέρεις πως δεν έχεις μόνο εσύ προβλήματα σ’ αυτή τη ζωή. Είναι η ανακούφιση του να βλέπεις πως, ίσως, υπάρχουν και πιο σημαντικά θέματα απ’ τα δικά σου. Αλλά και πάλι, μπορεί απλά να θέλεις να νιώσεις πως μέσα σου υπάρχει η δύναμη να βρεθεί μια λύση. Κι ας φαίνονται όλα ένα αδιέξοδο.
Μα αν το καλοσκεφτείς, τα πιο σημαντικά άτομα της ζωής σου εναποθέτουν πάνω σου όλες τους τις ανησυχίες. Δε σου ζητάνε απαραίτητα βοήθεια και σίγουρα κανείς δε σου εγγυάται ότι θα ακολουθήσουν την όποια συμβουλή τους δώσεις. Αλλά το παράπονο κι η απογοήτευση μπορούν να γίνουν ποτάμι ορμητικό κι η ανάγκη να απελευθερωθούν τα νερά του είναι άμεση. Κι όταν όλα τα νερά ξεχύνονται πάνω σου, εσύ δεν μπορείς να καθίσεις σιωπηλός στο χείμαρρο μπροστά σου. Ούτε και θέλεις, βέβαια. Είναι στη φύση του ανθρώπου να θέλει να γίνεται σωτήρια λέμβος για όλους του υπόλοιπους. Να σώσει όσους μπορεί, όπως μπορεί.
Αρχίζεις, λοιπόν, και με απίστευτη ευχέρεια ρητορεύεις για όλα εκείνα που είναι τόσο προφανή, μα ο άνθρωπος μπροστά σου δεν τα βλέπει. Στο φιλαράκι σου που δε βλέπει το αδιέξοδο της σχέσης του, στη μάνα σου που δε βλέπει πως όλα στη ζωή δεν είναι ένας ατελείωτος αγώνας δρόμου, όπου πρέπει να τρέχεις για όλα και για όλους. Στη μικρή σου αδερφή σου που δεν ξέρει ακόμη πώς να βάλει προτεραιότητες στη ζωή της. Γίνεσαι για μια στιγμή η αλήθεια πίσω από κάθε παράσταση. Αυτή είναι εξάλλου κι η μαγεία του να είσαι το τρίτο πρόσωπο μιας ιστορίας. Τα βλέπεις όλα κι έχεις λόγο για όλα.
Κι οι συμβουλές δίνουν και παίρνουν και τα λόγια παρηγοριάς πάνε κι έρχονται. Μα, ναι, ξέρω. Κανείς δεν ακούει ποτέ τη φωνή της λογικής. Όχι μέχρι να είναι πολύ αργά. Κι έτσι βλέπεις τα λόγια σου να επιβεβαιώνονται μόνο που το αποτέλεσμα δεν ήταν αυτό που φανταζόσουν. Γιατί κάπου στην πορεία τα λόγια σου χάθηκαν κι εκείνοι έκαναν και πάλι του κεφαλιού τους.
Μετά από μια δυνατή μπόρα, όμως, στη φύση έρχεται μια ξαφνική απάθεια. Είναι η στιγμή που νιώθεις μέσα σου την ευχαρίστηση ότι είχες δίκιο. Η στιγμή που μπορείς να πεις στον άλλον «Στα ‘λεγα εγώ», μα δεν το κάνεις ποτέ. Η στιγμή που όλα έχουν τελειώσει. Και το μόνο που ακούγεται είναι ένα δειλό: «Είχες δίκιο. Την επόμενη φορά θα κάνω ακριβώς αυτό που θα μου πεις». Είχες δίκιο. Μα την επόμενη φορά δε θα κάνει αυτό που θα του πεις.
Γίνεσαι, επομένως, το μικρό καραβάκι που προσπαθεί να χωρέσει και τους χίλιους επιβάτες του ναυαγισμένου πια πλοίου. Σε σημείο να πηδάς εσύ ο ίδιος στη θάλασσα. Γιατί ξεχνάς πως η ζωή προχωράει και για εσένα απαιτώντας την πλήρη προσοχή σου. Ξαφνικά γίνεσαι πρωταγωνιστής και δεν είσαι πια στο backstage. Όλα όσα πριν φαίνονταν δεδομένα τώρα είναι θολά κι ακαθόριστα. Το τέλος, που πριν το ήξερες σχεδόν απ’ την αρχή, πλέον είναι η τελευταία σελίδα του –εφτακοσίων σελίδων– μυθιστορήματός σου κι είσαι πολύ απασχολημένος για να του δώσεις σημασία από τώρα. Τώρα σημασία έχει το ταξίδι. Μα ξεχνάς πως όλα τα ταξίδια κάπου καταλήγουν.
Κι όταν τα προβλήματα σου χτυπούν την πόρτα το μυαλό μπλοκάρει και τους ανοίγει χωρίς δεύτερη σκέψη. Μα και στη συνέχεια δεν μπορεί να πάρει μπρος για να βρει τρόπο να τα ξεφορτωθεί. Όλη η σοφία που πριν επιδείκνυες χαρούμενος δεν υπάρχει πια. Άφησε στη θέση της στη σοφία των άλλων. Και, φυσικά, η ιστορία επαναλαμβάνεται. Δεν είσαι πιο έξυπνος από εκείνους. Κάνεις κι εσύ του κεφαλιού σου. Και στο τέλος ένα θυμωμένο «Πώς την πάτησα εγώ έτσι;» σε κατακλύζει από παντού. Γιατί δεν ακούς τις ίδιες σου τις συμβουλές την ύστατη στιγμή. Η δική σου περίπτωση είναι διαφορετική κι όχι μια απ’ τα ίδια. Σωστά;
Είμαστε πολύ σοφοί για τους άλλους. Μα για τον εαυτό μας τα κάνουμε θάλασσα. Και το ίδιο θα γίνεται πάντα. Δεν μπορείς να είσαι αντικειμενικός με τον εαυτό σου. Τον αγαπάς πάρα πολύ για να μπορέσεις να τον πληγώσεις με μια σκληρή αλήθεια. Προτιμάς να αφήσεις τους άλλους να το κάνουν.
Και στο τέλος βλέπεις πως είναι χίλιες φορές προτιμότερο να ζεις τις ζωές εκείνων παρά τη δική σου. Η δική σου ζωή σε φοβίζει γιατί σου κλείνει τα μάτια και δεν μπορείς να ξέρεις τι σε περιμένει. Και το θύμα –ή ο θύτης– δε θα είναι κάποιος άλλος απ’ τον εαυτό σου. Στις ζωές των άλλων μπορεί να είσαι εκτός, είσαι, όμως, κι ασφαλής. Και με τα μάτια σου ανοιχτά. Έτοιμος να επέμβεις αποτελεσματικά όποτε σου ζητηθεί. Κι αυτό ακριβώς κάνεις.
Μα αν το καλοσκεφτείς, τα πιο σημαντικά άτομα της ζωής σου εναποθέτουν πάνω σου όλες τους τις ανησυχίες. Δε σου ζητάνε απαραίτητα βοήθεια και σίγουρα κανείς δε σου εγγυάται ότι θα ακολουθήσουν την όποια συμβουλή τους δώσεις. Αλλά το παράπονο κι η απογοήτευση μπορούν να γίνουν ποτάμι ορμητικό κι η ανάγκη να απελευθερωθούν τα νερά του είναι άμεση. Κι όταν όλα τα νερά ξεχύνονται πάνω σου, εσύ δεν μπορείς να καθίσεις σιωπηλός στο χείμαρρο μπροστά σου. Ούτε και θέλεις, βέβαια. Είναι στη φύση του ανθρώπου να θέλει να γίνεται σωτήρια λέμβος για όλους του υπόλοιπους. Να σώσει όσους μπορεί, όπως μπορεί.
Αρχίζεις, λοιπόν, και με απίστευτη ευχέρεια ρητορεύεις για όλα εκείνα που είναι τόσο προφανή, μα ο άνθρωπος μπροστά σου δεν τα βλέπει. Στο φιλαράκι σου που δε βλέπει το αδιέξοδο της σχέσης του, στη μάνα σου που δε βλέπει πως όλα στη ζωή δεν είναι ένας ατελείωτος αγώνας δρόμου, όπου πρέπει να τρέχεις για όλα και για όλους. Στη μικρή σου αδερφή σου που δεν ξέρει ακόμη πώς να βάλει προτεραιότητες στη ζωή της. Γίνεσαι για μια στιγμή η αλήθεια πίσω από κάθε παράσταση. Αυτή είναι εξάλλου κι η μαγεία του να είσαι το τρίτο πρόσωπο μιας ιστορίας. Τα βλέπεις όλα κι έχεις λόγο για όλα.
Κι οι συμβουλές δίνουν και παίρνουν και τα λόγια παρηγοριάς πάνε κι έρχονται. Μα, ναι, ξέρω. Κανείς δεν ακούει ποτέ τη φωνή της λογικής. Όχι μέχρι να είναι πολύ αργά. Κι έτσι βλέπεις τα λόγια σου να επιβεβαιώνονται μόνο που το αποτέλεσμα δεν ήταν αυτό που φανταζόσουν. Γιατί κάπου στην πορεία τα λόγια σου χάθηκαν κι εκείνοι έκαναν και πάλι του κεφαλιού τους.
Μετά από μια δυνατή μπόρα, όμως, στη φύση έρχεται μια ξαφνική απάθεια. Είναι η στιγμή που νιώθεις μέσα σου την ευχαρίστηση ότι είχες δίκιο. Η στιγμή που μπορείς να πεις στον άλλον «Στα ‘λεγα εγώ», μα δεν το κάνεις ποτέ. Η στιγμή που όλα έχουν τελειώσει. Και το μόνο που ακούγεται είναι ένα δειλό: «Είχες δίκιο. Την επόμενη φορά θα κάνω ακριβώς αυτό που θα μου πεις». Είχες δίκιο. Μα την επόμενη φορά δε θα κάνει αυτό που θα του πεις.
Γίνεσαι, επομένως, το μικρό καραβάκι που προσπαθεί να χωρέσει και τους χίλιους επιβάτες του ναυαγισμένου πια πλοίου. Σε σημείο να πηδάς εσύ ο ίδιος στη θάλασσα. Γιατί ξεχνάς πως η ζωή προχωράει και για εσένα απαιτώντας την πλήρη προσοχή σου. Ξαφνικά γίνεσαι πρωταγωνιστής και δεν είσαι πια στο backstage. Όλα όσα πριν φαίνονταν δεδομένα τώρα είναι θολά κι ακαθόριστα. Το τέλος, που πριν το ήξερες σχεδόν απ’ την αρχή, πλέον είναι η τελευταία σελίδα του –εφτακοσίων σελίδων– μυθιστορήματός σου κι είσαι πολύ απασχολημένος για να του δώσεις σημασία από τώρα. Τώρα σημασία έχει το ταξίδι. Μα ξεχνάς πως όλα τα ταξίδια κάπου καταλήγουν.
Κι όταν τα προβλήματα σου χτυπούν την πόρτα το μυαλό μπλοκάρει και τους ανοίγει χωρίς δεύτερη σκέψη. Μα και στη συνέχεια δεν μπορεί να πάρει μπρος για να βρει τρόπο να τα ξεφορτωθεί. Όλη η σοφία που πριν επιδείκνυες χαρούμενος δεν υπάρχει πια. Άφησε στη θέση της στη σοφία των άλλων. Και, φυσικά, η ιστορία επαναλαμβάνεται. Δεν είσαι πιο έξυπνος από εκείνους. Κάνεις κι εσύ του κεφαλιού σου. Και στο τέλος ένα θυμωμένο «Πώς την πάτησα εγώ έτσι;» σε κατακλύζει από παντού. Γιατί δεν ακούς τις ίδιες σου τις συμβουλές την ύστατη στιγμή. Η δική σου περίπτωση είναι διαφορετική κι όχι μια απ’ τα ίδια. Σωστά;
Είμαστε πολύ σοφοί για τους άλλους. Μα για τον εαυτό μας τα κάνουμε θάλασσα. Και το ίδιο θα γίνεται πάντα. Δεν μπορείς να είσαι αντικειμενικός με τον εαυτό σου. Τον αγαπάς πάρα πολύ για να μπορέσεις να τον πληγώσεις με μια σκληρή αλήθεια. Προτιμάς να αφήσεις τους άλλους να το κάνουν.
Και στο τέλος βλέπεις πως είναι χίλιες φορές προτιμότερο να ζεις τις ζωές εκείνων παρά τη δική σου. Η δική σου ζωή σε φοβίζει γιατί σου κλείνει τα μάτια και δεν μπορείς να ξέρεις τι σε περιμένει. Και το θύμα –ή ο θύτης– δε θα είναι κάποιος άλλος απ’ τον εαυτό σου. Στις ζωές των άλλων μπορεί να είσαι εκτός, είσαι, όμως, κι ασφαλής. Και με τα μάτια σου ανοιχτά. Έτοιμος να επέμβεις αποτελεσματικά όποτε σου ζητηθεί. Κι αυτό ακριβώς κάνεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου