[213] Περὶ δὲ Κτησιφῶντος τοῦ γράψαντος τὴν γνώμην βραχέα βούλομαι εἰπεῖν, τὰ δὲ πολλὰ ὑπερβήσομαι, ἵνα καὶ πεῖραν λάβω εἰ δύνασθε τοὺς σφόδρα πονηρούς, κἂν μή τις προείπῃ, διαγιγνώσκειν. Ὃ δ᾽ ἐστὶ κοινὸν καὶ δίκαιον κατ᾽ ἀμφοτέρων αὐτῶν ἀπαγγεῖλαι πρὸς ὑμᾶς, τοῦτ᾽ ἐρῶ. Περιέρχονται γὰρ τὴν ἀγορὰν ἀληθεῖς κατ᾽ ἀλλήλων ἔχοντες δόξας καὶ λόγους οὐ ψευδεῖς λέγοντες.
[214] Ὁ μὲν γὰρ Κτησιφῶν οὐ τὸ καθ᾽ ἑαυτόν φησι φοβεῖσθαι, ἐλπίζειν γὰρ δόξειν ἰδιώτης εἶναι, ἀλλὰ τὴν τοῦ Δημοσθένους ἐν τῇ πολιτείᾳ δωροδοκίαν φησὶ φοβεῖσθαι καὶ τὴν ἐμπληξίαν καὶ δειλίαν ὁ δὲ Δημοσθένης εἰς αὑτὸν μὲν ἀποβλέπων θαρρεῖν φησιν, τὴν δὲ τοῦ Κτησιφῶντος πονηρίαν καὶ πορνοβοσκίαν ἰσχυρῶς δεδιέναι. Τοὺς δὴ κατεγνωκότας ἀλλήλων μηδαμῶς ὑμεῖς οἱ κοινοὶ κριταὶ τῶν ἐγκλημάτων ἀπολύσητε.
[215] Περὶ δὲ τῶν εἰς ἐμαυτὸν λοιδοριῶν βραχέα βούλομαι προειπεῖν. Πυνθάνομαι γὰρ λέξειν Δημοσθένην ὡς ἡ πόλις ὑπ᾽ αὐτοῦ μὲν ὠφέληται πολλά, ὑπ᾽ ἐμοῦ δὲ καταβέβλαπται, καὶ τὸν Φίλιππον καὶ τὸν Ἀλέξανδρον καὶ τὰς ἀπὸ τούτων αἰτίας ἀνοίσειν ἐπ᾽ ἐμέ. Οὕτω γάρ ἐστιν ὡς ἔοικε δεινὸς δημιουργὸς λόγων ὥστε οὐκ ἀποχρῇ αὐτῷ εἴ τι πεπολίτευμαι παρ᾽ ὑμῖν ἐγώ, ἢ εἴ τινας δημηγορίας εἴρηκα, τούτων κατηγορεῖν,
[216] ἀλλὰ καὶ τὴν ἡσυχίαν αὐτὴν τοῦ βίου διαβάλλει καὶ τῆς σιωπῆς μου κατηγορεῖ, ἵνα μηδεὶς αὐτῷ τόπος ἀσυκοφάντητος παραλείπηται, καὶ τὰς ἐν τοῖς γυμνασίοις μετὰ τῶν νεωτέρων μου διατριβὰς καταμέμφεται, καὶ κατὰ τῆσδε τῆς κρίσεως εὐθὺς ἀρχόμενος τοῦ λόγου φέρει τινὰ αἰτίαν, λέγων ὡς ἐγὼ τὴν γραφὴν οὐχ ὑπὲρ τῆς πόλεως ἐγραψάμην, ἀλλ᾽ ἐνδεικνύμενος Ἀλεξάνδρῳ διὰ τὴν πρὸς αὐτὸν ἔχθραν.
[217] Καὶ νὴ Δί᾽ ὡς ἐγὼ πυνθάνομαι, μέλλει με ἀνερωτᾶν διὰ τί τὸ μὲν κεφάλαιον αὐτοῦ τῆς πολιτείας ψέγω, τὰ δὲ καθ᾽ ἕκαστον οὐκ ἐκώλυον οὐδ᾽ ἐγραφόμην ἀλλὰ διαλείπων καὶ πρὸς πολιτείαν οὐ πυκνὰ προσιὼν ἀπήνεγκα τὴν γραφήν. Ἐγὼ δὲ οὔτε τὰς Δημοσθένους διατριβὰς ἐζήλωκα, οὔτ᾽ ἐπὶ ταῖς ἐμαυτοῦ αἰσχύνομαι, οὔτε τοὺς εἰρημένους ἐν ὑμῖν λόγους ἐμαυτῷ ἀρρήτους εἶναι βουλοίμην, οὔτε τὰ αὐτὰ τούτῳ δημηγορήσας ἐδεξάμην ἂν ζῆν.
[218] Τὴν δ᾽ ἐμὴν σιωπήν, ὦ Δημόσθενες, ἡ τοῦ βίου μετριότης παρεσκεύασεν· ἀρκεῖ γάρ μοι μικρά, καὶ μειζόνων αἰσχρῶς οὐκ ἐπιθυμῶ, ὥστε καὶ σιγῶ καὶ λέγω βουλευσάμενος, ἀλλ᾽ οὐκ ἀναγκαζόμενος ὑπὸ τῆς ἐν τῇ φύσει δαπάνης. Σὺ δ᾽ οἶμαι λαβὼν μὲν σεσίγηκας, ἀναλώσας δὲ κέκραγας· λέγεις δὲ οὐχ ὅταν σοι δοκῇ οὐδ᾽ ἃ βούλει, ἀλλ᾽ ὅταν οἱ μισθοδόται σοι προστάττωσιν· οὐκ αἰσχύνῃ δὲ ἀλαζονευόμενος ἃ παραχρῆμα ἐξελέγχῃ ψευδόμενος.
[219] Ἀπηνέχθη γὰρ ἡ κατὰ τοῦδε τοῦ ψηφίσματος γραφή, ἣν οὐχ ὑπὲρ τῆς πόλεως, ἀλλ᾽ ὑπὲρ τῆς πρὸς Ἀλέξανδρον ἐνδείξεώς με φῂς ἀπενεγκεῖν, ἔτι Φιλίππου ζῶντος, πρὶν Ἀλέξανδρον εἰς τὴν ἀρχὴν καταστῆναι, οὔπω σοῦ τὸ περὶ Παυσανίαν ἐνύπνιον ἑωρακότος, οὐδὲ πρὸς τὴν Ἀθηνᾶν καὶ τὴν Ἥραν νύκτωρ διειλεγμένου. Πῶς ἂν οὖν ἐγὼ προενεδεικνύμην Ἀλεξάνδρῳ; εἴ γε μὴ ταὐτὸν ἐνύπνιον ἐγὼ καὶ Δημοσθένης εἴδομεν.
[220] Ἐπιτιμᾷς δέ μοι εἰ μὴ συνεχῶς, ἀλλὰ διαλείπων πρὸς τὸν δῆμον προσέρχομαι, καὶ τὴν ἀξίωσιν ταύτην οἴει λανθάνειν μεταφέρων οὐκ ἐκ δημοκρατίας, ἀλλ᾽ ἐξ ἑτέρας πολιτείας. Ἐν μὲν γὰρ ταῖς ὀλιγαρχίαις οὐχ ὁ βουλόμενος, ἀλλ᾽ ὁ δυναστεύων δημηγορεῖ, ἐν δὲ ταῖς δημοκρατίαις ὁ βουλόμενος καὶ ὅταν αὐτῷ δοκῇ. Καὶ τὸ μὲν διὰ χρόνου λέγειν σημεῖόν ἐστιν ἐπὶ τῶν καιρῶν καὶ τοῦ συμφέροντος ἀνδρὸς πολιτευομένου, τὸ δὲ μηδεμίαν παραλείπειν ἡμέραν ἐργαζομένου καὶ μισθαρνοῦντος.
[221] Ὑπὲρ δὲ τοῦ μήπω κεκρίσθαι ὑπ᾽ ἐμοῦ, μηδὲ τῶν ἀδικημάτων τιμωρίαν ὑποσχεῖν, ὅταν καταφεύγῃς ἐπὶ τοὺς τοιούτους λόγους, ἢ τοὺς ἀκούοντας ἐπιλήσμονας ὑπολαμβάνεις, ἢ σαυτὸν παραλογίζῃ. Τὰ μὲν γὰρ περὶ τοὺς Ἀμφισσέας ἠσεβημένα σοι καὶ τὰ περὶ τὴν Εὔβοιαν δωροδοκηθέντα, χρόνων ἐγγεγενημένων ἐν οἷς ὑπ᾽ ἐμοῦ φανερῶς ἐξηλέγχου, ἴσως ἐλπίζεις τὸν δῆμον ἀμνημονεῖν·
[222] τὰ δὲ περὶ τὰς τριήρεις καὶ τοὺς τριηράρχους ἁρπάγματα τίς ἂν ἀποκρύψαι χρόνος δύναιτ᾽ ἄν, ὅτε νομοθετήσας περὶ τῶν τριακοσίων, καὶ σαυτὸν πείσας Ἀθηναίους ἐπιστάτην τάξαι τοῦ ναυτικοῦ, ἐξηλέγχθης ὑπ᾽ ἐμοῦ ἑξήκοντα καὶ πέντε νεῶν ταχυναυτουσῶν τριηράρχους ὑφῃρημένος, πλέον τῆς πόλεως ἀφανίζων ναυτικὸν ἢ ὅτε Ἀθηναῖοι τὴν ἐν Νάξῳ ναυμαχίαν Λακεδαιμονίους καὶ Πόλλιν ἐνίκησαν;
[223] οὕτω δὲ ταῖς αἰτίαις ἐνέφραξας τὰς κατὰ σαυτοῦ τιμωρίας ὥστε τὸν κίνδυνον εἶναι μὴ σοὶ τῷ ἀδικήσαντι, ἀλλὰ τοῖς ἐπεξιοῦσι, πολὺν μὲν τὸν Ἀλέξανδρον καὶ τὸν Φίλιππον ἐν ταῖς διαβολαῖς φέρων, αἰτιώμενος δέ τινας ἐμποδίζειν τοὺς τῆς πόλεως καιρούς, ἀεὶ τὸ παρὸν λυμαινόμενος, τὸ δὲ μέλλον κατεπαγγελλόμενος. Οὐ τὸ τελευταῖον εἰσαγγέλλεσθαι μέλλων ὑπ᾽ ἐμοῦ, τὴν Ἀναξίνου σύλληψιν τοῦ Ὠρείτου κατεσκεύασας, τοῦ τὰ ἀγοράσματα Ὀλυμπιάδι ἀγοράζοντος;
[224] καὶ τὸν αὐτὸν ἄνδρα δὶς στρεβλώσας τῇ σαυτοῦ χειρί, ἔγραψας αὐτὸν θανάτῳ ζημιῶσαι, καὶ παρὰ τῷ αὐτῷ ἐν Ὠρεῷ κατήγου, καὶ ἀπὸ τῆς αὐτῆς τραπέζης ἔφαγες καὶ ἔπιες καὶ ἔσπεισας, καὶ τὴν δεξιὰν ἐνέβαλες ἄνδρα φίλον καὶ ξένον ποιούμενος, καὶ τοῦτον ἀπέκτεινας, καὶ περὶ τούτων ἐν ἅπασιν Ἀθηναίοις ἐξελεγχθεὶς ὑπ᾽ ἐμοῦ καὶ κληθεὶς ξενοκτόνος, οὐ τὸ ἀσέβημα ἠρνήσω, ἀλλ᾽ ἀπεκρίνω, ἐφ᾽ ᾧ ἀνεβόησεν ὁ δῆμος καὶ ὅσοι ξένοι περιέστασαν τὴν ἐκκλησίαν· ἔφησθα γὰρ τοὺς τῆς πόλεως ἅλας περὶ πλείονος ποιήσασθαι τῆς ξενικῆς τραπέζης.
[225] Ἐπιστολὰς δὲ σιγῶ ψευδεῖς καὶ κατασκόπων συλλήψεις καὶ βασάνους ἐπ᾽ αἰτίαις ἀγενήτοις, ὡς ἐμοῦ μετά τινων ἐν τῇ πόλει νεωτερίζειν βουλομένου. Ἔπειτα ἐπερωτᾶν με, ὡς ἐγὼ πυνθάνομαι, μέλλει τίς ἂν εἴη τοιοῦτος ἰατρός, ὅστις τῷ νοσοῦντι μεταξὺ μὲν ἀσθενοῦντι μηδὲν συμβουλεύοι, τελευτήσαντος δὲ ἐλθὼν εἰς τὰ ἔνατα διεξίοι πρὸς τοὺς οἰκείους, ἃ ἐπιτηδεύσας ὑγιὴς ἂν ἐγένετο.
[226] Σαυτὸν δ᾽ οὐκ ἀντερωτᾷς τίς ἂν εἴη δημαγωγὸς τοιοῦτος ὅστις τὸν μὲν δῆμον θωπεῦσαι δύναιτο, τοὺς δὲ καιρούς, ἐν οἷς ἦν σῴζεσθαι τὴν πόλιν, ἀποδοῖτο, τοὺς δ᾽ εὖ φρονοῦντας κωλύοι διαβάλλων συμβουλεύειν, ἀποδρὰς δ᾽ ἐκ τῶν κινδύνων καὶ τὴν πόλιν ἀνηκέστοις συμφοραῖς περιβαλὼν ἀξιοίη στεφανοῦσθαι ἐπ᾽ ἀρετῇ, ἀγαθὸν μὲν πεποιηκὼς μηδέν, πάντων δὲ τῶν κακῶν αἴτιος γεγονώς, ἐπερωτῴη δὲ τοὺς συκοφαντηθέντας ἐκ τῆς πολιτείας ἐπ᾽ ἐκείνων τῶν καιρῶν ὅτ᾽ ἐνῆν σῴζεσθαι, διὰ τί αὐτὸν οὐκ ἐκώλυσαν ἐξαμαρτάνειν,
[227] ἀποκρύπτοιτο δὲ τὸ πάντων τελευταῖον, ὅτι τῆς μάχης ἐπιγενομένης οὐκ ἐσχολάζομεν περὶ τὴν σὴν εἶναι τιμωρίαν, ἀλλ᾽ ὑπὲρ τῆς σωτηρίας τῆς πόλεως ἐπρεσβεύομεν. Ἐπειδὴ δὲ οὐκ ἀπέχρη σοι δίκην μὴ δεδωκέναι, ἀλλὰ καὶ δωρεὰς αἰτεῖς, καταγέλαστον ἐν τοῖς Ἕλλησι τὴν πόλιν ποιῶν, ἐνταῦθ᾽ ἐνέστην καὶ τὴν γραφὴν ἀπήνεγκα.
***
[213] Τώρα επιθυμώ να πω λίγα για τον Κτησιφώντα, τον εισηγητή της πρότασης. Θα παραλείψω τα περισσότερα, για να δοκιμάσω αν μπορείτε να ξεχωρίσετε τους κακοηθέστατους ανθρώπους, και αν ακόμη δεν σας πει εκ των προτέρων κανένας τίποτε γι᾽ αυτούς. Θα πω μόνο ό,τι αφορά σε αυτούς τους δύο και δικαιούμαι να σας το αναφέρω. Πηγαίνουν λοιπόν πέρα δώθε στην αγορά, έχοντας ο ένας για τον άλλον γνώμες πραγματικές και λέγοντας λόγια που αποδίδουν την αλήθεια.
[214] Ο Κτησιφών λοιπόν υποστηρίζει ότι δεν φοβάται για τον εαυτό του —υπολογίζει πως θα θεωρηθεί απλός πολίτης—· εκείνο που τον ανησυχεί, λέει, είναι η διαφθορά του Δημοσθένη κατά την άσκηση της πολιτικής του, η αστάθεια και η δειλία του. Ο Δημοσθένης, εξάλλου, λέει πως, σε ό,τι αφορά στον ίδιο, είναι αισιόδοξος· εκείνο όμως που τον ανησυχεί πολύ είναι η κακοήθεια του Κτησιφώντα και η σχέση του με τα πορνεία. Αυτούς λοιπόν που έχουν καταδικάσει ο ένας τον άλλον μην τους απαλλάξετε με κανέναν τρόπο για τα αδικήματά τους, εσείς οι κοινοί κριτές των δύο.
[215] Επιθυμώ επίσης να πω λίγα και για τις εναντίον μου κακολογίες. Μαθαίνω δηλαδή πως θα πει ο Δημοσθένης ότι η πόλη έχει ωφεληθεί πολύ από αυτόν, ενώ από εμένα, αντίθετα, έχει βλαφθεί φοβερά. Θα φορτώσει σ᾽ εμένα και τον Φίλιππο και τον Αλέξανδρο και τα αδικήματα που προέρχονται από αυτούς. Είναι, καθώς φαίνεται, τόσο φοβερός τεχνίτης του λόγου, ώστε δεν του αρκεί να με κατηγορεί για ό,τι έχω κάνει ή έχω πει ως πολιτικός εδώ ανάμεσα σε σας,
[216] αλλά συκοφαντεί και την ίδια την προσωπική μου γαλήνη και κατηγορεί ακόμη και τη σιωπή μου, προκειμένου να μη μείνει τίποτε που να μη συκοφαντηθεί από αυτόν. Κατακρίνει ακόμη και τις συναναστροφές μου με νεοτέρους στα γυμναστήρια και, με το που θα αρχίσει την ομιλία του, θα καταφερθεί εναντίον της σημερινής δίκης, ισχυριζόμενος ότι έκανα την καταγγελία όχι για χάρη της πόλης αλλά για επίδειξη αφοσίωσης προς τον Αλέξανδρο, λόγω του μίσους του προς τον Δημοσθένη.
[217] Και, μα τον Δία, ετοιμάζεται, όπως μαθαίνω, να με ρωτήσει γιατί κατηγορώ συνολικά την πολιτική του και δεν προσπαθούσα να εμποδίσω καθεμιά πράξη του χωριστά ούτε και να τον καταγγείλω, αλλά έκανα την καταγγελία αφήνοντας να περάσει καιρός και χωρίς συχνή επαφή με την πολιτική. Εγώ όμως ούτε τις δραστηριότητες του Δημοσθένη έχω ζηλέψει ούτε ντρέπομαι για τις δικές μου ούτε θα επιθυμούσα να μην είχαν ειπωθεί από εμένα οι λόγοι που έχουν λεχθεί ενώπιόν σας ούτε θα δεχόμουν να ζω, αν είχα υποστηρίξει δημοσίως τα ίδια με τον Δημοσθένη.
[218] Όσο για τη σιωπή μου, Δημοσθένη, είναι αποτέλεσμα της απλότητας της ζωής μου· γιατί μου αρκούν τα μικρά· δεν επιθυμώ τα μεγαλύτερα με αισχρά μέσα· γι᾽ αυτό, είτε σιωπώ είτε μιλώ, το κάνω ύστερα από σκέψη και όχι από την πίεση της ανάγκης του άσωτου χαρακτήρα μου. Εσύ, νομίζω, σιωπάς όταν τα αρπάζεις, φωνάζεις όταν τα ξοδεύεις· μιλάς, όχι όταν εσύ κρίνεις ούτε και όταν επιθυμείς, αλλ᾽ όταν σε προστάζουν οι χρηματοδότες σου, κα δεν ντρέπεσαι να λες με κομπασμό όσα την ίδια στιγμή θα αποδειχτεί ότι είναι ψέματα.
[219] Γιατί η καταγγελία εναντίον αυτού εδώ του ψηφίσματος, που εσύ ισχυρίζεσαι ότι υπέβαλα όχι για χάρη της πόλης αλλά ως ένδειξη εύνοιας προς τον Αλέξανδρο, είχε γίνει ενώ ζούσε ακόμη ο Φίλιππος, πριν ανεβεί στον θρόνο ο Αλέξανδρος, πριν ακόμη δεις εσύ το όνειρο με τον Παυσανία ούτε και είχες μιλήσει τη νύχτα με την Αθηνά και την Ήρα. Πώς λοιπόν θα μπορούσα να κάνω επίδειξη εύνοιας προς τον Αλέξανδρο, όταν την εξουσία είχε ο Φίλιππος; Εκτός, βέβαια, αν εγώ και ο Δημοσθένης είδαμε το ίδιο όνειρο.
[220] Με κατακρίνεις ακόμη που δεν εμφανίζομαι συνεχώς στον λαό αλλά κατά διαστήματα και φαντάζεσαι ότι δεν γίνεται φανερό πως την αξίωσή σου αυτή την αντιγράφεις όχι από το δημοκρατικό αλλά από άλλο πολίτευμα. Γιατί στα ολιγαρχικά πολιτεύματα δεν μιλάει δημόσια όποιος θέλει αλλά ο δυνάστης, ενώ στα δημοκρατικά απευθύνεται στον λαό όποιος θέλει και όταν αυτός το αποφασίσει. Και το να μιλάει κανείς κατά διαστήματα είναι χαρακτηριστικό πολιτικού ανδρός που πολιτεύεται με βάση τις περιστάσεις και το συμφέρον της πόλης· όταν όμως δεν παραλείπει ούτε και μιαν ημέρα χωρίς να μιλήσει, αυτό σημαίνει ότι είναι επαγγελματίας πολιτικός και αμειβόμενος.
[221] Όσο για το ότι δεν σε έχω κρίνει για τις πράξεις σου και δεν έχεις τιμωρηθεί για τα αδικήματά σου, όταν καταφεύγεις σε τέτοια επιχειρήματα, ή θεωρείς τους ακροατές επιλήσμονες ή εξαπατάς τον εαυτό σου. Γιατί τις ασεβείς πράξεις σου στην περίπτωση των Αμφισσέων και τον χρηματισμό σου στην τακτική έναντι της Εύβοιας ίσως ελπίζεις ότι ο λαός τα έχει ξεχάσει, επειδή έχει μεσολαβήσει πολύς καιρός από τότε που σε είχα βγάλει στη φόρα.
[222] Ποιος χρόνος όμως θα μπορούσε να κρύψει τη μείωση του αριθμού των τριήρεων και των τριηράρχων, όταν θέσπισες νόμο να φορολογούνται τριακόσιοι μόνο πολίτες και έπεισες τους Αθηναίους να σε διορίσουν επιστάτη του ναυτικού; Εγώ τότε αποκάλυψα ότι είχες υφαρπάξει από εξήντα πέντε γοργοτάξιδα πολεμικά σκάφη τους τριηράρχους, αφανίζοντας με αυτό τον τρόπο μεγαλύτερη ναυτική δύναμη της πόλης από εκείνη που είχαν οι Αθηναίοι, όταν νίκησαν τους Λακεδαιμονίους και τον Πόλλη στη Νάξο.
[223] Και με τις κατηγορίες σου κατάφερες να σταματήσεις τόσο καλά τη δυνατότητα να σε τιμωρήσει κανείς, ώστε να μην κινδυνεύεις εσύ που αδίκησες αλλά οι κατήγοροί σου. Έλεγες ένα σωρό ασύστολα ψεύδη εναντίον του Αλέξανδρου και του Φιλίππου· κατηγορούσες μερικούς ότι εμπόδιζαν την πόλη να εκμεταλλευτεί τις ευκαιρίες της, καταστρέφοντας συνεχώς το παρόν και δίνοντας ένα σωρό υποσχέσεις για το μέλλον. Τώρα τελευταία μάλιστα, όταν ήμουν έτοιμος να σε καταγγείλω, δεν οργάνωσες τη σύλληψη του Ανάξινου από τον Ωρεό, ενώ έκανε στην αγορά τα ψώνια για την Ολυμπιάδα;
[224] Τον ίδιο αυτόν άνθρωπο βασάνισες δυο φορές με τα χέρια σου και πρότεινες να τον καταδικάσουν σε θάνατο. Και όμως, στον Ωρεό φιλοξενήθηκες στο σπίτι του, έφαγες, ήπιες και έκανες σπονδές στο ίδιο τραπέζι μαζί του, του έδωσες το χέρι και δημιούργησες μαζί του δεσμούς φιλίας και φιλοξενίας· και όμως, αυτόν τον σκότωσες. Και όταν σε έλεγξα γι᾽ αυτά και σε αποκάλεσα φονιά του φίλου και οικοδεσπότη σου, δεν αρνήθηκες τη μιαρή πράξη σου, αλλά έδωσες τέτοιαν απάντηση που ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυρίας από τον λαό και από όσους ξένους βρίσκονταν στη συνέλευση. Είπες δηλαδή ότι θεωρούσες το αλάτι της πόλης σημαντικότερο από το τραπέζι του ξένου οικοδεσπότη σου.
[225] Δεν αναφέρω τις πλαστές επιστολές, τις συλλήψεις κατασκόπων και τα βασανιστήρια για ανύπαρκτες κατηγορίες, ότι τάχα εγώ με μερικούς άλλους επιθυμούσατε πραξικόπημα στην πόλη. Ακόμη, σκοπεύει, όπως μαθαίνω, να με ρωτήσει τι σόι γιατρός θα μπορούσε να είναι εκείνος που δεν δίνει στον άρρωστο καμιά συμβουλή όσο κρατάει η αρρώστια του, αλλά, όταν πεθάνει, έρχεται στα εννιάμερα και λέει στους συγγενείς του νεκρού ποια αγωγή, αν ακολουθούσε, θα γινόταν καλά.
[226] Δεν ρωτάς όμως και τον εαυτό σου τί αρχηγός του λαού θα ήταν αυτός που μπορεί να χαϊδεύει τον λαό, που πουλάει τις ευκαιρίες κατά τις οποίες θα μπορούσε να σωθεί η πόλη, που εμποδίζει με συκοφαντίες τους συνετούς πολίτες να συμβουλεύουν, και ύστερα, λιποτακτώντας την ώρα του κινδύνου και ρίχνοντας την πόλη σε αγιάτρευτες συμφορές, έχει την αξίωση να στεφανωθεί για την αρετή του, ενώ όχι μόνο δεν έχει κάνει κανένα καλό, αλλά και ήταν υπεύθυνος για όλα τα κακά· και ρωτάει στη συνέχεια αυτούς που με τις συκοφαντίες του έμειναν έξω από την πολιτική, τότε που οι περιστάσεις επέτρεπαν τη σωτηρία της πόλης, γιατί δεν τον εμπόδισαν να διαπράξει σφάλματα·
[227] έκρυβε το τελευταίο από όλα, ότι συνέπεσε να γίνει η μάχη στη Χαιρώνεια και δεν είχαμε χρόνο να ασχοληθούμε με την τιμωρία σου, αλλά πήγαμε ως αντιπρόσωποι στον Φίλιππο για τη σωτηρία της πόλης. Επειδή όμως δεν σου ήταν αρκετό που δεν έχεις τιμωρηθεί, αλλά απαιτείς από πάνω και τιμές, γελοιοποιώντας την πόλη στα μάτια των Ελλήνων, γι᾽ αυτό και εγώ έκανα την ένσταση και υπέβαλα την μήνυση.
[214] Ὁ μὲν γὰρ Κτησιφῶν οὐ τὸ καθ᾽ ἑαυτόν φησι φοβεῖσθαι, ἐλπίζειν γὰρ δόξειν ἰδιώτης εἶναι, ἀλλὰ τὴν τοῦ Δημοσθένους ἐν τῇ πολιτείᾳ δωροδοκίαν φησὶ φοβεῖσθαι καὶ τὴν ἐμπληξίαν καὶ δειλίαν ὁ δὲ Δημοσθένης εἰς αὑτὸν μὲν ἀποβλέπων θαρρεῖν φησιν, τὴν δὲ τοῦ Κτησιφῶντος πονηρίαν καὶ πορνοβοσκίαν ἰσχυρῶς δεδιέναι. Τοὺς δὴ κατεγνωκότας ἀλλήλων μηδαμῶς ὑμεῖς οἱ κοινοὶ κριταὶ τῶν ἐγκλημάτων ἀπολύσητε.
[215] Περὶ δὲ τῶν εἰς ἐμαυτὸν λοιδοριῶν βραχέα βούλομαι προειπεῖν. Πυνθάνομαι γὰρ λέξειν Δημοσθένην ὡς ἡ πόλις ὑπ᾽ αὐτοῦ μὲν ὠφέληται πολλά, ὑπ᾽ ἐμοῦ δὲ καταβέβλαπται, καὶ τὸν Φίλιππον καὶ τὸν Ἀλέξανδρον καὶ τὰς ἀπὸ τούτων αἰτίας ἀνοίσειν ἐπ᾽ ἐμέ. Οὕτω γάρ ἐστιν ὡς ἔοικε δεινὸς δημιουργὸς λόγων ὥστε οὐκ ἀποχρῇ αὐτῷ εἴ τι πεπολίτευμαι παρ᾽ ὑμῖν ἐγώ, ἢ εἴ τινας δημηγορίας εἴρηκα, τούτων κατηγορεῖν,
[216] ἀλλὰ καὶ τὴν ἡσυχίαν αὐτὴν τοῦ βίου διαβάλλει καὶ τῆς σιωπῆς μου κατηγορεῖ, ἵνα μηδεὶς αὐτῷ τόπος ἀσυκοφάντητος παραλείπηται, καὶ τὰς ἐν τοῖς γυμνασίοις μετὰ τῶν νεωτέρων μου διατριβὰς καταμέμφεται, καὶ κατὰ τῆσδε τῆς κρίσεως εὐθὺς ἀρχόμενος τοῦ λόγου φέρει τινὰ αἰτίαν, λέγων ὡς ἐγὼ τὴν γραφὴν οὐχ ὑπὲρ τῆς πόλεως ἐγραψάμην, ἀλλ᾽ ἐνδεικνύμενος Ἀλεξάνδρῳ διὰ τὴν πρὸς αὐτὸν ἔχθραν.
[217] Καὶ νὴ Δί᾽ ὡς ἐγὼ πυνθάνομαι, μέλλει με ἀνερωτᾶν διὰ τί τὸ μὲν κεφάλαιον αὐτοῦ τῆς πολιτείας ψέγω, τὰ δὲ καθ᾽ ἕκαστον οὐκ ἐκώλυον οὐδ᾽ ἐγραφόμην ἀλλὰ διαλείπων καὶ πρὸς πολιτείαν οὐ πυκνὰ προσιὼν ἀπήνεγκα τὴν γραφήν. Ἐγὼ δὲ οὔτε τὰς Δημοσθένους διατριβὰς ἐζήλωκα, οὔτ᾽ ἐπὶ ταῖς ἐμαυτοῦ αἰσχύνομαι, οὔτε τοὺς εἰρημένους ἐν ὑμῖν λόγους ἐμαυτῷ ἀρρήτους εἶναι βουλοίμην, οὔτε τὰ αὐτὰ τούτῳ δημηγορήσας ἐδεξάμην ἂν ζῆν.
[218] Τὴν δ᾽ ἐμὴν σιωπήν, ὦ Δημόσθενες, ἡ τοῦ βίου μετριότης παρεσκεύασεν· ἀρκεῖ γάρ μοι μικρά, καὶ μειζόνων αἰσχρῶς οὐκ ἐπιθυμῶ, ὥστε καὶ σιγῶ καὶ λέγω βουλευσάμενος, ἀλλ᾽ οὐκ ἀναγκαζόμενος ὑπὸ τῆς ἐν τῇ φύσει δαπάνης. Σὺ δ᾽ οἶμαι λαβὼν μὲν σεσίγηκας, ἀναλώσας δὲ κέκραγας· λέγεις δὲ οὐχ ὅταν σοι δοκῇ οὐδ᾽ ἃ βούλει, ἀλλ᾽ ὅταν οἱ μισθοδόται σοι προστάττωσιν· οὐκ αἰσχύνῃ δὲ ἀλαζονευόμενος ἃ παραχρῆμα ἐξελέγχῃ ψευδόμενος.
[219] Ἀπηνέχθη γὰρ ἡ κατὰ τοῦδε τοῦ ψηφίσματος γραφή, ἣν οὐχ ὑπὲρ τῆς πόλεως, ἀλλ᾽ ὑπὲρ τῆς πρὸς Ἀλέξανδρον ἐνδείξεώς με φῂς ἀπενεγκεῖν, ἔτι Φιλίππου ζῶντος, πρὶν Ἀλέξανδρον εἰς τὴν ἀρχὴν καταστῆναι, οὔπω σοῦ τὸ περὶ Παυσανίαν ἐνύπνιον ἑωρακότος, οὐδὲ πρὸς τὴν Ἀθηνᾶν καὶ τὴν Ἥραν νύκτωρ διειλεγμένου. Πῶς ἂν οὖν ἐγὼ προενεδεικνύμην Ἀλεξάνδρῳ; εἴ γε μὴ ταὐτὸν ἐνύπνιον ἐγὼ καὶ Δημοσθένης εἴδομεν.
[220] Ἐπιτιμᾷς δέ μοι εἰ μὴ συνεχῶς, ἀλλὰ διαλείπων πρὸς τὸν δῆμον προσέρχομαι, καὶ τὴν ἀξίωσιν ταύτην οἴει λανθάνειν μεταφέρων οὐκ ἐκ δημοκρατίας, ἀλλ᾽ ἐξ ἑτέρας πολιτείας. Ἐν μὲν γὰρ ταῖς ὀλιγαρχίαις οὐχ ὁ βουλόμενος, ἀλλ᾽ ὁ δυναστεύων δημηγορεῖ, ἐν δὲ ταῖς δημοκρατίαις ὁ βουλόμενος καὶ ὅταν αὐτῷ δοκῇ. Καὶ τὸ μὲν διὰ χρόνου λέγειν σημεῖόν ἐστιν ἐπὶ τῶν καιρῶν καὶ τοῦ συμφέροντος ἀνδρὸς πολιτευομένου, τὸ δὲ μηδεμίαν παραλείπειν ἡμέραν ἐργαζομένου καὶ μισθαρνοῦντος.
[221] Ὑπὲρ δὲ τοῦ μήπω κεκρίσθαι ὑπ᾽ ἐμοῦ, μηδὲ τῶν ἀδικημάτων τιμωρίαν ὑποσχεῖν, ὅταν καταφεύγῃς ἐπὶ τοὺς τοιούτους λόγους, ἢ τοὺς ἀκούοντας ἐπιλήσμονας ὑπολαμβάνεις, ἢ σαυτὸν παραλογίζῃ. Τὰ μὲν γὰρ περὶ τοὺς Ἀμφισσέας ἠσεβημένα σοι καὶ τὰ περὶ τὴν Εὔβοιαν δωροδοκηθέντα, χρόνων ἐγγεγενημένων ἐν οἷς ὑπ᾽ ἐμοῦ φανερῶς ἐξηλέγχου, ἴσως ἐλπίζεις τὸν δῆμον ἀμνημονεῖν·
[222] τὰ δὲ περὶ τὰς τριήρεις καὶ τοὺς τριηράρχους ἁρπάγματα τίς ἂν ἀποκρύψαι χρόνος δύναιτ᾽ ἄν, ὅτε νομοθετήσας περὶ τῶν τριακοσίων, καὶ σαυτὸν πείσας Ἀθηναίους ἐπιστάτην τάξαι τοῦ ναυτικοῦ, ἐξηλέγχθης ὑπ᾽ ἐμοῦ ἑξήκοντα καὶ πέντε νεῶν ταχυναυτουσῶν τριηράρχους ὑφῃρημένος, πλέον τῆς πόλεως ἀφανίζων ναυτικὸν ἢ ὅτε Ἀθηναῖοι τὴν ἐν Νάξῳ ναυμαχίαν Λακεδαιμονίους καὶ Πόλλιν ἐνίκησαν;
[223] οὕτω δὲ ταῖς αἰτίαις ἐνέφραξας τὰς κατὰ σαυτοῦ τιμωρίας ὥστε τὸν κίνδυνον εἶναι μὴ σοὶ τῷ ἀδικήσαντι, ἀλλὰ τοῖς ἐπεξιοῦσι, πολὺν μὲν τὸν Ἀλέξανδρον καὶ τὸν Φίλιππον ἐν ταῖς διαβολαῖς φέρων, αἰτιώμενος δέ τινας ἐμποδίζειν τοὺς τῆς πόλεως καιρούς, ἀεὶ τὸ παρὸν λυμαινόμενος, τὸ δὲ μέλλον κατεπαγγελλόμενος. Οὐ τὸ τελευταῖον εἰσαγγέλλεσθαι μέλλων ὑπ᾽ ἐμοῦ, τὴν Ἀναξίνου σύλληψιν τοῦ Ὠρείτου κατεσκεύασας, τοῦ τὰ ἀγοράσματα Ὀλυμπιάδι ἀγοράζοντος;
[224] καὶ τὸν αὐτὸν ἄνδρα δὶς στρεβλώσας τῇ σαυτοῦ χειρί, ἔγραψας αὐτὸν θανάτῳ ζημιῶσαι, καὶ παρὰ τῷ αὐτῷ ἐν Ὠρεῷ κατήγου, καὶ ἀπὸ τῆς αὐτῆς τραπέζης ἔφαγες καὶ ἔπιες καὶ ἔσπεισας, καὶ τὴν δεξιὰν ἐνέβαλες ἄνδρα φίλον καὶ ξένον ποιούμενος, καὶ τοῦτον ἀπέκτεινας, καὶ περὶ τούτων ἐν ἅπασιν Ἀθηναίοις ἐξελεγχθεὶς ὑπ᾽ ἐμοῦ καὶ κληθεὶς ξενοκτόνος, οὐ τὸ ἀσέβημα ἠρνήσω, ἀλλ᾽ ἀπεκρίνω, ἐφ᾽ ᾧ ἀνεβόησεν ὁ δῆμος καὶ ὅσοι ξένοι περιέστασαν τὴν ἐκκλησίαν· ἔφησθα γὰρ τοὺς τῆς πόλεως ἅλας περὶ πλείονος ποιήσασθαι τῆς ξενικῆς τραπέζης.
[225] Ἐπιστολὰς δὲ σιγῶ ψευδεῖς καὶ κατασκόπων συλλήψεις καὶ βασάνους ἐπ᾽ αἰτίαις ἀγενήτοις, ὡς ἐμοῦ μετά τινων ἐν τῇ πόλει νεωτερίζειν βουλομένου. Ἔπειτα ἐπερωτᾶν με, ὡς ἐγὼ πυνθάνομαι, μέλλει τίς ἂν εἴη τοιοῦτος ἰατρός, ὅστις τῷ νοσοῦντι μεταξὺ μὲν ἀσθενοῦντι μηδὲν συμβουλεύοι, τελευτήσαντος δὲ ἐλθὼν εἰς τὰ ἔνατα διεξίοι πρὸς τοὺς οἰκείους, ἃ ἐπιτηδεύσας ὑγιὴς ἂν ἐγένετο.
[226] Σαυτὸν δ᾽ οὐκ ἀντερωτᾷς τίς ἂν εἴη δημαγωγὸς τοιοῦτος ὅστις τὸν μὲν δῆμον θωπεῦσαι δύναιτο, τοὺς δὲ καιρούς, ἐν οἷς ἦν σῴζεσθαι τὴν πόλιν, ἀποδοῖτο, τοὺς δ᾽ εὖ φρονοῦντας κωλύοι διαβάλλων συμβουλεύειν, ἀποδρὰς δ᾽ ἐκ τῶν κινδύνων καὶ τὴν πόλιν ἀνηκέστοις συμφοραῖς περιβαλὼν ἀξιοίη στεφανοῦσθαι ἐπ᾽ ἀρετῇ, ἀγαθὸν μὲν πεποιηκὼς μηδέν, πάντων δὲ τῶν κακῶν αἴτιος γεγονώς, ἐπερωτῴη δὲ τοὺς συκοφαντηθέντας ἐκ τῆς πολιτείας ἐπ᾽ ἐκείνων τῶν καιρῶν ὅτ᾽ ἐνῆν σῴζεσθαι, διὰ τί αὐτὸν οὐκ ἐκώλυσαν ἐξαμαρτάνειν,
[227] ἀποκρύπτοιτο δὲ τὸ πάντων τελευταῖον, ὅτι τῆς μάχης ἐπιγενομένης οὐκ ἐσχολάζομεν περὶ τὴν σὴν εἶναι τιμωρίαν, ἀλλ᾽ ὑπὲρ τῆς σωτηρίας τῆς πόλεως ἐπρεσβεύομεν. Ἐπειδὴ δὲ οὐκ ἀπέχρη σοι δίκην μὴ δεδωκέναι, ἀλλὰ καὶ δωρεὰς αἰτεῖς, καταγέλαστον ἐν τοῖς Ἕλλησι τὴν πόλιν ποιῶν, ἐνταῦθ᾽ ἐνέστην καὶ τὴν γραφὴν ἀπήνεγκα.
***
[213] Τώρα επιθυμώ να πω λίγα για τον Κτησιφώντα, τον εισηγητή της πρότασης. Θα παραλείψω τα περισσότερα, για να δοκιμάσω αν μπορείτε να ξεχωρίσετε τους κακοηθέστατους ανθρώπους, και αν ακόμη δεν σας πει εκ των προτέρων κανένας τίποτε γι᾽ αυτούς. Θα πω μόνο ό,τι αφορά σε αυτούς τους δύο και δικαιούμαι να σας το αναφέρω. Πηγαίνουν λοιπόν πέρα δώθε στην αγορά, έχοντας ο ένας για τον άλλον γνώμες πραγματικές και λέγοντας λόγια που αποδίδουν την αλήθεια.
[214] Ο Κτησιφών λοιπόν υποστηρίζει ότι δεν φοβάται για τον εαυτό του —υπολογίζει πως θα θεωρηθεί απλός πολίτης—· εκείνο που τον ανησυχεί, λέει, είναι η διαφθορά του Δημοσθένη κατά την άσκηση της πολιτικής του, η αστάθεια και η δειλία του. Ο Δημοσθένης, εξάλλου, λέει πως, σε ό,τι αφορά στον ίδιο, είναι αισιόδοξος· εκείνο όμως που τον ανησυχεί πολύ είναι η κακοήθεια του Κτησιφώντα και η σχέση του με τα πορνεία. Αυτούς λοιπόν που έχουν καταδικάσει ο ένας τον άλλον μην τους απαλλάξετε με κανέναν τρόπο για τα αδικήματά τους, εσείς οι κοινοί κριτές των δύο.
[215] Επιθυμώ επίσης να πω λίγα και για τις εναντίον μου κακολογίες. Μαθαίνω δηλαδή πως θα πει ο Δημοσθένης ότι η πόλη έχει ωφεληθεί πολύ από αυτόν, ενώ από εμένα, αντίθετα, έχει βλαφθεί φοβερά. Θα φορτώσει σ᾽ εμένα και τον Φίλιππο και τον Αλέξανδρο και τα αδικήματα που προέρχονται από αυτούς. Είναι, καθώς φαίνεται, τόσο φοβερός τεχνίτης του λόγου, ώστε δεν του αρκεί να με κατηγορεί για ό,τι έχω κάνει ή έχω πει ως πολιτικός εδώ ανάμεσα σε σας,
[216] αλλά συκοφαντεί και την ίδια την προσωπική μου γαλήνη και κατηγορεί ακόμη και τη σιωπή μου, προκειμένου να μη μείνει τίποτε που να μη συκοφαντηθεί από αυτόν. Κατακρίνει ακόμη και τις συναναστροφές μου με νεοτέρους στα γυμναστήρια και, με το που θα αρχίσει την ομιλία του, θα καταφερθεί εναντίον της σημερινής δίκης, ισχυριζόμενος ότι έκανα την καταγγελία όχι για χάρη της πόλης αλλά για επίδειξη αφοσίωσης προς τον Αλέξανδρο, λόγω του μίσους του προς τον Δημοσθένη.
[217] Και, μα τον Δία, ετοιμάζεται, όπως μαθαίνω, να με ρωτήσει γιατί κατηγορώ συνολικά την πολιτική του και δεν προσπαθούσα να εμποδίσω καθεμιά πράξη του χωριστά ούτε και να τον καταγγείλω, αλλά έκανα την καταγγελία αφήνοντας να περάσει καιρός και χωρίς συχνή επαφή με την πολιτική. Εγώ όμως ούτε τις δραστηριότητες του Δημοσθένη έχω ζηλέψει ούτε ντρέπομαι για τις δικές μου ούτε θα επιθυμούσα να μην είχαν ειπωθεί από εμένα οι λόγοι που έχουν λεχθεί ενώπιόν σας ούτε θα δεχόμουν να ζω, αν είχα υποστηρίξει δημοσίως τα ίδια με τον Δημοσθένη.
[218] Όσο για τη σιωπή μου, Δημοσθένη, είναι αποτέλεσμα της απλότητας της ζωής μου· γιατί μου αρκούν τα μικρά· δεν επιθυμώ τα μεγαλύτερα με αισχρά μέσα· γι᾽ αυτό, είτε σιωπώ είτε μιλώ, το κάνω ύστερα από σκέψη και όχι από την πίεση της ανάγκης του άσωτου χαρακτήρα μου. Εσύ, νομίζω, σιωπάς όταν τα αρπάζεις, φωνάζεις όταν τα ξοδεύεις· μιλάς, όχι όταν εσύ κρίνεις ούτε και όταν επιθυμείς, αλλ᾽ όταν σε προστάζουν οι χρηματοδότες σου, κα δεν ντρέπεσαι να λες με κομπασμό όσα την ίδια στιγμή θα αποδειχτεί ότι είναι ψέματα.
[219] Γιατί η καταγγελία εναντίον αυτού εδώ του ψηφίσματος, που εσύ ισχυρίζεσαι ότι υπέβαλα όχι για χάρη της πόλης αλλά ως ένδειξη εύνοιας προς τον Αλέξανδρο, είχε γίνει ενώ ζούσε ακόμη ο Φίλιππος, πριν ανεβεί στον θρόνο ο Αλέξανδρος, πριν ακόμη δεις εσύ το όνειρο με τον Παυσανία ούτε και είχες μιλήσει τη νύχτα με την Αθηνά και την Ήρα. Πώς λοιπόν θα μπορούσα να κάνω επίδειξη εύνοιας προς τον Αλέξανδρο, όταν την εξουσία είχε ο Φίλιππος; Εκτός, βέβαια, αν εγώ και ο Δημοσθένης είδαμε το ίδιο όνειρο.
[220] Με κατακρίνεις ακόμη που δεν εμφανίζομαι συνεχώς στον λαό αλλά κατά διαστήματα και φαντάζεσαι ότι δεν γίνεται φανερό πως την αξίωσή σου αυτή την αντιγράφεις όχι από το δημοκρατικό αλλά από άλλο πολίτευμα. Γιατί στα ολιγαρχικά πολιτεύματα δεν μιλάει δημόσια όποιος θέλει αλλά ο δυνάστης, ενώ στα δημοκρατικά απευθύνεται στον λαό όποιος θέλει και όταν αυτός το αποφασίσει. Και το να μιλάει κανείς κατά διαστήματα είναι χαρακτηριστικό πολιτικού ανδρός που πολιτεύεται με βάση τις περιστάσεις και το συμφέρον της πόλης· όταν όμως δεν παραλείπει ούτε και μιαν ημέρα χωρίς να μιλήσει, αυτό σημαίνει ότι είναι επαγγελματίας πολιτικός και αμειβόμενος.
[221] Όσο για το ότι δεν σε έχω κρίνει για τις πράξεις σου και δεν έχεις τιμωρηθεί για τα αδικήματά σου, όταν καταφεύγεις σε τέτοια επιχειρήματα, ή θεωρείς τους ακροατές επιλήσμονες ή εξαπατάς τον εαυτό σου. Γιατί τις ασεβείς πράξεις σου στην περίπτωση των Αμφισσέων και τον χρηματισμό σου στην τακτική έναντι της Εύβοιας ίσως ελπίζεις ότι ο λαός τα έχει ξεχάσει, επειδή έχει μεσολαβήσει πολύς καιρός από τότε που σε είχα βγάλει στη φόρα.
[222] Ποιος χρόνος όμως θα μπορούσε να κρύψει τη μείωση του αριθμού των τριήρεων και των τριηράρχων, όταν θέσπισες νόμο να φορολογούνται τριακόσιοι μόνο πολίτες και έπεισες τους Αθηναίους να σε διορίσουν επιστάτη του ναυτικού; Εγώ τότε αποκάλυψα ότι είχες υφαρπάξει από εξήντα πέντε γοργοτάξιδα πολεμικά σκάφη τους τριηράρχους, αφανίζοντας με αυτό τον τρόπο μεγαλύτερη ναυτική δύναμη της πόλης από εκείνη που είχαν οι Αθηναίοι, όταν νίκησαν τους Λακεδαιμονίους και τον Πόλλη στη Νάξο.
[223] Και με τις κατηγορίες σου κατάφερες να σταματήσεις τόσο καλά τη δυνατότητα να σε τιμωρήσει κανείς, ώστε να μην κινδυνεύεις εσύ που αδίκησες αλλά οι κατήγοροί σου. Έλεγες ένα σωρό ασύστολα ψεύδη εναντίον του Αλέξανδρου και του Φιλίππου· κατηγορούσες μερικούς ότι εμπόδιζαν την πόλη να εκμεταλλευτεί τις ευκαιρίες της, καταστρέφοντας συνεχώς το παρόν και δίνοντας ένα σωρό υποσχέσεις για το μέλλον. Τώρα τελευταία μάλιστα, όταν ήμουν έτοιμος να σε καταγγείλω, δεν οργάνωσες τη σύλληψη του Ανάξινου από τον Ωρεό, ενώ έκανε στην αγορά τα ψώνια για την Ολυμπιάδα;
[224] Τον ίδιο αυτόν άνθρωπο βασάνισες δυο φορές με τα χέρια σου και πρότεινες να τον καταδικάσουν σε θάνατο. Και όμως, στον Ωρεό φιλοξενήθηκες στο σπίτι του, έφαγες, ήπιες και έκανες σπονδές στο ίδιο τραπέζι μαζί του, του έδωσες το χέρι και δημιούργησες μαζί του δεσμούς φιλίας και φιλοξενίας· και όμως, αυτόν τον σκότωσες. Και όταν σε έλεγξα γι᾽ αυτά και σε αποκάλεσα φονιά του φίλου και οικοδεσπότη σου, δεν αρνήθηκες τη μιαρή πράξη σου, αλλά έδωσες τέτοιαν απάντηση που ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυρίας από τον λαό και από όσους ξένους βρίσκονταν στη συνέλευση. Είπες δηλαδή ότι θεωρούσες το αλάτι της πόλης σημαντικότερο από το τραπέζι του ξένου οικοδεσπότη σου.
[225] Δεν αναφέρω τις πλαστές επιστολές, τις συλλήψεις κατασκόπων και τα βασανιστήρια για ανύπαρκτες κατηγορίες, ότι τάχα εγώ με μερικούς άλλους επιθυμούσατε πραξικόπημα στην πόλη. Ακόμη, σκοπεύει, όπως μαθαίνω, να με ρωτήσει τι σόι γιατρός θα μπορούσε να είναι εκείνος που δεν δίνει στον άρρωστο καμιά συμβουλή όσο κρατάει η αρρώστια του, αλλά, όταν πεθάνει, έρχεται στα εννιάμερα και λέει στους συγγενείς του νεκρού ποια αγωγή, αν ακολουθούσε, θα γινόταν καλά.
[226] Δεν ρωτάς όμως και τον εαυτό σου τί αρχηγός του λαού θα ήταν αυτός που μπορεί να χαϊδεύει τον λαό, που πουλάει τις ευκαιρίες κατά τις οποίες θα μπορούσε να σωθεί η πόλη, που εμποδίζει με συκοφαντίες τους συνετούς πολίτες να συμβουλεύουν, και ύστερα, λιποτακτώντας την ώρα του κινδύνου και ρίχνοντας την πόλη σε αγιάτρευτες συμφορές, έχει την αξίωση να στεφανωθεί για την αρετή του, ενώ όχι μόνο δεν έχει κάνει κανένα καλό, αλλά και ήταν υπεύθυνος για όλα τα κακά· και ρωτάει στη συνέχεια αυτούς που με τις συκοφαντίες του έμειναν έξω από την πολιτική, τότε που οι περιστάσεις επέτρεπαν τη σωτηρία της πόλης, γιατί δεν τον εμπόδισαν να διαπράξει σφάλματα·
[227] έκρυβε το τελευταίο από όλα, ότι συνέπεσε να γίνει η μάχη στη Χαιρώνεια και δεν είχαμε χρόνο να ασχοληθούμε με την τιμωρία σου, αλλά πήγαμε ως αντιπρόσωποι στον Φίλιππο για τη σωτηρία της πόλης. Επειδή όμως δεν σου ήταν αρκετό που δεν έχεις τιμωρηθεί, αλλά απαιτείς από πάνω και τιμές, γελοιοποιώντας την πόλη στα μάτια των Ελλήνων, γι᾽ αυτό και εγώ έκανα την ένσταση και υπέβαλα την μήνυση.