[106] Ἐνταῦθ᾽ ἤδη τέτακται καὶ ὁ τρίτος τῶν καιρῶν, μᾶλλον δ᾽ ὁ πάντων πικρότατος χρόνος, ἐν ᾧ Δημοσθένης ἀπώλεσε τὰς τῶν Ἑλλήνων καὶ τῆς πόλεως πράξεις, ἀσεβήσας μὲν εἰς τὸ ἱερὸν τὸ ἐν Δελφοῖς, ἄδικον δὲ καὶ οὐδαμῶς ἴσην τὴν πρὸς Θηβαίους συμμαχίαν γράψας. Ἄρξομαι δὲ ἀπὸ τῶν εἰς τοὺς θεοὺς αὐτοῦ πλημμελημάτων λέγειν.
[107] Ἔστι γάρ, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, τὸ Κιρραῖον ὠνομασμένον πεδίον καὶ λιμὴν ὁ νῦν ἐξάγιστος καὶ ἐπάρατος ὠνομασμένος. Ταύτην ποτὲ τὴν χώραν κατῴκησαν Κιρραῖοι καὶ Κραγαλίδαι, γένη παρανομώτατα, οἳ εἰς τὸ ἱερὸν τὸ ἐν Δελφοῖς καὶ περὶ τὰ ἀναθήματα ἠσέβουν, ἐξημάρτανον δὲ καὶ εἰς τοὺς Ἀμφικτύονας. Ἀγανακτήσαντες δ᾽ ἐπὶ τοῖς γιγνομένοις μάλιστα μέν, ὡς λέγονται, οἱ πρόγονοι οἱ ὑμέτεροι, ἔπειτα καὶ οἱ ἄλλοι Ἀμφικτύονες, μαντείαν ἐμαντεύσαντο παρὰ τῷ θεῷ, τίνι χρὴ τιμωρίᾳ τοὺς ἀνθρώπους τούτους μετελθεῖν.
[108] Καὶ αὐτοῖς ἀναιρεῖ ἡ Πυθία πολεμεῖν Κιρραίοις καὶ Κραγαλίδαις πάντ᾽ ἤματα καὶ πάσας νύκτας, καὶ τὴν χώραν αὐτῶν καὶ τὴν πόλιν ἐκπορθήσαντας καὶ αὐτοὺς ἀνδραποδισαμένους ἀναθεῖναι τῷ Ἀπόλλωνι τῷ Πυθίῳ καὶ τῇ Ἀρτέμιδι καὶ Λητοῖ καὶ Ἀθηνᾷ Προνοίᾳ ἐπὶ πάσῃ ἀεργίᾳ, καὶ ταύτην τὴν χώραν μήτ᾽ αὐτοὺς ἐργάζεσθαι μήτ᾽ ἄλλον ἐᾶν. Λαβόντες δὲ τὸν χρησμὸν οἱ Ἀμφικτύονες ἐψηφίσαντο Σόλωνος εἰπόντος Ἀθηναίου τὴν γνώμην, ἀνδρὸς καὶ νομοθετῆσαι δυνατοῦ καὶ περὶ ποίησιν καὶ φιλοσοφίαν διατετριφότος, ἐπιστρατεύειν ἐπὶ τοὺς ἐναγεῖς κατὰ τὴν μαντείαν τοῦ θεοῦ·
[109] καὶ συναθροίσαντες δύναμιν πολλὴν τῶν Ἀμφικτυόνων, ἐξηνδραποδίσαντο τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὸν λιμένα καὶ τὴν πόλιν αὐτῶν κατέσκαψαν καὶ τὴν χώραν αὐτῶν καθιέρωσαν κατὰ τὴν μαντείαν· καὶ ἐπὶ τούτοις ὅρκον ὤμοσαν ἰσχυρόν, μήτ᾽ αὐτοὶ τὴν ἱερὰν γῆν ἐργάσεσθαι μήτ᾽ ἄλλῳ ἐπιτρέψειν, ἀλλὰ βοηθήσειν τῷ θεῷ καὶ τῇ γῇ τῇ ἱερᾷ καὶ χειρὶ καὶ ποδὶ ‹καὶ φωνῇ› καὶ πάσῃ δυνάμει.
[110] Καὶ οὐκ ἀπέχρησεν αὐτοῖς τοῦτον τὸν ὅρκον ὀμόσαι, ἀλλὰ καὶ προστροπὴν καὶ ἀρὰν ἰσχυρὰν ὑπὲρ τούτων ἐποιήσαντο. Γέγραπται γὰρ οὕτως ἐν τῇ ἀρᾷ, «εἴ τις τάδε» φησὶ «παραβαίνοι ἢ πόλις ἢ ἰδιώτης ἢ ἔθνος, ἐναγής» φησὶν «ἔστω τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ τῆς Ἀρτέμιδος καὶ Λητοῦς καὶ Ἀθηνᾶς Προνοίας».
[111] Καὶ ἐπεύχεται αὐτοῖς μήτε γῆν καρποὺς φέρειν, μήτε γυναῖκας τέκνα τίκτειν γονεῦσιν ἐοικότα, ἀλλὰ τέρατα, μήτε βοσκήματα κατὰ φύσιν γονὰς ποιεῖσθαι, ἧτταν δὲ αὐτοῖς εἶναι πολέμου καὶ δικῶν καὶ ἀγορῶν, καὶ ἐξώλεις εἶναι καὶ αὐτοὺς καὶ οἰκίας καὶ γένος τὸ ἐκείνων. «Καὶ μήποτέ» φησιν «ὁσίως θύσειαν τῷ Ἀπόλλωνι μηδὲ τῇ Ἀρτέμιδι μηδὲ τῇ Λητοῖ μηδ᾽ Ἀθηνᾷ Προνοίᾳ, μηδὲ δέξαιντο αὐτοῖς τὰ ἱερά.»
[112] Ὅτι δ᾽ ἀληθῆ λέγω, ἀνάγνωθι τὴν τοῦ θεοῦ μαντείαν. Ἀκούσατε τῆς ἀρᾶς. Ἀναμνήσθητε τῶν ὅρκων οὓς ὑμῶν οἱ πρόγονοι μετὰ τῶν Ἀμφικτυόνων συνώμοσαν.
ΜΑΝΤΕΙΑ
[Οὐ πρὶν τῆσδε πόληος ἐρείψετε πύργον ἑλόντες,
πρίν γε θεοῦ τεμένει κυανώπιδος Ἀμφιτρίτης
κῦμα ποτικλύζῃ κελαδοῦν ἱεραῖσιν ἐπ᾽ ἀκταῖς.]
***
[106] Εδώ τοποθετείται χρονικά η τρίτη περίοδος της πολιτικής δραστηριότητας του Δημοσθένη ή μάλλον η χειρότερη από όλες, αφού στη διάρκειά της κατέστρεψε τους Έλληνες και την πόλη μας με την ασέβειά του προς το ιερό των Δελφών και την πρότασή του για την άδικη και εντελώς άνιση συμμαχία με τους Θηβαίους. Θα αναφερθώ σε αυτά ξεκινώντας από τα πλημμελήματά του σε βάρος των θεών.
[107] Υπάρχει, πολίτες Αθηναίοι, η πεδιάδα με το όνομα Κιρραίον πεδίον και λιμάνι που σήμερα είναι γνωστό ως αφιερωμένο στους θεούς και άβατο. Την περιοχή αυτή κατοίκησαν κάποτε οι Κιρραίοι και Κραγαλίδες, φυλές που δεν ήξεραν από νόμους. Αυτοί προέβαιναν σε ιεροσυλίες σε βάρος του ιερού των Δελφών και των σε αυτό αφιερωμάτων κα διέπρατταν αδικήματα σε βάρος των Αμφικτιόνων. Αγανακτισμένοι με αυτά που γίνονταν, περισσότερο από όλους οι δικοί σας πρόγονοι, όπως λένε, αλλά και οι άλλοι γενικά Αμφικτίονες, συμβουλεύτηκαν το μαντείο, ζητώντας από τον θεό να τους πει ποια τιμωρία έπρεπε να επιβάλουν στους ανθρώπους αυτούς.
[108] Η Πυθία απάντησε σ᾽ αυτούς να κηρύξουν πόλεμο εναντίον των Κιρραίων και των Κραγαλιδών· να τους πολεμούν ασταμάτητα, ημέρα και νύχτα, να ερημώσουν την περιοχή και την πόλη τους, να πουλήσουν τους ίδιους ως δούλους και να αφιερώσουν την περιοχή στον Πύθιο Απόλλωνα, την Άρτεμη, τη Λητώ και την Αθηνά την Προναία, ώστε να μείνει ακαλλιέργητη σε όλη την έκτασή της και να μην εκμεταλλεύονται την περιοχή αυτή μήτε οι ίδιοι μήτε να επιτρέπουν σε άλλους. Οι Αμφικτίονες, αφού πήραν τον χρησμό, αποφάσισαν, ύστερα από εισήγηση του Σόλωνα του Αθηναίου, ικανού νομοθέτη και ανθρώπου που είχε εντρυφήσει στην ποίηση και τη φιλοσοφία, να εκστρατεύσουν εναντίον των καταραμένων, σύμφωνα με τον χρησμό του θεού.
[109] Γι᾽ αυτό, αφού συγκέντρωσαν ισχυρή δύναμη από τους Αμφικτίονες, υποδούλωσαν και πούλησαν τους κατοίκους ως δούλους, κατέσκαψαν το λιμάνι και την πόλη τους και αφιέρωσαν την περιοχή τους στον θεό, σύμφωνα με τον χρησμό. Ακόμη, πήραν δεσμευτικό όρκο να μη δουλέψουν την ιερή γη μήτε οι ίδιοι μήτε να το επιτρέψουν σε άλλον, αλλά να τρέξουν να βοηθήσουν τον θεό και την ιερή γη με χέρια, με πόδια και με φωνή και με όλη τους τη δύναμη.
[110] Και δεν ικανοποιήθηκαν με τον όρκο αυτόν που έδωσαν, αλλά απηύθυναν ανάθεμα και βαριά κατάρα, στην οποία είναι γραμμένα τα εξής: «εάν κάποιος», λέει, «είτε πόλη είτε ιδιώτης είτε έθνος, παραβεί αυτά, να έχει την κατάρα του Απόλλωνα, της Άρτεμης, της Λητώς και της Προναίας Αθηνάς».
[111] Και η κατάρα συνεχίζει για τους παραβάτες: η γη τους να μην παράγει καρπούς μήτε οι γυναίκες να γεννούν παιδιά, που να μοιάζουν τους γονείς τους, αλλά τέρατα, μήτε τα ζώα τους να γεννούν φυσιολογικά· να ηττώνται στον πόλεμο, να χάνουν τις δίκες, να μην πετυχαίνουν στις αγοραπωλησίες και να καταστραφούν και οι ίδιοι και τα σπίτια τους και όλο το γένος τους. «Ποτέ», λέει, «να μην είναι καθαρές οι θυσίες τους προς τον Απόλλωνα, την Άρτεμη, τη Λητώ και την Προναία Αθηνά· είθε να αρνηθούν να δεχθούν οι θεοί τις προσφορές τους».
[112] Για την αλήθεια των όσων λέω, διάβασε τον χρησμό του θεού. Ακούστε την κατάρα. Θυμηθείτε τους όρκους που έδωσαν οι πρόγονοί σας μαζί με τους Αμφικτίονες.
ΧΡΗΣΜΟΣ
[Δεν θα κυριέψετε αυτή την πόλη ούτε τον πύργο της θα ρίξετε,
πριν το κύμα της γαλανομάτας Αμφιτρίτης έρθει βρυχώμενο
και κατακλύσει το τέμενος του θεού, σηκώνοντας βουητό στα ιερά ακρογιάλια.]
[107] Ἔστι γάρ, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, τὸ Κιρραῖον ὠνομασμένον πεδίον καὶ λιμὴν ὁ νῦν ἐξάγιστος καὶ ἐπάρατος ὠνομασμένος. Ταύτην ποτὲ τὴν χώραν κατῴκησαν Κιρραῖοι καὶ Κραγαλίδαι, γένη παρανομώτατα, οἳ εἰς τὸ ἱερὸν τὸ ἐν Δελφοῖς καὶ περὶ τὰ ἀναθήματα ἠσέβουν, ἐξημάρτανον δὲ καὶ εἰς τοὺς Ἀμφικτύονας. Ἀγανακτήσαντες δ᾽ ἐπὶ τοῖς γιγνομένοις μάλιστα μέν, ὡς λέγονται, οἱ πρόγονοι οἱ ὑμέτεροι, ἔπειτα καὶ οἱ ἄλλοι Ἀμφικτύονες, μαντείαν ἐμαντεύσαντο παρὰ τῷ θεῷ, τίνι χρὴ τιμωρίᾳ τοὺς ἀνθρώπους τούτους μετελθεῖν.
[108] Καὶ αὐτοῖς ἀναιρεῖ ἡ Πυθία πολεμεῖν Κιρραίοις καὶ Κραγαλίδαις πάντ᾽ ἤματα καὶ πάσας νύκτας, καὶ τὴν χώραν αὐτῶν καὶ τὴν πόλιν ἐκπορθήσαντας καὶ αὐτοὺς ἀνδραποδισαμένους ἀναθεῖναι τῷ Ἀπόλλωνι τῷ Πυθίῳ καὶ τῇ Ἀρτέμιδι καὶ Λητοῖ καὶ Ἀθηνᾷ Προνοίᾳ ἐπὶ πάσῃ ἀεργίᾳ, καὶ ταύτην τὴν χώραν μήτ᾽ αὐτοὺς ἐργάζεσθαι μήτ᾽ ἄλλον ἐᾶν. Λαβόντες δὲ τὸν χρησμὸν οἱ Ἀμφικτύονες ἐψηφίσαντο Σόλωνος εἰπόντος Ἀθηναίου τὴν γνώμην, ἀνδρὸς καὶ νομοθετῆσαι δυνατοῦ καὶ περὶ ποίησιν καὶ φιλοσοφίαν διατετριφότος, ἐπιστρατεύειν ἐπὶ τοὺς ἐναγεῖς κατὰ τὴν μαντείαν τοῦ θεοῦ·
[109] καὶ συναθροίσαντες δύναμιν πολλὴν τῶν Ἀμφικτυόνων, ἐξηνδραποδίσαντο τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὸν λιμένα καὶ τὴν πόλιν αὐτῶν κατέσκαψαν καὶ τὴν χώραν αὐτῶν καθιέρωσαν κατὰ τὴν μαντείαν· καὶ ἐπὶ τούτοις ὅρκον ὤμοσαν ἰσχυρόν, μήτ᾽ αὐτοὶ τὴν ἱερὰν γῆν ἐργάσεσθαι μήτ᾽ ἄλλῳ ἐπιτρέψειν, ἀλλὰ βοηθήσειν τῷ θεῷ καὶ τῇ γῇ τῇ ἱερᾷ καὶ χειρὶ καὶ ποδὶ ‹καὶ φωνῇ› καὶ πάσῃ δυνάμει.
[110] Καὶ οὐκ ἀπέχρησεν αὐτοῖς τοῦτον τὸν ὅρκον ὀμόσαι, ἀλλὰ καὶ προστροπὴν καὶ ἀρὰν ἰσχυρὰν ὑπὲρ τούτων ἐποιήσαντο. Γέγραπται γὰρ οὕτως ἐν τῇ ἀρᾷ, «εἴ τις τάδε» φησὶ «παραβαίνοι ἢ πόλις ἢ ἰδιώτης ἢ ἔθνος, ἐναγής» φησὶν «ἔστω τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ τῆς Ἀρτέμιδος καὶ Λητοῦς καὶ Ἀθηνᾶς Προνοίας».
[111] Καὶ ἐπεύχεται αὐτοῖς μήτε γῆν καρποὺς φέρειν, μήτε γυναῖκας τέκνα τίκτειν γονεῦσιν ἐοικότα, ἀλλὰ τέρατα, μήτε βοσκήματα κατὰ φύσιν γονὰς ποιεῖσθαι, ἧτταν δὲ αὐτοῖς εἶναι πολέμου καὶ δικῶν καὶ ἀγορῶν, καὶ ἐξώλεις εἶναι καὶ αὐτοὺς καὶ οἰκίας καὶ γένος τὸ ἐκείνων. «Καὶ μήποτέ» φησιν «ὁσίως θύσειαν τῷ Ἀπόλλωνι μηδὲ τῇ Ἀρτέμιδι μηδὲ τῇ Λητοῖ μηδ᾽ Ἀθηνᾷ Προνοίᾳ, μηδὲ δέξαιντο αὐτοῖς τὰ ἱερά.»
[112] Ὅτι δ᾽ ἀληθῆ λέγω, ἀνάγνωθι τὴν τοῦ θεοῦ μαντείαν. Ἀκούσατε τῆς ἀρᾶς. Ἀναμνήσθητε τῶν ὅρκων οὓς ὑμῶν οἱ πρόγονοι μετὰ τῶν Ἀμφικτυόνων συνώμοσαν.
ΜΑΝΤΕΙΑ
[Οὐ πρὶν τῆσδε πόληος ἐρείψετε πύργον ἑλόντες,
πρίν γε θεοῦ τεμένει κυανώπιδος Ἀμφιτρίτης
κῦμα ποτικλύζῃ κελαδοῦν ἱεραῖσιν ἐπ᾽ ἀκταῖς.]
***
[106] Εδώ τοποθετείται χρονικά η τρίτη περίοδος της πολιτικής δραστηριότητας του Δημοσθένη ή μάλλον η χειρότερη από όλες, αφού στη διάρκειά της κατέστρεψε τους Έλληνες και την πόλη μας με την ασέβειά του προς το ιερό των Δελφών και την πρότασή του για την άδικη και εντελώς άνιση συμμαχία με τους Θηβαίους. Θα αναφερθώ σε αυτά ξεκινώντας από τα πλημμελήματά του σε βάρος των θεών.
[107] Υπάρχει, πολίτες Αθηναίοι, η πεδιάδα με το όνομα Κιρραίον πεδίον και λιμάνι που σήμερα είναι γνωστό ως αφιερωμένο στους θεούς και άβατο. Την περιοχή αυτή κατοίκησαν κάποτε οι Κιρραίοι και Κραγαλίδες, φυλές που δεν ήξεραν από νόμους. Αυτοί προέβαιναν σε ιεροσυλίες σε βάρος του ιερού των Δελφών και των σε αυτό αφιερωμάτων κα διέπρατταν αδικήματα σε βάρος των Αμφικτιόνων. Αγανακτισμένοι με αυτά που γίνονταν, περισσότερο από όλους οι δικοί σας πρόγονοι, όπως λένε, αλλά και οι άλλοι γενικά Αμφικτίονες, συμβουλεύτηκαν το μαντείο, ζητώντας από τον θεό να τους πει ποια τιμωρία έπρεπε να επιβάλουν στους ανθρώπους αυτούς.
[108] Η Πυθία απάντησε σ᾽ αυτούς να κηρύξουν πόλεμο εναντίον των Κιρραίων και των Κραγαλιδών· να τους πολεμούν ασταμάτητα, ημέρα και νύχτα, να ερημώσουν την περιοχή και την πόλη τους, να πουλήσουν τους ίδιους ως δούλους και να αφιερώσουν την περιοχή στον Πύθιο Απόλλωνα, την Άρτεμη, τη Λητώ και την Αθηνά την Προναία, ώστε να μείνει ακαλλιέργητη σε όλη την έκτασή της και να μην εκμεταλλεύονται την περιοχή αυτή μήτε οι ίδιοι μήτε να επιτρέπουν σε άλλους. Οι Αμφικτίονες, αφού πήραν τον χρησμό, αποφάσισαν, ύστερα από εισήγηση του Σόλωνα του Αθηναίου, ικανού νομοθέτη και ανθρώπου που είχε εντρυφήσει στην ποίηση και τη φιλοσοφία, να εκστρατεύσουν εναντίον των καταραμένων, σύμφωνα με τον χρησμό του θεού.
[109] Γι᾽ αυτό, αφού συγκέντρωσαν ισχυρή δύναμη από τους Αμφικτίονες, υποδούλωσαν και πούλησαν τους κατοίκους ως δούλους, κατέσκαψαν το λιμάνι και την πόλη τους και αφιέρωσαν την περιοχή τους στον θεό, σύμφωνα με τον χρησμό. Ακόμη, πήραν δεσμευτικό όρκο να μη δουλέψουν την ιερή γη μήτε οι ίδιοι μήτε να το επιτρέψουν σε άλλον, αλλά να τρέξουν να βοηθήσουν τον θεό και την ιερή γη με χέρια, με πόδια και με φωνή και με όλη τους τη δύναμη.
[110] Και δεν ικανοποιήθηκαν με τον όρκο αυτόν που έδωσαν, αλλά απηύθυναν ανάθεμα και βαριά κατάρα, στην οποία είναι γραμμένα τα εξής: «εάν κάποιος», λέει, «είτε πόλη είτε ιδιώτης είτε έθνος, παραβεί αυτά, να έχει την κατάρα του Απόλλωνα, της Άρτεμης, της Λητώς και της Προναίας Αθηνάς».
[111] Και η κατάρα συνεχίζει για τους παραβάτες: η γη τους να μην παράγει καρπούς μήτε οι γυναίκες να γεννούν παιδιά, που να μοιάζουν τους γονείς τους, αλλά τέρατα, μήτε τα ζώα τους να γεννούν φυσιολογικά· να ηττώνται στον πόλεμο, να χάνουν τις δίκες, να μην πετυχαίνουν στις αγοραπωλησίες και να καταστραφούν και οι ίδιοι και τα σπίτια τους και όλο το γένος τους. «Ποτέ», λέει, «να μην είναι καθαρές οι θυσίες τους προς τον Απόλλωνα, την Άρτεμη, τη Λητώ και την Προναία Αθηνά· είθε να αρνηθούν να δεχθούν οι θεοί τις προσφορές τους».
[112] Για την αλήθεια των όσων λέω, διάβασε τον χρησμό του θεού. Ακούστε την κατάρα. Θυμηθείτε τους όρκους που έδωσαν οι πρόγονοί σας μαζί με τους Αμφικτίονες.
ΧΡΗΣΜΟΣ
[Δεν θα κυριέψετε αυτή την πόλη ούτε τον πύργο της θα ρίξετε,
πριν το κύμα της γαλανομάτας Αμφιτρίτης έρθει βρυχώμενο
και κατακλύσει το τέμενος του θεού, σηκώνοντας βουητό στα ιερά ακρογιάλια.]