Αν μας ζητούσαν να παρομοιάσουμε την ερωτική σχέση μεταξύ δύο ανθρώπων με ένα παιχνίδι, ποιο θα ήταν αυτό;
Σίγουρα ένα παιχνίδι για δύο, κατά προτίμηση πάντα. Η εμφάνιση τρίτου παίχτη είναι πιθανή και μπορεί να συμβεί σε ανύποπτο χρόνο κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού. Βέβαια, είναι κάτι που δε θα επιθυμούσαμε σε καμία περίπτωση. Αλλά σε κάθε παιχνίδι –όπως και σε αυτό– υπάρχουν οι κανόνες, αλλά υπάρχουν κι οι εξαιρέσεις. Οπότε διαβάζουμε τους κανόνες, ρίχνουμε μία γρήγορη ματιά στις εξαιρέσεις, δίνουμε τα χέρια και το παιχνίδι ξεκινάει.
Στην αρχή όλα βαίνουν καλώς. Αργά και σταθερά, πάντα με τη δικλείδα ασφαλείας μας να μας ακολουθεί γιατί το παιχνίδι μόλις ξεκίνησε. Δεν ξέρουμε πολλά για τον συμπαίκτη μας οπότε οι κινήσεις μας είναι προσεκτικές και τα λόγια μας μετρημένα. Καλά, για τα συναισθήματα, δεν το συζητώ. Τα έχουμε κλειδαμπαρώσει μέσα μας και δεν υπάρχει περίπτωση να τα αφήσουμε ελεύθερα αν δε μας έρθει το κατάλληλο ζάρι. Κι όπου ζάρι – προτιμάμε πάντα εξάρες– εννοούμε μία κίνηση, μία πράξη, κάτι τέλος πάντων που να μπορεί να διώξει απ’ το μυαλό μας τη σκέψη πως ίσως φάμε τα μούτρα μας και να μας επιτρέψει να αφεθούμε.
Όμως στις σχέσεις -όπως και στο τάβλι– εκεί που είμαστε έτοιμοι να κάνουμε πόρτες, ξαφνικά βλέπουμε τα ωραία μας όνειρα να φεύγουν απ’ το παράθυρο. Και τα λόγια και τα σχέδια και τον άνθρωπο με τον οποίο τα καταστρώναμε μαζί επίσης.
Αυτή η τρομακτική εξαίρεση, λοιπόν, στους κανόνες του παιχνιδιού είναι η απόρριψη. Και μας πέφτει πολύ βαριά και κάνει την καρδιά μας να πονάει και το μυαλό να απορεί. Αφού διαβάσαμε τους κανόνες του παιχνιδιού τόσο καλά, τους τηρήσαμε κατά γράμμα κι ήμασταν άψογοι παίχτες. Γιατί να πέσουμε πάνω στην εξαίρεση; Γιατί ο συμπαίκτης μας αποφάσισε να εγκαταλείψει το παιχνίδι όταν στα μάτια μας φαινόταν πως όλα πήγαιναν βάσει σχεδίου;
Γιατί δυστυχώς οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων –και κυρίως των καινούριων ανθρώπων που επιτρέπουμε να μπουν στη ζωή μας– είναι σαν το Taboo. Προσπαθούμε να περιγράψουμε με λέξεις τα συναισθήματα και τις σκέψεις μας, αλλά πολλές φορές δεν μπορούμε να βρούμε τις κατάλληλες. Απαγορεύουμε στον εαυτό μας να χρησιμοποιήσει κάποιες –γιατί η άμυνα πριν αφεθούμε στο οτιδήποτε είναι κατεξοχήν ανθρώπινο ένστικτο– και καταλήγουμε να χανόμαστε στη μετάφραση. Μπερδεμένα τα λόγια του συμπαίκτη κι η επικοινωνία χάνεται. Άλλα θέλει, άλλα δείχνει, σε άλλη φάση βρίσκεται και σε άλλη φάση παρουσιάζεται να είναι.
Είναι σαν να παίζουμε το χαλασμένο τηλέφωνο. Φτάνουν συνεχώς στα αφτιά μας λάθος πληροφορίες που λογικό είναι να τις ερμηνεύουμε λανθασμένα. Κι ο συμπαίκτης μας υποχωρεί. Γιατί κουράστηκε, γιατί θέλει κάτι διαφορετικό, γιατί επιμένει πως δεν είναι αρκετά καλός για εμάς; Όποιος και να είναι ο λόγος, απομακρύνθηκε κι εμείς μείναμε να κρατάμε το ακουστικό απ’ το χαλασμένο τηλέφωνο της σχεδόν σχέσης μας. Ένα τηλέφωνο που δε χτυπάει πια όσο και να περιμένουμε από πάνω του.
Η «αγαπημένη» απόρριψη μας χτύπησε την πόρτα. Για πρώτη, για δέκατη, για χιλιοστή φορά; Δεν έχει σημασία γιατί τώρα στέκεται εδώ μπροστά μας. Μπροστά στα «θέλω» που είχαμε αναπτύξει για εκείνον τον άνθρωπο. Κοιτάει το πυργάκι με τα σχέδια που είχαμε φτιάξει, προσθέτοντας ένα τουβλάκι τη φορά όσο πιο προσεκτικά μπορούσαμε όλο αυτό το διάστημα πριν εμφανιστεί εκείνη. Εντοπίζει ένα απ’ τα τουβλάκια στη βάση του πύργου, το τραβάει και μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου γκρεμίζεται.
Σαν το Jenga, λοιπόν, συνειδητοποιούμε πως τσάμπα καθόμασταν και χτίζαμε όλο αυτό τον καιρό αν είναι να γκρεμίζονται όλα τόσο απλά και με μία κίνηση. Συμπεραίνουμε πως η απόρριψη ήταν μέρος του παιχνιδιού. Αυτό δε σημαίνει πως κάναμε εμείς απαραίτητα κάποιο λάθος ή πως δεν παίξαμε σωστά τον ρόλο μας. Πολλές φορές εμφανίζεται απλά για να τερματίσει μία ώρα νωρίτερα καταστάσεις και σχέσεις που οδηγούν σε αδιέξοδο.
Ας βλέπουμε, λοιπόν, από εδώ και πέρα την απόρριψη σαν ένα μέσο ανάκτησης του χαμένου χρόνου. Του χρόνου που θα χαρίζαμε ολόψυχα σε κάποιον που τελικά δεν τον ήθελε.
Κάπως έτσι το παιχνίδι φτάνει στο τέλος του. Τα χαρτιά ξαναμοιράζονται και ξεκινάει πάλι απ’ την αρχή.
Σίγουρα ένα παιχνίδι για δύο, κατά προτίμηση πάντα. Η εμφάνιση τρίτου παίχτη είναι πιθανή και μπορεί να συμβεί σε ανύποπτο χρόνο κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού. Βέβαια, είναι κάτι που δε θα επιθυμούσαμε σε καμία περίπτωση. Αλλά σε κάθε παιχνίδι –όπως και σε αυτό– υπάρχουν οι κανόνες, αλλά υπάρχουν κι οι εξαιρέσεις. Οπότε διαβάζουμε τους κανόνες, ρίχνουμε μία γρήγορη ματιά στις εξαιρέσεις, δίνουμε τα χέρια και το παιχνίδι ξεκινάει.
Στην αρχή όλα βαίνουν καλώς. Αργά και σταθερά, πάντα με τη δικλείδα ασφαλείας μας να μας ακολουθεί γιατί το παιχνίδι μόλις ξεκίνησε. Δεν ξέρουμε πολλά για τον συμπαίκτη μας οπότε οι κινήσεις μας είναι προσεκτικές και τα λόγια μας μετρημένα. Καλά, για τα συναισθήματα, δεν το συζητώ. Τα έχουμε κλειδαμπαρώσει μέσα μας και δεν υπάρχει περίπτωση να τα αφήσουμε ελεύθερα αν δε μας έρθει το κατάλληλο ζάρι. Κι όπου ζάρι – προτιμάμε πάντα εξάρες– εννοούμε μία κίνηση, μία πράξη, κάτι τέλος πάντων που να μπορεί να διώξει απ’ το μυαλό μας τη σκέψη πως ίσως φάμε τα μούτρα μας και να μας επιτρέψει να αφεθούμε.
Όμως στις σχέσεις -όπως και στο τάβλι– εκεί που είμαστε έτοιμοι να κάνουμε πόρτες, ξαφνικά βλέπουμε τα ωραία μας όνειρα να φεύγουν απ’ το παράθυρο. Και τα λόγια και τα σχέδια και τον άνθρωπο με τον οποίο τα καταστρώναμε μαζί επίσης.
Αυτή η τρομακτική εξαίρεση, λοιπόν, στους κανόνες του παιχνιδιού είναι η απόρριψη. Και μας πέφτει πολύ βαριά και κάνει την καρδιά μας να πονάει και το μυαλό να απορεί. Αφού διαβάσαμε τους κανόνες του παιχνιδιού τόσο καλά, τους τηρήσαμε κατά γράμμα κι ήμασταν άψογοι παίχτες. Γιατί να πέσουμε πάνω στην εξαίρεση; Γιατί ο συμπαίκτης μας αποφάσισε να εγκαταλείψει το παιχνίδι όταν στα μάτια μας φαινόταν πως όλα πήγαιναν βάσει σχεδίου;
Γιατί δυστυχώς οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων –και κυρίως των καινούριων ανθρώπων που επιτρέπουμε να μπουν στη ζωή μας– είναι σαν το Taboo. Προσπαθούμε να περιγράψουμε με λέξεις τα συναισθήματα και τις σκέψεις μας, αλλά πολλές φορές δεν μπορούμε να βρούμε τις κατάλληλες. Απαγορεύουμε στον εαυτό μας να χρησιμοποιήσει κάποιες –γιατί η άμυνα πριν αφεθούμε στο οτιδήποτε είναι κατεξοχήν ανθρώπινο ένστικτο– και καταλήγουμε να χανόμαστε στη μετάφραση. Μπερδεμένα τα λόγια του συμπαίκτη κι η επικοινωνία χάνεται. Άλλα θέλει, άλλα δείχνει, σε άλλη φάση βρίσκεται και σε άλλη φάση παρουσιάζεται να είναι.
Είναι σαν να παίζουμε το χαλασμένο τηλέφωνο. Φτάνουν συνεχώς στα αφτιά μας λάθος πληροφορίες που λογικό είναι να τις ερμηνεύουμε λανθασμένα. Κι ο συμπαίκτης μας υποχωρεί. Γιατί κουράστηκε, γιατί θέλει κάτι διαφορετικό, γιατί επιμένει πως δεν είναι αρκετά καλός για εμάς; Όποιος και να είναι ο λόγος, απομακρύνθηκε κι εμείς μείναμε να κρατάμε το ακουστικό απ’ το χαλασμένο τηλέφωνο της σχεδόν σχέσης μας. Ένα τηλέφωνο που δε χτυπάει πια όσο και να περιμένουμε από πάνω του.
Η «αγαπημένη» απόρριψη μας χτύπησε την πόρτα. Για πρώτη, για δέκατη, για χιλιοστή φορά; Δεν έχει σημασία γιατί τώρα στέκεται εδώ μπροστά μας. Μπροστά στα «θέλω» που είχαμε αναπτύξει για εκείνον τον άνθρωπο. Κοιτάει το πυργάκι με τα σχέδια που είχαμε φτιάξει, προσθέτοντας ένα τουβλάκι τη φορά όσο πιο προσεκτικά μπορούσαμε όλο αυτό το διάστημα πριν εμφανιστεί εκείνη. Εντοπίζει ένα απ’ τα τουβλάκια στη βάση του πύργου, το τραβάει και μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου γκρεμίζεται.
Σαν το Jenga, λοιπόν, συνειδητοποιούμε πως τσάμπα καθόμασταν και χτίζαμε όλο αυτό τον καιρό αν είναι να γκρεμίζονται όλα τόσο απλά και με μία κίνηση. Συμπεραίνουμε πως η απόρριψη ήταν μέρος του παιχνιδιού. Αυτό δε σημαίνει πως κάναμε εμείς απαραίτητα κάποιο λάθος ή πως δεν παίξαμε σωστά τον ρόλο μας. Πολλές φορές εμφανίζεται απλά για να τερματίσει μία ώρα νωρίτερα καταστάσεις και σχέσεις που οδηγούν σε αδιέξοδο.
Ας βλέπουμε, λοιπόν, από εδώ και πέρα την απόρριψη σαν ένα μέσο ανάκτησης του χαμένου χρόνου. Του χρόνου που θα χαρίζαμε ολόψυχα σε κάποιον που τελικά δεν τον ήθελε.
Κάπως έτσι το παιχνίδι φτάνει στο τέλος του. Τα χαρτιά ξαναμοιράζονται και ξεκινάει πάλι απ’ την αρχή.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου