Σάββατο 9 Σεπτεμβρίου 2017

Ο ΟΜΗΡΟΣ ΚΙ Ο ΚΡΟΝΟΣ

Στις δύσκολες στιγμές ο ανθρώπινος νους ζητά από κάπου να πιαστεί. Και τότε, με έκπληξη περισσότερο παρά με ευχαρίστηση, εμείς οι Έλληνες διαπιστώνουμε ότι ένα από τα λίγα κοινά πράγματα από τα οποία οι «ξένοι» αποζητούν ενστι­κτωδώς να πιαστούν, είναι οι αρχαίοι προγονοί μας και η σκέψη τους.

    Κείμενα και απόψεις που είχαν γραφεί ή εκφρασθεί σε ανύποπτες στιγμές αποκτούν αίφνης έναν ιδιαίτε­ρο φωτισμό, καθώς επιδιώκουν να στήσουν γέφυρες με το ζοφερό παρόν. Αυτό, όμως, που για τους άλλους είναι προσπάθεια λύτρωσης για μας δεν μπο­ρεί, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς με τον εαυτό μας, παρά να είναι απορία για το πώς μας βλέπουν κάποιοι και οδύνη για το πόσο λίγο ανταποκρινόμαστε σ’ αυτήν την εικόνα.

    Το δέσιμο και η προσπάθεια διατηρήστε ζωντανής της επαφής με το ελληνικό πνεύμα δεν είναι μόνο πολιτιστικό, ή στενότερα ακαδημαϊκό, αίτημα. Είναι και βαθύτατα πολιτικό. Σε μια τέτοια οπτική, «οι Έλληνες» ενσαρκώνουν τις αξίες για τις οποίες οι αν­θρωπότητα - και πάντως σίγουρα η Δύση έχει κάθε λόγο να είναι υπερήφανη, άρα η διαπίστωση της συρρίκνωσης της επιρροής τους στον σημερινό κόσμο ισοδυναμεί με επικίνδυνη οπισθοχώρηση. Αυτή την αφετηριακή σκέψη αντιπαραβάλλουν δύο Αμε­ρικανοί καθηγητές της κλασικής φιλολογίας, με την εμπειρική παρατήρηση ότι οι έτσι νοούμενοι «Έλληνες» είναι στις μέρες μας όλο και λιγότερο γνωστοί και δημοφιλείς. Με τρόπο μάλιστα, μετρήσιμο: στον τεράστιο όγκο κειμένων γύρω από τους αρχαίους (16.168 άρθρα μόνο νια μια συγκεκριμένη χρονιά) αντιστοιχεί μια πολύ κακή ποιότητα σχο­λίων, ένα συνεχώς μειούμενο φοιτητικό ενδιαφέ­ρον κι ένα ολοένα απομακρυνόμενο από τις κλασι­κές κατευθύνσεις πρόγραμμα πανεπιστημιακών σπουδών. Οι παρατηρήσεις αυτές, που αφορούν κατ’ αρχήν την Αμερική, ισχύουν φαντάζομαι νια όλο τον κόσμο και σε κάθε περίπτωση για την Ελλάδα. Η ταύτιση του αρχαιοελληνικού πνεύματος με ένα ο­λιστικό ήθος ανεξιθρησκείας, διαλόγου, κριτικής και ορθολογικής στάσης, πουθενά ίσως αλλού από όπου στη χώρα που το γέννησε δεν διαψεύδεται σε τέτοιον βαθμό από μια πραγματικότητα κλειστών ορι­ζόντων, στρουθοκαμηλισμού, χρησιθηρίας και πολι­τισμικής ένδειας. Για τους άντρες και τις γυναίκες που θαυμάζουν, οι Αμερικανοί καθηγητές λένε ότι «σκέφτονται και ενεργούν σαν Έλληνες», κάτι που δεν μπορεί παρά να μας οδηγήσει ν' αναρωτηθούμε πού πήγαν σήμερα τέτοιου είδους Έλληνες.

    Πιο πολύ λοιπόν από τις εξηγήσεις που δίνονται στο βιβλίο για το «ανυπέρβλητο της ελληνικής σκέψης» (μέσα από συχνά συναρπαστικές αναφορές στην Αντιγόνη, την Ιλιάδα και την Οδύσσεια), πιο πολύ κι από τους λόγους για τους οποίους στις μέρες μας, κατά τους συγγραφείς, «σκοτώθηκε ο Όμηρος» (ιδεοληπτικός μοντερνισμός, θεωρητική αερολογία, ισοπεδωτική πολυ-πολιτισμικότητα, τρόπος διδασκαλίας των αρχαίων και γενικότερη εκπαιδευτική δομή), την προσοχή του Έλληνα αναγνώστη φοβούμαι πως αποσπά αυτό που ποτέ δεν λέγεται - ίσως γιατί οι συγγραφείς δεν το ξέρουν ή δεν τολμούν να το πιστέ­ψουν, κι όμως καλύπτει, ως αίσθηση, τα πάντα. Πώς τα καταφέραμε εμείς οι ίδιοι οι απόγονοι των αρχαίων, οι κάτοικοι του τόπου και συνεχιστές της σκέψης τους, να έχουμε τόσο ριζικά διαρρήξει σε ό­λες σχεδόν τις εκφάνσεις της σύγχρονης ζωής μας (πολιτικής, κοινωνικής, πολιτιστικής, γλωσσικής, προσωπικής) το νήμα με τα στοιχεία που αποτελούν τον πυρήνα της αρχαιοελληνικής κληρονομιάς: τη σημασία της «πόλεως», τη διάκριση καλού - κακού, τη συνύπαρξη και ομοθυμία λόγου και πράξης, την αναζήτηση της αλήθειας, τη δικαίωση του μέτρου;

    Μάταια οι ελληνιστές μας προτρέπουν τους φοιτητές τους, στα πλαίσια ενός εν πολλοίς ουτοπικού προγράμματος για την έξοδο από το φαύλο κύκλο, να επισκέπτονται την Ελλάδα, αν θέλουν να νιώσουν το πνεύμα της. Το πνεύμα αυτό θα μπορούσαμε να τους πληροφορήσουμε, με ίσα ποσοστά σκληρότητας κι απόδοσης δικαιοσύνης, δεν κατοικεί πια εδώ. Ή μήπως δεν είναι έτσι; Ή, μήπως, ειδικά για τους ξένους που επισκέπτονται τη χώρα μας, το πνεύμα αυτό είναι ακόμα απτό ή τουλάχιστον, χάρις στη ζωογόνο αφέλεια του μη αυτόχθονα και την αυθυποβολή του ανθρώπου που αγαπά, είναι ακόμα αισθητό; Γιατί πώς αλλιώς να εξηγηθεί η αμείωτη έλξη που συνεχίζει να ασκεί σε έναν ορισμένου είδους προϊδεασμένο επι­σκέπτη το ελληνικό τοπίο και η ταύτισή του με έναν πνευματικό τόπο; Το συναίσθημα που προκαλεί η α­νάγνωση της εντύπωσης του ξένου ταξιδιώτη από μια πατρίδα που αγαπάμε αλλά που καθημερινά μας πλη­γώνει —«αναψυχή, ειρήνη και φως» - χαρίζει στην αρ­χή κάποια ανάταση, αλλά σύντομα παίρνει το πάνω χέρι η πίκρα. Η δοκιμασία αυτογνωσίας που πέρασε στην Ελλάδα της δεκαετίας του '60 και του '70 ο Άγγλος λόγιος και περιηγητής κλασικός φιλόλογος και ιερωμένος αρχαιολόγος και ποιητής Πήτερ Λήβι είναι συγκινητική, αλλά και σαν απόμακρη για τον σημερινό Έλληνα αναγνώστη. Φυσικά το νιώθεις - κι ας το ξεχάσαμε εμείς - πως στον τόπο μας «όλη η πραγματικότητα είναι ιστορική». Φυσικά είναι αλή­θεια – κι ας μην το είχαμε παρατηρήσει - πως στην Ελ­λάδα «ο ουρανός δεν είναι μπλε χρώμα, αλλά μπλε φως». Φυσικά ισχύει ότι «τα καλύτερα ελληνικά γρα­πτά είναι αγνά σαν χυμός λεμονιού»-το πρόβλημα εί­ναι πως είναι ακόμα πιο δυσεύρετα. Φυσικά, υπάρχει - σιωπηλός ωστόσο - ο τύπος του «καλού Έλληνα». Όμως, αυτές είναι στιγμές σπάνιες πια, όχι αιχμές του συλλογικού βίου, δώρα της τύχης χαμένα στον άμορφο σωρό των καθημερινών μας εμπειριών. Μόλις μπόρεσε, ο Λήβι, σαν δείγμα αγάπης για τον τόπο, αλλά και έρωτα για τον άνθρωπο που θα συντρόφευε από 'δώ και πέρα τη ζωή του, ξαναταξίδεψε, με τα πό­δια, έως τον Λόφο του Κρόνου, αυτό το καταπληκτι­κό μέρος με τα πεύκα, πάνω από την Ολυμπία. Ελά­χιστοι από εμάς που τον διαβάζουμε σήμερα γνωρί­ζαμε καν την ύπαρξη αυτού του λόφου. Ο δικός μας Κρόνος έχει πια φάει τα παιδιά του.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου