[306] Ταῦτα καὶ τοιαῦτα πράττειν, Αἰσχίνη, τὸν καλὸν κἀγαθὸν πολίτην ἔδει, ὧν κατορθουμένων μὲν μεγίστοις ἀναμφισβητήτως ὑπῆρχεν εἶναι καὶ τὸ δικαίως προσῆν, ὡς ἑτέρως δὲ συμβάντων τὸ γοῦν εὐδοκιμεῖν περίεστι καὶ τὸ μηδένα μέμφεσθαι τὴν πόλιν μηδὲ τὴν προαίρεσιν αὐτῆς, ἀλλὰ τὴν τύχην κακίζειν τὴν οὕτω τὰ πράγματα κρίνασαν·
[307] οὐ μὰ Δί᾽ οὐκ ἀποστάντα τῶν συμφερόντων τῇ πόλει, μισθώσαντα δ᾽ αὑτὸν τοῖς ἐναντίοις, τοὺς ὑπὲρ τῶν ἐχθρῶν καιροὺς ἀντὶ τῶν τῆς πατρίδος θεραπεύειν, οὐδὲ τὸν μὲν πράγματ᾽ ἄξια τῆς πόλεως ὑποστάντα λέγειν καὶ γράφειν καὶ μένειν ἐπὶ τούτων βασκαίνειν, ἂν δέ τις ἰδίᾳ τι λυπήσῃ, τοῦτο μεμνῆσθαι καὶ τηρεῖν, οὐδέ γ᾽ ἡσυχίαν ἄγειν ἄδικον καὶ ὕπουλον, ὃ σὺ ποιεῖς πολλάκις.
[308] ἔστι γάρ, ἔστιν ἡσυχία δικαία καὶ συμφέρουσα τῇ πόλει, ἣν οἱ πολλοὶ τῶν πολιτῶν ὑμεῖς ἁπλῶς ἄγετε. ἀλλ᾽ οὐ ταύτην οὗτος ἄγει τὴν ἡσυχίαν, πολλοῦ γε καὶ δεῖ, ἀλλ᾽ ἀποστὰς ὅταν αὐτῷ δόξῃ τῆς πολιτείας (πολλάκις δὲ δοκεῖ), φυλάττει πηνίκ᾽ ἔσεσθε μεστοὶ τοῦ συνεχῶς λέγοντος ἢ παρὰ τῆς τύχης τι συμβέβηκεν ἐναντίωμα ἢ ἄλλο τι δύσκολον γέγονεν (πολλὰ δὲ τἀνθρώπινα)· εἶτ᾽ ἐπὶ τούτῳ τῷ καιρῷ ῥήτωρ ἐξαίφνης ἐκ τῆς ἡσυχίας ὥσπερ πνεῦμ᾽ ἐφάνη, καὶ πεφωνασκηκὼς καὶ συνειλοχὼς ῥήματα καὶ λόγους συνείρει τούτους σαφῶς καὶ ἀπνευστεί, ὄνησιν μὲν οὐδεμίαν φέροντας οὐδ᾽ ἀγαθοῦ κτῆσιν οὐδενός, συμφορὰν δὲ τῷ τυχόντι τῶν πολιτῶν καὶ κοινὴν αἰσχύνην.
[309] καίτοι ταύτης τῆς μελέτης καὶ τῆς ἐπιμελείας, Αἰσχίνη, εἴπερ ἐκ ψυχῆς δικαίας ἐγίγνετο καὶ τὰ τῆς πατρίδος συμφέροντα προῃρημένης, τοὺς καρποὺς ἔδει γενναίους καὶ καλοὺς καὶ πᾶσιν ὠφελίμους εἶναι, συμμαχίας πόλεων, πόρους χρημάτων, ἐμπορίου κατασκευήν, νόμων συμφερόντων θέσεις, τοῖς ἀποδειχθεῖσιν ἐχθροῖς ἐναντιώματα.
[310] τούτων γὰρ ἁπάντων ἦν ἐν τοῖς ἄνω χρόνοις ἐξέτασις, καὶ ἔδωκεν ὁ παρελθὼν χρόνος πολλὰς ἀποδείξεις ἀνδρὶ καλῷ τε κἀγαθῷ, ἐν οἷς οὐδαμοῦ σὺ φανήσει γεγονώς, οὐ πρῶτος, οὐ δεύτερος, οὐ τρίτος, οὐ τέταρτος, οὐ πέμπτος, οὐχ ἕκτος, οὐχ ὁποστοσοῦν, οὔκουν ἐπί γ᾽ οἷς ἡ πατρὶς ηὐξάνετο.
[311] τίς γὰρ συμμαχία σοῦ πράξαντος γέγονεν τῇ πόλει; τίς δὲ βοήθεια ἢ κτῆσις εὐνοίας ἢ δόξης; τίς δὲ πρεσβεία, τίς διακονία δι᾽ ἣν ἡ πόλις ἐντιμοτέρα; τί τῶν οἰκείων ἢ τῶν Ἑλληνικῶν καὶ ξενικῶν, οἷς ἐπέστης, ἐπηνώρθωται; ποῖαι τριήρεις; ποῖα βέλη; ποῖοι νεώσοικοι; τίς ἐπισκευὴ τειχῶν; ποῖον ἱππικόν; τί τῶν ἁπάντων σὺ χρήσιμος [εἶ]; τίς ἢ τοῖς εὐπόροις ἢ τοῖς ἀπόροις πολιτικὴ καὶ κοινὴ βοήθεια χρημάτων; οὐδεμία.
[312] ἀλλ᾽, ὦ τᾶν, εἰ μηδὲν τούτων, εὔνοιά γε καὶ προθυμία· ποῦ; πότε; ὅστις, ὦ πάντων ἀδικώτατε, οὐδ᾽ ὅθ᾽ ἅπαντες, ὅσοι πώποτ᾽ ἐφθέγξαντ᾽ ἐπὶ τοῦ βήματος, εἰς σωτηρίαν ἐπεδίδοσαν, καὶ τὸ τελευταῖον Ἀριστόνικος τὸ συνειλεγμένον εἰς τὴν ἐπιτιμίαν, οὐδὲ τότ᾽ οὔτε παρῆλθες οὔτ᾽ ἐπέδωκας οὐδέν, οὐκ ἀπορῶν, πῶς γάρ; ὅς γ᾽ ἐκεκληρονομήκεις μὲν τῶν Φίλωνος τοῦ κηδεστοῦ χρημάτων πλεῖν ἢ πέντε ταλάντων, διτάλαντον δ᾽ εἶχες ἔρανον [δωρεὰν] παρὰ τῶν ἡγεμόνων τῶν συμμοριῶν ἐφ᾽ οἷς ἐλυμήνω τὸν τριηραρχικὸν νόμον.
[313] ἀλλ᾽ ἵνα μὴ λόγον ἐκ λόγου λέγων τοῦ παρόντος ἐμαυτὸν ἐκκρούσω, παραλείψω ταῦτα. ἀλλ᾽ ὅτι γ᾽ οὐχὶ δι᾽ ἔνδειαν οὐκ ἐπέδωκας, ἐκ τούτων δῆλον, ἀλλὰ φυλάττων τὸ μηδὲν ἐναντίον γενέσθαι παρὰ σοῦ τούτοις οἷς ἅπαντα πολιτεύει. ἐν τίσιν οὖν σὺ νεανίας καὶ πηνίκα λαμπρός; ἡνίκ᾽ ἂν κατὰ τούτων τι δέῃ, ἐν τούτοις λαμπροφωνότατος, μνημονικώτατος, ὑποκριτὴς ἄριστος, τραγικὸς Θεοκρίνης.
***
[306] Σ᾽ αυτές και σε παρόμοιες προς αυτές ενέργειες είχε χρέος να προβεί, Αισχίνη, ο καλός και έντιμος πολίτης, που αν είχαν στεφθεί από επιτυχία, θα γινόμασταν αναμφισβήτητα πολύ μεγάλοι και θα μας άξιζε. Αλλά, μολονότι η εξέλιξη των πραγμάτων ήταν διαφορετική, μας έμεινε τουλάχιστον το καλό όνομα και το ότι κανείς δεν κατηγορεί την πόλη ούτε και την πολιτική που ακολούθησε, αλλά κακίζει την τύχη που όρισε να πάρουν τα πράγματα τέτοια τροπή.
[307] Μά τον Δία, όχι, δεν έπρεπε ένας τέτοιος πολίτης, κρατώντας αποστάσεις από τα συμφέροντα της πόλης και πουλώντας το τομάρι του στους εχθρούς έναντι αμοιβής, να περιμένει τις κατάλληλες ευκαιρίες χάρη των εχθρών και όχι χάρη της πατρίδας του. Ούτε και όφειλε να βλέπει με κακό μάτι εκείνον που είχε το κουράγιο να προτείνει στους λόγους και στα ψηφίσματά του μέτρα αντάξια της πόλης και να τα υποστηρίζει με πάθος. Ούτε πάλι, αν κάποιος τον βλάψει ως άτομο, να το θυμάται και να του το φυλάει ούτε και να προσποιείται τον ήσυχο πολίτη με τρόπο ανέντιμο και ύπουλο, στάση που εσύ πολύ συχνά τηρείς.
[308] Υπάρχει βέβαια, υπάρχει ήσυχος βίος, έντιμος και ωφέλιμος για την πόλη, που εσείς οι περισσότεροι από τους πολίτες περνάτε χωρίς επιτήδευση. Ο Αισχίνης όμως δεν ζει μια τέτοια ήσυχη ζωή, κάθε άλλο μάλιστα. Αλλά αποσύρεται από την ενεργό δράση, όταν το κρίνει σκόπιμο (και το κάνει αυτό κατ᾽ επανάληψη) και καιροφυλακτεί πότε θα χορτάσετε από την πολυλογία του ομιλητή ή πότε θα συμβεί από την τύχη κάποια αναποδιά ή θα παρουσιαστεί κάτι άλλο δυσάρεστο (πολλά συμβαίνουν στον κόσμο). Τότε με την ευκαιρία αυτή βγαίνει από την αδράνεια και εμφανίζεται ξαφνικά ο ρήτορας σαν σίφουνας. Έχει κάνει τις σχετικές πρόβες για την απαγγελία, έχει συγκεντρώσει λέξεις και φράσεις, τις έχει συρράψει και τις απαγγέλλει με έμφαση, χωρίς να πάρει ανάσα, λέξεις και φράσεις που δεν αποφέρουν καμιά ωφέλεια ούτε και συντελούν στην απόκτηση κανενός αγαθού, αλλά προξενούν συμφορά στον πρώτο τυχόντα πολίτη και ντροπή σε όλους.
[309] Και όμως, αν αυτή η προσπάθεια και φροντίδα πήγαζε από ψυχή δίκαιη, που είχε σκοπό την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της πόλης, θα έπρεπε να αποφέρει καρπούς πλούσιους, εξαιρετικούς και ωφέλιμους σε όλους, όπως συμμαχίες πόλεων, πηγές χρημάτων, οργάνωση και ανάπτυξη εμπορίου, θέσπιση νόμων ωφέλιμων, προσκόμματα στους δηλωμένους εχθρούς της πόλης.
[310] Τον παλαιό καιρό όλα αυτά αποτελούσαν δοκιμασία της ικανότητας των πολιτικών, αλλά και ο χρόνος που πέρασε πρόσφερε πολλές ευκαιρίες σε έναν σωστό και τίμιο πολίτη να δοκιμαστεί· πουθενά όμως δεν θα φανεί ότι εσύ συγκαταλέγεσαι μεταξύ αυτών των πολιτών· δεν ήσουν ούτε πρώτος ούτε δεύτερος ούτε τρίτος ούτε τέταρτος ούτε πέμπτος ούτε έκτος ούτε σε οποιαδήποτε θέση, τουλάχιστον όχι όσον αφορά σ᾽ αυτά με τα οποία γινόταν η πόλη ισχυρότερη.
[311] Ποιά δηλαδή συμμαχία έχει κάνει η πόλη με δικές σου ενέργειες; Ποιά αποστολή βοήθειας πραγματοποίησε; Ποιούς φίλους ή φήμη απέκτησε χάρη σε σένα; Ποιά αντιπροσωπεία στο εξωτερικό ανέλαβες; Ποιά υπηρεσία πρόσφερες, χάρη στην οποία η πόλη ανέβασε το γόητρό της; Ποιά από τις υποθέσεις τις δικές μας ή των Ελλήνων γενικά ή έστω των συμμάχων, που εσύ ανέλαβες, έχει στεφθεί από επιτυχία; Ποιές τριήρεις; Ποιό πολεμικό υλικό; Ποιοί ναύσταθμοι; Ποιά οχυρωματικά έργα; Ποιό ιππικό; Σε τί από όλα όσα μπορούσαν να γίνουν φάνηκες εσύ χρήσιμος; Ποιά η πολιτική σου για τους εύπορους ή άπορους πολίτες; Ποιά η οικονομική βοήθεια κοινής ωφέλειας; Καμιά.
[312] Μα φίλε μου, θα μπορούσες να πεις, και αν ακόμη δεν έκανα τίποτε από αυτά, τουλάχιστον έδειξα καλή διάθεση και προθυμία. Σε ποιό ζήτημα; Πότε; Μα εσύ, ο χειρότερος από όλους τους ανθρώπους, ούτε και όταν όλοι, όσοι μίλησαν από το βήμα, πρόσφεραν για τη σωτηρία της πόλης, και πρόσφατα μάλιστα, όταν ο Αριστόνικος πρόσφερε το χρηματικό ποσό που είχε συγκεντρώσει για εξαγορά των πολιτικών του δικαιωμάτων, ούτε και τότε ακόμη παρουσιάστηκες ούτε και πρόσφερες τίποτε. Όχι επειδή ήσουν φτωχός· πώς ήταν δυνατό αυτό; Είχες κληρονομήσει από την περιουσία του κουνιάδου σου του Φίλωνα περισσότερα από πέντε τάλαντα, είχες και δύο τάλαντα από τους επικεφαλής των συμμοριών ως ανταμοιβή για την ακύρωση εκ μέρους σου του νόμου περί τριηραρχίας.
[313] Αλλά, για να μη βγω από τον σημερινό μου στόχο πηγαίνοντας από το ένα θέμα στο άλλο, θα τα παραλείψω. Ωστόσο, από αυτά που ανέφερα έγινε φανερό ότι ο λόγος για τον οποίο δεν πρόσφερες δεν ήταν η ένδεια αλλά ο φόβος σου να κάνεις κάτι αντίθετο προς αυτούς, χάρη των οποίων γίνονται όλες οι πολιτικές σου ενέργειες. Σε ποιές λοιπόν περιστάσεις κάνεις τον παλικαρά; Πότε δείχνεις όλο σου το μεγαλείο; Όταν βέβαια είναι να πεις κάτι εναντίον αυτών εδώ· τότε αποκτάς την υπέροχη φωνή σου, τότε τα θυμάσαι όλα, γίνεσαι άριστος ηθοποιός, σωστός Θεοκρίνης του δράματος.
[307] οὐ μὰ Δί᾽ οὐκ ἀποστάντα τῶν συμφερόντων τῇ πόλει, μισθώσαντα δ᾽ αὑτὸν τοῖς ἐναντίοις, τοὺς ὑπὲρ τῶν ἐχθρῶν καιροὺς ἀντὶ τῶν τῆς πατρίδος θεραπεύειν, οὐδὲ τὸν μὲν πράγματ᾽ ἄξια τῆς πόλεως ὑποστάντα λέγειν καὶ γράφειν καὶ μένειν ἐπὶ τούτων βασκαίνειν, ἂν δέ τις ἰδίᾳ τι λυπήσῃ, τοῦτο μεμνῆσθαι καὶ τηρεῖν, οὐδέ γ᾽ ἡσυχίαν ἄγειν ἄδικον καὶ ὕπουλον, ὃ σὺ ποιεῖς πολλάκις.
[308] ἔστι γάρ, ἔστιν ἡσυχία δικαία καὶ συμφέρουσα τῇ πόλει, ἣν οἱ πολλοὶ τῶν πολιτῶν ὑμεῖς ἁπλῶς ἄγετε. ἀλλ᾽ οὐ ταύτην οὗτος ἄγει τὴν ἡσυχίαν, πολλοῦ γε καὶ δεῖ, ἀλλ᾽ ἀποστὰς ὅταν αὐτῷ δόξῃ τῆς πολιτείας (πολλάκις δὲ δοκεῖ), φυλάττει πηνίκ᾽ ἔσεσθε μεστοὶ τοῦ συνεχῶς λέγοντος ἢ παρὰ τῆς τύχης τι συμβέβηκεν ἐναντίωμα ἢ ἄλλο τι δύσκολον γέγονεν (πολλὰ δὲ τἀνθρώπινα)· εἶτ᾽ ἐπὶ τούτῳ τῷ καιρῷ ῥήτωρ ἐξαίφνης ἐκ τῆς ἡσυχίας ὥσπερ πνεῦμ᾽ ἐφάνη, καὶ πεφωνασκηκὼς καὶ συνειλοχὼς ῥήματα καὶ λόγους συνείρει τούτους σαφῶς καὶ ἀπνευστεί, ὄνησιν μὲν οὐδεμίαν φέροντας οὐδ᾽ ἀγαθοῦ κτῆσιν οὐδενός, συμφορὰν δὲ τῷ τυχόντι τῶν πολιτῶν καὶ κοινὴν αἰσχύνην.
[309] καίτοι ταύτης τῆς μελέτης καὶ τῆς ἐπιμελείας, Αἰσχίνη, εἴπερ ἐκ ψυχῆς δικαίας ἐγίγνετο καὶ τὰ τῆς πατρίδος συμφέροντα προῃρημένης, τοὺς καρποὺς ἔδει γενναίους καὶ καλοὺς καὶ πᾶσιν ὠφελίμους εἶναι, συμμαχίας πόλεων, πόρους χρημάτων, ἐμπορίου κατασκευήν, νόμων συμφερόντων θέσεις, τοῖς ἀποδειχθεῖσιν ἐχθροῖς ἐναντιώματα.
[310] τούτων γὰρ ἁπάντων ἦν ἐν τοῖς ἄνω χρόνοις ἐξέτασις, καὶ ἔδωκεν ὁ παρελθὼν χρόνος πολλὰς ἀποδείξεις ἀνδρὶ καλῷ τε κἀγαθῷ, ἐν οἷς οὐδαμοῦ σὺ φανήσει γεγονώς, οὐ πρῶτος, οὐ δεύτερος, οὐ τρίτος, οὐ τέταρτος, οὐ πέμπτος, οὐχ ἕκτος, οὐχ ὁποστοσοῦν, οὔκουν ἐπί γ᾽ οἷς ἡ πατρὶς ηὐξάνετο.
[311] τίς γὰρ συμμαχία σοῦ πράξαντος γέγονεν τῇ πόλει; τίς δὲ βοήθεια ἢ κτῆσις εὐνοίας ἢ δόξης; τίς δὲ πρεσβεία, τίς διακονία δι᾽ ἣν ἡ πόλις ἐντιμοτέρα; τί τῶν οἰκείων ἢ τῶν Ἑλληνικῶν καὶ ξενικῶν, οἷς ἐπέστης, ἐπηνώρθωται; ποῖαι τριήρεις; ποῖα βέλη; ποῖοι νεώσοικοι; τίς ἐπισκευὴ τειχῶν; ποῖον ἱππικόν; τί τῶν ἁπάντων σὺ χρήσιμος [εἶ]; τίς ἢ τοῖς εὐπόροις ἢ τοῖς ἀπόροις πολιτικὴ καὶ κοινὴ βοήθεια χρημάτων; οὐδεμία.
[312] ἀλλ᾽, ὦ τᾶν, εἰ μηδὲν τούτων, εὔνοιά γε καὶ προθυμία· ποῦ; πότε; ὅστις, ὦ πάντων ἀδικώτατε, οὐδ᾽ ὅθ᾽ ἅπαντες, ὅσοι πώποτ᾽ ἐφθέγξαντ᾽ ἐπὶ τοῦ βήματος, εἰς σωτηρίαν ἐπεδίδοσαν, καὶ τὸ τελευταῖον Ἀριστόνικος τὸ συνειλεγμένον εἰς τὴν ἐπιτιμίαν, οὐδὲ τότ᾽ οὔτε παρῆλθες οὔτ᾽ ἐπέδωκας οὐδέν, οὐκ ἀπορῶν, πῶς γάρ; ὅς γ᾽ ἐκεκληρονομήκεις μὲν τῶν Φίλωνος τοῦ κηδεστοῦ χρημάτων πλεῖν ἢ πέντε ταλάντων, διτάλαντον δ᾽ εἶχες ἔρανον [δωρεὰν] παρὰ τῶν ἡγεμόνων τῶν συμμοριῶν ἐφ᾽ οἷς ἐλυμήνω τὸν τριηραρχικὸν νόμον.
[313] ἀλλ᾽ ἵνα μὴ λόγον ἐκ λόγου λέγων τοῦ παρόντος ἐμαυτὸν ἐκκρούσω, παραλείψω ταῦτα. ἀλλ᾽ ὅτι γ᾽ οὐχὶ δι᾽ ἔνδειαν οὐκ ἐπέδωκας, ἐκ τούτων δῆλον, ἀλλὰ φυλάττων τὸ μηδὲν ἐναντίον γενέσθαι παρὰ σοῦ τούτοις οἷς ἅπαντα πολιτεύει. ἐν τίσιν οὖν σὺ νεανίας καὶ πηνίκα λαμπρός; ἡνίκ᾽ ἂν κατὰ τούτων τι δέῃ, ἐν τούτοις λαμπροφωνότατος, μνημονικώτατος, ὑποκριτὴς ἄριστος, τραγικὸς Θεοκρίνης.
***
[306] Σ᾽ αυτές και σε παρόμοιες προς αυτές ενέργειες είχε χρέος να προβεί, Αισχίνη, ο καλός και έντιμος πολίτης, που αν είχαν στεφθεί από επιτυχία, θα γινόμασταν αναμφισβήτητα πολύ μεγάλοι και θα μας άξιζε. Αλλά, μολονότι η εξέλιξη των πραγμάτων ήταν διαφορετική, μας έμεινε τουλάχιστον το καλό όνομα και το ότι κανείς δεν κατηγορεί την πόλη ούτε και την πολιτική που ακολούθησε, αλλά κακίζει την τύχη που όρισε να πάρουν τα πράγματα τέτοια τροπή.
[307] Μά τον Δία, όχι, δεν έπρεπε ένας τέτοιος πολίτης, κρατώντας αποστάσεις από τα συμφέροντα της πόλης και πουλώντας το τομάρι του στους εχθρούς έναντι αμοιβής, να περιμένει τις κατάλληλες ευκαιρίες χάρη των εχθρών και όχι χάρη της πατρίδας του. Ούτε και όφειλε να βλέπει με κακό μάτι εκείνον που είχε το κουράγιο να προτείνει στους λόγους και στα ψηφίσματά του μέτρα αντάξια της πόλης και να τα υποστηρίζει με πάθος. Ούτε πάλι, αν κάποιος τον βλάψει ως άτομο, να το θυμάται και να του το φυλάει ούτε και να προσποιείται τον ήσυχο πολίτη με τρόπο ανέντιμο και ύπουλο, στάση που εσύ πολύ συχνά τηρείς.
[308] Υπάρχει βέβαια, υπάρχει ήσυχος βίος, έντιμος και ωφέλιμος για την πόλη, που εσείς οι περισσότεροι από τους πολίτες περνάτε χωρίς επιτήδευση. Ο Αισχίνης όμως δεν ζει μια τέτοια ήσυχη ζωή, κάθε άλλο μάλιστα. Αλλά αποσύρεται από την ενεργό δράση, όταν το κρίνει σκόπιμο (και το κάνει αυτό κατ᾽ επανάληψη) και καιροφυλακτεί πότε θα χορτάσετε από την πολυλογία του ομιλητή ή πότε θα συμβεί από την τύχη κάποια αναποδιά ή θα παρουσιαστεί κάτι άλλο δυσάρεστο (πολλά συμβαίνουν στον κόσμο). Τότε με την ευκαιρία αυτή βγαίνει από την αδράνεια και εμφανίζεται ξαφνικά ο ρήτορας σαν σίφουνας. Έχει κάνει τις σχετικές πρόβες για την απαγγελία, έχει συγκεντρώσει λέξεις και φράσεις, τις έχει συρράψει και τις απαγγέλλει με έμφαση, χωρίς να πάρει ανάσα, λέξεις και φράσεις που δεν αποφέρουν καμιά ωφέλεια ούτε και συντελούν στην απόκτηση κανενός αγαθού, αλλά προξενούν συμφορά στον πρώτο τυχόντα πολίτη και ντροπή σε όλους.
[309] Και όμως, αν αυτή η προσπάθεια και φροντίδα πήγαζε από ψυχή δίκαιη, που είχε σκοπό την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της πόλης, θα έπρεπε να αποφέρει καρπούς πλούσιους, εξαιρετικούς και ωφέλιμους σε όλους, όπως συμμαχίες πόλεων, πηγές χρημάτων, οργάνωση και ανάπτυξη εμπορίου, θέσπιση νόμων ωφέλιμων, προσκόμματα στους δηλωμένους εχθρούς της πόλης.
[310] Τον παλαιό καιρό όλα αυτά αποτελούσαν δοκιμασία της ικανότητας των πολιτικών, αλλά και ο χρόνος που πέρασε πρόσφερε πολλές ευκαιρίες σε έναν σωστό και τίμιο πολίτη να δοκιμαστεί· πουθενά όμως δεν θα φανεί ότι εσύ συγκαταλέγεσαι μεταξύ αυτών των πολιτών· δεν ήσουν ούτε πρώτος ούτε δεύτερος ούτε τρίτος ούτε τέταρτος ούτε πέμπτος ούτε έκτος ούτε σε οποιαδήποτε θέση, τουλάχιστον όχι όσον αφορά σ᾽ αυτά με τα οποία γινόταν η πόλη ισχυρότερη.
[311] Ποιά δηλαδή συμμαχία έχει κάνει η πόλη με δικές σου ενέργειες; Ποιά αποστολή βοήθειας πραγματοποίησε; Ποιούς φίλους ή φήμη απέκτησε χάρη σε σένα; Ποιά αντιπροσωπεία στο εξωτερικό ανέλαβες; Ποιά υπηρεσία πρόσφερες, χάρη στην οποία η πόλη ανέβασε το γόητρό της; Ποιά από τις υποθέσεις τις δικές μας ή των Ελλήνων γενικά ή έστω των συμμάχων, που εσύ ανέλαβες, έχει στεφθεί από επιτυχία; Ποιές τριήρεις; Ποιό πολεμικό υλικό; Ποιοί ναύσταθμοι; Ποιά οχυρωματικά έργα; Ποιό ιππικό; Σε τί από όλα όσα μπορούσαν να γίνουν φάνηκες εσύ χρήσιμος; Ποιά η πολιτική σου για τους εύπορους ή άπορους πολίτες; Ποιά η οικονομική βοήθεια κοινής ωφέλειας; Καμιά.
[312] Μα φίλε μου, θα μπορούσες να πεις, και αν ακόμη δεν έκανα τίποτε από αυτά, τουλάχιστον έδειξα καλή διάθεση και προθυμία. Σε ποιό ζήτημα; Πότε; Μα εσύ, ο χειρότερος από όλους τους ανθρώπους, ούτε και όταν όλοι, όσοι μίλησαν από το βήμα, πρόσφεραν για τη σωτηρία της πόλης, και πρόσφατα μάλιστα, όταν ο Αριστόνικος πρόσφερε το χρηματικό ποσό που είχε συγκεντρώσει για εξαγορά των πολιτικών του δικαιωμάτων, ούτε και τότε ακόμη παρουσιάστηκες ούτε και πρόσφερες τίποτε. Όχι επειδή ήσουν φτωχός· πώς ήταν δυνατό αυτό; Είχες κληρονομήσει από την περιουσία του κουνιάδου σου του Φίλωνα περισσότερα από πέντε τάλαντα, είχες και δύο τάλαντα από τους επικεφαλής των συμμοριών ως ανταμοιβή για την ακύρωση εκ μέρους σου του νόμου περί τριηραρχίας.
[313] Αλλά, για να μη βγω από τον σημερινό μου στόχο πηγαίνοντας από το ένα θέμα στο άλλο, θα τα παραλείψω. Ωστόσο, από αυτά που ανέφερα έγινε φανερό ότι ο λόγος για τον οποίο δεν πρόσφερες δεν ήταν η ένδεια αλλά ο φόβος σου να κάνεις κάτι αντίθετο προς αυτούς, χάρη των οποίων γίνονται όλες οι πολιτικές σου ενέργειες. Σε ποιές λοιπόν περιστάσεις κάνεις τον παλικαρά; Πότε δείχνεις όλο σου το μεγαλείο; Όταν βέβαια είναι να πεις κάτι εναντίον αυτών εδώ· τότε αποκτάς την υπέροχη φωνή σου, τότε τα θυμάσαι όλα, γίνεσαι άριστος ηθοποιός, σωστός Θεοκρίνης του δράματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου