Μήπως χάθηκε η αξιοπρέπεια; Στα διάφορα λεξικά τη συναντάμε ως συνώνυμη της… υποκρισίας. Αξιοπρεπής, γράφει το ένα, είναι ο σεμνός (δηλαδή ο σεμνοπανούργος στα ελληνικά˙ σεμνοί ήσαν μοναχά οι θεοί). Ακόμα ο σοβαρός (δηλαδή ο σοβαρός διώκτης. Η λέξη είναι ομόρριζη του σέβω: ερεθίζω και του σοβώ: ταράζω, κινώ τους αλεκτρυώνας εις φυγήν). Ακόμα αξιοπρεπής είναι ο ευγενής (δηλαδή από τη γέννα του, από τα γεννοφάσκια του!). Αλλού αξιοπρεπής είναι ο ανώτερος άνθρωπος και τα τοιαύτα.
H λέξη αξιο-πρεπής είναι σύνθετη απ’ τις άξιος και πρέπω.
Η λέξη άξιος είναι ομόρριζη του άγω. «Άξιος μνας» είναι o «μναν άγων». Εδώ ο άγων (μναν) είναι o ισότιμος και ισοβαρής, δηλαδή ο άξιος (στα σημερινά βαφτίσια σηκώνει κάποιος τον κουμπάρο, καθώς όλοι φωνάζουν «άξιος», κι αυτός πρέπει να τάξει ένα φορτίο ίσο με το βάρος του σε… οίνο).
Το πρέπω (παρατ. έπρεπον, μέλλ. πρέψω, αόρ. έπρεψα) χρησιμοποιείται αρχικά για τις εντυπώσεις που σχηματίζονται στα αισθητήριά μας:
Στον οφθαλμό: «επί τοι πρέπει όμμασιν…». Πρέπει = λάμπει στο βλέμμα σου.
Στο αυτί: «Βοά πρέπει». Η ομιλία σου πρέπει = ακούγεται.
Στη μύτη: «ατμός… πρέπει». Η οσμή σου πρέπει = μυρίζει.
Στον Όμηρο το πρέπω σημαίνει λάμπω, διαλάμπω. Είμαι περίοπτος πανταχόθεν, φαίνομαι.
Πρέπεις, λοιπόν: εντυπωσιάζεις. Στο βλέμμα σου πρέπει: λάμπει η αιδώς (Ομήρου, Ύμνος στη Δήμητρα, 214). Η φωνή σου πρέπει: ακούγεται σταθερή, καθαρή και με σαφήνεια (Πίνδαρος, Ν.3. 110).
Αυτό το προέχον, εξέχον και αρμόζον «πρέπον» του αξιοπρεπούς είναι καρπός πείρας και σοφίας.
Η ρίζα του πρέπω είναι μάλλον η περ- απ’ την οποία παράγονται οι λέξεις περ-αίνω (φέρω τι εις πέρας), συμ-περ-αίνω, περ-αιώ), διεκ-περ-αιώ και πείρα. Ο άπειρος και δοκησίσοφος δεν έχει το Άξιον, το Βαρύ, το Μέγα πρέπω του αξιοπρεπούς, αλλά το ελαφρύ της μικρο-πρέπειας και της δουλο-πρέπειας.
σέβω: ερεθίζω
σοβώ: ταράζω
σοβαρός
άξιος + πρέπω: αξιοπρεπής
*περ-
πρέπω: λάμπω (Όμηρ.)
πρέπει: λάμπει (όραση)
πρέπει: ακούγεται (ακοή)
πρέπει: μυρίζει (όσφρηση)
περ-αίνω
συμ-περ-αίνω
περ-αιώ
διεκ-περ-αιώ
πείρα
ά-πειρος
αξιο-πρέπεια
μικρο -πρέπεια
δουλο-πρέπεια
αμετρο πρέπεια.
H λέξη αξιο-πρεπής είναι σύνθετη απ’ τις άξιος και πρέπω.
Η λέξη άξιος είναι ομόρριζη του άγω. «Άξιος μνας» είναι o «μναν άγων». Εδώ ο άγων (μναν) είναι o ισότιμος και ισοβαρής, δηλαδή ο άξιος (στα σημερινά βαφτίσια σηκώνει κάποιος τον κουμπάρο, καθώς όλοι φωνάζουν «άξιος», κι αυτός πρέπει να τάξει ένα φορτίο ίσο με το βάρος του σε… οίνο).
Το πρέπω (παρατ. έπρεπον, μέλλ. πρέψω, αόρ. έπρεψα) χρησιμοποιείται αρχικά για τις εντυπώσεις που σχηματίζονται στα αισθητήριά μας:
Στον οφθαλμό: «επί τοι πρέπει όμμασιν…». Πρέπει = λάμπει στο βλέμμα σου.
Στο αυτί: «Βοά πρέπει». Η ομιλία σου πρέπει = ακούγεται.
Στη μύτη: «ατμός… πρέπει». Η οσμή σου πρέπει = μυρίζει.
Στον Όμηρο το πρέπω σημαίνει λάμπω, διαλάμπω. Είμαι περίοπτος πανταχόθεν, φαίνομαι.
Πρέπεις, λοιπόν: εντυπωσιάζεις. Στο βλέμμα σου πρέπει: λάμπει η αιδώς (Ομήρου, Ύμνος στη Δήμητρα, 214). Η φωνή σου πρέπει: ακούγεται σταθερή, καθαρή και με σαφήνεια (Πίνδαρος, Ν.3. 110).
Αυτό το προέχον, εξέχον και αρμόζον «πρέπον» του αξιοπρεπούς είναι καρπός πείρας και σοφίας.
Η ρίζα του πρέπω είναι μάλλον η περ- απ’ την οποία παράγονται οι λέξεις περ-αίνω (φέρω τι εις πέρας), συμ-περ-αίνω, περ-αιώ), διεκ-περ-αιώ και πείρα. Ο άπειρος και δοκησίσοφος δεν έχει το Άξιον, το Βαρύ, το Μέγα πρέπω του αξιοπρεπούς, αλλά το ελαφρύ της μικρο-πρέπειας και της δουλο-πρέπειας.
σέβω: ερεθίζω
σοβώ: ταράζω
σοβαρός
άξιος + πρέπω: αξιοπρεπής
*περ-
πρέπω: λάμπω (Όμηρ.)
πρέπει: λάμπει (όραση)
πρέπει: ακούγεται (ακοή)
πρέπει: μυρίζει (όσφρηση)
περ-αίνω
συμ-περ-αίνω
περ-αιώ
διεκ-περ-αιώ
πείρα
ά-πειρος
αξιο-πρέπεια
μικρο -πρέπεια
δουλο-πρέπεια
αμετρο πρέπεια.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου