Ο Βίων (325 – 250 π.Χ) ήταν κυνικός φιλόσοφος καταγόμενος από την Ολβία την Ποντική, ή Βορυσθένη (εκ του ομώνυμου ποταμού) πλησίον της Μαύρης Θάλασσας. Λεπτομέρειες ως προς τους γονείς, ή τους λόγους που τον ώθησαν να στραφεί στην φιλοσοφία δεν γνωρίζουμε, εκτός όσων ο ίδιος αναφέρει στον Αντίγονο όταν ο τελευταίος τον ερωτά: «Ποιος είσαι εσύ, ποιοι είναι οι γονείς σου, από πού κατάγεσαι, ποιο είναι το όνομά σου;» (Ομήρου Οδύσσεια Χ 335. Pope’s Version).
Περισσότερες πληροφορίες δίδει ο Διογένης o Λαέρτιος σύμφωνα με τον οποίον ο Βίων είπε στον βασιλέα Αντίγονο, ότι καταγόταν από την περιοχή που εκτεινόταν κατά μήκος του ποταμού Βορυσθένη. Ο πατέρας του ήταν απελεύθερος τριχοπώλης (έμπορος παστών ψαριών) και πωλήθηκε ως δούλος με όλη την οικογένεια λόγω παράβασης τελωνειακών διατάξεων. Αγοραστής ήταν ένας ρήτορας, ο οποίος συμπάθησε τόσο πολύ τον Βίωνα, ώστε τον κατέστησε κληρονόμο της περιουσίας του. (Ομήρου Ιλιάδα VI 211. Pope’s Version, 254.)
Μετά τον θάνατο του κυρίου του, ο Βίων εκποίησε την κληρονομιά και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Ακροατής αρχικά του φιλοσόφου Κράτη, της Πλατωνικής Ακαδημίας προσχώρησε στη σχολή των Κυνικών και έλαβε τα εμβλήματα του Κυνικού φιλοσόφου, τον τρίβωνα (μανδύα) και την πήρα (σάκο). Αργότερα εγκατέλειψε τους Κυνικούς και έγινε ακροατής του Θεοδώρου του Αθέου, της Κυρηναϊκής σχολής, καταλήγοντας τελικά στον Θεόφραστο. Σύμφωνα με τον Διογένη Λαέρτιο, δίδαξε για κάποιο διάστημα φιλοσοφία στη Ρόδο, αλλά συνήθως περιόδευε σε διάφορες πόλεις δίδοντας διαλέξεις.
Ουδέποτε υπήρξε συστηματικός φιλόσοφος. Ειρωνευόταν την φιλοσοφία, την μουσική και την γεωμετρία. Αρέσκετο να διακωμωδεί τα πάντα με τα ευφυολογήματά του και από την άποψη αυτή θεωρείται πρόδρομος του Λουκιανού. Συνδυάζοντας τις αρχές που αποκόμισε από τη φοίτησή του στους Κυνικούς και τους Κυρηναϊκούς, παρουσίασε ένα είδος κυνικής – ηδονιστικής φιλοσοφίας. Σύμφωνα με το δόγμα ηθικής συμπεριφοράς που δίδασκε, ο άνθρωπος πρέπει να απολαμβάνει κάθε είδους ηδονή, όταν του το επιτρέπουν οι συνθήκες, αλλά και να αντιμετωπίζει τις ανάγκες της ζωής με καρτερία και λιτότητα. Επειδή χρησιμοποιούσε ανθηρό και πολυποίκιλο ύφος, ο Ερατοσθένης είπε γι’ αυτόν ότι ήταν ο πρώτος που έντυσε τη φιλοσοφία με ανθηρό (λουλουδάτο) φόρεμα. Ο Βίων καλλιέργησε ένα νέο φιλολογικό είδος, την Διατριβή, μια σύνθεση ρητορικού λόγου και διαλόγου, η οποία δίδασκε μέσω της τέρψης.
«Αυτό είναι το μόνο που μπορώ να πω για τον εαυτό μου έτσι ώστε ο Περσαίος ο Κιτιεύς (Στωικός φιλόσοφος) και ο Φιλονίδης ο Λαοδίκειος (Επικούρειος φιλόσοφος) σταματήσουν να λένε αυτές τις ιστορίες για μένα, προκειμένου να με κρίνετε για την δική μου αξία»
Ο Βίων υπήρξε εύστροφος, ευφυής, διορατικός και άνθρωπος ο οποίος έδιδε μεγάλες ευκαιρίες σε όσους ήθελαν να ασχοληθούν με την άσκηση της φιλοσοφίας. Σε γενικές γραμμές διέπετο από ευγενικές προθέσεις, ενώ ταυτόχρονα έρεπε προς την ματαιοδοξία.
Η παρακαταθήκη του ήταν πλούσια, σε γραπτά και ιδιαίτερα σε αποφθέγματα πλούσια νοημάτων. Όπως μια φορά όταν κάποιος τον επέκρινε για το γεγονός ότι απέτυχε να προσηλυτίσει έναν νεαρό, απάντησε, «Δεν είναι δυνατόν να καρφώσεις το τυρί με το μαχαίρι όταν είναι μαλακό, πρέπει να περιμένεις να σκληρύνει». Σε άλλη περίπτωση όταν ρωτήθηκε ποια είναι η μεγαλύτερη δυστυχία των ανθρώπων, απάντησε: «Όταν κάποιος αφιερώνει την ζωή του στην υλική ευημερία» Όταν ρωτήθηκε αν θεωρούσε σκόπιμο να παντρευτεί κάποιος, απάντησε, «Αν παντρευτείτε άσχημη γυναίκα θα έχετε ποινή και εάν παντρευτείτε όμορφη θα έχετε κοινή». Θεωρούσε τα γηρατειά ως καταφύγιο από την κακοδαιμονία διότι όλοι κατέφευγαν σε αυτά.
Έλεγε ότι η δόξα είναι η μητέρα των ετών (ενν. την ηλικία), ότι η ομορφιά είναι κοινό αγαθό, ότι τα πλούτη είναι ο «νευρώνας» του εμπορίου. Σε κάποιον γαιοκτήμονα που είχε σπαταλήσει την ακίνητη περιουσία του, είπε: «Η γη κατάπιε τον Αμφιάραο, αλλά εσύ κατάπιες την γη». Μια άλλη ρήση του του ήταν ότι είναι μεγάλη συμφορά να μην μπορεί κάποιος να υποφέρει το κακό. Μεμφόταν αυτούς που έκαιγαν τους νεκρούς χωρίς να αισθάνονται το παραμικρό και στην συνέχεια τους λοιδορούσαν. Έλεγε ότι είναι καλύτερα να θέτεις την δική σου ομορφιά στη διάθεση άλλων, παρά να επιθυμείς την ομορφιά τους, διότι εκείνος που το πράττει τραυματίζει τόσο το σώμα, όσο και την ψυχή του.
Συνήθιζε να κατηγορεί τον Σωκράτη λέγοντας ότι αν δεν αποκόμισε κάποιο όφελος από τον Αλκιβιάδη ήταν ανόητος και αν δεν αποκόμιζε κάποιο στο μέλλον, τότε δεν άξιζε μνείας. Συνήθιζε να λέει ότι ο δρόμος προς τον Άδη ήταν εύκολος, αφού οι άνθρωποι πήγαιναν εκεί με κλειστά μάτια. Συνήθιζε να κατηγορεί τον Αλκιβιάδη, λέγοντας ότι όταν ήταν παιδί ξεγελούσε τους συζύγους από τις γυναίκες τους και όταν έγινε έφηβος αποπλάνησε τις γυναίκες από τους συζύγους τους. Ενώ οι περισσότεροι από τους Αθηναίους στη Ρόδο εξασκούσαν την ρητορική, εκείνος έδιδε διαλέξεις για φιλοσοφικά θέματα και όταν τον κατηγόρησαν γι’ αυτό, είπε: «έχω αγοράσει το σιτάρι και μπορώ να πουλώ το κριθάρι».
Σε κάποιον φλύαρο που ζήτησε την συνδρομή του είπε, «θα κάνω αυτό που πρέπει για σένα, εφόσον μου στείλεις βοηθούς αντί για εσού». Όταν κάποτε ταξίδευε με πλοίο μαζί με ανήθικους συνεπιβαίνοντες αυτό κατελήφθη από πειρατές και αυτοί είπαν: «Καταστραφήκαμε αν μας αναγνωρίσουν» ο Βίων απάντησε «Αλλά εγώ θα καταστραφώ αν δεν μας αναγνωρίσουν». Συνήθιζε να λέει ότι η «έπαρση είναι εχθρός της προόδου». Για κάποιον πλούσιο που ήταν κακός και φιλάργυρος, είπε: «Αυτός ο άνθρωπος δεν ορίζει την περιουσία του, αλλά η περιουσία του αυτόν». Συνήθιζε να λέει ότι «οι τσιγκούνηδες φρόντιζαν την περιουσία τους σαν να ήταν δική τους, αλλά δεν αποκόμιζαν κανένα όφελος από αυτήν, σαν να ανήκε σε άλλους».
Μια άλλη ρήση του ήταν, ότι οι νέοι διέθεταν θάρρος, αλλά οι γέροντες σύνεση και αυτή η σύνεση ήταν τόσο ανώτερη από τις άλλες αρετές, όπως η όραση από τις άλλες αισθήσεις. Δεν ήταν λοιπόν σωστό να μιλάμε για τα γηρατειά, στα οποία ο καθένας επιθυμούσε να φθάσει. Σε έναν ζηλόφθονα άνθρωπος που έμοιαζε κακόκεφος, είπε «δεν ξέρω αν αισθάνεσαι έτσι επειδή ήσουν κακότυχος, ή κάποιος άλλος καλότυχος».
Και ένα άλλο ήταν ότι πρέπει να διατηρούμε τους φίλους μας, ανεξάρτητα από το είδος των ανθρώπων που μπορεί να είναι, έτσι ώστε να μην φαίνεται ότι είμαστε οικείοι με κακούς ανθρώπους, ή εγκαταλείπουμε τους καλούς.
Ήταν λάτρης της θεατρικής τέχνης και ικανός στο να αποσπά την προσοχή των ακροατών λέγοντας αστεία και δίνοντας στα τεκταινόμενα αστείες (υποτιμητικές) ονομασίες. Επειδή συνήθιζε να μετέρχεται κάθε μορφής συλλογιστική, ο Ερατοσθένης είπε ότι ο Βίων ήταν ο πρώτος άνθρωπος που έντυσε την φιλοσοφία με ανθισμένο μανδύα.
Ήταν επίσης πολύ ικανός στην παρωδία προσαρμόζοντας γνωστές φράσεις στην ρύμη του λόγου του. Όπως επί παραδείγματι: «Ο Αρχύτας, που γεννήθηκε από μελωδική λύρα, τον οποίο ενέπνεαν οι σκέψεις των ευτυχισμένων ματαιόδοξων, ήταν ειδικευμένος στον κατευνασμό της οργής των θνητών, αστειευόμενος με κάθε είδος μουσικής και γεωμετρίας».
Στη Ρόδο, έπεισε τους ναύτες αφού ενδυθούν τα φιλοσοφικά ενδύματα των φοιτητών του να τον ακολουθήσουν και στη συνέχεια εισήλθε στο γυμνάσιο με αυτούς.
Συνήθιζε να υιοθετεί νέους, προκειμένου να τον βοηθούν στις καθημερινές εργασίες και να τον προστατεύουν. Ήταν πολύ εγωιστής, λάτρης της αρχής «Η ιδιοκτησία των φίλων είναι κοινή» και βάσει αυτής σε ένδειξη σεβασμού ουδείς μαθητής του ομιλούσε, αν και αρκετοί παρακολουθούσαν τις διαλέξεις του.
Όταν κάποια στιγμή ευρισκόμενος στην Χαλκίδα αρρώστησε, πείσθηκε να φορέσει φυλαχτά και να δείξει μεταμέλεια για τις προσβολές που είχε απευθύνει στους Θεούς. Επειδή όμως φοβόταν αυτούς που θα τον φρόντιζαν λόγω έλλειψης εμπιστοσύνης, ο Αντίγονος αφού έστειλε δύο έμπιστους ακόλουθους, τον μετέφεραν σε αυτόν με φορείο, σύμφωνα με τον Φαβωρίνο όπως αναφέρει στο έργο του Παγκόσμια Ιστορία. Οι συνθήκες του θανάτου του περιγράφονται από τον Διογένη Λαέρτιο στις ακόλουθες γραμμές:
Ο Βίων ο Βορυσθενίτης τον οποίον ανέδειξε η άγρια Σκυθική γη, συνήθιζε να αρνείται την ύπαρξη θεών. Τώρα, αν επέμενε σε αυτήν την άποψη, κάποιος θα μπορούσε να πει ότι απλώς λέγει αυτό που πιστεύει, αν και σίγουρα οι σκέψεις του είναι λανθασμένες. Αλλά όταν επλήγη από μακρά ασθένεια και άρχισε να φοβάται μήπως πεθάνει…..αυτός ο άνθρωπος ο οποίος αρνείτο μέχρι τώρα τους Θεούς και ούτε καν περνούσε έξω από ναούς και χλεύασε όλους εκείνους που πίστευαν και προσεύχονταν στους θεούς, που ουδέποτε είπε «έχω αμαρτήσει…….συγχώρεσέ με».
Στην πορεία, αυτός ο άθεος άλλαξε και επέτρεψε σε μια ηλικιωμένη γυναίκα να κρεμάσει στο λαιμό του φυλαχτά και τοποθέτησε κλαδιά δάφνης στις πόρτες και τα παράθυρα, έτοιμος να κάνει οτιδήποτε προκειμένου να μην πεθάνει. Υπήρξε ανόητος θεωρώντας ότι μπορούσε να ξεγελάσει τους θεούς, να τον βοηθούν όποτε τους είχε ανάγκη. Έγινε σοφός τώρα που προορίζεται να γίνει σκόνη και στάχτες, υψώνοντας το χέρι του και αναφωνώντας… Χαίρε, μεγάλε Πλούτωνα, Χαίρε!
Ο Διογένης Λαέρτιος συνεχίζει:
Υπήρξαν δέκα άτομα με το όνομα Βίων. Πρώτος ήταν αυτός που ήκμασε παράλληλα με τον Φερεκύδη της Σύρου και ο οποίος άφησε πίσω του δύο βιβλία, τα οποία σώζονται και καταγόταν από την Προκόννησο (νήσος Μαρμαράς). Ο δεύτερος ήταν Συρακούσιος, συγγραφέας ενός εγχειριδίου ρητορικής. Τρίτος ήταν ο Βίων ο Βορυσθενίτης.
Ο τέταρτος ήταν μαθητής του Δημόκριτου και μαθηματικός, από τα Άβδηρα, ο οποίος έγραφε τόσο στην Αττική, όσο και Ιωνική διάλεκτο. Ήταν αυτός που ισχυρίσθηκε πρώτος, ότι υπήρχαν χώρες όπου το βράδυ διαρκούσε έξι μήνες και η ημέρα επίσης έξι μήνες.
Ο πέμπτος ήταν από τους Σόλους (Κύπρο) ο οποίος έγραψε μια ιστορία της Αιθιοπίας. Έκτος ήταν ένας ρήτορας, που άφησε πίσω του εννέα βιβλία, με τα ονόματα των Μουσών, τα οποία σώζονται. Ο όγδοος ήταν αγαλματοποιός από την Μίλητο, ο οποίος αναφέρεται από τον Πολέμωνα. Ο ένατος ήταν τραγικός ποιητής από την Ταρσό της Κιλικίας και δέκατος ήταν ένας αγαλματοποιός, από τις Κλαζομενές, ή την Χίο, ο οποίος αναφέρεται από τον Ιππώνακτα (αρχαίος Έλληνας σατιρικός & ιαμβικός ποιητής από την Έφεσο).
Ακολουθούν τα ρητά και αφορισμοί του Βίωνα:
O φιλάργυρος δεν ορίζει την περιουσία, αλλά η περιουσία αυτόν.
Αν παντρευτείς άσχημη θα έχεις ποινή, αν παντρευτείς όμορφη θα έχεις κοινή.
Τα γηρατειά είναι λιμάνι αφού όλοι εκεί καταφεύγουν.
Η καλή φήμη είναι μητέρα των ετών (ενν. ηλικία).
Η ομορφιά είναι κοινό καλό.
Ο πλούτος είναι ο νευρώνας του εμπορίου.
Είναι μεγάλη συμφορά το να μην μπορείς να υπομένεις τις συμφορές.
Είναι προτιμότερο να κάνεις στους άλλους καλό παρά να περιμένεις να σου κάνουν, γιατί έτσι βλάπτεται το σώμα και η ψυχή.
Ο δρόμος για τον Άδη είναι εύκολος διότι μπορούμε να πάμε με κλειστά μάτια.
Η αλαζονεία εμποδίζει την προκοπή.
Την μεγαλύτερη αγωνία έχει αυτός που επιζητεί μεγαλύτερη ευημερία.
Όσο είμαστε νέοι, είμαστε ανδρείοι, η σύνεση όμως αναπτύσσεται στα γηρατειά.
Η σύνεση διαφέρει από τις άλλες αρετές σε τέτοιο βαθμό, όσο η όραση από τις υπόλοιπες αισθήσεις.
Πρέπει να παρατηρούμε αδιάκοπα τους φίλους όποιοι κι αν είναι.
Μεταξύ φίλων όλα είναι κοινά.
Περισσότερες πληροφορίες δίδει ο Διογένης o Λαέρτιος σύμφωνα με τον οποίον ο Βίων είπε στον βασιλέα Αντίγονο, ότι καταγόταν από την περιοχή που εκτεινόταν κατά μήκος του ποταμού Βορυσθένη. Ο πατέρας του ήταν απελεύθερος τριχοπώλης (έμπορος παστών ψαριών) και πωλήθηκε ως δούλος με όλη την οικογένεια λόγω παράβασης τελωνειακών διατάξεων. Αγοραστής ήταν ένας ρήτορας, ο οποίος συμπάθησε τόσο πολύ τον Βίωνα, ώστε τον κατέστησε κληρονόμο της περιουσίας του. (Ομήρου Ιλιάδα VI 211. Pope’s Version, 254.)
Μετά τον θάνατο του κυρίου του, ο Βίων εκποίησε την κληρονομιά και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Ακροατής αρχικά του φιλοσόφου Κράτη, της Πλατωνικής Ακαδημίας προσχώρησε στη σχολή των Κυνικών και έλαβε τα εμβλήματα του Κυνικού φιλοσόφου, τον τρίβωνα (μανδύα) και την πήρα (σάκο). Αργότερα εγκατέλειψε τους Κυνικούς και έγινε ακροατής του Θεοδώρου του Αθέου, της Κυρηναϊκής σχολής, καταλήγοντας τελικά στον Θεόφραστο. Σύμφωνα με τον Διογένη Λαέρτιο, δίδαξε για κάποιο διάστημα φιλοσοφία στη Ρόδο, αλλά συνήθως περιόδευε σε διάφορες πόλεις δίδοντας διαλέξεις.
Ουδέποτε υπήρξε συστηματικός φιλόσοφος. Ειρωνευόταν την φιλοσοφία, την μουσική και την γεωμετρία. Αρέσκετο να διακωμωδεί τα πάντα με τα ευφυολογήματά του και από την άποψη αυτή θεωρείται πρόδρομος του Λουκιανού. Συνδυάζοντας τις αρχές που αποκόμισε από τη φοίτησή του στους Κυνικούς και τους Κυρηναϊκούς, παρουσίασε ένα είδος κυνικής – ηδονιστικής φιλοσοφίας. Σύμφωνα με το δόγμα ηθικής συμπεριφοράς που δίδασκε, ο άνθρωπος πρέπει να απολαμβάνει κάθε είδους ηδονή, όταν του το επιτρέπουν οι συνθήκες, αλλά και να αντιμετωπίζει τις ανάγκες της ζωής με καρτερία και λιτότητα. Επειδή χρησιμοποιούσε ανθηρό και πολυποίκιλο ύφος, ο Ερατοσθένης είπε γι’ αυτόν ότι ήταν ο πρώτος που έντυσε τη φιλοσοφία με ανθηρό (λουλουδάτο) φόρεμα. Ο Βίων καλλιέργησε ένα νέο φιλολογικό είδος, την Διατριβή, μια σύνθεση ρητορικού λόγου και διαλόγου, η οποία δίδασκε μέσω της τέρψης.
«Αυτό είναι το μόνο που μπορώ να πω για τον εαυτό μου έτσι ώστε ο Περσαίος ο Κιτιεύς (Στωικός φιλόσοφος) και ο Φιλονίδης ο Λαοδίκειος (Επικούρειος φιλόσοφος) σταματήσουν να λένε αυτές τις ιστορίες για μένα, προκειμένου να με κρίνετε για την δική μου αξία»
Ο Βίων υπήρξε εύστροφος, ευφυής, διορατικός και άνθρωπος ο οποίος έδιδε μεγάλες ευκαιρίες σε όσους ήθελαν να ασχοληθούν με την άσκηση της φιλοσοφίας. Σε γενικές γραμμές διέπετο από ευγενικές προθέσεις, ενώ ταυτόχρονα έρεπε προς την ματαιοδοξία.
Η παρακαταθήκη του ήταν πλούσια, σε γραπτά και ιδιαίτερα σε αποφθέγματα πλούσια νοημάτων. Όπως μια φορά όταν κάποιος τον επέκρινε για το γεγονός ότι απέτυχε να προσηλυτίσει έναν νεαρό, απάντησε, «Δεν είναι δυνατόν να καρφώσεις το τυρί με το μαχαίρι όταν είναι μαλακό, πρέπει να περιμένεις να σκληρύνει». Σε άλλη περίπτωση όταν ρωτήθηκε ποια είναι η μεγαλύτερη δυστυχία των ανθρώπων, απάντησε: «Όταν κάποιος αφιερώνει την ζωή του στην υλική ευημερία» Όταν ρωτήθηκε αν θεωρούσε σκόπιμο να παντρευτεί κάποιος, απάντησε, «Αν παντρευτείτε άσχημη γυναίκα θα έχετε ποινή και εάν παντρευτείτε όμορφη θα έχετε κοινή». Θεωρούσε τα γηρατειά ως καταφύγιο από την κακοδαιμονία διότι όλοι κατέφευγαν σε αυτά.
Έλεγε ότι η δόξα είναι η μητέρα των ετών (ενν. την ηλικία), ότι η ομορφιά είναι κοινό αγαθό, ότι τα πλούτη είναι ο «νευρώνας» του εμπορίου. Σε κάποιον γαιοκτήμονα που είχε σπαταλήσει την ακίνητη περιουσία του, είπε: «Η γη κατάπιε τον Αμφιάραο, αλλά εσύ κατάπιες την γη». Μια άλλη ρήση του του ήταν ότι είναι μεγάλη συμφορά να μην μπορεί κάποιος να υποφέρει το κακό. Μεμφόταν αυτούς που έκαιγαν τους νεκρούς χωρίς να αισθάνονται το παραμικρό και στην συνέχεια τους λοιδορούσαν. Έλεγε ότι είναι καλύτερα να θέτεις την δική σου ομορφιά στη διάθεση άλλων, παρά να επιθυμείς την ομορφιά τους, διότι εκείνος που το πράττει τραυματίζει τόσο το σώμα, όσο και την ψυχή του.
Συνήθιζε να κατηγορεί τον Σωκράτη λέγοντας ότι αν δεν αποκόμισε κάποιο όφελος από τον Αλκιβιάδη ήταν ανόητος και αν δεν αποκόμιζε κάποιο στο μέλλον, τότε δεν άξιζε μνείας. Συνήθιζε να λέει ότι ο δρόμος προς τον Άδη ήταν εύκολος, αφού οι άνθρωποι πήγαιναν εκεί με κλειστά μάτια. Συνήθιζε να κατηγορεί τον Αλκιβιάδη, λέγοντας ότι όταν ήταν παιδί ξεγελούσε τους συζύγους από τις γυναίκες τους και όταν έγινε έφηβος αποπλάνησε τις γυναίκες από τους συζύγους τους. Ενώ οι περισσότεροι από τους Αθηναίους στη Ρόδο εξασκούσαν την ρητορική, εκείνος έδιδε διαλέξεις για φιλοσοφικά θέματα και όταν τον κατηγόρησαν γι’ αυτό, είπε: «έχω αγοράσει το σιτάρι και μπορώ να πουλώ το κριθάρι».
Σε κάποιον φλύαρο που ζήτησε την συνδρομή του είπε, «θα κάνω αυτό που πρέπει για σένα, εφόσον μου στείλεις βοηθούς αντί για εσού». Όταν κάποτε ταξίδευε με πλοίο μαζί με ανήθικους συνεπιβαίνοντες αυτό κατελήφθη από πειρατές και αυτοί είπαν: «Καταστραφήκαμε αν μας αναγνωρίσουν» ο Βίων απάντησε «Αλλά εγώ θα καταστραφώ αν δεν μας αναγνωρίσουν». Συνήθιζε να λέει ότι η «έπαρση είναι εχθρός της προόδου». Για κάποιον πλούσιο που ήταν κακός και φιλάργυρος, είπε: «Αυτός ο άνθρωπος δεν ορίζει την περιουσία του, αλλά η περιουσία του αυτόν». Συνήθιζε να λέει ότι «οι τσιγκούνηδες φρόντιζαν την περιουσία τους σαν να ήταν δική τους, αλλά δεν αποκόμιζαν κανένα όφελος από αυτήν, σαν να ανήκε σε άλλους».
Μια άλλη ρήση του ήταν, ότι οι νέοι διέθεταν θάρρος, αλλά οι γέροντες σύνεση και αυτή η σύνεση ήταν τόσο ανώτερη από τις άλλες αρετές, όπως η όραση από τις άλλες αισθήσεις. Δεν ήταν λοιπόν σωστό να μιλάμε για τα γηρατειά, στα οποία ο καθένας επιθυμούσε να φθάσει. Σε έναν ζηλόφθονα άνθρωπος που έμοιαζε κακόκεφος, είπε «δεν ξέρω αν αισθάνεσαι έτσι επειδή ήσουν κακότυχος, ή κάποιος άλλος καλότυχος».
Και ένα άλλο ήταν ότι πρέπει να διατηρούμε τους φίλους μας, ανεξάρτητα από το είδος των ανθρώπων που μπορεί να είναι, έτσι ώστε να μην φαίνεται ότι είμαστε οικείοι με κακούς ανθρώπους, ή εγκαταλείπουμε τους καλούς.
Ήταν λάτρης της θεατρικής τέχνης και ικανός στο να αποσπά την προσοχή των ακροατών λέγοντας αστεία και δίνοντας στα τεκταινόμενα αστείες (υποτιμητικές) ονομασίες. Επειδή συνήθιζε να μετέρχεται κάθε μορφής συλλογιστική, ο Ερατοσθένης είπε ότι ο Βίων ήταν ο πρώτος άνθρωπος που έντυσε την φιλοσοφία με ανθισμένο μανδύα.
Ήταν επίσης πολύ ικανός στην παρωδία προσαρμόζοντας γνωστές φράσεις στην ρύμη του λόγου του. Όπως επί παραδείγματι: «Ο Αρχύτας, που γεννήθηκε από μελωδική λύρα, τον οποίο ενέπνεαν οι σκέψεις των ευτυχισμένων ματαιόδοξων, ήταν ειδικευμένος στον κατευνασμό της οργής των θνητών, αστειευόμενος με κάθε είδος μουσικής και γεωμετρίας».
Στη Ρόδο, έπεισε τους ναύτες αφού ενδυθούν τα φιλοσοφικά ενδύματα των φοιτητών του να τον ακολουθήσουν και στη συνέχεια εισήλθε στο γυμνάσιο με αυτούς.
Συνήθιζε να υιοθετεί νέους, προκειμένου να τον βοηθούν στις καθημερινές εργασίες και να τον προστατεύουν. Ήταν πολύ εγωιστής, λάτρης της αρχής «Η ιδιοκτησία των φίλων είναι κοινή» και βάσει αυτής σε ένδειξη σεβασμού ουδείς μαθητής του ομιλούσε, αν και αρκετοί παρακολουθούσαν τις διαλέξεις του.
Όταν κάποια στιγμή ευρισκόμενος στην Χαλκίδα αρρώστησε, πείσθηκε να φορέσει φυλαχτά και να δείξει μεταμέλεια για τις προσβολές που είχε απευθύνει στους Θεούς. Επειδή όμως φοβόταν αυτούς που θα τον φρόντιζαν λόγω έλλειψης εμπιστοσύνης, ο Αντίγονος αφού έστειλε δύο έμπιστους ακόλουθους, τον μετέφεραν σε αυτόν με φορείο, σύμφωνα με τον Φαβωρίνο όπως αναφέρει στο έργο του Παγκόσμια Ιστορία. Οι συνθήκες του θανάτου του περιγράφονται από τον Διογένη Λαέρτιο στις ακόλουθες γραμμές:
Ο Βίων ο Βορυσθενίτης τον οποίον ανέδειξε η άγρια Σκυθική γη, συνήθιζε να αρνείται την ύπαρξη θεών. Τώρα, αν επέμενε σε αυτήν την άποψη, κάποιος θα μπορούσε να πει ότι απλώς λέγει αυτό που πιστεύει, αν και σίγουρα οι σκέψεις του είναι λανθασμένες. Αλλά όταν επλήγη από μακρά ασθένεια και άρχισε να φοβάται μήπως πεθάνει…..αυτός ο άνθρωπος ο οποίος αρνείτο μέχρι τώρα τους Θεούς και ούτε καν περνούσε έξω από ναούς και χλεύασε όλους εκείνους που πίστευαν και προσεύχονταν στους θεούς, που ουδέποτε είπε «έχω αμαρτήσει…….συγχώρεσέ με».
Στην πορεία, αυτός ο άθεος άλλαξε και επέτρεψε σε μια ηλικιωμένη γυναίκα να κρεμάσει στο λαιμό του φυλαχτά και τοποθέτησε κλαδιά δάφνης στις πόρτες και τα παράθυρα, έτοιμος να κάνει οτιδήποτε προκειμένου να μην πεθάνει. Υπήρξε ανόητος θεωρώντας ότι μπορούσε να ξεγελάσει τους θεούς, να τον βοηθούν όποτε τους είχε ανάγκη. Έγινε σοφός τώρα που προορίζεται να γίνει σκόνη και στάχτες, υψώνοντας το χέρι του και αναφωνώντας… Χαίρε, μεγάλε Πλούτωνα, Χαίρε!
Ο Διογένης Λαέρτιος συνεχίζει:
Υπήρξαν δέκα άτομα με το όνομα Βίων. Πρώτος ήταν αυτός που ήκμασε παράλληλα με τον Φερεκύδη της Σύρου και ο οποίος άφησε πίσω του δύο βιβλία, τα οποία σώζονται και καταγόταν από την Προκόννησο (νήσος Μαρμαράς). Ο δεύτερος ήταν Συρακούσιος, συγγραφέας ενός εγχειριδίου ρητορικής. Τρίτος ήταν ο Βίων ο Βορυσθενίτης.
Ο τέταρτος ήταν μαθητής του Δημόκριτου και μαθηματικός, από τα Άβδηρα, ο οποίος έγραφε τόσο στην Αττική, όσο και Ιωνική διάλεκτο. Ήταν αυτός που ισχυρίσθηκε πρώτος, ότι υπήρχαν χώρες όπου το βράδυ διαρκούσε έξι μήνες και η ημέρα επίσης έξι μήνες.
Ο πέμπτος ήταν από τους Σόλους (Κύπρο) ο οποίος έγραψε μια ιστορία της Αιθιοπίας. Έκτος ήταν ένας ρήτορας, που άφησε πίσω του εννέα βιβλία, με τα ονόματα των Μουσών, τα οποία σώζονται. Ο όγδοος ήταν αγαλματοποιός από την Μίλητο, ο οποίος αναφέρεται από τον Πολέμωνα. Ο ένατος ήταν τραγικός ποιητής από την Ταρσό της Κιλικίας και δέκατος ήταν ένας αγαλματοποιός, από τις Κλαζομενές, ή την Χίο, ο οποίος αναφέρεται από τον Ιππώνακτα (αρχαίος Έλληνας σατιρικός & ιαμβικός ποιητής από την Έφεσο).
Ακολουθούν τα ρητά και αφορισμοί του Βίωνα:
O φιλάργυρος δεν ορίζει την περιουσία, αλλά η περιουσία αυτόν.
Αν παντρευτείς άσχημη θα έχεις ποινή, αν παντρευτείς όμορφη θα έχεις κοινή.
Τα γηρατειά είναι λιμάνι αφού όλοι εκεί καταφεύγουν.
Η καλή φήμη είναι μητέρα των ετών (ενν. ηλικία).
Η ομορφιά είναι κοινό καλό.
Ο πλούτος είναι ο νευρώνας του εμπορίου.
Είναι μεγάλη συμφορά το να μην μπορείς να υπομένεις τις συμφορές.
Είναι προτιμότερο να κάνεις στους άλλους καλό παρά να περιμένεις να σου κάνουν, γιατί έτσι βλάπτεται το σώμα και η ψυχή.
Ο δρόμος για τον Άδη είναι εύκολος διότι μπορούμε να πάμε με κλειστά μάτια.
Η αλαζονεία εμποδίζει την προκοπή.
Την μεγαλύτερη αγωνία έχει αυτός που επιζητεί μεγαλύτερη ευημερία.
Όσο είμαστε νέοι, είμαστε ανδρείοι, η σύνεση όμως αναπτύσσεται στα γηρατειά.
Η σύνεση διαφέρει από τις άλλες αρετές σε τέτοιο βαθμό, όσο η όραση από τις υπόλοιπες αισθήσεις.
Πρέπει να παρατηρούμε αδιάκοπα τους φίλους όποιοι κι αν είναι.
Μεταξύ φίλων όλα είναι κοινά.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου