Η επιδίωξη ηθικών σκοπών μέσω του καταναγκασμού μπορεί να αποδειχθεί καταστροφική
Η καντιανή ηθική ως σύνολο ιδεών, θέσεων και αρχών, που εκκινούν από την καντιανή φιλοσοφία αλλά σε πολλά σημεία την υπερβαίνουν και την επανεξετάζουν, αποτελεί έναν σταθερό πυλώνα της σύγχρονης συζήτησης για το αγαθό και το δίκαιο. Η αντιπαράθεση αυτής της ηθικής με την αριστοτελική αρετολογία και τον ωφελιμισμό συνθέτουν ένα παζλ που δεν μπορεί να αφήνει αδιάφορο τον σύγχρονο κοινωνικό προβληματισμό. Μέσα σ’ αυτήν την αντιπαράθεση ενσωματώνονται πολιτικά διακυβεύματα, που αφορούν την αντίθεση του πολιτικού φιλελευθερισμού με τον κοινοτισμό, τον ωφελιμιστικό νεοφιλελευθερισμό, τον εθνοκεντρικό συντηρητισμό και τον πολιτιστικό σχετικισμό των μετανεωτερικών θεωρήσεων.
Ο Καντ κινείται από τη φιλοσοφία της ιστορίας «Ιδέα για μια γενική ιστορία με πρόθεση κοσμοπολίτικη» (1784) στην ανάλυση των γνωσιοθεωρητικών ζητημάτων «Κριτική του καθαρού λόγου» (1781) και από εκεί στα πρακτικά (δηλαδή ηθικά) προβλήματα, τα οποία αποτελούν το θέμα τριών κυρίως έργων του, της «Θεμελίωσης στη Μεταφυσική των ηθών» (1785), της «Κριτικής του πρακτικού λόγου» (1788) και της «Μεταφυσικής των ηθών» (1797). Για να καταλήξει στα τεράστια ζητήματα που προκύπτουν από τη σχέση του Λόγου με το ωραίο «Κριτική της Κριτικής δύναμης» (1790), με τη θρησκεία «Ηθική εντός των ορίων του Λόγου και μόνο» (1793) και με την επιστήμη «Η Διένεξη των Σχολών» (1798).
Η φιλοσοφία της θρησκείας του Καντ έχει την αφετηρία της στη φιλοσοφία της ηθικής. Αν λάβουμε υπόψη μας πως στις καντιανές κριτικές η ηθική στηρίζεται σε πρακτικούς λόγους και όχι, για παράδειγμα, σε θεωρητικές διδασκαλίες για την ύπαρξη της Αγίας Τριάδας, για την ενσάρκωση του Θεού, για την ύπαρξη του σώματος στη μεταθανάτια ζωή, μπορούμε να κατανοήσουμε γιατί ο φιλόσοφος εξάγει την ηθική συμπεριφορά από τον Λόγο και όχι από την πίστη. Η καντιανή ηθική θεμελιώνεται στη βάση της ελευθερίας του ανθρώπου, ο οποίος όμως δεσμεύεται από τον Λόγο με απόλυτους νόμους. Ο άνθρωπος για να είναι ηθικά καλός δεν χρειάζεται την Ιδέα ενός άλλου όντος πάνω απ’ αυτόν, αλλά μόνο να γνωρίζει τους έλλογους κανόνες που καθορίζονται από την αυτάρκεια του καθαρού πρακτικού Λόγου.
Κατά τον μεγάλο φιλόσοφο, στον άνθρωπο ενυπάρχουν οι καταβολές τήρησης του αγαθού. Παρ’ όλα αυτά εκκινεί από τη θεωρία για το ριζικό κακό στον άνθρωπο. Αυτό το κακό δεν είναι απότοκο παραπλάνησης, ούτε βρίσκεται στη φύση του ανθρώπου ή στη διαφθορά του ίδιου του Λόγου, ούτε έχει καμία σχέση με το προπατορικό αμάρτημα. Απλώς συνίσταται στις κυρίαρχες ροπές του ανθρώπου, ο οποίος θέτει την ευδαιμονία του πάνω από την ηθικότητα. Το θεμέλιο του κακού βρίσκεται στους κανόνες της θέλησης, όπως αυτές πηγάζουν από την ίδια την ελευθερία. Αν το κακό δεν βρίσκεται στη φύση του ανθρώπου αλλά στην ελευθερία του, τότε εκεί μπορεί να αναζητήσει και το καλό.
Η αποκατάσταση της πρωταρχικής καταβολής του καλού μέσα στον άνθρωπο είναι η αποκατάσταση της καθαρότητας του ηθικού νόμου ως ανώτατου θεμελίου όλων των γνωμόνων της ηθικής συμπεριφοράς. Αυτή η αποκατάσταση δεν μπορεί να είναι απόρροια μικροϋπολογισμών για την επίτευξη της ουράνιας βασιλείας, αλλά αποτέλεσμα της επαναφοράς των ηθικών κανόνων στην προσπάθεια αναζήτησης της ευδαιμονίας επί της γης. Μόνον τότε ο αγώνας της αγαθής αρχής επί της κακής μετατρέπεται σε αγώνα για την τήρηση των ανθρώπινων ηθικών εντολών στο επίπεδο της βασιλείας του Θεού επί της γης.
Από εδώ ξεκινά και η καντιανή στήριξη στην έλλογη θρησκεία. Αυτή η θρησκεία δεν χρειάζεται τα θαύματα, τις τελετουργίες, τις λατρείες και ξεχωριστούς λειτουργούς για να επιβάλει τη Βασιλεία του Θεού επί της γης. Η επιδίωξη να επιβάλει κανείς με τον φόβο ή με καταναγκασμούς την εφαρμογή ηθικών σκοπών είναι καταστροφική και κατά βάθος ανήθικη πράξη.
Εκκλησιαστική και έλλογη θρησκεία
Βεβαίως ο Καντ θεωρεί πως η ηθική συμπεριφορά προϋποθέτει την ιδέα μιας ηθικής κοινότητας. Μια τέτοια ηθική ένωση πολλών ανθρώπων χρειάζεται μια δημόσια υποχρέωση, η οποία βασίζεται στην εκκλησιαστική μορφή και πίστη. Σαν μια ηθική κοινότητα και μόνο βρίσκει αναγκαία την ύπαρξη της Εκκλησίας και της εκκλησιαστικής πίστης. Αυτή η πίστη όμως δεν μπορεί να είναι δεσπόζουσα στη σχέση μας με τον Θεό, αφού πρέπει να εκλαμβάνεται μόνον ως μέσο με ιστορική αρχή και πέρας για την προσέγγιση της έλλογης θρησκευτικής πίστης. Η εκκλησιαστική πίστη είναι ιστορικά αναγκαία, είναι όμως και πεπερασμένη, γιατί αποτελεί το προστάδιο για την κυριαρχία της μόνης αληθινής πίστης, που είναι ή έλλογη δικαιολόγηση των ηθικών πράξεων. Η καθαρή θρησκευτική πίστη γνωρίζει πως χρειαζόμαστε μια θεσπισμένη νομοθεσία, γνωστοποιημένη από την αποκάλυψη για να συμπεριφερθούμε ως πολίτες σε μια θεϊκή πολιτεία επί της γης. Ως άνθρωποι όμως χρειαζόμαστε καθαρούς ηθικούς νόμους για να προσεγγίσουμε τη φυσική ή την έλλογη θρησκεία.
Με γνώμονα τα παραπάνω ο Καντ μας παρουσιάζει μια γήινη ερμηνεία των Γραφών. Μια ερμηνεία που οδηγεί σε μια συμβολική χριστολογία, η οποία αποτελεί το θρησκευτικό πρότυπο του ανθρώπινου ηθικού προτύπου και κανόνα ζωής. Εδώ έχουμε έναν «Ιδρυτή της Εκκλησίας» που δεν έχει να κάνει με την ιστορική και μερική πίστη, αλλά με ένα πρότυπο μιας άδολης και ασυμφεροντολογικής συμπεριφοράς. Μια ηθικής που νομιμοποιείται όχι από την, κατά Καντ, ψευδολατρία του παπαδαριού, αλλά μιας ηθικής που ξεκινά και τελειώνει στον ίδιο τον Λόγο και μόνο. Γιατί στην ουσία «Η θρησκεία εντός των ορίων του Λόγου και Μόνο» σε εισαγωγικά, δεν είναι τίποτε άλλο από μια Ηθική εντός των ορίων του Λόγου και Μόνο, χωρίς εισαγωγικά.
Η ηθική βελτίωση δεν μπορεί να στηρίζεται ούτε στη δογματική και άψυχη ορθοδοξία της βιβλικής αυθεντίας ούτε και στον νατουραλιστικό ντεϊσμό (εκκλησιαστική πίστη άνευ Βίβλου). Τελικά η σχέση της φυσικής θρησκείας με την εκκλησιαστική είναι τέτοια που ο καθολικός ανθρώπινος Λόγος της φυσικής θρησκείας πρέπει να αναγνωρίζεται από τη χριστιανική πίστη ως ανώτατη επιτακτική αρχή, ενώ η διδασκαλία της αποκάλυψης, στην οποία θεμελιώνεται η Εκκλησία, αποτελεί το ύψιστο σεβαστό μέσο που θα καθιστά τον Λόγο κατανοητό σ’ όλους. Η θρησκευτική πίστη που αποσκοπεί να βελτιώσει την ανθρώπινη συμπεριφορά δεν έχει ανάγκη να επαληθεύσει τις επιταγές της στηριγμένη στις βιβλικές εντολές, τής αρκεί η συμφωνία με τις επιταγές του πρακτικού Λόγου.
Είναι προφανές πως όλα τα προαναφερόμενα αποτελούν θανάσιμες μαχαιριές στην αυθεντία του ιερατικού και κάθε παρόμοιου εξουσιαστικού λόγου. Ο Καντ αρνείται τις βιβλικές και οποιεσδήποτε άλλες βεβαιότητες που πηγάζουν από χώρους εκτός της ανθρώπινης υπόστασης και αυτονομίας. Ο μεγάλος φιλόσοφος περιγράφει τους λόγους για τους οποίους η Εκκλησία και η Αποκάλυψη (με την απαίτησή τους να ερμηνεύσουν την ανθρώπινη κατάσταση ως αυθεντίες, χωρίς να επιδιώκουν να βαπτισθούν στα ύδατα της ανθρώπινης αυταξίας) αποτελούν ασυμφιλίωτους εχθρούς της ανθρώπινης προόδου.
Κινδυνεύουμε να χαρακτηρισθούμε γραφικοί, αν ακόμα μία φορά εκθειάσουμε το μεταφραστικό έργο, τις ουσιαστικές σημειώσεις και τον διεισδυτικό επίλογο του πανεπιστημιακού Κώστα Ανδρουλιδάκη. Ομως το «ηθικό μας καθήκον» προτιμά την κατηγορία της γραφικότητας, από το να αποσιωπήσει το πόσα χρωστάμε -πέραν από την επιστημονική του προσφορά- στις προσπάθειες του συγκεκριμένου επιστήμονα για την άρτια μεταφορά στα ελληνικά των έργων της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας.
Σε εποχές που οι τηλεοπτικοί δίαυλοι δεν σέβονται ούτε προσωπικά δεδομένα ούτε την αξία της ανθρώπινης ζωής και αξιοπρέπειας, θα ήταν μάλλον ουτοπική η παράκλησή μας να προσεχθούν οι αξίες που μεταφέρει η καντιανή ηθική. Αλλά επειδή είμαστε αθεράπευτοι οπαδοί της θεωρίας πως σε τελική ανάλυση η ανθρωπότητα βαδίζει προς το καλό και το καλύτερο, δεν θα παύσουμε να κραυγάζουμε υπέρ της επικαιρότητας τέτοιων έργων.
Η καντιανή ηθική ως σύνολο ιδεών, θέσεων και αρχών, που εκκινούν από την καντιανή φιλοσοφία αλλά σε πολλά σημεία την υπερβαίνουν και την επανεξετάζουν, αποτελεί έναν σταθερό πυλώνα της σύγχρονης συζήτησης για το αγαθό και το δίκαιο. Η αντιπαράθεση αυτής της ηθικής με την αριστοτελική αρετολογία και τον ωφελιμισμό συνθέτουν ένα παζλ που δεν μπορεί να αφήνει αδιάφορο τον σύγχρονο κοινωνικό προβληματισμό. Μέσα σ’ αυτήν την αντιπαράθεση ενσωματώνονται πολιτικά διακυβεύματα, που αφορούν την αντίθεση του πολιτικού φιλελευθερισμού με τον κοινοτισμό, τον ωφελιμιστικό νεοφιλελευθερισμό, τον εθνοκεντρικό συντηρητισμό και τον πολιτιστικό σχετικισμό των μετανεωτερικών θεωρήσεων.
Ο Καντ κινείται από τη φιλοσοφία της ιστορίας «Ιδέα για μια γενική ιστορία με πρόθεση κοσμοπολίτικη» (1784) στην ανάλυση των γνωσιοθεωρητικών ζητημάτων «Κριτική του καθαρού λόγου» (1781) και από εκεί στα πρακτικά (δηλαδή ηθικά) προβλήματα, τα οποία αποτελούν το θέμα τριών κυρίως έργων του, της «Θεμελίωσης στη Μεταφυσική των ηθών» (1785), της «Κριτικής του πρακτικού λόγου» (1788) και της «Μεταφυσικής των ηθών» (1797). Για να καταλήξει στα τεράστια ζητήματα που προκύπτουν από τη σχέση του Λόγου με το ωραίο «Κριτική της Κριτικής δύναμης» (1790), με τη θρησκεία «Ηθική εντός των ορίων του Λόγου και μόνο» (1793) και με την επιστήμη «Η Διένεξη των Σχολών» (1798).
Η φιλοσοφία της θρησκείας του Καντ έχει την αφετηρία της στη φιλοσοφία της ηθικής. Αν λάβουμε υπόψη μας πως στις καντιανές κριτικές η ηθική στηρίζεται σε πρακτικούς λόγους και όχι, για παράδειγμα, σε θεωρητικές διδασκαλίες για την ύπαρξη της Αγίας Τριάδας, για την ενσάρκωση του Θεού, για την ύπαρξη του σώματος στη μεταθανάτια ζωή, μπορούμε να κατανοήσουμε γιατί ο φιλόσοφος εξάγει την ηθική συμπεριφορά από τον Λόγο και όχι από την πίστη. Η καντιανή ηθική θεμελιώνεται στη βάση της ελευθερίας του ανθρώπου, ο οποίος όμως δεσμεύεται από τον Λόγο με απόλυτους νόμους. Ο άνθρωπος για να είναι ηθικά καλός δεν χρειάζεται την Ιδέα ενός άλλου όντος πάνω απ’ αυτόν, αλλά μόνο να γνωρίζει τους έλλογους κανόνες που καθορίζονται από την αυτάρκεια του καθαρού πρακτικού Λόγου.
Κατά τον μεγάλο φιλόσοφο, στον άνθρωπο ενυπάρχουν οι καταβολές τήρησης του αγαθού. Παρ’ όλα αυτά εκκινεί από τη θεωρία για το ριζικό κακό στον άνθρωπο. Αυτό το κακό δεν είναι απότοκο παραπλάνησης, ούτε βρίσκεται στη φύση του ανθρώπου ή στη διαφθορά του ίδιου του Λόγου, ούτε έχει καμία σχέση με το προπατορικό αμάρτημα. Απλώς συνίσταται στις κυρίαρχες ροπές του ανθρώπου, ο οποίος θέτει την ευδαιμονία του πάνω από την ηθικότητα. Το θεμέλιο του κακού βρίσκεται στους κανόνες της θέλησης, όπως αυτές πηγάζουν από την ίδια την ελευθερία. Αν το κακό δεν βρίσκεται στη φύση του ανθρώπου αλλά στην ελευθερία του, τότε εκεί μπορεί να αναζητήσει και το καλό.
Η αποκατάσταση της πρωταρχικής καταβολής του καλού μέσα στον άνθρωπο είναι η αποκατάσταση της καθαρότητας του ηθικού νόμου ως ανώτατου θεμελίου όλων των γνωμόνων της ηθικής συμπεριφοράς. Αυτή η αποκατάσταση δεν μπορεί να είναι απόρροια μικροϋπολογισμών για την επίτευξη της ουράνιας βασιλείας, αλλά αποτέλεσμα της επαναφοράς των ηθικών κανόνων στην προσπάθεια αναζήτησης της ευδαιμονίας επί της γης. Μόνον τότε ο αγώνας της αγαθής αρχής επί της κακής μετατρέπεται σε αγώνα για την τήρηση των ανθρώπινων ηθικών εντολών στο επίπεδο της βασιλείας του Θεού επί της γης.
Από εδώ ξεκινά και η καντιανή στήριξη στην έλλογη θρησκεία. Αυτή η θρησκεία δεν χρειάζεται τα θαύματα, τις τελετουργίες, τις λατρείες και ξεχωριστούς λειτουργούς για να επιβάλει τη Βασιλεία του Θεού επί της γης. Η επιδίωξη να επιβάλει κανείς με τον φόβο ή με καταναγκασμούς την εφαρμογή ηθικών σκοπών είναι καταστροφική και κατά βάθος ανήθικη πράξη.
Εκκλησιαστική και έλλογη θρησκεία
Βεβαίως ο Καντ θεωρεί πως η ηθική συμπεριφορά προϋποθέτει την ιδέα μιας ηθικής κοινότητας. Μια τέτοια ηθική ένωση πολλών ανθρώπων χρειάζεται μια δημόσια υποχρέωση, η οποία βασίζεται στην εκκλησιαστική μορφή και πίστη. Σαν μια ηθική κοινότητα και μόνο βρίσκει αναγκαία την ύπαρξη της Εκκλησίας και της εκκλησιαστικής πίστης. Αυτή η πίστη όμως δεν μπορεί να είναι δεσπόζουσα στη σχέση μας με τον Θεό, αφού πρέπει να εκλαμβάνεται μόνον ως μέσο με ιστορική αρχή και πέρας για την προσέγγιση της έλλογης θρησκευτικής πίστης. Η εκκλησιαστική πίστη είναι ιστορικά αναγκαία, είναι όμως και πεπερασμένη, γιατί αποτελεί το προστάδιο για την κυριαρχία της μόνης αληθινής πίστης, που είναι ή έλλογη δικαιολόγηση των ηθικών πράξεων. Η καθαρή θρησκευτική πίστη γνωρίζει πως χρειαζόμαστε μια θεσπισμένη νομοθεσία, γνωστοποιημένη από την αποκάλυψη για να συμπεριφερθούμε ως πολίτες σε μια θεϊκή πολιτεία επί της γης. Ως άνθρωποι όμως χρειαζόμαστε καθαρούς ηθικούς νόμους για να προσεγγίσουμε τη φυσική ή την έλλογη θρησκεία.
Με γνώμονα τα παραπάνω ο Καντ μας παρουσιάζει μια γήινη ερμηνεία των Γραφών. Μια ερμηνεία που οδηγεί σε μια συμβολική χριστολογία, η οποία αποτελεί το θρησκευτικό πρότυπο του ανθρώπινου ηθικού προτύπου και κανόνα ζωής. Εδώ έχουμε έναν «Ιδρυτή της Εκκλησίας» που δεν έχει να κάνει με την ιστορική και μερική πίστη, αλλά με ένα πρότυπο μιας άδολης και ασυμφεροντολογικής συμπεριφοράς. Μια ηθικής που νομιμοποιείται όχι από την, κατά Καντ, ψευδολατρία του παπαδαριού, αλλά μιας ηθικής που ξεκινά και τελειώνει στον ίδιο τον Λόγο και μόνο. Γιατί στην ουσία «Η θρησκεία εντός των ορίων του Λόγου και Μόνο» σε εισαγωγικά, δεν είναι τίποτε άλλο από μια Ηθική εντός των ορίων του Λόγου και Μόνο, χωρίς εισαγωγικά.
Η ηθική βελτίωση δεν μπορεί να στηρίζεται ούτε στη δογματική και άψυχη ορθοδοξία της βιβλικής αυθεντίας ούτε και στον νατουραλιστικό ντεϊσμό (εκκλησιαστική πίστη άνευ Βίβλου). Τελικά η σχέση της φυσικής θρησκείας με την εκκλησιαστική είναι τέτοια που ο καθολικός ανθρώπινος Λόγος της φυσικής θρησκείας πρέπει να αναγνωρίζεται από τη χριστιανική πίστη ως ανώτατη επιτακτική αρχή, ενώ η διδασκαλία της αποκάλυψης, στην οποία θεμελιώνεται η Εκκλησία, αποτελεί το ύψιστο σεβαστό μέσο που θα καθιστά τον Λόγο κατανοητό σ’ όλους. Η θρησκευτική πίστη που αποσκοπεί να βελτιώσει την ανθρώπινη συμπεριφορά δεν έχει ανάγκη να επαληθεύσει τις επιταγές της στηριγμένη στις βιβλικές εντολές, τής αρκεί η συμφωνία με τις επιταγές του πρακτικού Λόγου.
Είναι προφανές πως όλα τα προαναφερόμενα αποτελούν θανάσιμες μαχαιριές στην αυθεντία του ιερατικού και κάθε παρόμοιου εξουσιαστικού λόγου. Ο Καντ αρνείται τις βιβλικές και οποιεσδήποτε άλλες βεβαιότητες που πηγάζουν από χώρους εκτός της ανθρώπινης υπόστασης και αυτονομίας. Ο μεγάλος φιλόσοφος περιγράφει τους λόγους για τους οποίους η Εκκλησία και η Αποκάλυψη (με την απαίτησή τους να ερμηνεύσουν την ανθρώπινη κατάσταση ως αυθεντίες, χωρίς να επιδιώκουν να βαπτισθούν στα ύδατα της ανθρώπινης αυταξίας) αποτελούν ασυμφιλίωτους εχθρούς της ανθρώπινης προόδου.
Κινδυνεύουμε να χαρακτηρισθούμε γραφικοί, αν ακόμα μία φορά εκθειάσουμε το μεταφραστικό έργο, τις ουσιαστικές σημειώσεις και τον διεισδυτικό επίλογο του πανεπιστημιακού Κώστα Ανδρουλιδάκη. Ομως το «ηθικό μας καθήκον» προτιμά την κατηγορία της γραφικότητας, από το να αποσιωπήσει το πόσα χρωστάμε -πέραν από την επιστημονική του προσφορά- στις προσπάθειες του συγκεκριμένου επιστήμονα για την άρτια μεταφορά στα ελληνικά των έργων της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας.
Σε εποχές που οι τηλεοπτικοί δίαυλοι δεν σέβονται ούτε προσωπικά δεδομένα ούτε την αξία της ανθρώπινης ζωής και αξιοπρέπειας, θα ήταν μάλλον ουτοπική η παράκλησή μας να προσεχθούν οι αξίες που μεταφέρει η καντιανή ηθική. Αλλά επειδή είμαστε αθεράπευτοι οπαδοί της θεωρίας πως σε τελική ανάλυση η ανθρωπότητα βαδίζει προς το καλό και το καλύτερο, δεν θα παύσουμε να κραυγάζουμε υπέρ της επικαιρότητας τέτοιων έργων.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου