Κατά πως λέγει ο Ιάμβλιχος ο Πυθαγόρας έλεγε:
«Δεν πρέπει να κακοποιείς την γυναίκα σου, διότι αυτή είναι ικέτης των θεών. Γι’ αυτό εκ της πατρικής εστίας την παίρνουμε πιάνοντας την με το δεξί χέρι».[1]
Τουτέστιν – είτε εντός των πλαισίων της οικογενείας της είτε εντός των πλαισίων της πόλεώς της – η γυναίκα είναι η καταλληλότερη να ικετεύει τους Θεούς, καθώς όντας εκ της φύσεως της ο δεύτερος τη τάξει ικέτης των θεών ετοίμους έχει τους τις ικεσίες ακούοντες θεούς.
Μάλιστα ο Ιάμβλιχος λέγει αφενός ό,τι:
«ο Πυθαγόρας όριζε πως μεγαλύτερο από τα αδικήματα είναι το να αποσπά κάποιος παίδες και γονείς απ’ αλλήλων».[2]
Αφετέρου ό,τι:
«Επιπλέον δε, ο Πυθαγόρας, αποφάνθηκε ως θεοφιλεστάτους τους παίδας. Και είπε ότι σε καιρούς ξηρασίας πρέπει να αποστέλλονται από τις πόλεις και να ζητούν από τους θεούς ύδωρ, διότι αυτών τις προσευχές πραγματώνει κυρίως το δαιμόνιο και μόνον αυτά διατηρούνται αγνά εάν διατριβούν υπό της εν τοις ιεροίς υπαρχούσης εξουσίας. Για τον λόγο αυτόν τους φιλάνθρωπότατους από τους θεούς, τον Απόλλωνα και τον Έρωτα, όλοι τους ζωγραφίζουν και τους παριστάνουν, έχοντας παιδική ηλικία».[3]
Τουτέστιν οι παίδες αν είναι αγνοί – είτε εντός των πλαισίων της οικογενείας τους είτε εντός των πλαισίων της πόλεώς τους – είναι οι πρώτοι τη τάξει ικέτες των θεών, καθώς είναι οι θεοφιλέστατοι όλων των ανθρώπων και κυρίως αυτών τις ικεσίες πραγματώνει το δαιμόνιο φύλο.
Μάλιστα κατά πως λέγει ο Ιάμβλιχος:
«Σε όλους εκείνους που οι Θεοί αγαπούν και με τους οποίους χαίρονται, προς αυτούς δίδουν τα αγαθά οι Θεοί, ενώ προς εκείνους, που οι Θεοί δεν τους αγαπούν και δεν χαίρονται μαζί τους, τους δίδουν αντιθέτως τα ενάντια».[4]
Δηλαδή η ενδοοικογενειακή βία, πέρα από την νομική υπόσταση της, έχει και μία άλλη πολύ σοβαρότερη υπόσταση, είναι μορφή ύβρεως προς τους θεούς λόγο κακοποιήσεως ομόγνοιων άμα και ικετών. Είτε πρόκειται για άσκηση βίας από σύζυγο σε σύζυγο είτε για για κακοποίηση τέκνων.
Υβριστές, βέβαια, των θεών είναι και όλοι οι άνθρωποι που συνηγορούν ή περιθάλπουν – είτε από αδυναμία θάρους είτε συναινώντας – την ενδοοικογενειακή βία, είτε πρόκειται για άσκηση βίας από σύζυγο σε σύζυγο είτε για για κακοποίηση τέκνων.
Μάλιστα κατά πως λέγει ο Ησίοδος:
«οι Θεοί αφανίζουν και γκρεμίζουν τον οίκο αυτού του ανθρώπου ο όποιος κάνει κακό σε ικέτη».[5]
Σχολιάζοντας όμως ο Πρόκλος τους στίχους μας λέγει ότι:
«όταν υπάρχει ένας πονηρός, η πόλη πολλές φορές εξομοιώνεται με αυτόν τον ένα και κολλάει την πονηριά σαν νόσημα και μολύνεται ολόκληρη από αυτήν. Μπορεί όμως να σημαίνει και κάτι άλλο, ότι δηλαδή, όταν υπάρχει ένας πονηρός, τιμωρείται ολόκληρη η πόλη επειδή δεν τιμώρησε την πονηριά του ενός, μολονότι μπορούσε να την τιμωρήσει. Έτσι όταν ο Αγαμέμνων συμπεριφέρθηκε με αυθάδεια στον ιερέα, ο λοιμός απλώθηκε σε όλους τους Έλληνες, επειδή παρέλειψαν να υπερασπιστούν τον ιερέα. Και όταν ασέβησε ο Αίαντας στο ιερό της Αθηνάς, όλοι έγιναν συνένοχοι, επειδή δεν αγανάκτησαν με την ασέβεια. Γιατί δεν πρέπει να αφήνουμε τους ασεβείς ούτε να συγκατανεύουμε στους αδίκους παραλείποντας να σταματήσουμε την δύναμη των κακών, ενώ μπορούμε να τη σταματήσουμε».[6]
Η ύβρις ιδικά προς ομόγνοιους είναι αποτέλεσμα του ότι κατά πως λέγει ο Πρόκλος:
«Οι πολιτείες, οι οικογένειες και τα γένη αποτελούν ενιαίες ζωντανές οντότητες με ξεχωριστή δική τους ζωή. Κάθε πολιτεία & οικογένεια φυλάσσεται εξ ενός πολιούχου & οικογενειακού θεού αντίστοιχα, και υπάρχει μια κοινή περίοδος της πολιτείας και της οικογένειας αντίστοιχα, η οποία συνδέει με τους ίδιους δεσμούς τη ζωή και τα ήθη της μιας και της άλλης. Έτσι, η ζωή μιας πολιτείας ή μιας οικογένειας λειτουργεί ως ενιαίο σύνολο, εξ ου και αμαρτήματα των προγόνων μπορούν να τιμωρούνται οι απόγονοι και να εκτίουν οι απόγονοι την ποινή που οφείλει να εκτίσει ολόκληρη η οικογένεια. Για τον λόγο ότι επειδή οι ψυχές υφίστανται μετενσωματώσεις η ψυχή του απογόνου μπορεί να είναι η ψυχή του προγόνου η οποία πληρώνει για τα αμαρτήματα που διέπραξε σε προηγούμενη ζωή».[7]
Βέβαια ο Ιάμβλχιος λέγει ό,τι:
«Τα δε ενδιάμεσα γένη – οι κατ’ ουσία Δαίμονες – επειδή τυγχάνει να εφορεύουν την κρίση της λογικής & αίδιας ψυχής μας συμβουλεύουν τι πρέπει να πράττουμε και από τι πρέπει να απέχουμε, βοηθούν δε τα δίκαι έργα & εμποδίζουν τα άδικα, και πολλούς από όσους επιχειρούν, παρά δίκη[8], να αφαιρέσουν αλλότρια πράγματα, ή να κακομεταχειρειστούν/κακοποιήσουν ή σκοτώσουν αδίκως κάποιον, αυτούς τους κάνουν να παθαίνουν ότι αυτοί διανοήθηκαν για τους άλλους».[9]
Μάλιστα ο Πρόκλος, στο «Περί της των κακών υποστάσεων, 19.44 – 19.50», λέγει ό,τι:
«οι κατ’ ουσίαν Ήρωες δεν οδηγούν στον δικό τους τόπο τις ψυχές που δεν έπεσαν ακόμη (γιατί αυτό δεν θα ήταν δυνατόν), αλλά τιμωρούν σύμφωνα με τους νόμους του σύμπαντος όσες ψυχές βρέθηκαν κάτω και χρειάζεται να το πάθουν αυτό σύμφωνα με τη δικαιοσύνη. Οι κατ’ ουσίαν Ήρωες ενεργούν σύμφωνα με τη φύση τους, ενώ το σύμπαν τους χρησιμοποιεί σαν όργανο θεραπείας, επειδή χρησιμοποιεί και τα ζώα για την καταβρόχθιση των ανθρώπων και τα ίδια τα άψυχα για κάποιους άλλους σκοπούς».
Ενώ ο Πλάτων, στην «Η’ επιστολή – προς τον Δίωνα , 352.d.3 -5» στον λέγει ό,τι:
«όσο περισσότερα κακά πράττει κάποιος στους άλλους τόσο περισσότερα θα πάθει και ο ίδιος».[10]
Θα πρέπει λοιπόν να γνωρίζουμε ό,τι κατά πως λέγει ο θειότατος πάντων Πλάτων:
«Όλα λοιπόν τα πράγματα που έχουν ψυχή μεταβάλλονται, γιατί έχουν μέσα τους την αιτία της μεταβολής, και καθώς γίνεται αυτό μετακινούνται σύμφωνα με την τάξη και τον νόμο της Ειμαρμένης. Οι μικρές αλλαγές σε ασήμαντα πράγματα του χαρακτήρα είναι μετατοπίσεις στο επίπεδο της περιοχής τους, ενώ η μεγάλη μετακίνηση προς την αδικία μεταφέρει την ψυχή στο βάθος των κάτω λεγόμενων τόπων, το οποίο οι άνθρωποι ονομάζουν Άδη ή όποιος αλλιώς λέγεται. Αυτός ο τόπος τρομοκρατεί τις ψυχές τόσο όταν βρίσκονται στη ζωή όσο κι όταν χωριστούν από το σώμα. Αν όμως η ψυχή υποστεί μεγαλύτερες αλλαγές προς την αρετή ή την κακία, είτε με την δική της θέληση είτε από ξένη επίδραση, εφόσον ενωθεί με τη θεία αρετή θα γίνει και η ίδια θεία και μεταφερθεί μέσα από έναν ιερό δρόμο σε άλλο τόπο, πολύ καλύτερο. Αν όμως συμβεί το αντίθετο, η ύπαρξη της θα μετατοπιστεί σε αντίθετο τόπο. “Αυτή είναι η κρίση των θεών που έχουν τον Όλυμπο”, παιδί μου ή μάλλον νεαρέ μου, που νομίζεις ότι σε παραμελούν οι θεοί. Όταν δηλαδή κάποιος γίνει χειρότερος πηγαίνει να βρει τις χειρότερες ψυχές, ενώ αν γίνει καλύτερος πηγαίνει στις καλύτερες. Τόσο στην ζωή όσο και στους διαδοχικούς του θανάτους παθαίνει ή κάνει καθένας ότι ταιριάζει να κάνουν οι όμοιοι στους όμοιους. Ούτε εσύ ούτε κανείς άλλος θα μπορέσει ποτέ να καυχηθεί ότι ξέφυγε από αυτή τη δίκαιη κρίση των θεών, στην οποία όλοι αποδίδουν ιδιαίτερη σημασία και εσύ έχεις υποχρέωση να τη σέβεσαι απόλυτα. Ακόμα κι αν γίνεις τόσο μικρός, ώστε να μπορέσεις να χωθείς στα βαθύ τη γης ή αν καταφέρεις να πετάξεις στον ουρανό, αυτή η κρίση θα βρίσκεται πάντα πίσω σου και θα σε αναγκάσει να υποστείς την ανάλογη τιμωρία είτε μένοντας εδώ είτε και αν διαπορευθείς στον Άδη είτε σε οποιοδήποτε άλλο ακόμα πιο άγριο μέρος. Τα ίδια ισχύουν και για αυτούς, που νόμισες ό,τι ξέφυγαν από τη δυστυχία κι έγιναν ευδαίμονες, όταν τους είδες από ασήμαντοι να γίνονται σπουδαίοι χάρη στις ασεβείς και άλλες παρόμοιες πράξεις τους. Μέσα από τις ενέργειες τους νόμισες πως είδες, όπως μέσα σε καθρέπτη, την αδιαφορία των Θεών για τα πάντα, χωρίς να καταλάβεις ότι έργο τους είναι να φροντίζουν για την τακτοποίηση των πάντων».[11]
Εξ ου και ο θείος Πλάτων συμβουλεύει ό,τι:
«Πρέπει να πείθεστε όντως στους παλαιούς & ιερούς λόγου, οι οποίοι μας μηνύουν ό,τι η ψυχή είναι αθάνατη, πως έχει δικαστές και ίσχει και πληρώνει τις μέγιστες τιμωρίες όταν ο άνθρωπος απαλλαγεί από το σώμα. Για αυτό και πρέπει να έχουμε κατά νου ό,τι τα μεγάλα αμαρτήματα και αδικήματα είναι μεγαλύτερο κακό να τα πράττεις και όχι να τα παθαίνει. Για παράδειγμα, ο φιλοχρήματος, άνθρωπος φτωχός στην ψυχή, δεν ακούει αυτά και, αν τα ακούσει, τα καταγελά, όπως νομίζει, και από παντού αναιδώς αρπάζει παν ότι επιθυμεί, σαν θηρίο, για να φάει και να πιεί ή να χορτάσει την ανδραποδώδη[2] και αχάριστον, που μη ορθώς ονομάζουμε οφροδίσια, ηδονή. Είναι τυφλός και δεν βλέπει το ανοσιούργημα που συνοδεύει αυτούς που έπραξαν την αρπαγή, ένα τόσο μεγάλο κακό. Και πάντα κάθε αδίκημα τους ακολουθεί, τόσο όταν επι γη στρέφονται όσο και την πορεία επιστροφής τους υπό γη, και είναι πάντα άτιμο και άθλιο».[12]
Πρέπει λοιπόν να έχουμε κατά νου πως συμφώνως και με τον Πορφύριο:
«όσοι θεωρούν ότι υπάρχει ο θεός και κυβερνά τα πάντα κατακτούν δια της γνώσεως αυτής και της βεβαίας πίστεως τους το βραβείο τούτο : μαθαίνουν ότι τα πάντα διέπονται από την πρόνοια του θεού και ότι υπάρχουν Άγγελοι και Δαίμονες θείοι και αγαθοί που εποπτεύουν τις πράξεις των ανθρώπων, από τους οποίους είναι αδύνατον να ξεφύγεις. Πεπεισμένοι ότι έτσι έχουν τα πράγματα, προσέχουν να μην πέφτουν στην ζωή τους, έχοντας μπροστά στα μάτια τους το βλέμμα των θεών από το οποίο δεν γίνεται να κρυφτεί κανείς. Κατακτούν έναν συνετό τρόπο ζωής και μαθαίνουν τους θεούς – γνωρίζουν τους θεούς και οι θεοί αυτούς. Κάποιοι όμως θεωρούν ότι θεοί δεν υπάρχουν και ότι δεν διοικούνται τα πάντα από την θεία πρόνοια. Αυτών η τιμωρία είναι το ότι δεν πιστεύουν ούτε τους εαυτούς τους ούτε τους άλλους σχετικά με το ότι υπάρχουν θεοί και ότι το σύμπαν δεν διοικείται από μία άλογη δύναμη. Έτσι, ρίχνουν τους εαυτούς τους σε απερίγραπτο κίνδυνο, καταγίνονται με τα πράγματα της ζωής τους βασισμένοι σε μια άλογη και ασταθή παρόρμηση, και κάνουν κάθε ανεπίτρεπτη πράξη, στην προσπάθειά τους να καταρρίψουν την πίστη στους θεούς. Αυτούς βέβαια οι θεοί τους εγκαταλείπουν, εξαιτίας της άγνοιας και της απιστίας τους, οι ίδιοι όμως δεν μπορούν να ξεφύγουν ή να κρυφτούν από τους θεούς και από την ακόλουθο των θεών δικαιοσύνη. Με τον ανόσιο και πλάνητα βίο που επιλέγουν εκείνοι μεν αγνοούν τους θεούς, ωστόσο οι θεοί και η δικαιοσύνη τους τούς γνωρίζουν. Ακόμη και αν νομίζουν ότι τιμούνε τους Θεούς και είναι πεπεισμένοι για την ύπαρξή τους, αρνούνται τους Θεούς και τους προσβάλουν, εφόσον αδιαφορούν για την αρετή και τη σοφία.»[13]
---------------------
[1] Βλ. Ιάμβλιχος, «Περί Πυθαγορικού βίου, 18.84.8 – 18.84.110:
Vit Pyth 18.84.8 ` to Vit Pyth 18.84.10 γυναῖκα οὐ δεῖ διώκειν τὴν αὑτοῦ, ἱκέτις γάρ· διὸ καὶ ἀφ᾽ ἑστίας ἀγόμεθα, καὶ ἡ λῆψις διὰ δεξιᾶς
[2] Βλ. Ιάμβλιχος, «Περί Πυθαγορικού βίου, 9.49.3 – 9.49.4»:
Vit Pyth 9.49.3 ` to Vit Pyth 9.49.4 ὡρίζετο δὲ μέγιστον εἶναι τῶν ἀδικημάτων παῖδας καὶ γονεῖς ἀπ᾽ ἀλλήλων διασπᾶν.
[3] Βλ. Ιάμβλιχος, «Περί Πυθαγορικού βίου, 10.51.8 – 10.51.4»:
Vit Pyth 10.51.8 ` to Vit Pyth 10.52.4 πρὸς δὲ τούτοις θεοφιλεστάτους αὐτοὺς ὄντας ἀποφῆναι, καὶ διὰ τοῦτο φῆσαι κατὰ τοὺς αὐχμοὺς ὑπὸ τῶν πόλεων ἀποστέλλεσθαι παρὰ τῶν θεῶν ὕδωρ αἰτησομένους, ὡς μάλιστα ἐκείνοις ὑπακούσαντος τοῦ δαιμονίου καὶ μόνοις διὰ τέλους ἁγνεύουσιν ἐξουσίας ὑπαρχούσης ἐν τοῖς ἱεροῖς διατρίβειν. διὰ ταύτην δὲ τὴν αἰτίαν καὶ τοὺς φιλανθρωποτάτους τῶν θεῶν, τὸν Ἀπόλλωνα καὶ τὸν Ἔρωτα, πάντας ζωγραφεῖν καὶ ποιεῖν τὴν τῶν παίδων ἔχοντας ἡλικίαν.
[4] Βλ. Ιάμβλιχος, «Περί Πυθαγορικού βίου, 18.87.8 – 18.87.10»:
Vit Pyth 18.87.8 ` to Vit Pyth 18.87.10 πάντες γάρ, οὓς μὲν ἂν φιλῶσι καὶ οἷς ἂν χαίρωσι, τούτοις διδόασι τἀγαθά, πρὸς οὓς δὲ ἐναντίως ἔχουσι, τὰ ἐναντία.
[5] Βλ. Ησίοδος «Έργα και ημέρες, στ. 320 – 335»:
Op 320 ` to Op 335 χρήματα δ᾽ οὐχ ἁρπακτά, θεόσδοτα πολλὸν ἀμείνω· εἰ γάρ τις καὶ χερσὶ βίῃ μέγαν ὄλβον ἕληται, ἢ ὅ γ᾽ ἀπὸ γλώσσης ληίσσεται, οἷά τε πολλὰ γίνεται, εὖτ᾽ ἂν δὴ κέρδος νόον ἐξαπατήσῃ ἀνθρώπων, αἰδῶ δέ τ᾽ ἀναιδείη κατοπάζῃ, ῥεῖα δέ μιν μαυροῦσι θεοί, μινύθουσι δὲ οἶκον ἀνέρι τῷ, παῦρον δέ τ᾽ ἐπὶ χρόνον ὄλβος ὀπηδεῖ. Ἶσον δ᾽ ὅς θ᾽ ἱκέτην ὅς τε ξεῖνον κακὸν ἔρξει, ὅς τε κασιγνήτοιο ἑοῦ ἀνὰ δέμνια βαίνῃ [κρυπταδίῃς εὐνῇς ἀλόχου, παρακαίρια ῥέζων], ὅς τέ τευ ἀφραδίῃς ἀλιταίνητ᾽ ὀρφανὰ τέκνα, ὅς τε γονῆα γέροντα κακῷ ἐπὶ γήραος οὐδῷ νεικείῃ χαλεποῖσι καθαπτόμενος ἐπέεσσι· τῷ δ᾽ ἦ τοι Ζεὺς αὐτὸς ἀγαίεται, ἐς δὲ τελευτὴν ἔργων ἀντ᾽ ἀδίκων χαλεπὴν ἐπέθηκεν ἀμοιβήν. ἀλλὰ σὺ τῶν μὲν πάμπαν ἔεργ᾽ ἀεσίφρονα θυμόν.
[6] Βλ. Πρόκλος «Υπόμνημα εις τα Ησιόδου “Έργα και Ημέρες”»:
Scholia in opera et dies sch.240-241.3 ` to Scholia in opera et dies sch.240-241.16 δύναται δὲ λέγειν ὅτι μοχθηροῦ ἑνὸς ὄντος ὥσπερ νοσήματος ἡ πόλις παραπολαύουσα πολλάκις εἰς ὅλην ἑαυτὴν ἀναμάττεται τὴν πονηρίαν ἐξομοιουμένη τῷ ἑνί. δύναται δὲ κἀκεῖνο σημαίνειν ὅτι ἑνὸς ὄντος πονηροῦ δίδωσιν ἡ πᾶσα πόλις δίκην, ὡς ἐξὸν κωλύειν μὴ κωλύουσα τὴν τοῦ ἑνὸς πονηρίαν. οὕτω καὶ τοῦ Ἀγαμέμνονος αὐθαδῶς τῷ ἱερεῖ προσενεχθέντος εἰς πάντας Ἕλληνας διέτεινεν ὁ λοιμός, ὡς παρέντας βοηθῆσαι τῷ ἱερεῖ· καὶ τοῦ Αἴαντος ἀσεβήσαντος περὶ τὸ τῆς Ἀθηνᾶς ἱερὸν πάντες ἔνοχοι τῇ δίκῃ γεγόνασιν, ὡς μὴ ἀγανακτήσαντες ἐπὶ τῷ ἀσεβήματι. δεῖ γὰρ μὴ ἐπιτρέπειν τοῖς ὑβρισταῖς, μηδὲ συνεπινεύειν τοῖς ἀδίκοις δυναμένους μὲν παῦσαι, περιορῶντας δὲ τοῦ παῦσαι τὴν ἐξουσίαν τῶν πονηρῶν.
[7] Πρβ. Πρόκλος «Περί των δέκα προς την πρόνοια απορημάτων, κεφ. 58-61».
[8] Παρανόμως, αντίθετα από την δικαιοσύνη.
[9] Βλ., Ιάμβλιχος «Περί Μυστηρίων, 4.1.22 – 4.1.28:
Myst 4.1.22 ` to Myst 4.1.28 Τὰ δὲ μέσα γένη κρίσεως ἔφορα τυγχάνει· συμβουλεύει τε ἃ δεῖ ποιεῖν καὶ τίνων ἀπέχεσθαι προσήκει, καὶ πρὸς μὲν τὰ δίκαια ἔργα συναίρεται, διακωλύει δὲ τὰ ἄδικα, πολλούς τε τῶν ἐπιχειρούντων ἀφαιρεῖσθαί τι τῶν ἀλλοτρίων παρὰ δίκην ἢ λυμαίνεσθαί τινα πλημμελῶς ἢ ἀπολλύναι, αὐτοὺς ἐποίησε παθεῖν ταῦτα οἷα ἄλλους διενοοῦντο ἐργάζεσθαι.
[10] Ep 352.d.3 ` to Ep 352.d.5 τὸ δὲ οὐδαμῶς ῥᾴδιον πολλὰ κακὰ δρῶντα τοὺς ἄλλους μὴ οὐ καὶ πάσχειν αὐτὸν πολλὰ ἕτερα.
[11] Βλ. Πλάτων «Νόμοι, 904.c.6 – 905.c.1»:
Leg 904.c.6 ` to Leg 905.c.1 Μεταβάλλει μὲν τοίνυν πάνθ᾽ ὅσα μέτοχά ἐστιν ψυχῆς, ἐν ἑαυτοῖς κεκτημένα τὴν τῆς μεταβολῆς αἰτίαν, μεταβάλλοντα δὲ φέρεται κατὰ τὴν τῆς εἱμαρμένης τάξιν καὶ νόμον· σμικρότερα μὲν τῶν ἠθῶν μεταβάλλοντα ἐλάττω κατὰ τὸ τῆς χώρας ἐπίπεδον μεταπορεύεται, πλείω δὲ καὶ ἀδικώτερα μεταπεσόντα, εἰς βάθος τά τε κάτω λεγόμενα τῶν τόπων, ὅσα Ἅιδην τε καὶ τὰ τούτων ἐχόμενα τῶν ὀνομάτων ἐπονομάζοντες σφόδρα φοβοῦνται καὶ ὀνειροπολοῦσιν ζῶντες διαλυθέντες τε τῶν σωμάτων. μείζω δὲ δὴ ψυχὴ κακίας ἢ ἀρετῆς ὁπόταν μεταλάβῃ διὰ τὴν αὑτῆς βούλησίν τε καὶ ὁμιλίαν γενομένην ἰσχυράν, ὁπόταν μὲν ἀρετῇ θείᾳ προσμείξασα γίγνηται διαφερόντως τοιαύτη, διαφέροντα καὶ μετέβαλεν τόπον ἅγιον ὅλον, μετακομισθεῖσα εἰς ἀμείνω τινὰ τόπον ἕτερον· ὅταν δὲ τἀναντία, ἐπὶ τἀναντία μεθιδρύσασα τὸν αὑτῆς βίον. Αὕτη τοι δίκη ἐστὶ θεῶν οἳ Ὄλυμπον ἔχουσιν, ὦ παῖ καὶ νεανίσκε ἀμελεῖσθαι δοκῶν ὑπὸ θεῶν, κακίω μὲν γιγνόμενον πρὸς τὰς κακίους ψυχάς, ἀμείνω δὲ πρὸς τὰς ἀμείνους πορευόμενον, ἔν τε ζωῇ καὶ ἐν πᾶσι θανάτοις πάσχειν τε ἃ προσῆκον δρᾶν ἐστι τοῖς προσφερέσι τοὺς προσφερεῖς καὶ ποιεῖν. ταύτης τῆς δίκης οὔτε σὺ μή ποτε οὔτε εἰ ἄλλος ἀτυχὴς γενόμενος ἐπεύξηται περιγενέσθαι θεῶν· ἣν πασῶν δικῶν διαφερόντως ἔταξάν τε οἱ τάξαντες χρεών τε ἐξευλαβεῖσθαι τὸ παράπαν. οὐ γὰρ ἀμεληθήσῃ ποτὲ ὑπ᾽ αὐτῆς· οὐχ οὕτω σμικρὸς ὢν δύσῃ κατὰ τὸ τῆς γῆς βάθος, οὐδ᾽ ὑψηλὸς γενόμενος εἰς τὸν οὐρανὸν ἀναπτήσῃ, τείσεις δὲ αὐτῶν τὴν προσήκουσαν τιμωρίαν εἴτ᾽ ἐνθάδε μένων εἴτε καὶ ἐν Ἅιδου διαπορευθεὶς εἴτε καὶ τούτων εἰς ἀγριώτερον ἔτι διακομισθεὶς τόπον. ὁ αὐτὸς δὲ λόγος σοι καὶ περὶ ἐκείνων ἂν εἴη, τῶν οὓς σὺ κατιδὼν ἐκ σμικρῶν μεγάλους γεγονότας ἀνοσιουργήσαντας ἤ τι τοιοῦτον πράξαντας ᾠήθης ἐξ ἀθλίων εὐδαίμονας γεγονέναι, κᾆτα ὡς ἐν κατόπτροις αὐτῶν ταῖς πράξεσιν ἡγήσω καθεωρακέναι τὴν πάντων ἀμέλειαν θεῶν, οὐκ εἰδὼς αὐτῶν τὴν συντέλειαν ὅπῃ ποτὲ τῷ παντὶ συμβάλλεται.
[12] ἀνδρᾰποδ-ώδης, -ες (εἶδος), δουλικός, υπηρετικός, δουλοπρεπής, ποταπός, σε Πλάτ., Ξεν.· επίρρ. -δῶς, σε Πλάτ.
[13] Βλ. Πλάτων «Επιστολή Ζ’, 335a.2 – 335.c.1»:
Ep 335.a.2 ` to Ep 335.c.1 πείθεσθαι δὲ ὄντως ἀεὶ χρὴ τοῖς παλαιοῖς τε καὶ ἱεροῖς λόγοις, οἳ δὴ μηνύουσιν ἡμῖν ἀθάνατον ψυχὴν εἶναι δικαστάς τε ἴσχειν καὶ τίνειν τὰς μεγίστας τιμωρίας, ὅταν τις ἀπαλλαχθῇ τοῦ σώματος· διὸ καὶ τὰ μεγάλα ἁμαρτήματα καὶ ἀδικήματα σμικρότερον εἶναι χρὴ νομίζειν κακὸν πάσχειν ἢ δρᾶσαι, ὧν ὁ φιλοχρήματος πένης τε ἀνὴρ τὴν ψυχὴν οὔτε ἀκούει, ἐάν τε ἀκούσῃ, καταγελῶν, ὡς οἴεται, πανταχόθεν ἀναιδῶς ἁρπάζει πᾶν ὅτιπερ ἂν οἴηται, καθάπερ θηρίον, φαγεῖν ἢ πιεῖν ἢ περὶ τὴν ἀνδραποδώδη καὶ ἀχάριστον, ἀφροδίσιον λεγομένην οὐκ ὀρθῶς, ἡδονὴν ποριεῖν αὑτῷ τοὐμπίμπλασθαι, τυφλὸς ὢν καὶ οὐχ ὁρῶν, οἷς συνέπεται τῶν ἁρπαγμάτων ἀνοσιουργία, κακὸν ἡλίκον ἀεὶ μετ᾽ ἀδικήματος ἑκάστου, ἣν ἀναγκαῖον τῷ ἀδικήσαντι συνεφέλκειν ἐπί τε γῇ στρεφομένῳ καὶ ὑπὸ γῆς νοστήσαντι πορείαν ἄτιμόν τε καὶ ἀθλίαν πάντως πανταχῇ.
[14] Βλ. Πορφύριος «Προς Μαρκέλλαν, 22.1 – 23.6»:
Ad Marcellam 22.1 ` to Ad Marcellam 23.6 οἱ δὲ μήτε εἶναι θεοὺς πιστεύσαντες μήτε προνοίᾳ θεοῦ διοικεῖσθαι τὰ ὅλα, δίκης κόλασιν πεπόνθασι, τὸ μήτε ἑαυτοῖς πιστεύειν μήθ᾽ ἑτέροις ὅτι θεοὶ εἰσὶ καὶ οὐκ ἀλόγῳ φορᾷ διοικεῖται τὰ πάντα. εἰς κίνδυνον οὖν ἄφατον ἑαυτοὺς ἐμβαλόντες ἀλόγῳ ὁρμῇ καὶ εὐδιαπτώτῳ τοῖς κατὰ τὸν βίον ἐπιτίθενται καὶ πάντα δρῶσιν ἃ μὴ θέμις, ἀναιρεῖν πειρώμενοι τὴν περὶ θεοὺς ὑπόληψιν. καὶ δὴ τούτους μὲν ἀγνοίας ἕνεκα καὶ ἀπιστίας θεοὶ διαφεύγουσιν· αὐτοὶ δὲ θεοὺς καὶ τὴν ὀπαδὸν τῶν θεῶν δίκην οὔτε φυγεῖν οὔτε λαθεῖν δύνανται· βίον δὲ κακοδαίμονα καὶ πλανήτην ἑλόμενοι ἀγνοοῦντες θεοὺς γινώσκονται θεοῖς καὶ τῇ δίκῃ τῇ παρὰ θεῶν. κἂν θεοὺς τιμᾶν οἴωνται καὶ πεπεῖσθαι εἶναι θεούς, ἀρετῆς δὲ ἀμελῶσι καὶ σοφίας, ἤρνηνται θεοὺς καὶ ἀτιμάζουσιν.
«Δεν πρέπει να κακοποιείς την γυναίκα σου, διότι αυτή είναι ικέτης των θεών. Γι’ αυτό εκ της πατρικής εστίας την παίρνουμε πιάνοντας την με το δεξί χέρι».[1]
Τουτέστιν – είτε εντός των πλαισίων της οικογενείας της είτε εντός των πλαισίων της πόλεώς της – η γυναίκα είναι η καταλληλότερη να ικετεύει τους Θεούς, καθώς όντας εκ της φύσεως της ο δεύτερος τη τάξει ικέτης των θεών ετοίμους έχει τους τις ικεσίες ακούοντες θεούς.
Μάλιστα ο Ιάμβλιχος λέγει αφενός ό,τι:
«ο Πυθαγόρας όριζε πως μεγαλύτερο από τα αδικήματα είναι το να αποσπά κάποιος παίδες και γονείς απ’ αλλήλων».[2]
Αφετέρου ό,τι:
«Επιπλέον δε, ο Πυθαγόρας, αποφάνθηκε ως θεοφιλεστάτους τους παίδας. Και είπε ότι σε καιρούς ξηρασίας πρέπει να αποστέλλονται από τις πόλεις και να ζητούν από τους θεούς ύδωρ, διότι αυτών τις προσευχές πραγματώνει κυρίως το δαιμόνιο και μόνον αυτά διατηρούνται αγνά εάν διατριβούν υπό της εν τοις ιεροίς υπαρχούσης εξουσίας. Για τον λόγο αυτόν τους φιλάνθρωπότατους από τους θεούς, τον Απόλλωνα και τον Έρωτα, όλοι τους ζωγραφίζουν και τους παριστάνουν, έχοντας παιδική ηλικία».[3]
Τουτέστιν οι παίδες αν είναι αγνοί – είτε εντός των πλαισίων της οικογενείας τους είτε εντός των πλαισίων της πόλεώς τους – είναι οι πρώτοι τη τάξει ικέτες των θεών, καθώς είναι οι θεοφιλέστατοι όλων των ανθρώπων και κυρίως αυτών τις ικεσίες πραγματώνει το δαιμόνιο φύλο.
Μάλιστα κατά πως λέγει ο Ιάμβλιχος:
«Σε όλους εκείνους που οι Θεοί αγαπούν και με τους οποίους χαίρονται, προς αυτούς δίδουν τα αγαθά οι Θεοί, ενώ προς εκείνους, που οι Θεοί δεν τους αγαπούν και δεν χαίρονται μαζί τους, τους δίδουν αντιθέτως τα ενάντια».[4]
Δηλαδή η ενδοοικογενειακή βία, πέρα από την νομική υπόσταση της, έχει και μία άλλη πολύ σοβαρότερη υπόσταση, είναι μορφή ύβρεως προς τους θεούς λόγο κακοποιήσεως ομόγνοιων άμα και ικετών. Είτε πρόκειται για άσκηση βίας από σύζυγο σε σύζυγο είτε για για κακοποίηση τέκνων.
Υβριστές, βέβαια, των θεών είναι και όλοι οι άνθρωποι που συνηγορούν ή περιθάλπουν – είτε από αδυναμία θάρους είτε συναινώντας – την ενδοοικογενειακή βία, είτε πρόκειται για άσκηση βίας από σύζυγο σε σύζυγο είτε για για κακοποίηση τέκνων.
Μάλιστα κατά πως λέγει ο Ησίοδος:
«οι Θεοί αφανίζουν και γκρεμίζουν τον οίκο αυτού του ανθρώπου ο όποιος κάνει κακό σε ικέτη».[5]
Σχολιάζοντας όμως ο Πρόκλος τους στίχους μας λέγει ότι:
«όταν υπάρχει ένας πονηρός, η πόλη πολλές φορές εξομοιώνεται με αυτόν τον ένα και κολλάει την πονηριά σαν νόσημα και μολύνεται ολόκληρη από αυτήν. Μπορεί όμως να σημαίνει και κάτι άλλο, ότι δηλαδή, όταν υπάρχει ένας πονηρός, τιμωρείται ολόκληρη η πόλη επειδή δεν τιμώρησε την πονηριά του ενός, μολονότι μπορούσε να την τιμωρήσει. Έτσι όταν ο Αγαμέμνων συμπεριφέρθηκε με αυθάδεια στον ιερέα, ο λοιμός απλώθηκε σε όλους τους Έλληνες, επειδή παρέλειψαν να υπερασπιστούν τον ιερέα. Και όταν ασέβησε ο Αίαντας στο ιερό της Αθηνάς, όλοι έγιναν συνένοχοι, επειδή δεν αγανάκτησαν με την ασέβεια. Γιατί δεν πρέπει να αφήνουμε τους ασεβείς ούτε να συγκατανεύουμε στους αδίκους παραλείποντας να σταματήσουμε την δύναμη των κακών, ενώ μπορούμε να τη σταματήσουμε».[6]
Η ύβρις ιδικά προς ομόγνοιους είναι αποτέλεσμα του ότι κατά πως λέγει ο Πρόκλος:
«Οι πολιτείες, οι οικογένειες και τα γένη αποτελούν ενιαίες ζωντανές οντότητες με ξεχωριστή δική τους ζωή. Κάθε πολιτεία & οικογένεια φυλάσσεται εξ ενός πολιούχου & οικογενειακού θεού αντίστοιχα, και υπάρχει μια κοινή περίοδος της πολιτείας και της οικογένειας αντίστοιχα, η οποία συνδέει με τους ίδιους δεσμούς τη ζωή και τα ήθη της μιας και της άλλης. Έτσι, η ζωή μιας πολιτείας ή μιας οικογένειας λειτουργεί ως ενιαίο σύνολο, εξ ου και αμαρτήματα των προγόνων μπορούν να τιμωρούνται οι απόγονοι και να εκτίουν οι απόγονοι την ποινή που οφείλει να εκτίσει ολόκληρη η οικογένεια. Για τον λόγο ότι επειδή οι ψυχές υφίστανται μετενσωματώσεις η ψυχή του απογόνου μπορεί να είναι η ψυχή του προγόνου η οποία πληρώνει για τα αμαρτήματα που διέπραξε σε προηγούμενη ζωή».[7]
Βέβαια ο Ιάμβλχιος λέγει ό,τι:
«Τα δε ενδιάμεσα γένη – οι κατ’ ουσία Δαίμονες – επειδή τυγχάνει να εφορεύουν την κρίση της λογικής & αίδιας ψυχής μας συμβουλεύουν τι πρέπει να πράττουμε και από τι πρέπει να απέχουμε, βοηθούν δε τα δίκαι έργα & εμποδίζουν τα άδικα, και πολλούς από όσους επιχειρούν, παρά δίκη[8], να αφαιρέσουν αλλότρια πράγματα, ή να κακομεταχειρειστούν/κακοποιήσουν ή σκοτώσουν αδίκως κάποιον, αυτούς τους κάνουν να παθαίνουν ότι αυτοί διανοήθηκαν για τους άλλους».[9]
Μάλιστα ο Πρόκλος, στο «Περί της των κακών υποστάσεων, 19.44 – 19.50», λέγει ό,τι:
«οι κατ’ ουσίαν Ήρωες δεν οδηγούν στον δικό τους τόπο τις ψυχές που δεν έπεσαν ακόμη (γιατί αυτό δεν θα ήταν δυνατόν), αλλά τιμωρούν σύμφωνα με τους νόμους του σύμπαντος όσες ψυχές βρέθηκαν κάτω και χρειάζεται να το πάθουν αυτό σύμφωνα με τη δικαιοσύνη. Οι κατ’ ουσίαν Ήρωες ενεργούν σύμφωνα με τη φύση τους, ενώ το σύμπαν τους χρησιμοποιεί σαν όργανο θεραπείας, επειδή χρησιμοποιεί και τα ζώα για την καταβρόχθιση των ανθρώπων και τα ίδια τα άψυχα για κάποιους άλλους σκοπούς».
Ενώ ο Πλάτων, στην «Η’ επιστολή – προς τον Δίωνα , 352.d.3 -5» στον λέγει ό,τι:
«όσο περισσότερα κακά πράττει κάποιος στους άλλους τόσο περισσότερα θα πάθει και ο ίδιος».[10]
Θα πρέπει λοιπόν να γνωρίζουμε ό,τι κατά πως λέγει ο θειότατος πάντων Πλάτων:
«Όλα λοιπόν τα πράγματα που έχουν ψυχή μεταβάλλονται, γιατί έχουν μέσα τους την αιτία της μεταβολής, και καθώς γίνεται αυτό μετακινούνται σύμφωνα με την τάξη και τον νόμο της Ειμαρμένης. Οι μικρές αλλαγές σε ασήμαντα πράγματα του χαρακτήρα είναι μετατοπίσεις στο επίπεδο της περιοχής τους, ενώ η μεγάλη μετακίνηση προς την αδικία μεταφέρει την ψυχή στο βάθος των κάτω λεγόμενων τόπων, το οποίο οι άνθρωποι ονομάζουν Άδη ή όποιος αλλιώς λέγεται. Αυτός ο τόπος τρομοκρατεί τις ψυχές τόσο όταν βρίσκονται στη ζωή όσο κι όταν χωριστούν από το σώμα. Αν όμως η ψυχή υποστεί μεγαλύτερες αλλαγές προς την αρετή ή την κακία, είτε με την δική της θέληση είτε από ξένη επίδραση, εφόσον ενωθεί με τη θεία αρετή θα γίνει και η ίδια θεία και μεταφερθεί μέσα από έναν ιερό δρόμο σε άλλο τόπο, πολύ καλύτερο. Αν όμως συμβεί το αντίθετο, η ύπαρξη της θα μετατοπιστεί σε αντίθετο τόπο. “Αυτή είναι η κρίση των θεών που έχουν τον Όλυμπο”, παιδί μου ή μάλλον νεαρέ μου, που νομίζεις ότι σε παραμελούν οι θεοί. Όταν δηλαδή κάποιος γίνει χειρότερος πηγαίνει να βρει τις χειρότερες ψυχές, ενώ αν γίνει καλύτερος πηγαίνει στις καλύτερες. Τόσο στην ζωή όσο και στους διαδοχικούς του θανάτους παθαίνει ή κάνει καθένας ότι ταιριάζει να κάνουν οι όμοιοι στους όμοιους. Ούτε εσύ ούτε κανείς άλλος θα μπορέσει ποτέ να καυχηθεί ότι ξέφυγε από αυτή τη δίκαιη κρίση των θεών, στην οποία όλοι αποδίδουν ιδιαίτερη σημασία και εσύ έχεις υποχρέωση να τη σέβεσαι απόλυτα. Ακόμα κι αν γίνεις τόσο μικρός, ώστε να μπορέσεις να χωθείς στα βαθύ τη γης ή αν καταφέρεις να πετάξεις στον ουρανό, αυτή η κρίση θα βρίσκεται πάντα πίσω σου και θα σε αναγκάσει να υποστείς την ανάλογη τιμωρία είτε μένοντας εδώ είτε και αν διαπορευθείς στον Άδη είτε σε οποιοδήποτε άλλο ακόμα πιο άγριο μέρος. Τα ίδια ισχύουν και για αυτούς, που νόμισες ό,τι ξέφυγαν από τη δυστυχία κι έγιναν ευδαίμονες, όταν τους είδες από ασήμαντοι να γίνονται σπουδαίοι χάρη στις ασεβείς και άλλες παρόμοιες πράξεις τους. Μέσα από τις ενέργειες τους νόμισες πως είδες, όπως μέσα σε καθρέπτη, την αδιαφορία των Θεών για τα πάντα, χωρίς να καταλάβεις ότι έργο τους είναι να φροντίζουν για την τακτοποίηση των πάντων».[11]
Εξ ου και ο θείος Πλάτων συμβουλεύει ό,τι:
«Πρέπει να πείθεστε όντως στους παλαιούς & ιερούς λόγου, οι οποίοι μας μηνύουν ό,τι η ψυχή είναι αθάνατη, πως έχει δικαστές και ίσχει και πληρώνει τις μέγιστες τιμωρίες όταν ο άνθρωπος απαλλαγεί από το σώμα. Για αυτό και πρέπει να έχουμε κατά νου ό,τι τα μεγάλα αμαρτήματα και αδικήματα είναι μεγαλύτερο κακό να τα πράττεις και όχι να τα παθαίνει. Για παράδειγμα, ο φιλοχρήματος, άνθρωπος φτωχός στην ψυχή, δεν ακούει αυτά και, αν τα ακούσει, τα καταγελά, όπως νομίζει, και από παντού αναιδώς αρπάζει παν ότι επιθυμεί, σαν θηρίο, για να φάει και να πιεί ή να χορτάσει την ανδραποδώδη[2] και αχάριστον, που μη ορθώς ονομάζουμε οφροδίσια, ηδονή. Είναι τυφλός και δεν βλέπει το ανοσιούργημα που συνοδεύει αυτούς που έπραξαν την αρπαγή, ένα τόσο μεγάλο κακό. Και πάντα κάθε αδίκημα τους ακολουθεί, τόσο όταν επι γη στρέφονται όσο και την πορεία επιστροφής τους υπό γη, και είναι πάντα άτιμο και άθλιο».[12]
Πρέπει λοιπόν να έχουμε κατά νου πως συμφώνως και με τον Πορφύριο:
«όσοι θεωρούν ότι υπάρχει ο θεός και κυβερνά τα πάντα κατακτούν δια της γνώσεως αυτής και της βεβαίας πίστεως τους το βραβείο τούτο : μαθαίνουν ότι τα πάντα διέπονται από την πρόνοια του θεού και ότι υπάρχουν Άγγελοι και Δαίμονες θείοι και αγαθοί που εποπτεύουν τις πράξεις των ανθρώπων, από τους οποίους είναι αδύνατον να ξεφύγεις. Πεπεισμένοι ότι έτσι έχουν τα πράγματα, προσέχουν να μην πέφτουν στην ζωή τους, έχοντας μπροστά στα μάτια τους το βλέμμα των θεών από το οποίο δεν γίνεται να κρυφτεί κανείς. Κατακτούν έναν συνετό τρόπο ζωής και μαθαίνουν τους θεούς – γνωρίζουν τους θεούς και οι θεοί αυτούς. Κάποιοι όμως θεωρούν ότι θεοί δεν υπάρχουν και ότι δεν διοικούνται τα πάντα από την θεία πρόνοια. Αυτών η τιμωρία είναι το ότι δεν πιστεύουν ούτε τους εαυτούς τους ούτε τους άλλους σχετικά με το ότι υπάρχουν θεοί και ότι το σύμπαν δεν διοικείται από μία άλογη δύναμη. Έτσι, ρίχνουν τους εαυτούς τους σε απερίγραπτο κίνδυνο, καταγίνονται με τα πράγματα της ζωής τους βασισμένοι σε μια άλογη και ασταθή παρόρμηση, και κάνουν κάθε ανεπίτρεπτη πράξη, στην προσπάθειά τους να καταρρίψουν την πίστη στους θεούς. Αυτούς βέβαια οι θεοί τους εγκαταλείπουν, εξαιτίας της άγνοιας και της απιστίας τους, οι ίδιοι όμως δεν μπορούν να ξεφύγουν ή να κρυφτούν από τους θεούς και από την ακόλουθο των θεών δικαιοσύνη. Με τον ανόσιο και πλάνητα βίο που επιλέγουν εκείνοι μεν αγνοούν τους θεούς, ωστόσο οι θεοί και η δικαιοσύνη τους τούς γνωρίζουν. Ακόμη και αν νομίζουν ότι τιμούνε τους Θεούς και είναι πεπεισμένοι για την ύπαρξή τους, αρνούνται τους Θεούς και τους προσβάλουν, εφόσον αδιαφορούν για την αρετή και τη σοφία.»[13]
---------------------
[1] Βλ. Ιάμβλιχος, «Περί Πυθαγορικού βίου, 18.84.8 – 18.84.110:
Vit Pyth 18.84.8 ` to Vit Pyth 18.84.10 γυναῖκα οὐ δεῖ διώκειν τὴν αὑτοῦ, ἱκέτις γάρ· διὸ καὶ ἀφ᾽ ἑστίας ἀγόμεθα, καὶ ἡ λῆψις διὰ δεξιᾶς
[2] Βλ. Ιάμβλιχος, «Περί Πυθαγορικού βίου, 9.49.3 – 9.49.4»:
Vit Pyth 9.49.3 ` to Vit Pyth 9.49.4 ὡρίζετο δὲ μέγιστον εἶναι τῶν ἀδικημάτων παῖδας καὶ γονεῖς ἀπ᾽ ἀλλήλων διασπᾶν.
[3] Βλ. Ιάμβλιχος, «Περί Πυθαγορικού βίου, 10.51.8 – 10.51.4»:
Vit Pyth 10.51.8 ` to Vit Pyth 10.52.4 πρὸς δὲ τούτοις θεοφιλεστάτους αὐτοὺς ὄντας ἀποφῆναι, καὶ διὰ τοῦτο φῆσαι κατὰ τοὺς αὐχμοὺς ὑπὸ τῶν πόλεων ἀποστέλλεσθαι παρὰ τῶν θεῶν ὕδωρ αἰτησομένους, ὡς μάλιστα ἐκείνοις ὑπακούσαντος τοῦ δαιμονίου καὶ μόνοις διὰ τέλους ἁγνεύουσιν ἐξουσίας ὑπαρχούσης ἐν τοῖς ἱεροῖς διατρίβειν. διὰ ταύτην δὲ τὴν αἰτίαν καὶ τοὺς φιλανθρωποτάτους τῶν θεῶν, τὸν Ἀπόλλωνα καὶ τὸν Ἔρωτα, πάντας ζωγραφεῖν καὶ ποιεῖν τὴν τῶν παίδων ἔχοντας ἡλικίαν.
[4] Βλ. Ιάμβλιχος, «Περί Πυθαγορικού βίου, 18.87.8 – 18.87.10»:
Vit Pyth 18.87.8 ` to Vit Pyth 18.87.10 πάντες γάρ, οὓς μὲν ἂν φιλῶσι καὶ οἷς ἂν χαίρωσι, τούτοις διδόασι τἀγαθά, πρὸς οὓς δὲ ἐναντίως ἔχουσι, τὰ ἐναντία.
[5] Βλ. Ησίοδος «Έργα και ημέρες, στ. 320 – 335»:
Op 320 ` to Op 335 χρήματα δ᾽ οὐχ ἁρπακτά, θεόσδοτα πολλὸν ἀμείνω· εἰ γάρ τις καὶ χερσὶ βίῃ μέγαν ὄλβον ἕληται, ἢ ὅ γ᾽ ἀπὸ γλώσσης ληίσσεται, οἷά τε πολλὰ γίνεται, εὖτ᾽ ἂν δὴ κέρδος νόον ἐξαπατήσῃ ἀνθρώπων, αἰδῶ δέ τ᾽ ἀναιδείη κατοπάζῃ, ῥεῖα δέ μιν μαυροῦσι θεοί, μινύθουσι δὲ οἶκον ἀνέρι τῷ, παῦρον δέ τ᾽ ἐπὶ χρόνον ὄλβος ὀπηδεῖ. Ἶσον δ᾽ ὅς θ᾽ ἱκέτην ὅς τε ξεῖνον κακὸν ἔρξει, ὅς τε κασιγνήτοιο ἑοῦ ἀνὰ δέμνια βαίνῃ [κρυπταδίῃς εὐνῇς ἀλόχου, παρακαίρια ῥέζων], ὅς τέ τευ ἀφραδίῃς ἀλιταίνητ᾽ ὀρφανὰ τέκνα, ὅς τε γονῆα γέροντα κακῷ ἐπὶ γήραος οὐδῷ νεικείῃ χαλεποῖσι καθαπτόμενος ἐπέεσσι· τῷ δ᾽ ἦ τοι Ζεὺς αὐτὸς ἀγαίεται, ἐς δὲ τελευτὴν ἔργων ἀντ᾽ ἀδίκων χαλεπὴν ἐπέθηκεν ἀμοιβήν. ἀλλὰ σὺ τῶν μὲν πάμπαν ἔεργ᾽ ἀεσίφρονα θυμόν.
[6] Βλ. Πρόκλος «Υπόμνημα εις τα Ησιόδου “Έργα και Ημέρες”»:
Scholia in opera et dies sch.240-241.3 ` to Scholia in opera et dies sch.240-241.16 δύναται δὲ λέγειν ὅτι μοχθηροῦ ἑνὸς ὄντος ὥσπερ νοσήματος ἡ πόλις παραπολαύουσα πολλάκις εἰς ὅλην ἑαυτὴν ἀναμάττεται τὴν πονηρίαν ἐξομοιουμένη τῷ ἑνί. δύναται δὲ κἀκεῖνο σημαίνειν ὅτι ἑνὸς ὄντος πονηροῦ δίδωσιν ἡ πᾶσα πόλις δίκην, ὡς ἐξὸν κωλύειν μὴ κωλύουσα τὴν τοῦ ἑνὸς πονηρίαν. οὕτω καὶ τοῦ Ἀγαμέμνονος αὐθαδῶς τῷ ἱερεῖ προσενεχθέντος εἰς πάντας Ἕλληνας διέτεινεν ὁ λοιμός, ὡς παρέντας βοηθῆσαι τῷ ἱερεῖ· καὶ τοῦ Αἴαντος ἀσεβήσαντος περὶ τὸ τῆς Ἀθηνᾶς ἱερὸν πάντες ἔνοχοι τῇ δίκῃ γεγόνασιν, ὡς μὴ ἀγανακτήσαντες ἐπὶ τῷ ἀσεβήματι. δεῖ γὰρ μὴ ἐπιτρέπειν τοῖς ὑβρισταῖς, μηδὲ συνεπινεύειν τοῖς ἀδίκοις δυναμένους μὲν παῦσαι, περιορῶντας δὲ τοῦ παῦσαι τὴν ἐξουσίαν τῶν πονηρῶν.
[7] Πρβ. Πρόκλος «Περί των δέκα προς την πρόνοια απορημάτων, κεφ. 58-61».
[8] Παρανόμως, αντίθετα από την δικαιοσύνη.
[9] Βλ., Ιάμβλιχος «Περί Μυστηρίων, 4.1.22 – 4.1.28:
Myst 4.1.22 ` to Myst 4.1.28 Τὰ δὲ μέσα γένη κρίσεως ἔφορα τυγχάνει· συμβουλεύει τε ἃ δεῖ ποιεῖν καὶ τίνων ἀπέχεσθαι προσήκει, καὶ πρὸς μὲν τὰ δίκαια ἔργα συναίρεται, διακωλύει δὲ τὰ ἄδικα, πολλούς τε τῶν ἐπιχειρούντων ἀφαιρεῖσθαί τι τῶν ἀλλοτρίων παρὰ δίκην ἢ λυμαίνεσθαί τινα πλημμελῶς ἢ ἀπολλύναι, αὐτοὺς ἐποίησε παθεῖν ταῦτα οἷα ἄλλους διενοοῦντο ἐργάζεσθαι.
[10] Ep 352.d.3 ` to Ep 352.d.5 τὸ δὲ οὐδαμῶς ῥᾴδιον πολλὰ κακὰ δρῶντα τοὺς ἄλλους μὴ οὐ καὶ πάσχειν αὐτὸν πολλὰ ἕτερα.
[11] Βλ. Πλάτων «Νόμοι, 904.c.6 – 905.c.1»:
Leg 904.c.6 ` to Leg 905.c.1 Μεταβάλλει μὲν τοίνυν πάνθ᾽ ὅσα μέτοχά ἐστιν ψυχῆς, ἐν ἑαυτοῖς κεκτημένα τὴν τῆς μεταβολῆς αἰτίαν, μεταβάλλοντα δὲ φέρεται κατὰ τὴν τῆς εἱμαρμένης τάξιν καὶ νόμον· σμικρότερα μὲν τῶν ἠθῶν μεταβάλλοντα ἐλάττω κατὰ τὸ τῆς χώρας ἐπίπεδον μεταπορεύεται, πλείω δὲ καὶ ἀδικώτερα μεταπεσόντα, εἰς βάθος τά τε κάτω λεγόμενα τῶν τόπων, ὅσα Ἅιδην τε καὶ τὰ τούτων ἐχόμενα τῶν ὀνομάτων ἐπονομάζοντες σφόδρα φοβοῦνται καὶ ὀνειροπολοῦσιν ζῶντες διαλυθέντες τε τῶν σωμάτων. μείζω δὲ δὴ ψυχὴ κακίας ἢ ἀρετῆς ὁπόταν μεταλάβῃ διὰ τὴν αὑτῆς βούλησίν τε καὶ ὁμιλίαν γενομένην ἰσχυράν, ὁπόταν μὲν ἀρετῇ θείᾳ προσμείξασα γίγνηται διαφερόντως τοιαύτη, διαφέροντα καὶ μετέβαλεν τόπον ἅγιον ὅλον, μετακομισθεῖσα εἰς ἀμείνω τινὰ τόπον ἕτερον· ὅταν δὲ τἀναντία, ἐπὶ τἀναντία μεθιδρύσασα τὸν αὑτῆς βίον. Αὕτη τοι δίκη ἐστὶ θεῶν οἳ Ὄλυμπον ἔχουσιν, ὦ παῖ καὶ νεανίσκε ἀμελεῖσθαι δοκῶν ὑπὸ θεῶν, κακίω μὲν γιγνόμενον πρὸς τὰς κακίους ψυχάς, ἀμείνω δὲ πρὸς τὰς ἀμείνους πορευόμενον, ἔν τε ζωῇ καὶ ἐν πᾶσι θανάτοις πάσχειν τε ἃ προσῆκον δρᾶν ἐστι τοῖς προσφερέσι τοὺς προσφερεῖς καὶ ποιεῖν. ταύτης τῆς δίκης οὔτε σὺ μή ποτε οὔτε εἰ ἄλλος ἀτυχὴς γενόμενος ἐπεύξηται περιγενέσθαι θεῶν· ἣν πασῶν δικῶν διαφερόντως ἔταξάν τε οἱ τάξαντες χρεών τε ἐξευλαβεῖσθαι τὸ παράπαν. οὐ γὰρ ἀμεληθήσῃ ποτὲ ὑπ᾽ αὐτῆς· οὐχ οὕτω σμικρὸς ὢν δύσῃ κατὰ τὸ τῆς γῆς βάθος, οὐδ᾽ ὑψηλὸς γενόμενος εἰς τὸν οὐρανὸν ἀναπτήσῃ, τείσεις δὲ αὐτῶν τὴν προσήκουσαν τιμωρίαν εἴτ᾽ ἐνθάδε μένων εἴτε καὶ ἐν Ἅιδου διαπορευθεὶς εἴτε καὶ τούτων εἰς ἀγριώτερον ἔτι διακομισθεὶς τόπον. ὁ αὐτὸς δὲ λόγος σοι καὶ περὶ ἐκείνων ἂν εἴη, τῶν οὓς σὺ κατιδὼν ἐκ σμικρῶν μεγάλους γεγονότας ἀνοσιουργήσαντας ἤ τι τοιοῦτον πράξαντας ᾠήθης ἐξ ἀθλίων εὐδαίμονας γεγονέναι, κᾆτα ὡς ἐν κατόπτροις αὐτῶν ταῖς πράξεσιν ἡγήσω καθεωρακέναι τὴν πάντων ἀμέλειαν θεῶν, οὐκ εἰδὼς αὐτῶν τὴν συντέλειαν ὅπῃ ποτὲ τῷ παντὶ συμβάλλεται.
[12] ἀνδρᾰποδ-ώδης, -ες (εἶδος), δουλικός, υπηρετικός, δουλοπρεπής, ποταπός, σε Πλάτ., Ξεν.· επίρρ. -δῶς, σε Πλάτ.
[13] Βλ. Πλάτων «Επιστολή Ζ’, 335a.2 – 335.c.1»:
Ep 335.a.2 ` to Ep 335.c.1 πείθεσθαι δὲ ὄντως ἀεὶ χρὴ τοῖς παλαιοῖς τε καὶ ἱεροῖς λόγοις, οἳ δὴ μηνύουσιν ἡμῖν ἀθάνατον ψυχὴν εἶναι δικαστάς τε ἴσχειν καὶ τίνειν τὰς μεγίστας τιμωρίας, ὅταν τις ἀπαλλαχθῇ τοῦ σώματος· διὸ καὶ τὰ μεγάλα ἁμαρτήματα καὶ ἀδικήματα σμικρότερον εἶναι χρὴ νομίζειν κακὸν πάσχειν ἢ δρᾶσαι, ὧν ὁ φιλοχρήματος πένης τε ἀνὴρ τὴν ψυχὴν οὔτε ἀκούει, ἐάν τε ἀκούσῃ, καταγελῶν, ὡς οἴεται, πανταχόθεν ἀναιδῶς ἁρπάζει πᾶν ὅτιπερ ἂν οἴηται, καθάπερ θηρίον, φαγεῖν ἢ πιεῖν ἢ περὶ τὴν ἀνδραποδώδη καὶ ἀχάριστον, ἀφροδίσιον λεγομένην οὐκ ὀρθῶς, ἡδονὴν ποριεῖν αὑτῷ τοὐμπίμπλασθαι, τυφλὸς ὢν καὶ οὐχ ὁρῶν, οἷς συνέπεται τῶν ἁρπαγμάτων ἀνοσιουργία, κακὸν ἡλίκον ἀεὶ μετ᾽ ἀδικήματος ἑκάστου, ἣν ἀναγκαῖον τῷ ἀδικήσαντι συνεφέλκειν ἐπί τε γῇ στρεφομένῳ καὶ ὑπὸ γῆς νοστήσαντι πορείαν ἄτιμόν τε καὶ ἀθλίαν πάντως πανταχῇ.
[14] Βλ. Πορφύριος «Προς Μαρκέλλαν, 22.1 – 23.6»:
Ad Marcellam 22.1 ` to Ad Marcellam 23.6 οἱ δὲ μήτε εἶναι θεοὺς πιστεύσαντες μήτε προνοίᾳ θεοῦ διοικεῖσθαι τὰ ὅλα, δίκης κόλασιν πεπόνθασι, τὸ μήτε ἑαυτοῖς πιστεύειν μήθ᾽ ἑτέροις ὅτι θεοὶ εἰσὶ καὶ οὐκ ἀλόγῳ φορᾷ διοικεῖται τὰ πάντα. εἰς κίνδυνον οὖν ἄφατον ἑαυτοὺς ἐμβαλόντες ἀλόγῳ ὁρμῇ καὶ εὐδιαπτώτῳ τοῖς κατὰ τὸν βίον ἐπιτίθενται καὶ πάντα δρῶσιν ἃ μὴ θέμις, ἀναιρεῖν πειρώμενοι τὴν περὶ θεοὺς ὑπόληψιν. καὶ δὴ τούτους μὲν ἀγνοίας ἕνεκα καὶ ἀπιστίας θεοὶ διαφεύγουσιν· αὐτοὶ δὲ θεοὺς καὶ τὴν ὀπαδὸν τῶν θεῶν δίκην οὔτε φυγεῖν οὔτε λαθεῖν δύνανται· βίον δὲ κακοδαίμονα καὶ πλανήτην ἑλόμενοι ἀγνοοῦντες θεοὺς γινώσκονται θεοῖς καὶ τῇ δίκῃ τῇ παρὰ θεῶν. κἂν θεοὺς τιμᾶν οἴωνται καὶ πεπεῖσθαι εἶναι θεούς, ἀρετῆς δὲ ἀμελῶσι καὶ σοφίας, ἤρνηνται θεοὺς καὶ ἀτιμάζουσιν.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου