τὰς ἐξ ἐρατῶν ἐφώβησε‹ν› [στρ. β]
παγκρατὴς Ἥρα μελάθρων
45 Προίτου, παραπλῆγι φρένας
καρτερᾷ ζεύξασ᾽ ἀνάγκᾳ·
παρθενίᾳ γὰρ ἔτι
ψυχᾷ κίον ἐς τέμενος
πορφυροζώνοιο θεᾶς·
50 φάσκον δὲ πολὺ σφέτερον
πλούτῳ προφέρειν πατέρα ξανθᾶς παρέδρου
σεμνοῦ Διὸς εὐρυβία.
ταῖσιν δὲ χολωσαμένα
στήθεσσι παλίντροπον ἔμβαλεν νώημα·
55 φεῦγον δ᾽ ὄρος ἐς τανίφυλλον
σμερδαλέαν φωνὰν ἱεῖσαι,
Τιρύνθιον ἄστυ λιποῦσαι [αντ. β]
καὶ θεοδμάτους ἀγυιάς.
ἤδη γὰρ ἔτος δέκατον
60θεοφιλὲς λιπώντες Ἄργος
ναῖον ἀδεισιβώαι
χαλκάσπιδες ἡμίθεοι
σὺν πολυζήλῳ βασιλεῖ.
νεῖκος γὰρ ἀμαιμάκετον
65 βληχρᾶς ἀνέπαλτο κασιγνητοῖς ἀπ᾽ ἀρχᾶς
Προίτῳ τε καὶ Ἀκρισίῳ·
λαούς τε διχοστασίαις
ἤρειπον ἀμετροδίκοις μάχαις τε λυγραῖς.
λίσσοντο δὲ παῖδας Ἄβαντος
70γᾶν πολύκριθον λαχώντας
Τίρυνθα τὸν ὁπλώτερον [επωδ. β]
κτίζειν, πρὶν ἐς ἀργαλέαν πεσεῖν ἀνάγκαν·
Ζεύς τ᾽ ἔθελεν Κρονίδας
τιμῶν Δαναοῦ γενεὰν
75καὶ διωξίπποιο Λυγκέος
παῦσαι στυγερῶν ἀχέων.
τεῖχος δὲ Κύκλωπες κάμον
ἐλθώντες ὑπερφίαλοι κλεινᾷ π[ώλ]ει
κάλλιστον, ἵν᾽ ἀντίθεοι
80 ναῖον κλυτὸν ἱππώβοτον
Ἄργος ἥρωες περικλειτοὶ λιπώντ[ες.
ἔνθεν ἀπεσσύμεναι
Προίτου κυανοπλώκαμοι
φεῦγον ἄδματοι θύγατρες.
***
Παλιότερα, απ᾽ το ωραίο του Προίτου σπίτι [στρ. β]είχε αυτές τις κοπέλες φευγατίσειη παντοδύναμη Ήρασε ζυγό τρέλας σφίγγοντας το νου τους·γιατί σπρωγμένεςαπό παρθενική μια ορμή, στ᾽ άγιο άλσοςπήγαν της πορφυρόζωνης της Ήρας50και παινεύτηκαν ότι είχαν πατέραπιο πλούσιον κι από την ξανθήσυντρόφισσα του δυνατούτου Δία· εκείνη θύμωσε,τους πήρε τα συλλοϊκάκαι στην καρδιά τους έβαλε τρελή μια ορμή να φύγουν·και γύριζαν μες στων βουνών τους λόγγους τότε οι κόρεςκαι ξεφωνίζαν άγρια. Το πατρικό τους σπίτιστην Τίρυνθα ήταν· κείθε, από τους δρόμους
τους θεόχτιστους έφυγαν και πάνε. [αντ. β]Ναι, χρόνια εννιά διαβήκανε από τότε60που ᾽χαν αφήσει το Άργος,την πόλη τη θεοφίλητη, και ζούσανστην Τίρυνθα όλοι,ο ζηλεμένος βασιλιάς κι εκείνοιοι ημίθεοι που ᾽χαν μπρούτζινες ασπίδες,που αδείλιαστοι ήταν στων μαχών τους βρόντους.Γιατί είχαν πέσει οι δυο αδερφοί,ο Προίτος κι ο Ακρίσιος,απ᾽ αλαφρό ξεκίνημασ᾽ όχτρητ᾽ ακαταλάγιαστη·και σπάραζε η συνερισιά πέρ᾽ απ᾽ το δίκιο μέτροκαι το λαό, και πέφτανε σε φονικές αμάχες,κι εκείνους, του Άβαντα τους γιους, θερμά παρακαλούσαν,70η οδυνηρή πριν τους σφίξει ανάγκη,
να μοιράσουν τα χωράφια, [επωδ. β]γη με το πολύ κριθάρι,και την Τίρυνθα να χτίσειο πιο νέος. Αλλά κι ο Δίας, του Κρόνου ο γιος,που πολύ τιμούσετου Λυγκέα του αρματηλάτη τη γενιάκαι του Δαναού, ποθούσετο σταμάτημα της μαύρης συμφοράς.Για τη νέα, μα φημισμένη εκείνη πόληοι πελώριοι πήγαν Κύκλωπες και τείχοςέξοχο έχτισαν· κι αφού άφησαν πια τ᾽ Άργος,80το τρανό κι αλογοβόσκητο, οι λαμπροίήρωες έμεναν στο νέο αυτό καστρί.Απ᾽ την Τίρυνθα λοιπόν του Προίτου οι κόρες,κοπελιές μαυρομαλλούσες, φύγαν πιακι όλο αλήτευαν αλάργ᾽ απ᾽ την πατρίδα.
παγκρατὴς Ἥρα μελάθρων
45 Προίτου, παραπλῆγι φρένας
καρτερᾷ ζεύξασ᾽ ἀνάγκᾳ·
παρθενίᾳ γὰρ ἔτι
ψυχᾷ κίον ἐς τέμενος
πορφυροζώνοιο θεᾶς·
50 φάσκον δὲ πολὺ σφέτερον
πλούτῳ προφέρειν πατέρα ξανθᾶς παρέδρου
σεμνοῦ Διὸς εὐρυβία.
ταῖσιν δὲ χολωσαμένα
στήθεσσι παλίντροπον ἔμβαλεν νώημα·
55 φεῦγον δ᾽ ὄρος ἐς τανίφυλλον
σμερδαλέαν φωνὰν ἱεῖσαι,
Τιρύνθιον ἄστυ λιποῦσαι [αντ. β]
καὶ θεοδμάτους ἀγυιάς.
ἤδη γὰρ ἔτος δέκατον
60θεοφιλὲς λιπώντες Ἄργος
ναῖον ἀδεισιβώαι
χαλκάσπιδες ἡμίθεοι
σὺν πολυζήλῳ βασιλεῖ.
νεῖκος γὰρ ἀμαιμάκετον
65 βληχρᾶς ἀνέπαλτο κασιγνητοῖς ἀπ᾽ ἀρχᾶς
Προίτῳ τε καὶ Ἀκρισίῳ·
λαούς τε διχοστασίαις
ἤρειπον ἀμετροδίκοις μάχαις τε λυγραῖς.
λίσσοντο δὲ παῖδας Ἄβαντος
70γᾶν πολύκριθον λαχώντας
Τίρυνθα τὸν ὁπλώτερον [επωδ. β]
κτίζειν, πρὶν ἐς ἀργαλέαν πεσεῖν ἀνάγκαν·
Ζεύς τ᾽ ἔθελεν Κρονίδας
τιμῶν Δαναοῦ γενεὰν
75καὶ διωξίπποιο Λυγκέος
παῦσαι στυγερῶν ἀχέων.
τεῖχος δὲ Κύκλωπες κάμον
ἐλθώντες ὑπερφίαλοι κλεινᾷ π[ώλ]ει
κάλλιστον, ἵν᾽ ἀντίθεοι
80 ναῖον κλυτὸν ἱππώβοτον
Ἄργος ἥρωες περικλειτοὶ λιπώντ[ες.
ἔνθεν ἀπεσσύμεναι
Προίτου κυανοπλώκαμοι
φεῦγον ἄδματοι θύγατρες.
***
Παλιότερα, απ᾽ το ωραίο του Προίτου σπίτι [στρ. β]είχε αυτές τις κοπέλες φευγατίσειη παντοδύναμη Ήρασε ζυγό τρέλας σφίγγοντας το νου τους·γιατί σπρωγμένεςαπό παρθενική μια ορμή, στ᾽ άγιο άλσοςπήγαν της πορφυρόζωνης της Ήρας50και παινεύτηκαν ότι είχαν πατέραπιο πλούσιον κι από την ξανθήσυντρόφισσα του δυνατούτου Δία· εκείνη θύμωσε,τους πήρε τα συλλοϊκάκαι στην καρδιά τους έβαλε τρελή μια ορμή να φύγουν·και γύριζαν μες στων βουνών τους λόγγους τότε οι κόρεςκαι ξεφωνίζαν άγρια. Το πατρικό τους σπίτιστην Τίρυνθα ήταν· κείθε, από τους δρόμους
τους θεόχτιστους έφυγαν και πάνε. [αντ. β]Ναι, χρόνια εννιά διαβήκανε από τότε60που ᾽χαν αφήσει το Άργος,την πόλη τη θεοφίλητη, και ζούσανστην Τίρυνθα όλοι,ο ζηλεμένος βασιλιάς κι εκείνοιοι ημίθεοι που ᾽χαν μπρούτζινες ασπίδες,που αδείλιαστοι ήταν στων μαχών τους βρόντους.Γιατί είχαν πέσει οι δυο αδερφοί,ο Προίτος κι ο Ακρίσιος,απ᾽ αλαφρό ξεκίνημασ᾽ όχτρητ᾽ ακαταλάγιαστη·και σπάραζε η συνερισιά πέρ᾽ απ᾽ το δίκιο μέτροκαι το λαό, και πέφτανε σε φονικές αμάχες,κι εκείνους, του Άβαντα τους γιους, θερμά παρακαλούσαν,70η οδυνηρή πριν τους σφίξει ανάγκη,
να μοιράσουν τα χωράφια, [επωδ. β]γη με το πολύ κριθάρι,και την Τίρυνθα να χτίσειο πιο νέος. Αλλά κι ο Δίας, του Κρόνου ο γιος,που πολύ τιμούσετου Λυγκέα του αρματηλάτη τη γενιάκαι του Δαναού, ποθούσετο σταμάτημα της μαύρης συμφοράς.Για τη νέα, μα φημισμένη εκείνη πόληοι πελώριοι πήγαν Κύκλωπες και τείχοςέξοχο έχτισαν· κι αφού άφησαν πια τ᾽ Άργος,80το τρανό κι αλογοβόσκητο, οι λαμπροίήρωες έμεναν στο νέο αυτό καστρί.Απ᾽ την Τίρυνθα λοιπόν του Προίτου οι κόρες,κοπελιές μαυρομαλλούσες, φύγαν πιακι όλο αλήτευαν αλάργ᾽ απ᾽ την πατρίδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου