Ο στόχος δεν είναι ο χαρακτηρισμός ενός παιδιού ως «προβληματικού», αλλά η ανάδειξη των υγιών και λειτουργικών στοιχείων.
Το σύμπτωμα ή τα συμπτώματα που μπορεί να εμφανίσει κάποιο παιδί είναι αυτό που τις περισσότερες φορές κινητοποιεί τους γονείς να αναζητήσουν τη βοήθεια ενός ειδικού, σχετικά με τον τρόπο που πρέπει να χειριστούν το συγκεκριμένο σύμπτωμα ή πρόβλημα. Είναι πολλοί οι γονείς, οι οποίοι δυσκολεύονται να έρθουν σε επαφή με έναν ψυχολόγο, ακόμη κι όταν αυτό συσταθεί από τον παιδίατρο ή κάποιο άλλο γιατρό, ή ακόμη κι όταν βλέπουν ότι το πρόβλημα παραμένει για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα. Περιμένουν «να περάσει». Αυτό συμβαίνει γιατί φοβούνται, ότι μπορεί να ακούσουν από τον ψυχολόγο, ότι το παιδί τους «έχει πρόβλημα». Και φυσικά, κάθε υγιής άνθρωπος στη σκέψη ότι «υπάρχει πρόβλημα» – πόσο μάλλον πρόβλημα στο παιδί του – δεν χαίρεται καθόλου και θα αποφεύγει όσο μπορεί να το ακούσει.
Αλίμονο αν ήταν ευχάριστο για κάποιο γονιό να ακούσει «Το παιδί σας είναι υπερκινητικό….», «Το παιδί σας είναι φοβικό…..», «Το παιδί σας έχει διάσπαση προσοχής…….», «Το παιδί σας έχει σύνδρομο τάδε….» κλπ.
Ευτυχώς, όμως, υπάρχει τρόπος να αντιμετωπιστεί το σύμπτωμα με μια εντελώς διαφορετική ματιά. Ένα παιδί αναπτύσσεται, εξελίσσεται, μεγαλώνει, συμπεριφέρεται, συμμορφώνεται, «ταιριάζει» μέσα στην οικογένεια ανάλογα πάντα με τη φάση στην οποία βρίσκεται μια οικογένεια. Έτσι, το πρώτο παιδί είναι εντελώς διαφορετικό από το δεύτερο παιδί, το δεύτερο από το τρίτο, το τρίτο από το πρώτο. Το ένα παιδί είναι πιο υπεύθυνο ή ώριμο, ενώ το άλλο πιο πρόσχαρο και κοινωνικό. Το ένα παιδί είναι πιο ανεξάρτητο, ενώ το άλλο έχει ανάγκη περισσότερη φροντίδα. Το ένα είναι άριστος μαθητής, ενώ στο άλλο δεν αρέσουν καθόλου τα μαθήματα.
Οι συμπεριφορές αυτές δεν είναι γραμμένες στα γονίδια. Μαθαίνονται. Αυτό σημαίνει, ότι η συμπεριφορά (ή το σύμπτωμα) του ενός μέλους γίνεται λειτουργία και ερέθισμα για τη συμπεριφορά των υπόλοιπων μελών της οικογένειας, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας ιδιαίτερης και μοναδικής οικογενειακής διεργασίας. Για παράδειγμα, το υπεύθυνο παιδί θα πρέπει να φροντίζει το ανώριμο, με αποτέλεσμα το πρώτο να γίνεται ακόμη πιο υπεύθυνο και το δεύτερο ακόμη πιο ανώριμο. Ή το πιο ανεξάρτητο παιδί θα αναλάβει να φροντίζει το παιδί που «δεν μπορεί μόνο του» κι έτσι το ανεξάρτητο γίνεται όλο και πιο ανεξάρτητο και αυτό που «δεν μπορεί μόνο του» θα θέλει πάντα κάποιον δίπλα του να το φροντίζει. Έτσι, το «πρόβλημα» ή «σύμπτωμα» ενός μέλους είναι ή γίνεται υπόθεση όλης της οικογένειας. Είναι άσκοπη και αδύνατη η κατανόηση της συμπεριφοράς – ευχάριστη ή δυσάρεστη – ενός μέλους της οικογένειας, ανεξάρτητα από τη συμπεριφορά των υπόλοιπων μελών.
Ο στόχος, λοιπόν, δεν είναι ο χαρακτηρισμός ενός παιδιού ως «προβληματικού», αλλά η ανάδειξη των υγιών και λειτουργικών στοιχείων και των παιδιών και των γονιών. Το σύμπτωμα στο παιδί θα αποτελέσει κίνητρο για τους γονείς να αναρωτηθούν για τη δική τους πορεία, αφού το παιδί αναπτύσσεται στην οικογένεια, το συναισθηματικό κλίμα της οποίας καθορίζεται από την ποιότητα της σχέσης του συζυγικού ζευγαριού. Το σύμπτωμα θα γίνει μια ευκαιρία για βελτίωση του τρόπου επικοινωνίας του ζευγαριού, των αδερφιών, όλης της οικογένειας. Εξάλλου, ποιος στη χάρη των γονιών να ξέρουν ότι μπορούν και έχουν τη δύναμη οι ίδιοι να επηρεάσουν και να διαμορφώσουν τη συμπεριφορά του παιδιού τους – ευχάριστη ή δυσάρεστη, χωρίς να χρειάζονται μια ζωή τη συμβουλή των ειδικών.
Το σύμπτωμα ή τα συμπτώματα που μπορεί να εμφανίσει κάποιο παιδί είναι αυτό που τις περισσότερες φορές κινητοποιεί τους γονείς να αναζητήσουν τη βοήθεια ενός ειδικού, σχετικά με τον τρόπο που πρέπει να χειριστούν το συγκεκριμένο σύμπτωμα ή πρόβλημα. Είναι πολλοί οι γονείς, οι οποίοι δυσκολεύονται να έρθουν σε επαφή με έναν ψυχολόγο, ακόμη κι όταν αυτό συσταθεί από τον παιδίατρο ή κάποιο άλλο γιατρό, ή ακόμη κι όταν βλέπουν ότι το πρόβλημα παραμένει για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα. Περιμένουν «να περάσει». Αυτό συμβαίνει γιατί φοβούνται, ότι μπορεί να ακούσουν από τον ψυχολόγο, ότι το παιδί τους «έχει πρόβλημα». Και φυσικά, κάθε υγιής άνθρωπος στη σκέψη ότι «υπάρχει πρόβλημα» – πόσο μάλλον πρόβλημα στο παιδί του – δεν χαίρεται καθόλου και θα αποφεύγει όσο μπορεί να το ακούσει.
Αλίμονο αν ήταν ευχάριστο για κάποιο γονιό να ακούσει «Το παιδί σας είναι υπερκινητικό….», «Το παιδί σας είναι φοβικό…..», «Το παιδί σας έχει διάσπαση προσοχής…….», «Το παιδί σας έχει σύνδρομο τάδε….» κλπ.
Ευτυχώς, όμως, υπάρχει τρόπος να αντιμετωπιστεί το σύμπτωμα με μια εντελώς διαφορετική ματιά. Ένα παιδί αναπτύσσεται, εξελίσσεται, μεγαλώνει, συμπεριφέρεται, συμμορφώνεται, «ταιριάζει» μέσα στην οικογένεια ανάλογα πάντα με τη φάση στην οποία βρίσκεται μια οικογένεια. Έτσι, το πρώτο παιδί είναι εντελώς διαφορετικό από το δεύτερο παιδί, το δεύτερο από το τρίτο, το τρίτο από το πρώτο. Το ένα παιδί είναι πιο υπεύθυνο ή ώριμο, ενώ το άλλο πιο πρόσχαρο και κοινωνικό. Το ένα παιδί είναι πιο ανεξάρτητο, ενώ το άλλο έχει ανάγκη περισσότερη φροντίδα. Το ένα είναι άριστος μαθητής, ενώ στο άλλο δεν αρέσουν καθόλου τα μαθήματα.
Οι συμπεριφορές αυτές δεν είναι γραμμένες στα γονίδια. Μαθαίνονται. Αυτό σημαίνει, ότι η συμπεριφορά (ή το σύμπτωμα) του ενός μέλους γίνεται λειτουργία και ερέθισμα για τη συμπεριφορά των υπόλοιπων μελών της οικογένειας, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας ιδιαίτερης και μοναδικής οικογενειακής διεργασίας. Για παράδειγμα, το υπεύθυνο παιδί θα πρέπει να φροντίζει το ανώριμο, με αποτέλεσμα το πρώτο να γίνεται ακόμη πιο υπεύθυνο και το δεύτερο ακόμη πιο ανώριμο. Ή το πιο ανεξάρτητο παιδί θα αναλάβει να φροντίζει το παιδί που «δεν μπορεί μόνο του» κι έτσι το ανεξάρτητο γίνεται όλο και πιο ανεξάρτητο και αυτό που «δεν μπορεί μόνο του» θα θέλει πάντα κάποιον δίπλα του να το φροντίζει. Έτσι, το «πρόβλημα» ή «σύμπτωμα» ενός μέλους είναι ή γίνεται υπόθεση όλης της οικογένειας. Είναι άσκοπη και αδύνατη η κατανόηση της συμπεριφοράς – ευχάριστη ή δυσάρεστη – ενός μέλους της οικογένειας, ανεξάρτητα από τη συμπεριφορά των υπόλοιπων μελών.
Ο στόχος, λοιπόν, δεν είναι ο χαρακτηρισμός ενός παιδιού ως «προβληματικού», αλλά η ανάδειξη των υγιών και λειτουργικών στοιχείων και των παιδιών και των γονιών. Το σύμπτωμα στο παιδί θα αποτελέσει κίνητρο για τους γονείς να αναρωτηθούν για τη δική τους πορεία, αφού το παιδί αναπτύσσεται στην οικογένεια, το συναισθηματικό κλίμα της οποίας καθορίζεται από την ποιότητα της σχέσης του συζυγικού ζευγαριού. Το σύμπτωμα θα γίνει μια ευκαιρία για βελτίωση του τρόπου επικοινωνίας του ζευγαριού, των αδερφιών, όλης της οικογένειας. Εξάλλου, ποιος στη χάρη των γονιών να ξέρουν ότι μπορούν και έχουν τη δύναμη οι ίδιοι να επηρεάσουν και να διαμορφώσουν τη συμπεριφορά του παιδιού τους – ευχάριστη ή δυσάρεστη, χωρίς να χρειάζονται μια ζωή τη συμβουλή των ειδικών.