Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2016

Το συναίσθημα της ντροπής: Ποια η διαφορά της με τις ενοχές;

Aν κάνουμε μια αναδρομή στις δυσάρεστες αναμνήσεις μας, όλοι έχουμε να θυμηθούμε στιγμές ντροπής, στιγμές που μας «έπιασαν» να κάνουμε κάτι «απαγορευμένο», στιγμές που αποκαλύφθηκε κάτι που θα θέλαμε να μην ξέρει κανείς για μας, στιγμές που νιώσαμε να μας μειώνουν μπροστά σε άλλους, στιγμές που αισθανθήκαμε ότι η συμπεριφορά δικών μας ανθρώπων μας «ρεζιλεύει». Η ζωή είναι γεμάτη με τέτοια βιώματα ντροπής που είναι από τα πιο οδυνηρά γιατί η ντροπή είναι ένα πολύ δυσάρεστο συναίσθημα. Ίσως γι’ αυτό και η επιστήμη της Ψυχολογίας ποτέ δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την ντροπή σε αντίθεση με την ενοχή, το φόβο, το θυμό ή άλλα συναισθήματα. Υπάρχει κάτι το απειλητικό στο συναίσθημα της ντροπής, αν σκεφτεί κανείς ότι τη στιγμή που νιώθουμε ντροπή θέλουμε «να ανοίξει η γη να μας καταπιεί», «να φύγουμε μακριά», «να εξαφανιστούμε από προσώπου γης», με λίγα λόγια να σταματήσουμε να υπάρχουμε για τους άλλους, έστω για μερικές στιγμές.

Η ντροπή λοιπόν είναι ένα κατεξοχήν κοινωνικό συναίσθημα που πηγάζει από την αίσθηση ότι μας βλέπουν, και συνδέεται άμεσα με το περιφρονητικό βλέμμα των άλλων είτε γιατί όντως μας βλέπουν είτε γιατί εμείς το φανταζόμαστε. Άλλα συναισθήματα σχετίζονται συχνά με «πράγματα», π. χ. φοβόμαστε τους κεραυνούς, τα σκυλιά ή το ύψος, αηδιάζουμε με ένα βρώμικο πιάτο ή μια άσχημη μυρωδιά, χαιρόμαστε με μια ωραία μουσική ή για την προαγωγή που πήραμε, όμως η ντροπή δεν υπάρχει χωρίς την «παρουσία» κάποιου άλλου ανθρώπου, είναι η απειλητική αίσθηση της περιφρόνησης ή της απόρριψης από τους άλλους.

Όταν ντροπιάζομαι είναι γιατί κάποιος με βλέπει όπως είμαι αλλά δεν θέλω να είμαι, βλέπει κάτι σ ‘εμένα που θα ήθελα να μην υπάρχει και φοβάμαι ότι θα με απορρίψει γι’ αυτό. Ντρέπομαι ή ντροπιάζομαι για στοιχεία μου που υπάρχουν (έστω και στιγμιαία, έστω και σε ελάχιστο βαθμό) και δεν μπορώ ν’ αλλάξω, τουλάχιστον όχι άμεσα. Ντρέπομαι:

-γιατί έχω μια κρεατοελιά στο πηγούνι, γιατί είμαι χοντρός, γιατί νιώθω άσχημη, γιατί έχω πεταχτά αυτιά, δέρμα με σπυράκια…

-γιατί δεν καταλαβαίνω αυτό που λένε ή διαβάζω, γιατί νιώθω χαζός, γιατί δεν έχω αρκετές γνώσεις, γιατί δεν τα καταφέρνω καλά στο σχολείο ή στη δουλειά…

-γιατί με είδαν γυμνή, γιατί μ’ έπιασαν να φιλάω ένα αγόρι, να λέω ψέματα, να κλέβω, να κοιτάω απ’ την κλειδαρότρυπα…

-γιατί με είπαν βρώμικο, ανίκανο, αχάριστο, αμόρφωτο, δειλό…

-γιατί απέτυχα σ’ αυτό που είχα αναλάβει, γιατί έκανα ένα αδιόρθωτο λάθος, γιατί «κρέμασα κάποιον που βασιζόταν σ’ εμένα», γιατί δεν φέρθηκα καλά στο φίλο μου, γιατί έχω πολλά λεφτά ενώ άλλοι πεινάνε…

-γιατί με το παιδί μου, το γονιό μου, το σύντροφο μου, ένα δικό μου άνθρωπο συμβαίνει κάτι από τα παραπάνω

Η ντροπή μοιάζει πολύ με την ενοχή κι όμως είναι αρκετά διαφορετική.

Η ενοχή προέρχεται από την αίσθηση της παραβίασης μιας απαγόρευσης και τον φόβο της τιμωρίας και σχετίζεται άμεσα με την απαγορευμένη πράξη, δηλαδή αυτό που κάναμε ενώ δεν έπρεπε να το κάνουμε. Η ντροπή από την άλλη, σχετίζεται με αυτό μέσα μας που μας κάνει να κάνουμε κάτι ή να είμαστε κάπως και προέρχεται από την αίσθηση της ταπείνωσης στα μάτια κάποιου ή κάποιων επειδή είμαστε έτσι και δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι γι΄ αυτό. Και τα δύο όμως είναι ιδιαίτερα δυσάρεστα συναισθήματα και χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον σαν παιδαγωγικά «εργαλεία» με άσχημα πολύ συχνά αποτελέσματα.

Ο θεσμός της οικογένειας –και του σχολείου- έκανε χρήση των συναισθημάτων αυτών ως μέσο για να επιβάλλει την εξουσία στα μέλη της –ο φόβος της τιμωρίας ή του ντροπιάσματος ή και των δύο μαζί μεγάλωσε γενιές- σε βαθμό που πολύ συχνά ξεπερνούσε κάθε ανθρώπινη αξιοπρέπεια και κατέληγε συχνά στο αντίθετο αποτέλεσμα. Εκτός από το ξύλο και τις αμείλικτες τιμωρίες σαν τρόπο διαπαιδαγώγησης πολλοί γονείς ή δάσκαλοι χρησιμοποιούσαν και τον διασυρμό ή τουλάχιστον την απειλή του διασυρμού και του ρεζιλέματος, όπως π. χ. σε ορισμένα σχολεία αυστηρών αρχών οι «κακοί» ή «ατίθασοι» μαθητές έπρεπε να περιφέρονται με μια ταμπέλα κρεμασμένη στο λαιμό τους που έγραφε το «παράπτωμα» τους.

Αυτή η «εκμετάλλευση» του συναισθήματος της ντροπής (και της ενοχής φυσικά) ως μέσο εξουσίας –ενός συναισθήματος άλλωστε που είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την ανθρώπινη ύπαρξη και δεν χρειάζεται να το «προκαλέσουμε» για να εμφανιστεί- οδήγησε στην «δυσφήμιση» του συναισθήματος αυτού και στην αμηχανία των γονιών απέναντι σε κάθε τι που θα μπορούσε να προκαλέσει ντροπή στα παιδιά τους.

Το να ντροπιαστεί το παιδί τους μοιάζει σήμερα να είναι δυσβάσταχτο για πολλούς γονείς, οι οποίοι κάνουν ό,τι μπορούν προκειμένου να το προστατέψουν απ’ αυτό.

Κι ενώ η πρόθεση μας είναι να προστατέψουμε τα παιδιά μας (κι εμάς τους ίδιους βέβαια) από το οδυνηρό συναίσθημα της ντροπής, αλλά και της ταπείνωσης και της κατωτερότητας που μπορεί να το συνοδεύουν, πολλές φορές αυτό που τελικά καταφέρνουμε είναι να στερούμε τα παιδιά από τις συνέπειες των πράξεων τους και από την επαναξιολόγηση της συμπεριφοράς τους μέσα από την (δυσάρεστη μεν αναγκαία δε) εμπειρία της απόρριψης.

Το συναίσθημα της ντροπής έχει την ρίζα του μέσα στις πρώτες στιγμές της ζωής όταν βλέπουμε τι είμαστε μέσα στο βλέμμα της μητέρας. Όταν αυτό δηλώνει δυσαρέσκεια και μη αποδοχή τότε μεγαλώνει μέσα μας η αίσθηση ότι κάτι «δεν πάει καλά», κάτι «στραβό» υπάρχει πάνω μας, κάτι «λάθος», κάτι «μη αγαπητό» (αυτό ακριβώς είναι και το συναίσθημα, κάθε φορά που ένα βλέμμα επιτιμητικό πέφτει πάνω μας). Ταυτόχρονα αυτή η αίσθηση –όταν εναλλάσσεται με την αίσθηση της αποδοχής και της αγάπης από τους άλλους- είναι ένα από τα πιο δυνατά κίνητρα για να εξελιχθούμε, να αναπτύξουμε τις ικανότητες μας, να αναζητήσουμε την ταυτότητα μας, να γίνουμε αυτόνομοι. Είναι επίσης ακρογωνιαίος λίθος στην διαμόρφωση ενός προσωπικού συστήματος αξιών. Στην πορεία της ζωής η ντροπή μας παρακινεί να ξεπεράσουμε ελλείψεις και στενά προσωπικά όρια και ταυτόχρονα, περιορίζει την ύβρη και την υπερεκτίμηση του εαυτού μας και μας κάνει καλύτερους (συν)ανθρώπους.

Χρειάζεται βέβαια πολύ συνειδητή προσπάθεια από το γονιό για το παιδί και από τον κάθε ενήλικα για τον εαυτό του, ώστε να πετύχει τη «σωστή δόση» ντροπής. Να καταφέρει δηλαδή, η ντροπή του να παραμένει μέσα στα όρια της αίσθησης αμοιβαιότητας και της αλληλοεκτίμησης που μας συνδέει με τους άλλους και να μην παραμορφώνεται ούτε σε αίσθημα κατωτερότητας και κοινωνικής ανεπάρκειας ούτε σε κοινωνική αναλγησία, θράσος και έλλειψη σεβασμού.

Και πρέπει να παραδεχτούμε ότι αυτό δεν είναι ιδιαίτερα εύκολο αφού η ντροπή μοιάζει να έχει αλλάξει πρόσωπο. Αν για παράδειγμα, αρκετά πρόσφατα ακόμη η θέα του γυμνού σώματος, η αποκάλυψη οποιουδήποτε «μυστικού» σεξουαλικού περιεχομένου ήταν πηγή απεριόριστων συναισθημάτων ντροπής, σήμερα οι γονείς παρακολουθούν καθημερινά σκηνές σεξ (ήπιες έστω) μαζί με τα ανήλικα παιδιά τους χωρίς να αισθάνεται κανείς τους ούτε καν αμηχανία. Θα μπορούσε σχεδόν να σκεφτεί κανείς ότι η εποχή της ντροπής έχει περάσει. Δεν είναι όμως ακριβώς έτσι. Μπορεί ένας έφηβος να μην νιώθει ντροπή επειδή τον έπιασε ο καθηγητής του να καπνίζει, πόσοι έφηβοι όμως αισθάνονται καθημερινά ντροπή επειδή δεν μπορούν να φορέσουν συγκεκριμένες μάρκες ρούχων ή νέοι άνθρωποι επειδή δεν μπορούν να συμμετέχουν στο λαμπερό life style που βλέπουν γύρω τους; Η ντροπή υπάρχει, είναι αρχαϊκό ανθρώπινο συναίσθημα και η δύναμη της είναι η ίδια όπως ήταν πάντα. Αυτό που δεν είναι ίδιο είναι οι αξίες που την τροφοδοτούν και αυτές ίσως είναι που χρειάζεται να επαναδιαπραγματευτούμε.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα της στρέβλωσης της ντροπής είναι οι διάφορες εκπομπές τύπου reality show, όπου οι άνθρωποι κάνουν ουρές για να βγουν στην τηλεόραση και να βγάλουν σε κοινή θέα τ’ άπλυτα τους, τα κουσούρια τους και γενικά όλα όσα πριν μερικές δεκαετίες θα ήθελαν να μην ξέρει κανείς. Αλλά και η πολιτική αναλγησία, όπου πολιτικοί αποδεικνύονται δημοσίως καταφανώς ανίκανοι ή ανεπιτυχείς σ’ αυτό που κάνουν και συνεχίζουν να το κάνουν χωρίς την παραμικρή ένδειξη ντροπής, ταπείνωσης, μεταμέλειας, απολογίας.

Το ελληνικό φαινόμενο της (μη) ντροπής. Οι σχέσεις με τους κοινωνικούς θεσμούς στην Ελλάδα παραδοσιακά μοιάζουν να βασίζονται περισσότερο στη ντροπή παρά στην ενοχή, σε αντίθεση με τις περισσότερες δυτικές χώρες (οι γονείς έλεγαν στα παιδιά τους «δεν ντρέπεσαι να το κάνεις αυτό και να σε ρεζιλέψουν;» και όχι «μην το κάνεις αυτό γιατί απαγορεύεται»). Έτσι, ο καθένας ρύθμιζε την κοινωνική του συμπεριφορά –και- με βάση τη ντροπή που ένιωθε απέναντι στους συγγενείς, τους φίλους, τους γνωστούς, τους γείτονες, τους συγχωριανούς που μπορούσαν κάθε στιγμή να τον «δουν», να τον «τσακώσουν». Στη σημερινή Ελλάδα που σε μεγάλο βαθμό ζει και κινείται ο καθένας σχεδόν ανώνυμα στο περιβάλλον του, δεν υπάρχει το βλέμμα όλων αυτών στους οποίους θα μπορούσε να ρεζιλευτεί, με αποτέλεσμα να αισθανόμαστε πολύ λιγότερο την υποχρέωση να συμπεριφερθούμε «κόσμια» ή να εμφανίζουμε πρωτοφανή κοινωνική αναλγησία.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου