Κυριακή 1 Μαρτίου 2015

Ασκητική

Η “Ασκητική” του Καζαντζάκη είναι αναμφίβολα το πιο ιδιαίτερο και προσωπικό έργο του μεγάλου Έλληνα στοχαστή. Όπως πολύ ορθά αναφέρει στη κριτική του ο Πάτροκλος Σταύρου: “Η Ασκητική είναι ο Νίκος Καζαντζάκης, και ο Νίκος Καζαντζάκης είναι η Ασκητική”. Κατάφερε σε ένα διήγημα, σε ένα ταξίδι του στοχασμού, να ξεδιπλώσει όλη την έκταση και το βάθος της πλούσιας πνευματικότητάς του, όπως λίγοι άλλοι κατάφεραν (π.χ. ο Ντοστογιέφσκι στο “Υπόγειο” κι ο Νίτσε στο “Τάδε έφη Ζαρατούστρα). Κάθε σελίδα του στάζει από σταγόνες ψυχικής σοφίας που του χάρισε η πολυεπίπεδη μόρφωσή του και κάθε πρόταση λάμπει από το χρυσό φως της κατανόησής του για τη ζωή. 
Η Ασκητική φυσικά δεν είναι “εύκολο” διήγημα – απαιτεί δύναμη ψυχής, σκληρή πειθαρχία και -κύριως- το απαραίτητο σθένος και την αναγκαία αυταπάρνηση για να δεχθείς την Αλήθεια του. Ο Καζαντζάκης εδώ όχι μόνο δεν είναι “διακριτικός” και “προσεκτικός” με τον αναγνώστη, αλλά του συμπεριφέρεται με πρωτόγνωρη σκληρότητα – τον ρίχνει απροετοίμαστο ευθύς εξαρχής στο πεδίο της μάχης, μίας μάχης βάναυσης και ανελέητης. 
Όποιος αντέξει, άντεξε – οι υπόλοιποι ας αποχωρήσουν. Όποιος δέχεται να ακούσει τη Κραυγή ας ανοίξει τα αυτιά του – οι υπόλοιποι ας τα κλείσουν. Όποιος μπορεί να ανηφορήσει, ας πάρει βαθιά ανάσα κι ας κάνει το βήμα – οι υπόλοιποι ας μείνουν στις θέσεις τους.
Όποιος Θέλει την Αλήθεια, ας την αρπάξει – οι υπόλοιποι ας επαναπαυτούν στο ψέμα.
“Χρέος μας λοιπόν να συλλάβουμε τ’ όραμα που χωράει κι εναρμονίζει τις δύο τεράστιες τούτες άναρχες, ακατάλυτες ορμές΄ και με τ’ όραμα τούτο, να ρυθμίσουμε το στοχασμό μας και την πράξη”.
Μία τελετή μύησης στο Χάος 
Η δομή του συγγράμματος θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως μοιάζει με τελετή μύησης – όχι φυσικά μία τελετή σκοτεινού μυστικισμού, αλλά μίας δοκιμασίας απέναντι στο φως. Ο Καζαντζάκης περνάει τον αναγνώστη από διαφορετικά επίπεδα κατανόησης, του δείχνει έναν δρόμο από ξεκάθαρα βήματα πριν του δώσει την εντολή να αφεθεί στο χάος. Υπάρχει διαβάθμιση, τα σκαλοπάτια του ανηφορικού μονοπατιού είναι ευδιάκριτα.
Ο αναγνώστης σε πρώτο βαθμό καλείται να αντιληφθεί τη μοναδικότητά του, την υποκειμενική αλήθεια του Εγώ του. Ύστερα, παρουσιάζεται μπροστά του η ενδογενής διπολικότητα της ψυχοσύνθεσής του, αντικρίζει την αέναη μάχη του μυαλού με την καρδιά του. Και ύστερα, γνωρίζει όλο και μεγαλύτερες διπολικότητες, καλείται να κατακτήσει και να αγκαλιάσει στο στήθος του ολοένα και πιο γιγάντιους πόλους, στα πλαίσια μεγαλύτερων ιδεατών συνθηκών (π.χ. ανθρωπότητα, Γη, Φύση). Σε κάθε νέα ενότητα το βιβλίο αναφλέγεται και αναγεννιέται από τις στάχτες του, αρπάζει βίαια τα λάβαρα που κέρδισε ο αναγνώστης και του ορίζει έναν νέο, ακόμη πιο φοβερό και δύσκολο άθλο. 
Κάθε γραμμή κι ένα ακόμη χτύπημα, κάθε παράγραφος ένα νέο εμπόδιο. Πάντα όμως μαζί μας κι ο Καζαντζάκης, για να μας δίνει κουράγιο και να μας ωθεί να υπερβούμε τον εαυτό μας. 
“Πού πάμε; Μη ρωτάς! Ανέβαινε, κατέβαινε. Δεν υπάρχει αρχή, δεν υπάρχει τέλος. Υπάρχει η τωρινή τούτη στιγμή, γιομάτη πίκρα, γιομάτη γλύκα, και τη χαίρουμαι όλη. 
Καλή είναι η ζωή, καλός ο θάνατος, η Γης στρογγυλή και στερεή, σα στήθος γυναικός στις πολυκάτεχες παλάμες μου. 
Δίνουμε σε όλα. Αγαπώ, πονώ, αγωνίζουμε. Ο κόσμος μου φαντάζει πλατύτερος από το νου, η καρδιά μου ένα μυστήριο σκοτεινό και παντοδύναμο. (…)
Ένα καράβι είναι το σώμα μας και πλέει απάνω σε βαθιογάλαζα νερά. Ποιος είναι ο σκοπός μας; Να ναυαγήσουμε!” 
Ένας μαγευτικός χορός φιλοσοφιών
Ένα εκπληκτικό στοιχείο που δεν μπορούμε να παραμερίσουμε, είναι οι πλούσιοι συμβολισμοί και οι διαφορετικές φιλοσοφίες που “ζευγαρώνουν” και συναντιούνται σε όλη την έκταση της Ασκητικής. Ο Καζαντζάκης δεν έχει μονάχα το απαραίτητο γνωστικό υπόβαθρο για να αξιοποιεί πλήθος ιδεών στο έργο του, αλλά έχει κυρίως και την αναγκαία οξυδέρκεια και το μεγαλείο πνεύματος για να διεισδύσει στην ουσία τους και να τις αναμείξει. 
Και τι δεν συναντούμε σε αυτό το έργο. Τις Ιδέες του Πλάτωνος, τις “ιδεατές φόρμες” από τις οποίες πλάθονται τα όντα της πραγματικότητάς μας: “Πέρα από τα ζώα ενεδρεύω να δω το πρόσωπο το αρχέγονο που μάχεται δημιουργώντας, συντρίβοντας, ξαναχύνοντας τις αρίφνητες μάσκες να τυπωθεί στο ρεούμενο κρέας”. 
Την έννοια της ροής, του ακούσματος του Ενός ρυθμού (Τάο), που είναι ο πυρήνας του Ταοϊσμού: “Ρέει η καρδιά μου. Δε ζητώ την αρχή και το τέλος του κόσμου. Ακολουθώ το φοβερό ρυθμό του και πάω”. 
Ο “Αντίχριστος” του Νίτσε, που πράττει την “Επαναξιολόγηση των Αξιών”: “Στενή είναι η αρετή, δεν μπορώ να αναπνέψω΄ μικρός, στενός είναι ο Παράδεισος, δε με χωράει΄ σαν άνθρωπος μου φαίνεται ο Θεός σας, δεν τον θέλω!
Ο “Υπεράνθρωπος”, πάλι του Νίτσε, η ενεργητική παρουσία της προσωπικής υπέρβασης: “Αγωνία μέσα σου. Κάποιος παλεύει να φύγει, να ξεσκιστεί από τη σάρκα σου, να γλιτώσει από σένα. Ένας σπόρος στο μυαλό σου δε θέλει πια να ‘ναι μαζί σου, δε χωράει πια στο σπλάχνο σου, μάχεται για ελευτερία”.
Η “Φύση του Βούδα”, η Νιρβάνα, στην οποία εισέρχεται ο άνθρωπος όταν ξεφύγει από το Κάρμα, όταν δώσει τέλος στον κύκλο των μετενσαρκώσεων: “Ένας κύκλος είναι η λύτρωση΄ κλείσε τον!
Η έννοια της “δημιουργίας” όπως την όρισε ο Μπεργκσόν, μίας δημιουργίας λειτουργικής που επεμβαίνει στη ζωή (σεβόμενη πάντα τον αιώνιο νόμο της αλλαγής) και που παντρεύει τη “γνώση” με τη “πράξη”: “Η στερνή, η πιο ιερή μορφή της θεωρίας είναι η πράξη. Όχι να βλέπεις πώς πηδάει η σπίθα από τη μια γενεά στην άλλη, παρά να πηδάς, να καίγεσαι μαζί της”. 
Συμβολισμοί σίγουρα υπάρχουν κι άλλοι, αλλά αυτοί επαρκούν για να αναδείξουν την ομορφιά αυτού του αριστοτεχνικά δομημένου οικοδομήματος. Ο Καζαντζάκης είχε ευρεία και ουσιαστική μόρφωση και οι επιρροές του εμφανίζονται αστραφτερές σε κάθε σπιθαμή της Ασκητικής. Δεν πρόκειται ωστόσο για μία στυγνή και “αδιαφόρως ακαδημαϊκή” παράθεση συμβολισμών – κάθε άλλο. Ο σπουδαίος Έλληνας συγγραφέας δύναται να ασκήσει σε αυτές τις τεράστιες ιδέες την αδιαμφισβήτητη πνευματική γοητεία του και να τις υποτάξει στη δικιά του, προσωπική χορογραφία. 
Το τελικό έργο αποτελεί ένα θαύμα πλουραλισμού, ποικιλομορφίας και απαράμιλλης φυσικής ομοιογένειας. 
 
Η Κραυγή της Αλήθειας και το Κάλεσμα της Ελευθερίας
Το έργο, παρότι στηρίζεται στο χάος, στο αδύνατο, στην άβυσσο μεταξύ κάθε διπολικότητας, έχει έναν πολύ συγκεκριμένο πυρήνα – ή μάλλον, μία καρδιά, ναι, “καρδιά” ταιριάζει περισσότερο όταν αναφερόμαστε στην Ασκητική. Μία καρδιά από την οποία μπορείς να ακούσεις όχι έναν χτύπο, αλλά μία Κραυγή.
“Κι αφουγκράσου: Στον ύπνο, στον έρωτα, στη δημιουργία, σε μιαν αφιλοκερδή σου περήφανη πράξη ή μέσα σε βαθιά απελπισμένη σιωπή, ξάφνου μπορεί ν’ ακούσεις την Κραυγή και να κινήσεις”.
Αυτή η Κραυγή είναι το απόγειο του ταξιδιού του Νίκου Καζαντζάκη, η ανώτερη πνευματική κατάκτηση και συνειδητοποίησή του. Είναι ένας ύμνος της αλήθειας, μία συγχορδία ειλικρίνειας, το όνομα του χάους – και, το πιο σημαντικό, είναι η φωνή των θέλω μας. 
Ποια είναι αυτή η Κραυγή που μας καλεί να ακούσουμε και να ακολουθήσουμε ο Καζαντζάκης; Ποια είναι αυτή η Κραυγή που έρχεται σαν κεραυνός από τα σπλάχνα της ψυχής μας, από το σκοτεινότερο σπήλαιο της Ύπαρξής μας; Είναι η φωνή του μεγαλύτερου, του -αίωνια αγανακτισμένου- Θέλω μας. 
Είναι η προσταγή του εαυτού μας, η διαταγή του βαθύτερου “εγώ” μας, η σπίθα της πιο υποκειμενικής μας πραγματικότητάς. Είναι ο χορός του “εγώ” με το χάος, ο έρωτας του εαυτού μας για τον αγώνα, το νικηφόρο σάλπισμα του επερχόμενου θριάμβου μας απέναντι στη τυραννία της διπολικότητας. 
Είναι το ειλικρινέστερο γέλιο του Υπερανθρώπου, η ιερότερη εξομολόγηση του “ΝιτσεϊκούΑντίχριστου, το άκουσμα της λυτρωτικής ποινής του Ρασκόλνικωφ, το σοφό ψιθύρισμα του ποταμιού του Σιντάρτα – είναι η μελωδία της σιωπής.
Είναι ο εαυτός σου. Είναι “εσύ”. Είναι αυτό που “Θέλεις”, αυτό που όλοι ακούν με τα αυτιά, αλλά λίγοι με τη καρδιά τους. 
Είναι αυτό που τόσο “απλά”: “Θες να κάνεις”. Αυτό που Εσύ Θέλεις να κάνεις – όχι η κοινωνία, όχι οι φίλοι σου, όχι ο Θεός, ούτε καν η ζωή η ίδια. 
Είναι το δικό σου “Θέλω” – αυτό (και μονάχα αυτό) που μπορεί να φέρει ηρεμία στο “Είναι” σου, να σου δώσει απλόχερα τη μεγαλύτερη ευτυχία – την ευτυχία του να είσαι ο εαυτός σου. “Να είναι κανείς αυτό που είναι”, όπως είπε κι ένας από τους μεγάλους δασκάλους του Καζαντζάκη, ο Νίτσε. 
Άκου λοιπόν αυτή τη Κραυγή – απλώς άκου τη. Ύστερα, ύψωσε περήφανα το Θέλω σου απέναντι σε ολόκληρη την Ύπαρξη, με θάρρος και αυταπάρνηση. Και τότε, κάνε το βήμα, όρμησε και κατέκτησε το χάος. 
Γίνε ελεύθερος…
“Να μάθεις να υπακούς. Μονάχα όποιος υπακούει σε ανώτερό του ρυθμό είναι λεύτερος”.
 Νικος Καζαντζάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου