«Τι είναι ο χρόνος; Ο,τι μετράνε τα ρολόγια μας».
Λέμε συχνά ότι ο χρόνος «ρέει», «κυλά» και «φεύγει», χωρίς ποτέ να προσδιορίζουμε επακριβώς τι είδους «πράγμα» είναι αυτό που κυλά και φεύγει ασταμάτητα ή, τουλάχιστον, ποιος ή πώς μπορεί κανείς να μετρά την αδιάκοπη ροή του.
Αναμφίβολα, ο «χρόνος» αποτελεί το πιο σκοτεινό και άπιαστο αντικείμενο της ανθρώπινης σκέψης (φυσικής και μεταφυσικής): πρόκειται για κάτι που υπάρχει «πραγματικά» ή, αντίθετα, είναι ένας βολικός τρόπος να «μετράμε» ό,τι συνεχώς μεταβάλλεται και παρέρχεται γύρω από εμάς και μέσα μας; Αραγε, θα συνεχίσει να κυλά αιωνίως, αδιαφορώντας για τις αδυναμίες και τις αγωνίες των ανθρώπων, ή κάποτε θα «τελειώσει», επαναφέροντας στο μηδέν το Σύμπαν και τους κατοίκους του;
Λέγεται ότι όταν ρώτησαν τον Αϊνστάιν «τι είναι ο χρόνος;», αυτός απάντησε χωρίς περιστροφές: «Ο,τι μετράνε τα ρολόγια μας». Με αυτή την προκλητική δήλωση, ο μεγάλος ανανεωτής των παραδοσιακών εννοιών του χώρου και του χρόνου ήθελε πιθανά να μας υπενθυμίσει ότι ο χρόνος δεν είναι «κάτι τι» που μπορεί να συλληφθεί ανεξάρτητα από τον τρόπο που το μετράμε, δηλαδή ανεξάρτητα από το πώς καταγράφουμε την παρουσία του.
Απορρίπτοντας την επικρατούσα στην εποχή του κυκλική σύλληψη του χρόνου και τα παράδοξα της αιώνιας επιστροφής που αυτή γεννά, ο Αριστοτέλης ανοίγει πρώτος τον δρόμο για την εκκοσμίκευση και τη φυσικοποίηση της μέχρι τότε επικρατούσας μετα-φυσικής σύλληψης του χρόνου.
Και είναι απορίας άξιον γιατί χρειάστηκε να περάσουν τόσοι αιώνες ώσπου να υιοθετηθεί η αριστοτελική «λύση» (με τη διττή έννοια της επίλυσης αλλά και της διάλυσης) των λογικών παραδόξων που γεννά η αιωνιότητα, δηλαδή η ιδέα ενός άχρονου κυκλικού χρόνου.
Ο μύθος του χρόνου Σημαντική παράμετρος στην αντίληψη του χρόνου είναι η συνείδηση του μύθου ως «αληθινής ιστορίας» και όχι ως παραμυθιού, όπως τον αντιλαμβάνεται ένας μεγάλο τμήμα της ανθρωπότητας. Και τούτο γιατί η έννοια μύθος και η έννοια χρόνος είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες, καθώς ο μύθος παράγει το χρόνο, του δίνει περιεχόμενο και μορφή.
Ανάμεσα στα αποκτήματα του πρωτόγονου ανθρώπου, έτσι όπως τα αξιολογούν οι σύγχρονοι ανθρωπολόγοι, εκτός από τα όπλα, τα σκεύη και τα εργαλεία αναφέρονται επίσης οι χοροί, τα τραγούδια, οι ιστορίες, οι τελετουργίες και τα ονόματα. Όλα αυτά είναι μορφές έκφρασης του μύθου που περνά από γενεά σε γενεά. Ο μύθος και η πραγματικότητα είναι άρρηκτα συνυφασμένες έννοιες με κυριολεκτική έκφραση μέσα στη ζωή. Υπό αυτή την έννοια ο μύθος είναι ζωή και η ζωή μύθος.
Πέρα από αυτό ο μύθος ανάγει τη συνείδηση στην αδιαφοροποίητη αρχή του κόσμου, στον αρχέγονο χρόνο. Η αρχή του κόσμου, της ανθρωπότητας, η αρχή της ζωής και του θανάτου, του ζωικού και του φυτικού βασιλείου, η αρχή του κυνηγιού και της καλλιέργειας, η αρχή της φωτιάς, της λατρείας, των μυητικών τυπικών και των θεραπευτικών δυνάμεων είναι γεγονότα απομακρυσμένα στο χρόνο.
Εκεί έχει τα θεμέλιά της η σημερινή ζωή και από εκεί αντλούν την καταγωγή τους οι σύγχρονες κοινωνικές δομές. Οι θείες ή υπερφυσικές οντότητες που δραστηριοποιούνται στο μύθο, τα κατορθώματά τους, οι μοναδικές τους περιπέτειες, όλος αυτός ο θαυμαστός κόσμος είναι μια υπερβατική πραγματικότητα που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Πρόκειται για μια sine qua non συνθήκη στην παρούσα πραγματικότητα.
Ο μύθος είναι ιερή ιστορία. Και τούτο όχι μόνο για το περιεχόμενό της αλλά για τις συγκεκριμένες ιεροφάνειες που θέτει σε κίνηση. Η αφήγηση των μύθων της δημιουργίας ενσωματώνεται στις παγκόσμιες λατρείες, γιατί οι μύθοι είναι από μόνοι τους λατρεία και συνεισφέρουν στο σκοπό για τον οποίο έχουν εγκαθιδρυθεί οι λατρείες σε όλον τον κόσμο.
Η υπενθύμιση της δημιουργίας βοηθά τη ζωή του ανθρώπινου γένους, δηλαδή της κοινότητας ή της φυλής. Η υπενθύμιση των μυητικών τελετουργιών βοηθά στην επιβεβαίωση της διάρκειας και της αποτελεσματικότητας της ανθρωπότητας.
Αυτά που ο ο Κ. Τ. Πρέους (K. T. Preuss), ο Μπρόνισλαβ Μαλινόβσκι (Bronislaw Malinowski) και πολλοί άλλοι ακαδημαϊκοί διατύπωσαν με πολυάριθμα και χαρακτηριστικά παραδείγματα, αναφέρονται ουσιαστικά στο γεγονός ότι ο μύθος δεν είναι απλά η αφήγηση μιας ιστορίας, αλλά η βίωση της πραγματικότητας -όχι μια διανοητική αντίδραση σ’ ένα αίνιγμα, αλλά μια εξέχουσα πράξη πίστης- μια αναφορά της αρχέγονης πραγματικότητας που ζει στην παρούσα ζωή.
Άλλωστε, η ύπαρξη του κόσμου είτε τη μελετά κανείς μακροκοσμικά ή μικροκοσμικά δεν είναι συμπαγής και αδρανής. Ανανεώνεται διαρκώς μέσω της αναφοράς στο μύθο. Ο μύθος και η ιερή δράση που συνδέεται μαζί του εγγυάται στην πραγματικότητα την επιβίωση του κόσμου.
Στη σύγχρονη εποχή μόνον υπολείμματα αυτής της μυθικής άποψης για τον κόσμο επιβιώνουν. Αυτό δε σημαίνει ότι η μυθική άποψη είναι νεκρή. Επιβιώνει στις μεγάλες θρησκείες του κόσμου, που ζουν ακριβώς εξαιτίας της μυθικής τους άποψης για τον κόσμο και της αιτιολογικής τους σχέσης με το σωτηριολογικό μύθο. Στην εβραϊκή, στη χριστιανική θρησκεία, στο Βουδισμό, τον Ινδουϊσμό, τον Ισλαμισμό, τον Μανδαϊσμό, σε όλες σχεδόν τις αποκαλούμενες μεγάλες ή μικρές θρησκείες του κόσμου υπάρχει ο μύθος της δημιουργίας αλλά και της λύτρωσης, που είναι στην πραγματικότητα μια δεύτερη δημιουργία.
Υπάρχουν επίσης τα μυστήρια, καθιερωμένα από τα κεντρικά πρόσωπα κάθε θρησκείας. Σε κάθε, λοιπόν, ενεργοποίηση των μυστηρίων, οποιαδήποτε και αν είναι η εξωτερική μορφή τους, αυτό που αναβιώνει είναι το ρεύμα της ανανέωσης του κόσμου που κουβαλούν εν δυνάμει μέσα τους οι θρησκείες.
Σήμερα η θρησκεία είναι ο κατεξοχήν αντιπρόσωπος της μυθοποιητικής σκέψης, γιατί στα δρώμενά της απεικονίζονται οι σημαντικότερες μορφές της πραγμάτωσης του μύθου. Από αυτή την άποψη, λοιπόν, η συμμετοχή στα δρώμενα μετατρέπει το βιωμένο χρόνο σε μυθικό χρόνο, τον χρόνο της έναρξης της Δημιουργίας, της μέσης και του τέλους που υποδεικνύεται από την «πρόνοια» ή τους ίδιους τους εαυτούς μας ως συμμέτοχους στη δημιουργία.
Ένα έξοχο παράδειγμα αυτής της αλληλοσύνδεσης της αρχής της μέσης και του τέλους βρίσκεται στους πρώτους στίχους της Θείας Κωμωδίας του Δάντη. Στο μέσο της ζωής του ο ποιητής βρίσκεται στο σκοτάδι. Ένα τέρας απειλεί να τον οδηγήσει στον τόπο όπου «ο ήλιος είναι σιωπηλός». Σε αυτό το σημείο μια νέα αρχή πρέπει να γίνει, ένας νέος μύθος να προφερθεί. Κι έτσι γίνεται! Η αρχαιότητα τον παίρνει από το χέρι και τότε όλα τα πλούτη της κόλασης, του καθαρτήριου και του παράδεισου διαχύνονται μέσα στη ζωή του ως νέο περιεχόμενο. Εξαγνισμένος, μεταμορφωμένος τραβά το δρόμο του.
Όπως το εξέφρασε ο Κ. Γκ. Γιουνγκ, «Θα ήταν λάθος να πιστέψουμε ότι ο ποιητής εργάζεται με υλικά που παίρνει από δεύτερο χέρι. Πηγή της δημιουργικότητάς του είναι η αρχέγονη εμπειρία, για αυτό χρειάζεται μυθολογικό υλικό για να της δώσει μορφή. Ο Γκαίτε ψαχουλεύει στον Κάτω Κόσμο της ελληνικής αρχαιότητας.
Ο Βάγκνερ αντλεί από όλο το σώμα της σκανδιναβικής μυθολογίας, ενώ ο Νίτσε επιστρέφει στην ιερατική λειτουργία και αναδημιουργεί το θρυλικό προφήτη των προϊστορικών εποχών». Από αυτή την άποψη οι αυθεντικοί ποιητές είναι εκείνοι που βιώνουν το μυθικό χρόνο. Όλοι εμείς οι υπόλοιποι συνηθίσαμε τον ομογενοποιημένο χρόνο του ρολογιού μας, αυτόν που δεν υπάρχει στην πραγματικότητα.
Στην ελληνική μυθολογία ο Χρόνος ήταν μια ασώματη αρχέγονη θεότητα που προσωποποιούσε την έννοια του χρόνου. Παρότι ασώματος, παριστανόταν ωστόσο και ως τέρας με σώμα φιδιού και τρία κεφάλια: ανθρώπου (άνδρα), ταύρου και λιονταριού. Ο Χρόνος και η συνοδός του Ανάγκη (επίσης φιδίσια) περιελίσσονταν γύρω από το κοσμικό αβγό και το έσπασαν για να σχηματισθεί το «ταξινομημένο» Σύμπαν (γη – ουρανός – θάλασσα).
Εναλλακτικά, ο Χρόνος παριστάνεται σε ελληνορωμαϊκά ψηφιδωτά ως ένας άνδρας που περιστρέφει τον τροχό του Ζωδιακού. Αυτή η μορφή αποκαλείται συχνά «Αιών», μια εναλλακτική ονομασία του θεού Χρόνου.
Επίσης, με το όνομα Χρόνος είναι γνωστό το ένα από τα τέσσερα άλογα που έσερναν το άρμα του θεού Ηλίου κατά το ημερήσιο ταξίδι του ανά τους ουρανούς. Ο Χρόνος προσωποποιούσε και έτσι την αφηρημένη έννοια του χρόνου, που αποδινόταν με το πέρασμα των ημερών. Αμφότερες οι προσωποποιήσεις αυτές διαφέρουν από την κατά πολύ μεταγενέστερη προσωποποίηση του χρόνου στο πρόσωπο του θεού Κρόνου.
Καλή, όμορφη κι ευτυχισμένη η νέα χρονιά που μόλις έρχεται…
Λέμε συχνά ότι ο χρόνος «ρέει», «κυλά» και «φεύγει», χωρίς ποτέ να προσδιορίζουμε επακριβώς τι είδους «πράγμα» είναι αυτό που κυλά και φεύγει ασταμάτητα ή, τουλάχιστον, ποιος ή πώς μπορεί κανείς να μετρά την αδιάκοπη ροή του.
Αναμφίβολα, ο «χρόνος» αποτελεί το πιο σκοτεινό και άπιαστο αντικείμενο της ανθρώπινης σκέψης (φυσικής και μεταφυσικής): πρόκειται για κάτι που υπάρχει «πραγματικά» ή, αντίθετα, είναι ένας βολικός τρόπος να «μετράμε» ό,τι συνεχώς μεταβάλλεται και παρέρχεται γύρω από εμάς και μέσα μας; Αραγε, θα συνεχίσει να κυλά αιωνίως, αδιαφορώντας για τις αδυναμίες και τις αγωνίες των ανθρώπων, ή κάποτε θα «τελειώσει», επαναφέροντας στο μηδέν το Σύμπαν και τους κατοίκους του;
Λέγεται ότι όταν ρώτησαν τον Αϊνστάιν «τι είναι ο χρόνος;», αυτός απάντησε χωρίς περιστροφές: «Ο,τι μετράνε τα ρολόγια μας». Με αυτή την προκλητική δήλωση, ο μεγάλος ανανεωτής των παραδοσιακών εννοιών του χώρου και του χρόνου ήθελε πιθανά να μας υπενθυμίσει ότι ο χρόνος δεν είναι «κάτι τι» που μπορεί να συλληφθεί ανεξάρτητα από τον τρόπο που το μετράμε, δηλαδή ανεξάρτητα από το πώς καταγράφουμε την παρουσία του.
Εξάλλου, ο Αϊνστάιν δεν κάνει τίποτε άλλο από το να επαναλαμβάνει ό,τι, πριν από δύο χιλιετίες, είχε υποστηρίξει πρώτος και ρητά ο Αριστοτέλης στο έργο του «Φυσικά» ή «Φυσική Ακρόασις»: «Διότι τούτο είναι ο χρόνος, το αριθμήσιμο ποσό (αριθμός) της κίνησης στη διάρκειά της από ένα πρότερο σε ένα ύστερο» («Φυσικά», 219 b, τόμος 2, μτφ. Β. Μπετσάκος, εκδ. Ζήτρος).Ο χρόνος λοιπόν, σύμφωνα με τον μεγάλο Σταγειρίτη, δεν είναι παρά «αριθμός» που μετρά τη κίνηση, και μόνο ως μετρήσιμο μαθηματικό μέγεθος έχει το ακριβές φυσικό νόημα που καταγράφεται στις ενδείξεις των ρολογιών και των ημερολογίων μας!
Απορρίπτοντας την επικρατούσα στην εποχή του κυκλική σύλληψη του χρόνου και τα παράδοξα της αιώνιας επιστροφής που αυτή γεννά, ο Αριστοτέλης ανοίγει πρώτος τον δρόμο για την εκκοσμίκευση και τη φυσικοποίηση της μέχρι τότε επικρατούσας μετα-φυσικής σύλληψης του χρόνου.
Και είναι απορίας άξιον γιατί χρειάστηκε να περάσουν τόσοι αιώνες ώσπου να υιοθετηθεί η αριστοτελική «λύση» (με τη διττή έννοια της επίλυσης αλλά και της διάλυσης) των λογικών παραδόξων που γεννά η αιωνιότητα, δηλαδή η ιδέα ενός άχρονου κυκλικού χρόνου.
Ο μύθος του χρόνου Σημαντική παράμετρος στην αντίληψη του χρόνου είναι η συνείδηση του μύθου ως «αληθινής ιστορίας» και όχι ως παραμυθιού, όπως τον αντιλαμβάνεται ένας μεγάλο τμήμα της ανθρωπότητας. Και τούτο γιατί η έννοια μύθος και η έννοια χρόνος είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες, καθώς ο μύθος παράγει το χρόνο, του δίνει περιεχόμενο και μορφή.
Ανάμεσα στα αποκτήματα του πρωτόγονου ανθρώπου, έτσι όπως τα αξιολογούν οι σύγχρονοι ανθρωπολόγοι, εκτός από τα όπλα, τα σκεύη και τα εργαλεία αναφέρονται επίσης οι χοροί, τα τραγούδια, οι ιστορίες, οι τελετουργίες και τα ονόματα. Όλα αυτά είναι μορφές έκφρασης του μύθου που περνά από γενεά σε γενεά. Ο μύθος και η πραγματικότητα είναι άρρηκτα συνυφασμένες έννοιες με κυριολεκτική έκφραση μέσα στη ζωή. Υπό αυτή την έννοια ο μύθος είναι ζωή και η ζωή μύθος.
Πέρα από αυτό ο μύθος ανάγει τη συνείδηση στην αδιαφοροποίητη αρχή του κόσμου, στον αρχέγονο χρόνο. Η αρχή του κόσμου, της ανθρωπότητας, η αρχή της ζωής και του θανάτου, του ζωικού και του φυτικού βασιλείου, η αρχή του κυνηγιού και της καλλιέργειας, η αρχή της φωτιάς, της λατρείας, των μυητικών τυπικών και των θεραπευτικών δυνάμεων είναι γεγονότα απομακρυσμένα στο χρόνο.
Εκεί έχει τα θεμέλιά της η σημερινή ζωή και από εκεί αντλούν την καταγωγή τους οι σύγχρονες κοινωνικές δομές. Οι θείες ή υπερφυσικές οντότητες που δραστηριοποιούνται στο μύθο, τα κατορθώματά τους, οι μοναδικές τους περιπέτειες, όλος αυτός ο θαυμαστός κόσμος είναι μια υπερβατική πραγματικότητα που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Πρόκειται για μια sine qua non συνθήκη στην παρούσα πραγματικότητα.
Ο μύθος είναι ιερή ιστορία. Και τούτο όχι μόνο για το περιεχόμενό της αλλά για τις συγκεκριμένες ιεροφάνειες που θέτει σε κίνηση. Η αφήγηση των μύθων της δημιουργίας ενσωματώνεται στις παγκόσμιες λατρείες, γιατί οι μύθοι είναι από μόνοι τους λατρεία και συνεισφέρουν στο σκοπό για τον οποίο έχουν εγκαθιδρυθεί οι λατρείες σε όλον τον κόσμο.
Η υπενθύμιση της δημιουργίας βοηθά τη ζωή του ανθρώπινου γένους, δηλαδή της κοινότητας ή της φυλής. Η υπενθύμιση των μυητικών τελετουργιών βοηθά στην επιβεβαίωση της διάρκειας και της αποτελεσματικότητας της ανθρωπότητας.
Αυτά που ο ο Κ. Τ. Πρέους (K. T. Preuss), ο Μπρόνισλαβ Μαλινόβσκι (Bronislaw Malinowski) και πολλοί άλλοι ακαδημαϊκοί διατύπωσαν με πολυάριθμα και χαρακτηριστικά παραδείγματα, αναφέρονται ουσιαστικά στο γεγονός ότι ο μύθος δεν είναι απλά η αφήγηση μιας ιστορίας, αλλά η βίωση της πραγματικότητας -όχι μια διανοητική αντίδραση σ’ ένα αίνιγμα, αλλά μια εξέχουσα πράξη πίστης- μια αναφορά της αρχέγονης πραγματικότητας που ζει στην παρούσα ζωή.
Άλλωστε, η ύπαρξη του κόσμου είτε τη μελετά κανείς μακροκοσμικά ή μικροκοσμικά δεν είναι συμπαγής και αδρανής. Ανανεώνεται διαρκώς μέσω της αναφοράς στο μύθο. Ο μύθος και η ιερή δράση που συνδέεται μαζί του εγγυάται στην πραγματικότητα την επιβίωση του κόσμου.
Σύμφωνα με τον Πρέους, «ο πρωτόγονος άνθρωπος όχι μόνον επαναλαμβάνει, αλλά ανασυνθέτει μέσω του μύθου την αρχική πράξη της Δημιουργίας». Ο αρχέγονος χρόνος είναι δημιουργικός. Δημιουργεί αυτό που συμβαίνει σήμερα, μέσω της επανάληψης του μύθου. Διατηρεί μια εικόνα του κόσμου κατά πολύ διαφορετική από τις συνηθισμένες μας συλλήψεις.Στην πραγματικότητα τίποτα δεν είναι καθορισμένο, τίποτε δεν μπορεί να υπάρξει, εκτός και αν ανανεώνεται διαρκώς, αφού ενεργοποιείται από τον μύθο. Αλλά κάτι τέτοιο σημαίνει ότι ο μύθος είναι αιτιολογικός, όχι γιατί εξηγεί κάτι, αλλά γιατί παρέχει εγγύηση για την ύπαρξη του γεγονότος. Τούτο βρίσκει την εφαρμογή του όχι μόνο στις ιδιαίτερες όψεις της ζωής, αλλά στο σύνολο της δημιουργίας. Με άλλα λόγια βρίσκει την εφαρμογή του στη δημιουργική δύναμη που βρίσκεται πίσω από την εκδήλωση κάθε γεγονότος.
Στη σύγχρονη εποχή μόνον υπολείμματα αυτής της μυθικής άποψης για τον κόσμο επιβιώνουν. Αυτό δε σημαίνει ότι η μυθική άποψη είναι νεκρή. Επιβιώνει στις μεγάλες θρησκείες του κόσμου, που ζουν ακριβώς εξαιτίας της μυθικής τους άποψης για τον κόσμο και της αιτιολογικής τους σχέσης με το σωτηριολογικό μύθο. Στην εβραϊκή, στη χριστιανική θρησκεία, στο Βουδισμό, τον Ινδουϊσμό, τον Ισλαμισμό, τον Μανδαϊσμό, σε όλες σχεδόν τις αποκαλούμενες μεγάλες ή μικρές θρησκείες του κόσμου υπάρχει ο μύθος της δημιουργίας αλλά και της λύτρωσης, που είναι στην πραγματικότητα μια δεύτερη δημιουργία.
Υπάρχουν επίσης τα μυστήρια, καθιερωμένα από τα κεντρικά πρόσωπα κάθε θρησκείας. Σε κάθε, λοιπόν, ενεργοποίηση των μυστηρίων, οποιαδήποτε και αν είναι η εξωτερική μορφή τους, αυτό που αναβιώνει είναι το ρεύμα της ανανέωσης του κόσμου που κουβαλούν εν δυνάμει μέσα τους οι θρησκείες.
Σήμερα η θρησκεία είναι ο κατεξοχήν αντιπρόσωπος της μυθοποιητικής σκέψης, γιατί στα δρώμενά της απεικονίζονται οι σημαντικότερες μορφές της πραγμάτωσης του μύθου. Από αυτή την άποψη, λοιπόν, η συμμετοχή στα δρώμενα μετατρέπει το βιωμένο χρόνο σε μυθικό χρόνο, τον χρόνο της έναρξης της Δημιουργίας, της μέσης και του τέλους που υποδεικνύεται από την «πρόνοια» ή τους ίδιους τους εαυτούς μας ως συμμέτοχους στη δημιουργία.
Ένα έξοχο παράδειγμα αυτής της αλληλοσύνδεσης της αρχής της μέσης και του τέλους βρίσκεται στους πρώτους στίχους της Θείας Κωμωδίας του Δάντη. Στο μέσο της ζωής του ο ποιητής βρίσκεται στο σκοτάδι. Ένα τέρας απειλεί να τον οδηγήσει στον τόπο όπου «ο ήλιος είναι σιωπηλός». Σε αυτό το σημείο μια νέα αρχή πρέπει να γίνει, ένας νέος μύθος να προφερθεί. Κι έτσι γίνεται! Η αρχαιότητα τον παίρνει από το χέρι και τότε όλα τα πλούτη της κόλασης, του καθαρτήριου και του παράδεισου διαχύνονται μέσα στη ζωή του ως νέο περιεχόμενο. Εξαγνισμένος, μεταμορφωμένος τραβά το δρόμο του.
Όπως το εξέφρασε ο Κ. Γκ. Γιουνγκ, «Θα ήταν λάθος να πιστέψουμε ότι ο ποιητής εργάζεται με υλικά που παίρνει από δεύτερο χέρι. Πηγή της δημιουργικότητάς του είναι η αρχέγονη εμπειρία, για αυτό χρειάζεται μυθολογικό υλικό για να της δώσει μορφή. Ο Γκαίτε ψαχουλεύει στον Κάτω Κόσμο της ελληνικής αρχαιότητας.
Ο Βάγκνερ αντλεί από όλο το σώμα της σκανδιναβικής μυθολογίας, ενώ ο Νίτσε επιστρέφει στην ιερατική λειτουργία και αναδημιουργεί το θρυλικό προφήτη των προϊστορικών εποχών». Από αυτή την άποψη οι αυθεντικοί ποιητές είναι εκείνοι που βιώνουν το μυθικό χρόνο. Όλοι εμείς οι υπόλοιποι συνηθίσαμε τον ομογενοποιημένο χρόνο του ρολογιού μας, αυτόν που δεν υπάρχει στην πραγματικότητα.
Στην ελληνική μυθολογία ο Χρόνος ήταν μια ασώματη αρχέγονη θεότητα που προσωποποιούσε την έννοια του χρόνου. Παρότι ασώματος, παριστανόταν ωστόσο και ως τέρας με σώμα φιδιού και τρία κεφάλια: ανθρώπου (άνδρα), ταύρου και λιονταριού. Ο Χρόνος και η συνοδός του Ανάγκη (επίσης φιδίσια) περιελίσσονταν γύρω από το κοσμικό αβγό και το έσπασαν για να σχηματισθεί το «ταξινομημένο» Σύμπαν (γη – ουρανός – θάλασσα).
Εναλλακτικά, ο Χρόνος παριστάνεται σε ελληνορωμαϊκά ψηφιδωτά ως ένας άνδρας που περιστρέφει τον τροχό του Ζωδιακού. Αυτή η μορφή αποκαλείται συχνά «Αιών», μια εναλλακτική ονομασία του θεού Χρόνου.
Επίσης, με το όνομα Χρόνος είναι γνωστό το ένα από τα τέσσερα άλογα που έσερναν το άρμα του θεού Ηλίου κατά το ημερήσιο ταξίδι του ανά τους ουρανούς. Ο Χρόνος προσωποποιούσε και έτσι την αφηρημένη έννοια του χρόνου, που αποδινόταν με το πέρασμα των ημερών. Αμφότερες οι προσωποποιήσεις αυτές διαφέρουν από την κατά πολύ μεταγενέστερη προσωποποίηση του χρόνου στο πρόσωπο του θεού Κρόνου.
Καλή, όμορφη κι ευτυχισμένη η νέα χρονιά που μόλις έρχεται…
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου