Το Βυζάντιο δεν είναι η Ελλάδα. Είναι η άρνηση της Ελλάδας.
Δεν μίλησα για το Βυζάντιο, γιατί σε καμιά περίπτωση δεν είναι η Ελλάδα, είναι μάλλον η άρνηση της Ελλάδας. Παρατηρήστε, αλήθεια, την υπεριεραρχημένη βυζαντινή Αυλή με τους χίλιους τίτλους που μας φαίνονται σαν παιδιαρίσματα, τη δυσκίνητη δημόσια διοίκηση με τα πλήθη των υπαλλήλων, σε πλήρη αντίθεση προς την απλότητα και την ευκαμψία της διακυβέρνησης των δημοκρατιών ή και των ελληνιστικών βασιλείων.
Παρατηρήστε όλη αυτή την επίδειξη, τον δεσποτισμό των αυτοκρατόρων, τον φανατισμό που αποτελεί τη συνηθέστερη εκδήλωση σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Ιστορίας, τη διαμάχη. των εικονοκλαστών που ήταν μια παραφροσύνη ανάμεσα σε τόσες άλλες, εκείνη τη σκληρότητα, τη βαρβαρότητα, το αίμα που ρέει και κηλιδώνει την ιστορία του Βυζαντίου απ’ αρχής μέχρι τέλους, εκείνες τις μηχανορραφίες, τις επαναστάσεις του παλατιού, πάντοτε θηριώδεις και φοβερές. Τίποτε άλλο δεν υπάρχει που να έρχεται σε μεγαλύτερη αντίθεση προς το ελεύθερο και φωτεινό πνεύμα της Αθήνας από όσο όλα όσα προαναφέραμε.
Συγκρίνετε αυτόν τον Παντοκράτορα Χριστό, τον τόσο τυπικά και θλιβερά βυζαντινό, με τα κοίλα, υπερμεγέθη μάτια, μαύρα όπως ο θάνατος, με το σκυθρωπό και κάτωχρο πρόσωπο, συγκρίνετέ τον με οποιαδήποτε μορφή του Ερμή, του Απόλλωνα ή του Διονύσου, που ακτινοβολούν από ζωή, ομορφιά, ισορροπία και αρμονία και θα καταλάβετε τη μεγάλη απόσταση που χωρίζει την ελληνική από τη βυζαντινή ψυχή. Είναι ο θρίαμβος της ζωής και του καθαρού λόγου απέναντι στον θρίαμβο του θανάτου και τoύ ανατολίτικου μυστικισμού.
Είναι η ψυχή η ξαναμμένη από την ομορφιά, την καλλιτεχνική δημιουργία, την αγάπη για ζωή, απέναντι σε μια φτωχή και αποστειρωμένη ψυχή, συντεθλιμμένη από μια θρησκεία του θανάτου και του πόνου, μια θρησκεία που περιφρονεί τον άνθρωπο, τη φύση, τη ζωή και οτιδήποτε γήινο, όλα δηλαδή όσα κάνουν τη ζωή μας να αξίζει. Η Αθήνα είναι η αξεπέραστη κορωνίδα του πολιτισμού με όλες τις αξίες που αυτός περιέχει, είναι ο θρίαμβος του κάλλους, η κατ’ εξοχήν πατρίδα του τίμιου ανθρώπου, του «καλού καγαθού».
Τα χάνει κανείς μπροστά σε τόση ευτέλεια και ελαφρότητα. Επιπλέον παρατηρείται παντελής έλλειψη πρωτότυπης σκέψης και ολοκληρωτική απουσία του θεάτρου και της μεγάλης «κοσμικής» ποίησης.
Και παρά την τραγωδία της πολιορκίας και της πτώσης της βασιλεύουσας το 1453 δεν μπορούμε παρά να χαιρόμαστε γι’ αυτήν, διότι ο θάνατος του Βυζαντίου προκάλεσε την οριστική αναγέννηση αυτού που ο Ιουστινιανός είχε ισχυρισθεί ότι είχε για πάντα εξαλείψει με το κλείσιμο της Σχολής των Αθηνών, την οριστική αναγέννηση αυτού που χυδαία και άδικα αποκαλείται «παγανισμός» και που εγώ το ονομάζω «καθάρειο, φλογερό πάθος, ζωογόνο φλόγα της αθάνατης ψυχής της αρχαίας Ελλάδας».
1. Αν και ανήκουν στον εκκολαπτόμενο βυζαντινισμό, δεν μπορούμε να αποδώσουμε στη βυζαντινή γραμματεία ούτε έναν ορισμένο αριθμό ποιητών της Παλατινής ανθολογίας ούτε τον Νόwο τον Πανοπολίτη ούτε τον Μουσαίο για να μην αναφέρουμε παρά μόνον αυτούς, διότι τα επιγράμματα ή τα βραχύτατα ποιήματα των πρώτων τα οποία, εξάλλου, δεν έχουν εξ ολοκλήρου χάσει τη γοητεία μιας θνήσκουσας κοινωνίας, που παρ’ όλα αυτά εξακολουθούσε να σφύζει από ζωή, το ποίημα-ποταμός των Διονυσιακών και το ποίημα Ηρώ και Λέανδρος συγκαταλέγονται στα ειδωλολατρικά έργα.
Εξάλλου, ο ενθουσιασμός που παρακινεί τον Ρωμανό τον Μελωδό δεν μου φαίνεται δικαιολογία ικανή, ώστε να παραβάλλεται προς τον Πίνδαρο, όπως τόλμησαν να πουν μερικοί, αλλά μάλλον προς τον Λατίνο Προυντέντιο ή έστω, τον Συνέσιο.
2 Αν εξαιρέσουμε τον Πλήθωνα, πλατωνιστή του 15 μ.κ.ε. αιώνα, που είναι ο μόνος Βυζαντινός ο οποίος μπορεί να χαρακτηριστεί στοχαστής, δεν βλέπω παρά μόνο τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο, που υπήρξε αναμφίβολα μέγας ρήτορας, αλλά που η φιλοσοφική του σκέψη περιορίζεται στην ηθική της αισχρής κατήχησης.
Δεν μίλησα για το Βυζάντιο, γιατί σε καμιά περίπτωση δεν είναι η Ελλάδα, είναι μάλλον η άρνηση της Ελλάδας. Παρατηρήστε, αλήθεια, την υπεριεραρχημένη βυζαντινή Αυλή με τους χίλιους τίτλους που μας φαίνονται σαν παιδιαρίσματα, τη δυσκίνητη δημόσια διοίκηση με τα πλήθη των υπαλλήλων, σε πλήρη αντίθεση προς την απλότητα και την ευκαμψία της διακυβέρνησης των δημοκρατιών ή και των ελληνιστικών βασιλείων.
Παρατηρήστε όλη αυτή την επίδειξη, τον δεσποτισμό των αυτοκρατόρων, τον φανατισμό που αποτελεί τη συνηθέστερη εκδήλωση σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Ιστορίας, τη διαμάχη. των εικονοκλαστών που ήταν μια παραφροσύνη ανάμεσα σε τόσες άλλες, εκείνη τη σκληρότητα, τη βαρβαρότητα, το αίμα που ρέει και κηλιδώνει την ιστορία του Βυζαντίου απ’ αρχής μέχρι τέλους, εκείνες τις μηχανορραφίες, τις επαναστάσεις του παλατιού, πάντοτε θηριώδεις και φοβερές. Τίποτε άλλο δεν υπάρχει που να έρχεται σε μεγαλύτερη αντίθεση προς το ελεύθερο και φωτεινό πνεύμα της Αθήνας από όσο όλα όσα προαναφέραμε.
Συγκρίνετε αυτόν τον Παντοκράτορα Χριστό, τον τόσο τυπικά και θλιβερά βυζαντινό, με τα κοίλα, υπερμεγέθη μάτια, μαύρα όπως ο θάνατος, με το σκυθρωπό και κάτωχρο πρόσωπο, συγκρίνετέ τον με οποιαδήποτε μορφή του Ερμή, του Απόλλωνα ή του Διονύσου, που ακτινοβολούν από ζωή, ομορφιά, ισορροπία και αρμονία και θα καταλάβετε τη μεγάλη απόσταση που χωρίζει την ελληνική από τη βυζαντινή ψυχή. Είναι ο θρίαμβος της ζωής και του καθαρού λόγου απέναντι στον θρίαμβο του θανάτου και τoύ ανατολίτικου μυστικισμού.
Είναι η ψυχή η ξαναμμένη από την ομορφιά, την καλλιτεχνική δημιουργία, την αγάπη για ζωή, απέναντι σε μια φτωχή και αποστειρωμένη ψυχή, συντεθλιμμένη από μια θρησκεία του θανάτου και του πόνου, μια θρησκεία που περιφρονεί τον άνθρωπο, τη φύση, τη ζωή και οτιδήποτε γήινο, όλα δηλαδή όσα κάνουν τη ζωή μας να αξίζει. Η Αθήνα είναι η αξεπέραστη κορωνίδα του πολιτισμού με όλες τις αξίες που αυτός περιέχει, είναι ο θρίαμβος του κάλλους, η κατ’ εξοχήν πατρίδα του τίμιου ανθρώπου, του «καλού καγαθού».
Το Βυζάντιο είναι ο θρίαμβος των βαρβαροτήτων της Ανατολής, ο θρίαμβος της πιο ανήθικης ιδέας που ταλαιπώρησε τον άνθρωπο, ότι δηλαδή η Γη είναι μια κοιλάδα δακρύων, ότι η αληθινή ζωή βρίσκεται σε έναν νεφελώδη και υποθετικό ουράνιο κόσμο και ότι η ζωή δεν είναι παρά μια προετοιμασία για το θάνατο.Η βυζαντινή λογοτεχνική παραγωγή είναι εντούτοις εξαιρετικά φτωχή και απογοητευτική. Σε έναν Ηρόδοτο, σε έναν Θουκυδίδη, έναν Πολύβιο, οι μόνοι που έχει να αντιπαρατάξει το Βυζάντιο είναι ο Προκόπιος, ο Ψελλός καιο Φώτιος. Στον Ισοκράτη και το Δημοσθένη, ο Νικηφόρος Γρηγοράς. Στον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη και τον Πλωτίνο, ο Δημήτριος Κυδωνιεύς ή ο Πλήθων. Στον Πλούταρχο, ο Μάρκος ο Διάκονος. Δεν τολμώ να αναφέρω τον Όμηρο, διότι ούτε η Αλεξιάς της Άννας Κομνηνής ούτε τα ποιήματα του Τζέτζη ή το έπος του Διγενή Ακρίτα, μπορούν να παραβληθούν με τα ομηρικά έργα.
Τα χάνει κανείς μπροστά σε τόση ευτέλεια και ελαφρότητα. Επιπλέον παρατηρείται παντελής έλλειψη πρωτότυπης σκέψης και ολοκληρωτική απουσία του θεάτρου και της μεγάλης «κοσμικής» ποίησης.
Και παρά την τραγωδία της πολιορκίας και της πτώσης της βασιλεύουσας το 1453 δεν μπορούμε παρά να χαιρόμαστε γι’ αυτήν, διότι ο θάνατος του Βυζαντίου προκάλεσε την οριστική αναγέννηση αυτού που ο Ιουστινιανός είχε ισχυρισθεί ότι είχε για πάντα εξαλείψει με το κλείσιμο της Σχολής των Αθηνών, την οριστική αναγέννηση αυτού που χυδαία και άδικα αποκαλείται «παγανισμός» και που εγώ το ονομάζω «καθάρειο, φλογερό πάθος, ζωογόνο φλόγα της αθάνατης ψυχής της αρχαίας Ελλάδας».
1. Αν και ανήκουν στον εκκολαπτόμενο βυζαντινισμό, δεν μπορούμε να αποδώσουμε στη βυζαντινή γραμματεία ούτε έναν ορισμένο αριθμό ποιητών της Παλατινής ανθολογίας ούτε τον Νόwο τον Πανοπολίτη ούτε τον Μουσαίο για να μην αναφέρουμε παρά μόνον αυτούς, διότι τα επιγράμματα ή τα βραχύτατα ποιήματα των πρώτων τα οποία, εξάλλου, δεν έχουν εξ ολοκλήρου χάσει τη γοητεία μιας θνήσκουσας κοινωνίας, που παρ’ όλα αυτά εξακολουθούσε να σφύζει από ζωή, το ποίημα-ποταμός των Διονυσιακών και το ποίημα Ηρώ και Λέανδρος συγκαταλέγονται στα ειδωλολατρικά έργα.
Εξάλλου, ο ενθουσιασμός που παρακινεί τον Ρωμανό τον Μελωδό δεν μου φαίνεται δικαιολογία ικανή, ώστε να παραβάλλεται προς τον Πίνδαρο, όπως τόλμησαν να πουν μερικοί, αλλά μάλλον προς τον Λατίνο Προυντέντιο ή έστω, τον Συνέσιο.
2 Αν εξαιρέσουμε τον Πλήθωνα, πλατωνιστή του 15 μ.κ.ε. αιώνα, που είναι ο μόνος Βυζαντινός ο οποίος μπορεί να χαρακτηριστεί στοχαστής, δεν βλέπω παρά μόνο τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο, που υπήρξε αναμφίβολα μέγας ρήτορας, αλλά που η φιλοσοφική του σκέψη περιορίζεται στην ηθική της αισχρής κατήχησης.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου