της Μαρίας Ιωσηφίδου*
Από τη στιγμή που υπάρχουν τόσοι πολλοί άνθρωποι που είναι μόνοι ή που νιώθουν φόβο, συστολή και ανασφάλεια για κάθε είδους άμεσης επαφής με άλλους, γενικά, και με το αντίθετο φύλο ειδικότερα, δεν προκαλεί πλέον ιδιαίτερη εντύπωση η επιλογή της διαδικτυακής αναζήτησης επαφής με άλλους, είτε φιλικά είτε ερωτικά.
Τα παραπάνω αποτελούν μια πρώτη ανάγνωση αυτής της τόσο διαδεδομένης τα τελευταία χρόνια τάσης δημιουργίας διαδικτυακών σχέσεων. Υπάρχουν, όμως, και άλλες αναγνώσεις. Οι ουσιαστικές σχέσεις των πολλών από εμάς έχουν συρρικνωθεί και χάσει σε ποιότητα, συχνότητα, διάρκεια και βάθος, σε βαθμό που, σε συνδυασμό με την ολοένα και μεγαλύτερη καταναλωτική διάθεση και τη στάση ζωής μας γενικότερα, να έχουμε αρχίσει να βιώνουμε και να διαχειριζόμαστε -τουλάχιστον ασυνείδητα- ακόμα και τον ίδιο μας τον εαυτό ως ''εμπόρευμα''
Αυτό φαίνεται σε πολλούς τομείς της πολύπλοκης πλέον καθημερινότητάς μας -όπου σχεδόν παντού πρέπει να καταθέτουμε βιογραφικά και να λανσάρουμε όσο καλύτερα γίνεται τον εαυτό μας- αλλά ίσως ακόμα περισσότερο στην αναζήτηση του έρωτα μέσα από διαδικτυακές σχέσεις ή τη διαδικτυακή επικοινωνία. Όσο αποτελεσματικότερα καταφέρνει κάποιος να λανσάρει τον εαυτό του -ως να ήταν εμπόρευμα-, τονίζοντας τα θετικά και καλύπτοντας ταυτόχρονα τα όποια αρνητικά του στοιχεία -όπως ακριβώς γίνεται και στη διαφήμιση κάθε εμπορεύματος- τόσο μεγαλύτερες είναι και οι πιθανότητές του να βρει αυτό που αναζητά.
Οι διαδικτυακές σχέσεις, γενικά, και η διαδικτυακή αναζήτηση ερωτικού συντρόφου, ειδικότερα, είναι ελκυστικές και για έναν επιπρόσθετο λόγο. Μειώνουν για τον ενδιαφερόμενο τους κινδύνους που έχουν άλλες μορφές αναζήτησης συντρόφου, όπως οι αγγελίες ή η άμεση επαφή. Οι κίνδυνοι αυτοί μειώνονται, καθώς οι διαδικτυακές σχέσεις αναβάλουν τη στιγμή της άμεσης συνάντησης με τον Άλλον στην πραγματική ζωή, και αντικαθιστώνται από την ασφάλεια που δίνει η επιλογή διαφόρων υποψήφιων συντρόφων και η επικοινωνία μαζί τους μέσα από την οθόνη ενός υπολογιστή που αποκρύπτει πλήρως τη γλώσσα του σώματος που, στην περίπτωση μιας άμεσης επαφής, θα αποκάλυπτε την όποια νευρικότητα, ανασφάλεια ή φόβο τυχόν υπήρχε.
Είναι αρκετές οι έρευνες που δείχνουν πως η επικοινωνία μεταξύ των ατόμων βασίζεται σε πολύ μικρό μόνο βαθμό στις λέξεις, περίπου στο 10%. Η συντριπτική πλειοψηφία των μηνυμάτων που εκπέμπουμε επικοινωνούνται διαμέσου του τόνου της φωνής, περίπου 40%, και των εκφράσεων του προσώπου καθώς και της γενικότερης γλώσσας του σώματος, περίπου 50%. Ο άμεσος διάλογος προϋποθέτει, εκτός όλων των άλλων, έκθεση στο άγνωστο και ικανότητες που δεν διαθέτουμε όλοι μας.
Η πληθώρα των ιστοσελίδων αναζήτησης ερωτικού συντρόφου εξοικειώνει τους «καταναλωτές» με τη νέα αυτή συνήθεια και χρήση, από τη στιγμή που μειώνουν το όποιο άγχος τους για το νέο και επομένως άγνωστο. Οι ιστοσελίδες του «έρωτα» είναι, εκτός των άλλων, και ένα είδος «οικονομικού συστήματος» που καθορίζεται από την εκάστοτε υφιστάμενη προσφορά και ζήτηση. Αυτό σημαίνει πως οι συμμετέχοντες θα πρέπει να είναι ευέλικτοι και να μπορούν προσαρμόζονται στις εκάστοτε απαιτήσεις του «καταναλωτικού» κοινού που, ως τέτοιο, είναι σχεδόν πάντα αδηφάγο. Η συνεχής κατανάλωση δεν οδηγεί αυτόματα στην ικανοποίηση και στην ευτυχία αλλά, αντίθετα, σε μια διαρκή αίσθηση έλλειψης ικανοποίησης, σε μια ανάγκη για ακόμα μεγαλύτερη κατανάλωση και σε μια άνεση για αλλαγή του «προϊόντος» χωρίς την παραμικρή υποχρέωση…
Το καταναλωτικό «σύνδρομο» προσπαθεί να αποτρέψει τον καταναλωτή από τη διατήρηση των όσων αγοράζει. Κινητά, υπολογιστές, αντικείμενα ένδυσης, σχεδόν τα πάντα -έμψυχα και άψυχα- πρέπει να αντικαθιστώνται το συντομότερο δυνατόν ώστε να αποτραπεί μια βαθύτερη σχέση εξάρτησης από αυτά. Για το λόγο αυτό, η διάρκεια ζωής όλων των προϊόντων έχει μειωθεί δραματικά. Ζούμε σε έναν κόσμο όπου η κουλτούρα του «φθείρω και πετώ στον κάλαθο των αχρήστων» μας κάνει να νιώθουμε μια σχεδόν άγρια χαρά όταν πετάμε οτιδήποτε χρησιμοποιημένο, αντικαθιστώντας το με κάτι νέο, είτε πρόκειται για αντικείμενο είτε για…άτομο…!
Η δυνατότητα που δίνει το διαδίκτυο για νέες γνωριμίες και επικοινωνία με άλλους μπορεί να οδηγήσει πολλούς χρήστες στην ανάγκη δημιουργίας όχι μόνο μίας αλλά πολλών νέων εκδοχών «εικονικής» ή «διαδικτυακής» ταυτότητας, δηλαδή μιας διαφορετικής κάθε φορά προσωπικής αίσθησης για τον εαυτό, ίσως και παντελώς διαφορετικής από αυτήν που έχει στην πραγματικότητα ο εκάστοτε χρήστης για τον εαυτό του. Οι συνέπειες αυτού του ενδεχομένου μπορεί να είναι έως και πολύ σοβαρές, ιδιαίτερα αν το άτομο έχει ευάλωτη ή/και μη ολοκληρωμένη ψυχική δομή, όπως, για παράδειγμα, οι έφηβοι.
Σίγουρα, ο διαδικτυακός τρόπος επικοινωνίας δεν μπορεί να έχει μόνο μειονεκτήματα που ισχύουν για τον καθένα και σε κάθε περίπτωση. Τα μειονεκτήματα ενδεχομένως να υπερτονίζονται, μέχρι στιγμής, γιατί όπως οτιδήποτε νέο ή άγνωστο γεννά -δικαιολογημένα ως ένα βαθμό- επιφύλαξη και φόβο. Για το λόγο αυτό, και επειδή «παν μέτρον άριστον», μέχρι να διερευνηθούν περισσότερο οι επιπτώσεις της νέας αυτής μορφής επικοινωνίας, νομίζω πως είναι επιβεβλημένη μια πιο συνετή και ειλικρινής αξιοποίησή της από τον καθένα που θα ήθελε να τη χρησιμοποιήσει.
--------------------------
*Η Μαρία Ιωσηφίδου είναι Ιατρός Πνευμονολόγος στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομειό Ρίου και Ιατρός Πνευμονολόγος-Φυματιολόγος, Αναπληρώτρια Υπεύθυνη στον Οργανισμό Κατά των Ναρκωτικών ΟΚΑΝΑ και τιμά το παρόν blog με τις σκέψεις της!
Τα παραπάνω αποτελούν μια πρώτη ανάγνωση αυτής της τόσο διαδεδομένης τα τελευταία χρόνια τάσης δημιουργίας διαδικτυακών σχέσεων. Υπάρχουν, όμως, και άλλες αναγνώσεις. Οι ουσιαστικές σχέσεις των πολλών από εμάς έχουν συρρικνωθεί και χάσει σε ποιότητα, συχνότητα, διάρκεια και βάθος, σε βαθμό που, σε συνδυασμό με την ολοένα και μεγαλύτερη καταναλωτική διάθεση και τη στάση ζωής μας γενικότερα, να έχουμε αρχίσει να βιώνουμε και να διαχειριζόμαστε -τουλάχιστον ασυνείδητα- ακόμα και τον ίδιο μας τον εαυτό ως ''εμπόρευμα''
Αυτό φαίνεται σε πολλούς τομείς της πολύπλοκης πλέον καθημερινότητάς μας -όπου σχεδόν παντού πρέπει να καταθέτουμε βιογραφικά και να λανσάρουμε όσο καλύτερα γίνεται τον εαυτό μας- αλλά ίσως ακόμα περισσότερο στην αναζήτηση του έρωτα μέσα από διαδικτυακές σχέσεις ή τη διαδικτυακή επικοινωνία. Όσο αποτελεσματικότερα καταφέρνει κάποιος να λανσάρει τον εαυτό του -ως να ήταν εμπόρευμα-, τονίζοντας τα θετικά και καλύπτοντας ταυτόχρονα τα όποια αρνητικά του στοιχεία -όπως ακριβώς γίνεται και στη διαφήμιση κάθε εμπορεύματος- τόσο μεγαλύτερες είναι και οι πιθανότητές του να βρει αυτό που αναζητά.
Οι διαδικτυακές σχέσεις, γενικά, και η διαδικτυακή αναζήτηση ερωτικού συντρόφου, ειδικότερα, είναι ελκυστικές και για έναν επιπρόσθετο λόγο. Μειώνουν για τον ενδιαφερόμενο τους κινδύνους που έχουν άλλες μορφές αναζήτησης συντρόφου, όπως οι αγγελίες ή η άμεση επαφή. Οι κίνδυνοι αυτοί μειώνονται, καθώς οι διαδικτυακές σχέσεις αναβάλουν τη στιγμή της άμεσης συνάντησης με τον Άλλον στην πραγματική ζωή, και αντικαθιστώνται από την ασφάλεια που δίνει η επιλογή διαφόρων υποψήφιων συντρόφων και η επικοινωνία μαζί τους μέσα από την οθόνη ενός υπολογιστή που αποκρύπτει πλήρως τη γλώσσα του σώματος που, στην περίπτωση μιας άμεσης επαφής, θα αποκάλυπτε την όποια νευρικότητα, ανασφάλεια ή φόβο τυχόν υπήρχε.
Είναι αρκετές οι έρευνες που δείχνουν πως η επικοινωνία μεταξύ των ατόμων βασίζεται σε πολύ μικρό μόνο βαθμό στις λέξεις, περίπου στο 10%. Η συντριπτική πλειοψηφία των μηνυμάτων που εκπέμπουμε επικοινωνούνται διαμέσου του τόνου της φωνής, περίπου 40%, και των εκφράσεων του προσώπου καθώς και της γενικότερης γλώσσας του σώματος, περίπου 50%. Ο άμεσος διάλογος προϋποθέτει, εκτός όλων των άλλων, έκθεση στο άγνωστο και ικανότητες που δεν διαθέτουμε όλοι μας.
Η πληθώρα των ιστοσελίδων αναζήτησης ερωτικού συντρόφου εξοικειώνει τους «καταναλωτές» με τη νέα αυτή συνήθεια και χρήση, από τη στιγμή που μειώνουν το όποιο άγχος τους για το νέο και επομένως άγνωστο. Οι ιστοσελίδες του «έρωτα» είναι, εκτός των άλλων, και ένα είδος «οικονομικού συστήματος» που καθορίζεται από την εκάστοτε υφιστάμενη προσφορά και ζήτηση. Αυτό σημαίνει πως οι συμμετέχοντες θα πρέπει να είναι ευέλικτοι και να μπορούν προσαρμόζονται στις εκάστοτε απαιτήσεις του «καταναλωτικού» κοινού που, ως τέτοιο, είναι σχεδόν πάντα αδηφάγο. Η συνεχής κατανάλωση δεν οδηγεί αυτόματα στην ικανοποίηση και στην ευτυχία αλλά, αντίθετα, σε μια διαρκή αίσθηση έλλειψης ικανοποίησης, σε μια ανάγκη για ακόμα μεγαλύτερη κατανάλωση και σε μια άνεση για αλλαγή του «προϊόντος» χωρίς την παραμικρή υποχρέωση…
Το καταναλωτικό «σύνδρομο» προσπαθεί να αποτρέψει τον καταναλωτή από τη διατήρηση των όσων αγοράζει. Κινητά, υπολογιστές, αντικείμενα ένδυσης, σχεδόν τα πάντα -έμψυχα και άψυχα- πρέπει να αντικαθιστώνται το συντομότερο δυνατόν ώστε να αποτραπεί μια βαθύτερη σχέση εξάρτησης από αυτά. Για το λόγο αυτό, η διάρκεια ζωής όλων των προϊόντων έχει μειωθεί δραματικά. Ζούμε σε έναν κόσμο όπου η κουλτούρα του «φθείρω και πετώ στον κάλαθο των αχρήστων» μας κάνει να νιώθουμε μια σχεδόν άγρια χαρά όταν πετάμε οτιδήποτε χρησιμοποιημένο, αντικαθιστώντας το με κάτι νέο, είτε πρόκειται για αντικείμενο είτε για…άτομο…!
Η δυνατότητα που δίνει το διαδίκτυο για νέες γνωριμίες και επικοινωνία με άλλους μπορεί να οδηγήσει πολλούς χρήστες στην ανάγκη δημιουργίας όχι μόνο μίας αλλά πολλών νέων εκδοχών «εικονικής» ή «διαδικτυακής» ταυτότητας, δηλαδή μιας διαφορετικής κάθε φορά προσωπικής αίσθησης για τον εαυτό, ίσως και παντελώς διαφορετικής από αυτήν που έχει στην πραγματικότητα ο εκάστοτε χρήστης για τον εαυτό του. Οι συνέπειες αυτού του ενδεχομένου μπορεί να είναι έως και πολύ σοβαρές, ιδιαίτερα αν το άτομο έχει ευάλωτη ή/και μη ολοκληρωμένη ψυχική δομή, όπως, για παράδειγμα, οι έφηβοι.
Σίγουρα, ο διαδικτυακός τρόπος επικοινωνίας δεν μπορεί να έχει μόνο μειονεκτήματα που ισχύουν για τον καθένα και σε κάθε περίπτωση. Τα μειονεκτήματα ενδεχομένως να υπερτονίζονται, μέχρι στιγμής, γιατί όπως οτιδήποτε νέο ή άγνωστο γεννά -δικαιολογημένα ως ένα βαθμό- επιφύλαξη και φόβο. Για το λόγο αυτό, και επειδή «παν μέτρον άριστον», μέχρι να διερευνηθούν περισσότερο οι επιπτώσεις της νέας αυτής μορφής επικοινωνίας, νομίζω πως είναι επιβεβλημένη μια πιο συνετή και ειλικρινής αξιοποίησή της από τον καθένα που θα ήθελε να τη χρησιμοποιήσει.
--------------------------
*Η Μαρία Ιωσηφίδου είναι Ιατρός Πνευμονολόγος στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομειό Ρίου και Ιατρός Πνευμονολόγος-Φυματιολόγος, Αναπληρώτρια Υπεύθυνη στον Οργανισμό Κατά των Ναρκωτικών ΟΚΑΝΑ και τιμά το παρόν blog με τις σκέψεις της!
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου