Το μεγαλύτερο Ελληνικό μεταλλικό αγγείο που έχει βρεθεί ποτέ είναι γνωστό με την ονομασία “κρατήρας της Βιξ” και βρέθηκε κατά την ανασκαφή ενός τύμβου στο ομώνυμο χωριό (Vix) της κεντρικής Γαλλίας. Πρόκειται για ένα αρχαίο ελληνικό έργο τέχνης, που χρονολογείται το 500 π.Χ. Οι διαστάσεις του αγγείου είναι εντυπωσιακές: ύψος 1,64 m, μέγιστη διάμετρος 1,27 m, διάμετρος στο χείλος 1 m· το βάρος του είναι 208 κιλά και μπορεί να χωρέσει 1.200 λίτρα!!!
Η πολύ σημαντική ανακάλυψή του έγινε τον Ιανουάριο του 1952 στην περιοχή της Vix (Βιξ) από τον Ρενέ Ζοφρουά και τον βοηθό του Μωρίς Μουασσόν, στον οχυρωμένο χώρο του Μον Λασουά της βόρειας Βουργουνδίας (στην ανατολική Γαλλία) .
Στην διάρκεια προηγούμενων ανασκαφών είχαν βρεθεί εκεί θραύσματα μελανόμορφων αττικών αγγείων καθώς και τμήματα μασσαλιώτικων αμφορέων.
Όταν ο Ρ. Ζοφρουά ανέσκαψε στους πρόποδες του Μον Λασουά έναν ηγεμονικό τάφο, κάποιας πριγκήπισσας ή ιέρειας του όρους Ωξουά, ήρθαν στο φως πλούσια και αξιόλογα ευρήματα, που δίνουν μιαν άλλη διάσταση στο θέμα των σχέσεων και επαφών ανάμεσα στους Έλληνες εμπόρους και τους ντόπιους ηγεμόνες : «ο τάφος αυτός, ο πλουσιότερος της περιόδου Χάλστατ, περιείχε έναν τεράστιο μπρούντζινο κρατήρα από την Ελλάδα, ένα διάδημα από συμπαγή χρυσό, ασημένια κύπελλα, μια ορειχάλκινη υδρία ετρουσκικής προέλευσης, ένα μελανόμορφο αττικό κύπελλο και ένα άρμα διακοσμημένο με διάτρητες ορειχάλκινες πλάκες».
Ο κρατήρας (ή αναμικτήρας) της Βιξ έχει 1,64 μ. ύψος και 1,28 μ. φάρδος, ζυγίζει άδειος πάνω από 208 κιλά και μπορεί να χωρέσει 1.200 λίτρα. Μια ζωοφόρος με είκοσι τρία πρόσθετα ανάγλυφα στολίζει το λαιμό του αγγείου, όπου απεικονίζεται παρέλαση γεροδεμένων οπλιτών και τέθριππα άρματα που τα οδηγούν ηνίοχοι, φορώντας την περικεφαλαία στο κεφάλι.
Δέκα έξη ελληνικά γράμματα χρησίμευσαν σαν σημεία αναγνώρισης στους ορειχαλκουργούς που είχαν επιφορτισθεί με την αρμονική διάταξη των διάφορων στοιχείων αυτής της παρέλασης. Το διάγραμμα των γραμμάτων, η απεικόνιση των μορφών, η τεχνοτροπία των ενθεμάτων, οι στολές, όλα μας κάνουν να σκεφτούμε ότι πρόκειται για το αριστούργημα μιας λακωνικής πόλης της νότιας Ιταλίας, του Τάραντα προφανώς, που ανάγεται στις χρονιές 530 - 525 π.Χ.
Επάνω στο στόμιο εφαρμόζει ένα κάλυμμα βάρους 14 κιλών, που ήταν σουρωτήρι (ηθμός), όπως δείχνουν οι πολλές μικρές τρύπες που διατάσσονται ακτινωτά σε πέταλα γύρω από έναν κύκλο. Στο κέντρο του καλύμματος υπάρχει, ένα αγαλμάτιο κόρης ύψους 0,19 m. Ο λαιμός και το σώμα του αγγείου έχουν κατασκευαστεί από ένα μόνο σφυρηλατημένο έλασμα χαλκού με μέγιστο πάχος μόλις 5 χιλιοστά. Η διακόσμηση στον ώμο και στη βάση αποτελείται από εγχάρακτα γλωσσωτά κοσμήματα. Το χείλος αποτελείται από δύο χυτά τμήματα διακοσμημένα με γλώσσες και σπειρομαίανδρο. Αλλά το πιο αξιόλογο μέρος του διακόσμου είναι οι οπλίτες και τα τέθριππα άρματα στον λαιμό καθώς και οι δύο λαβές. Τα στοιχεία αυτά χυτεύθηκαν χωριστά και στερεώθηκαν στο αγγείο με καρφιά σε θέσεις σημειωμένες με γράμματα του αλφαβήτου. Οι ελικωτές λαβές στηρίζονται σε μορφές Γοργόνων, που τα πόδια τους απολήγουν σε κεφάλια φιδιών, ενώ μικρότερα φίδια τυλίγονται γύρω από τους βραχίονές τους . Στον κενό χώρο ανάμεσα στις λαβές και τον λαιμό του αγγείου υπάρχουν δύο όρθια λιοντάρια, που πατούν επάνω σε ελάσματα. Η ποιότητα της εργασίας και η ακρίβεια της συναρμολόγησης προκαλούν θαυμασμό.
Για τη σημασία και την αξία του κρατήρα αρκεί να αναλογιστούμε ότι ταξίδεψε από το νότιο άκρο της Ιταλικής Χερσονήσου ως την άνω κοιλάδα του Σηκουάνα, περνώντας πιθανότατα από τις ορεινές διαβάσεις των Άλπεων, για να καταλήξει ως δώρο ή ως αντάλλαγμα στα χέρια ενός Κέλτη ηγεμόνα. Την εποχή αυτή οι Κέλτες ήλεγχαν, όπως φαίνεται, τον δρόμο του κασσιτέρου, ενός μετάλλου απαραίτητου για τα κράματα του χαλκού, που ερχόταν από τα βρετανικά νησιά (τις Κασσιτερίδες νήσους).
Γνωρίζουμε από τον Ηρόδοτο για έναν μεγάλο και πολύτιμο χάλκινο κρατήρα, που πρέπει να τον φανταστούμε όμοιο με αυτόν του Vix και ακόμη μεγαλύτερο, τον οποίο είχαν στείλει οι Λακεδαιμόνιοι δώρο στον Κροίσο, αλλά είχε καταλήξει στη Σάμο (Ηρόδοτος 1.70):
«Για αυτόν λοιπόν τον λόγο οι Λακεδαιμόνιοι δέχτηκαν τη συμμαχία, και γιατί ο Κροίσος αυτούς ξεχώρισε ανάμεσα απο όλους τους Έλληνες και τους διάλεξε για φίλους. Έτσι ήταν έτοιμοι να τον βοηθήσουν, όταν θα τους το μηνούσε, ενώ παράλληλα έφτιαξαν έναν κρατήρα χάλκινο, που από την έξω μεριά τον γέμισαν γύρω στα χείλη με παραστάσεις κάθε λογής, μεγάλον να χωρά τριακόσιους αμφορείς, και του τον έστειλαν, θέλοντας να τον προσφέρουν του Κροίσου αντιχάρισμα. Αυτός ο κρατήρας δεν έφτασε ποτέ στις Σάρδεις, για δύο, διαφορετικούς όπως τους λεν, λόγους: οι Λακεδαιμόνιοι λένε πως ταξιδεύοντας ο κρατήρας για τις Σάρδεις, όταν έφτασε στα νερά της Σάμου, τον πήραν είδηση οι Σάμιοι και ορμώντας με τα μακριά τους καράβια τον άρπαξαν. Οι ίδιοι όμως οι Σάμιοι λένε ότι, επειδή καθυστέρησαν οι Λακεδαιμόνιοι που συνόδευαν τον κρατήρα και πληροφορήθηκαν πως και οι Σάρδεις και ο Κροίσος είχαν πέσει στα χέρια του Κύρου, πούλησαν τον κρατήρα στη Σάμο, και κάποιοι άγνωστοι που τον αγόρασαν τον αφιέρωσαν στο ναό της Ήρας. Και ίσως εκείνοι που τον πούλησαν, όταν έφτασαν στη Σπάρτη, είπαν πως τους τον άρπαξαν οι Σάμιοι.»
Η πολύ σημαντική ανακάλυψή του έγινε τον Ιανουάριο του 1952 στην περιοχή της Vix (Βιξ) από τον Ρενέ Ζοφρουά και τον βοηθό του Μωρίς Μουασσόν, στον οχυρωμένο χώρο του Μον Λασουά της βόρειας Βουργουνδίας (στην ανατολική Γαλλία) .
Στην διάρκεια προηγούμενων ανασκαφών είχαν βρεθεί εκεί θραύσματα μελανόμορφων αττικών αγγείων καθώς και τμήματα μασσαλιώτικων αμφορέων.
Όταν ο Ρ. Ζοφρουά ανέσκαψε στους πρόποδες του Μον Λασουά έναν ηγεμονικό τάφο, κάποιας πριγκήπισσας ή ιέρειας του όρους Ωξουά, ήρθαν στο φως πλούσια και αξιόλογα ευρήματα, που δίνουν μιαν άλλη διάσταση στο θέμα των σχέσεων και επαφών ανάμεσα στους Έλληνες εμπόρους και τους ντόπιους ηγεμόνες : «ο τάφος αυτός, ο πλουσιότερος της περιόδου Χάλστατ, περιείχε έναν τεράστιο μπρούντζινο κρατήρα από την Ελλάδα, ένα διάδημα από συμπαγή χρυσό, ασημένια κύπελλα, μια ορειχάλκινη υδρία ετρουσκικής προέλευσης, ένα μελανόμορφο αττικό κύπελλο και ένα άρμα διακοσμημένο με διάτρητες ορειχάλκινες πλάκες».
Δέκα έξη ελληνικά γράμματα χρησίμευσαν σαν σημεία αναγνώρισης στους ορειχαλκουργούς που είχαν επιφορτισθεί με την αρμονική διάταξη των διάφορων στοιχείων αυτής της παρέλασης. Το διάγραμμα των γραμμάτων, η απεικόνιση των μορφών, η τεχνοτροπία των ενθεμάτων, οι στολές, όλα μας κάνουν να σκεφτούμε ότι πρόκειται για το αριστούργημα μιας λακωνικής πόλης της νότιας Ιταλίας, του Τάραντα προφανώς, που ανάγεται στις χρονιές 530 - 525 π.Χ.
Επάνω στο στόμιο εφαρμόζει ένα κάλυμμα βάρους 14 κιλών, που ήταν σουρωτήρι (ηθμός), όπως δείχνουν οι πολλές μικρές τρύπες που διατάσσονται ακτινωτά σε πέταλα γύρω από έναν κύκλο. Στο κέντρο του καλύμματος υπάρχει, ένα αγαλμάτιο κόρης ύψους 0,19 m. Ο λαιμός και το σώμα του αγγείου έχουν κατασκευαστεί από ένα μόνο σφυρηλατημένο έλασμα χαλκού με μέγιστο πάχος μόλις 5 χιλιοστά. Η διακόσμηση στον ώμο και στη βάση αποτελείται από εγχάρακτα γλωσσωτά κοσμήματα. Το χείλος αποτελείται από δύο χυτά τμήματα διακοσμημένα με γλώσσες και σπειρομαίανδρο. Αλλά το πιο αξιόλογο μέρος του διακόσμου είναι οι οπλίτες και τα τέθριππα άρματα στον λαιμό καθώς και οι δύο λαβές. Τα στοιχεία αυτά χυτεύθηκαν χωριστά και στερεώθηκαν στο αγγείο με καρφιά σε θέσεις σημειωμένες με γράμματα του αλφαβήτου. Οι ελικωτές λαβές στηρίζονται σε μορφές Γοργόνων, που τα πόδια τους απολήγουν σε κεφάλια φιδιών, ενώ μικρότερα φίδια τυλίγονται γύρω από τους βραχίονές τους . Στον κενό χώρο ανάμεσα στις λαβές και τον λαιμό του αγγείου υπάρχουν δύο όρθια λιοντάρια, που πατούν επάνω σε ελάσματα. Η ποιότητα της εργασίας και η ακρίβεια της συναρμολόγησης προκαλούν θαυμασμό.
Για τη σημασία και την αξία του κρατήρα αρκεί να αναλογιστούμε ότι ταξίδεψε από το νότιο άκρο της Ιταλικής Χερσονήσου ως την άνω κοιλάδα του Σηκουάνα, περνώντας πιθανότατα από τις ορεινές διαβάσεις των Άλπεων, για να καταλήξει ως δώρο ή ως αντάλλαγμα στα χέρια ενός Κέλτη ηγεμόνα. Την εποχή αυτή οι Κέλτες ήλεγχαν, όπως φαίνεται, τον δρόμο του κασσιτέρου, ενός μετάλλου απαραίτητου για τα κράματα του χαλκού, που ερχόταν από τα βρετανικά νησιά (τις Κασσιτερίδες νήσους).
Γνωρίζουμε από τον Ηρόδοτο για έναν μεγάλο και πολύτιμο χάλκινο κρατήρα, που πρέπει να τον φανταστούμε όμοιο με αυτόν του Vix και ακόμη μεγαλύτερο, τον οποίο είχαν στείλει οι Λακεδαιμόνιοι δώρο στον Κροίσο, αλλά είχε καταλήξει στη Σάμο (Ηρόδοτος 1.70):
«Για αυτόν λοιπόν τον λόγο οι Λακεδαιμόνιοι δέχτηκαν τη συμμαχία, και γιατί ο Κροίσος αυτούς ξεχώρισε ανάμεσα απο όλους τους Έλληνες και τους διάλεξε για φίλους. Έτσι ήταν έτοιμοι να τον βοηθήσουν, όταν θα τους το μηνούσε, ενώ παράλληλα έφτιαξαν έναν κρατήρα χάλκινο, που από την έξω μεριά τον γέμισαν γύρω στα χείλη με παραστάσεις κάθε λογής, μεγάλον να χωρά τριακόσιους αμφορείς, και του τον έστειλαν, θέλοντας να τον προσφέρουν του Κροίσου αντιχάρισμα. Αυτός ο κρατήρας δεν έφτασε ποτέ στις Σάρδεις, για δύο, διαφορετικούς όπως τους λεν, λόγους: οι Λακεδαιμόνιοι λένε πως ταξιδεύοντας ο κρατήρας για τις Σάρδεις, όταν έφτασε στα νερά της Σάμου, τον πήραν είδηση οι Σάμιοι και ορμώντας με τα μακριά τους καράβια τον άρπαξαν. Οι ίδιοι όμως οι Σάμιοι λένε ότι, επειδή καθυστέρησαν οι Λακεδαιμόνιοι που συνόδευαν τον κρατήρα και πληροφορήθηκαν πως και οι Σάρδεις και ο Κροίσος είχαν πέσει στα χέρια του Κύρου, πούλησαν τον κρατήρα στη Σάμο, και κάποιοι άγνωστοι που τον αγόρασαν τον αφιέρωσαν στο ναό της Ήρας. Και ίσως εκείνοι που τον πούλησαν, όταν έφτασαν στη Σπάρτη, είπαν πως τους τον άρπαξαν οι Σάμιοι.»
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου