Οι άνθρωποι ουρλιάζουν όταν θυμώνουν. Γιατί άραγε; Μια μέρα, ένας σοφός έκανε μια σημαντική ερώτηση στους μαθητές του: -”Γιατί οι άνθρωποι ουρλιάζουν όταν εξοργίζονται;” -”Γιατί χάνουν την ηρεμία τους”, απάντησε ο ένας. -”Μα γιατί πρέπει να ξεφωνίζουν παρότι ο άλλος βρίσκεται δίπλα τους;” Ξαναρωτά ο σοφός. –”Ξεφωνίζουμε, όταν θέλουμε να μας ακούσει ο άλλος” είπε ένας άλλος μαθητής. Ο σοφός δάσκαλος επανήλθε στην ερώτηση: “Μα τότε γιατί δεν είναι δυνατόν, να του μιλήσει με χαμηλή φωνή;”
Διάφορες απαντήσεις δόθηκαν αλλά καμιά δεν ικανοποίησε το δάσκαλο.
“Ξέρετε γιατί ουρλιάζουμε κυριολεκτικά όταν είμαστε θυμωμένοι; Γιατί όταν θυμώνουν δύο άνθρωποι, οι καρδιές τους απομακρύνονται πολύ και για να μπορέσει ο ένας να ακούσει τον άλλο θα πρέπει να φωνάξει δυνατά, για να καλύψει την απόσταση. Όσο πιο οργισμένοι είναι, τόσο πιο δυνατά θα πρέπει να φωνάξουν για ν’ ακουστούν. Ενώ αντίθετα τι συμβαίνει όταν είναι ερωτευμένοι; Δεν έχουν ανάγκη να ξεφωνίσουν, κάθε άλλο, μιλούν σιγανά και τρυφερά. Γιατί; Επειδή οι καρδιές τους είναι πολύ πολύ κοντά. Η απόσταση μεταξύ τους είναι ελάχιστη.
Μερικές φορές είναι τόσο κοντά που δεν χρειάζεται ούτε καν να μιλήσουν, παρά μονάχα ψιθυρίζουν. Και όταν η αγάπη τους είναι πολύ δυνατή δεν είναι αναγκαίο ούτε καν να μιλήσουν, τους αρκεί να κοιταχθούν. Έτσι συμβαίνει όταν δύο άνθρωποι που αγαπιούνται πλησιάζουν ο ένας προς τον άλλον. Στο τέλος ο Σοφός είπε συμπερασματικά:
Όπως οι έφηβοι που κάνουν την επανάστασή τους, σε μια ασυνείδητη προσπάθεια να αποκολληθούν απ’ τις ενέργειες και τις ψυχολογικές επιδράσεις των γονιών, και να γίνουν ο εαυτός τους, να πάρουν την ενέργειά τους στα χέρια τους. Αλίμονο στον έφηβο που δεν έχει κάνει την επανάστασή του. Οι γονείς, όχι μόνο θα πρέπει να επιτρέπουν και να παρατηρούν συνειδητά το φαινόμενο του θυμού των παιδιών τους, αλλά και να ενθαρρύνεται ακόμα. Είναι μεγάλο έγκλημα να καταπιέζεται ο θυμός του ανθρώπου, καθώς κολοβώνεται έτσι η ικανότητα της αυτοκυριαρχίας του.
Πολλές φορές, ο ακρωτηριασμός αυτός της ενέργειας και της συνειδητότητας του ατόμου μέσα από την καταπίεση ή απώθηση του θυμού, έρχεται με προφάσεις του τύπου ‘να μην χαλάσουμε την εξωτερική αρμονία’. Τα ζιζάνια όμως υπογείως συνεχίζουν να αναπαράγονται και να πληθαίνουν, αν δεν τα καθαρίσουμε. Όπως και με το πόνο, έχουμε ένα ανεξάντλητο απόθεμα θυμού να διαχειριστούμε. Γιατί συνεχώς απ’ τη ‘συλλογική κοσμική μήτρα’ θα αναδύεται νέο υλικό προς μετουσίωση, νέα ενέργεια επί της οποίας καλούμαστε να κυριαρχήσουμε.
Το κλειδί στην διαχείριση και μετουσίωση του θυμού, είναι η παρατήρηση και η συγκράτηση. Παρατηρούμε το φαινόμενο του θυμού καθώς αναδύεται από μέσα μας, και το συγκρατούμε, το ‘εμπεριέχουμε’. Τότε γίνεται η μετουσίωση. Και κατόπιν, μέσα από τη παρατήρηση και συγκράτηση του θυμού, έρχεται και η ορθή δράση. Ενώ αντίθετα, αν εκτονώσουμε τον θυμό μας προς ένα εξωτερικό αντικείμενο ή άνθρωπο, μέσα από λόγια ή πράξεις, τότε χάνουμε την ενέργειά μας, χάνουμε μέρος της πολύτιμης πρωτογενούς –και πρωτόγονης- ενέργειας που είχε αναδυθεί από το είναι μας για να καλλιεργηθεί και να μας εμπλουτίσει τη συνειδητότητα.
Γι’ αυτό ποτέ δεν πρέπει να ‘εκτονώνουμε’ το θυμό μας προς μια εξωτερική κατάσταση, αντίθετα με τα διδάγματα της σύγχρονης ψυχολογίας –ή της παρανόησης αυτών- που ωθούν τον κόσμο στο ‘αυθόρμητο ξέσπασμα’ και στην ‘έκφραση’ των συναισθημάτων και του θυμού. Αυτό είναι τραγική πρακτική. ‘Εκτονώνοντας’ το θυμό μας, χάνουμε ευκαιρία για ενδυνάμωση της αυτοκυριαρχίας μας, και γινόμαστε πιο αδύναμοι, αντί να νιώσουμε περισσότερο τον εαυτό και τη δύναμή μας. Διαχείριση του θυμού σημαίνει ενδυνάμωση του εαυτού.
Το πρόβλημα είναι ότι φοβόμαστε πως αν δεν θυμώσουμε και δεν εκφράσουμε το θυμό μας, οι εξωτερικές καταστάσεις δεν θα αλλάξουν. Όμως αυτό είναι και μια μορφή μαύρης μαγείας, να προσπαθούμε να κοντρολάρουμε τις εξωτερικές καταστάσεις, αντί για τον εαυτό μας.
Όπως ανέφερα ωστόσο παραπάνω, η συγκράτηση και μετουσίωση του θυμού, θα φέρει την κατάλληλη δράση. Και να κάνω σαφές, ότι η συγκράτηση και μετουσίωση του θυμού δεν σημαίνει ότι αποφεύγουμε τις συγκρούσεις και ότι προσπαθούμε να κρατήσουμε μια φαινομενική εξωτερική αρμονία, -που κάλλιστα μπορεί να είναι τεχνητή και να περιέχει πολύ ανισορροπία. Αντιθέτως, με τη συγκράτηση του θυμού αναλαμβάνουμε, εμπεριέχουμε και διαχειριζόμαστε τις εντάσεις, τα διλήμματα, τους ανταγωνισμούς, τις συγκρούσεις, τις αρνητικότητες, και άρα τις μετουσιώνουμε, άρα μεγαλώνουμε κι εξελισσόμαστε.
Η ασυνείδητη ζωή, που ωθεί τον άνθρωπο σε μια φρενίτιδα εξωτερικότητας, διασκέδασης και εξωτερικής δράσης και λειτουργίας, τον κάνει να αποφεύγει να αντιμετωπίσει και να διαχειριστεί το πόνο και το θυμό του, γι’ αυτό και, όχι μόνο τους διαιωνίζει, αλλά καταδιώκεται κιόλας απ’ αυτούς – καθώς ότι δεν αντιμετωπίζουμε συνειδητά, θα μας κυνηγά με υπόγειους τρόπους, ή θα προβάλλεται και θα εκδηλώνεται μέσω τρίτων και μέσα από εξωτερικές καταστάσεις. Η κατάθλιψη για παράδειγμα, συχνά είναι βία, θυμός, στραμμένος ενάντια στον εαυτό. Το ίδιο και τα ατυχήματα, που είναι αποτέλεσμα συσσωρευμένου θυμού και αρνητικότητας.
Συνειδητός άνθρωπος είναι αυτός που δεν αποφεύγει να αντιμετωπίσει καμία σκέψη, κανένα συναίσθημα – είναι ο άνθρωπος που παρατηρεί, αποκτά επίγνωση και διαχειρίζεται έτσι ορθά τη ζωή. Η σπατάλη όμως ενέργειας, οδηγεί σε έλλειψη ικανότητας παρατήρησης. Πρέπει να έχουμε και να συσσωρεύουμε διαρκώς νέα ενέργεια για να γίνουμε παρατηρητικοί και πιο συνειδητοί. Η ενέργεια είναι τροφή της συνειδητότητας.
Μπορεί η δράση που θα έρθει μετά την παρατήρηση-συγκράτηση-μετουσίωση του θυμού μας να είναι φαινομενικώς ‘θυμωμένη’ και δριμεία, ή ακόμα και βίαιη, όμως θα είναι ορθή δράση. Η ορθή δράση δεν είναι πάντα εξωτερικώς ήρεμη και ‘αρμονική’, αλλά μπορεί ακόμα να εκφραστεί και απότομα και βίαια, αν η κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε το έχει ανάγκη. Η διαφορά είναι ότι ο άνθρωπος που εμπεριέχει το θυμό του, δρα μέσα από το Κέντρο του και όχι από την περιφέρεια, όπως στη περίπτωση του ατόμου που θέλει να χειραγωγεί τις καταστάσεις επειδή φοβάται.
Η ορθή δράση ποτέ δεν κινείται από φόβο, αλλά κινείται από την φροντίδα για το κοινό καλό. Και κάποιες φορές, το κοινό καλό απαιτεί ‘κεραυνούς’ που θα σπάσουν τις κρυσταλλώσεις. Θα υπάρχει αγάπη όμως, ακόμα και στον κεραυνό, αλλά ποτέ μίσος. Αλλιώς, η εκδήλωση του θυμού γίνεται, όπως προανέφερα, ένας κλασσικός και συνηθισμένος τρόπος μαύρης μαγείας.
Έτσι βλέπουμε ότι η διαχείριση του θυμού απαιτεί πρώτα απ’ όλα υπευθυνότητα. Θέλει επίσης και εσωτερικότητα, να μάθουμε να δουλεύουμε δηλαδή με τον εαυτό μας, αντί να τον αποφεύγουμε συνεχώς μέσα από εξωτερικές δραστηριότητες. Παρατήρηση-συγκράτηση-μετουσίωση λοιπόν είναι το κλειδί για την μεταμόρφωση του θυμού από πρωτογενές υλικό σε πολύτιμο κόσμημα, κόσμημα αυτοκυριαρχίας και ψυχικής αυτοτέλειας.
Διάφορες απαντήσεις δόθηκαν αλλά καμιά δεν ικανοποίησε το δάσκαλο.
“Ξέρετε γιατί ουρλιάζουμε κυριολεκτικά όταν είμαστε θυμωμένοι; Γιατί όταν θυμώνουν δύο άνθρωποι, οι καρδιές τους απομακρύνονται πολύ και για να μπορέσει ο ένας να ακούσει τον άλλο θα πρέπει να φωνάξει δυνατά, για να καλύψει την απόσταση. Όσο πιο οργισμένοι είναι, τόσο πιο δυνατά θα πρέπει να φωνάξουν για ν’ ακουστούν. Ενώ αντίθετα τι συμβαίνει όταν είναι ερωτευμένοι; Δεν έχουν ανάγκη να ξεφωνίσουν, κάθε άλλο, μιλούν σιγανά και τρυφερά. Γιατί; Επειδή οι καρδιές τους είναι πολύ πολύ κοντά. Η απόσταση μεταξύ τους είναι ελάχιστη.
Μερικές φορές είναι τόσο κοντά που δεν χρειάζεται ούτε καν να μιλήσουν, παρά μονάχα ψιθυρίζουν. Και όταν η αγάπη τους είναι πολύ δυνατή δεν είναι αναγκαίο ούτε καν να μιλήσουν, τους αρκεί να κοιταχθούν. Έτσι συμβαίνει όταν δύο άνθρωποι που αγαπιούνται πλησιάζουν ο ένας προς τον άλλον. Στο τέλος ο Σοφός είπε συμπερασματικά:
Η Elena Menegou γράφει σχετικά με τον θυμό: Ο θυμός φαινομενικά είναι μια προσπάθεια να κυριαρχήσουμε στον άλλον, όμως στην ουσία είναι προσπάθεια να κυριαρχήσουμε επί του εαυτού. Θυμώνοντας, ασυνείδητα προσπαθούμε να κυβερνήσουμε τον εαυτό μας, να πάρουμε την ενέργειά μας στα χέρια μας, να διαχειριστούμε την ενέργειά μας – που είναι και η σεξουαλική ενέργεια. Γι’ αυτό συχνά θυμώνουμε όταν προσπαθούμε να αποβάλλουμε κάποια προσκόλληση, όταν δηλαδή νιώθουμε ότι κάτι ή κάποιος παίρνει ή κατέχει την ενέργειά μας.“Όταν συζητάτε μην αφήνετε τις καρδιές σας να απομακρυνθούν, μην λέτε λόγια που σας απομακρύνουν, γιατί θα φτάσει μια μέρα που η απόσταση θα γίνει τόσο μεγάλη που δεν θα βρίσκουν πια τα λόγια σας το δρόμο του γυρισμού”.
Όπως οι έφηβοι που κάνουν την επανάστασή τους, σε μια ασυνείδητη προσπάθεια να αποκολληθούν απ’ τις ενέργειες και τις ψυχολογικές επιδράσεις των γονιών, και να γίνουν ο εαυτός τους, να πάρουν την ενέργειά τους στα χέρια τους. Αλίμονο στον έφηβο που δεν έχει κάνει την επανάστασή του. Οι γονείς, όχι μόνο θα πρέπει να επιτρέπουν και να παρατηρούν συνειδητά το φαινόμενο του θυμού των παιδιών τους, αλλά και να ενθαρρύνεται ακόμα. Είναι μεγάλο έγκλημα να καταπιέζεται ο θυμός του ανθρώπου, καθώς κολοβώνεται έτσι η ικανότητα της αυτοκυριαρχίας του.
Πολλές φορές, ο ακρωτηριασμός αυτός της ενέργειας και της συνειδητότητας του ατόμου μέσα από την καταπίεση ή απώθηση του θυμού, έρχεται με προφάσεις του τύπου ‘να μην χαλάσουμε την εξωτερική αρμονία’. Τα ζιζάνια όμως υπογείως συνεχίζουν να αναπαράγονται και να πληθαίνουν, αν δεν τα καθαρίσουμε. Όπως και με το πόνο, έχουμε ένα ανεξάντλητο απόθεμα θυμού να διαχειριστούμε. Γιατί συνεχώς απ’ τη ‘συλλογική κοσμική μήτρα’ θα αναδύεται νέο υλικό προς μετουσίωση, νέα ενέργεια επί της οποίας καλούμαστε να κυριαρχήσουμε.
Το κλειδί στην διαχείριση και μετουσίωση του θυμού, είναι η παρατήρηση και η συγκράτηση. Παρατηρούμε το φαινόμενο του θυμού καθώς αναδύεται από μέσα μας, και το συγκρατούμε, το ‘εμπεριέχουμε’. Τότε γίνεται η μετουσίωση. Και κατόπιν, μέσα από τη παρατήρηση και συγκράτηση του θυμού, έρχεται και η ορθή δράση. Ενώ αντίθετα, αν εκτονώσουμε τον θυμό μας προς ένα εξωτερικό αντικείμενο ή άνθρωπο, μέσα από λόγια ή πράξεις, τότε χάνουμε την ενέργειά μας, χάνουμε μέρος της πολύτιμης πρωτογενούς –και πρωτόγονης- ενέργειας που είχε αναδυθεί από το είναι μας για να καλλιεργηθεί και να μας εμπλουτίσει τη συνειδητότητα.
Γι’ αυτό ποτέ δεν πρέπει να ‘εκτονώνουμε’ το θυμό μας προς μια εξωτερική κατάσταση, αντίθετα με τα διδάγματα της σύγχρονης ψυχολογίας –ή της παρανόησης αυτών- που ωθούν τον κόσμο στο ‘αυθόρμητο ξέσπασμα’ και στην ‘έκφραση’ των συναισθημάτων και του θυμού. Αυτό είναι τραγική πρακτική. ‘Εκτονώνοντας’ το θυμό μας, χάνουμε ευκαιρία για ενδυνάμωση της αυτοκυριαρχίας μας, και γινόμαστε πιο αδύναμοι, αντί να νιώσουμε περισσότερο τον εαυτό και τη δύναμή μας. Διαχείριση του θυμού σημαίνει ενδυνάμωση του εαυτού.
Το πρόβλημα είναι ότι φοβόμαστε πως αν δεν θυμώσουμε και δεν εκφράσουμε το θυμό μας, οι εξωτερικές καταστάσεις δεν θα αλλάξουν. Όμως αυτό είναι και μια μορφή μαύρης μαγείας, να προσπαθούμε να κοντρολάρουμε τις εξωτερικές καταστάσεις, αντί για τον εαυτό μας.
Όπως ανέφερα ωστόσο παραπάνω, η συγκράτηση και μετουσίωση του θυμού, θα φέρει την κατάλληλη δράση. Και να κάνω σαφές, ότι η συγκράτηση και μετουσίωση του θυμού δεν σημαίνει ότι αποφεύγουμε τις συγκρούσεις και ότι προσπαθούμε να κρατήσουμε μια φαινομενική εξωτερική αρμονία, -που κάλλιστα μπορεί να είναι τεχνητή και να περιέχει πολύ ανισορροπία. Αντιθέτως, με τη συγκράτηση του θυμού αναλαμβάνουμε, εμπεριέχουμε και διαχειριζόμαστε τις εντάσεις, τα διλήμματα, τους ανταγωνισμούς, τις συγκρούσεις, τις αρνητικότητες, και άρα τις μετουσιώνουμε, άρα μεγαλώνουμε κι εξελισσόμαστε.
Η ασυνείδητη ζωή, που ωθεί τον άνθρωπο σε μια φρενίτιδα εξωτερικότητας, διασκέδασης και εξωτερικής δράσης και λειτουργίας, τον κάνει να αποφεύγει να αντιμετωπίσει και να διαχειριστεί το πόνο και το θυμό του, γι’ αυτό και, όχι μόνο τους διαιωνίζει, αλλά καταδιώκεται κιόλας απ’ αυτούς – καθώς ότι δεν αντιμετωπίζουμε συνειδητά, θα μας κυνηγά με υπόγειους τρόπους, ή θα προβάλλεται και θα εκδηλώνεται μέσω τρίτων και μέσα από εξωτερικές καταστάσεις. Η κατάθλιψη για παράδειγμα, συχνά είναι βία, θυμός, στραμμένος ενάντια στον εαυτό. Το ίδιο και τα ατυχήματα, που είναι αποτέλεσμα συσσωρευμένου θυμού και αρνητικότητας.
Συνειδητός άνθρωπος είναι αυτός που δεν αποφεύγει να αντιμετωπίσει καμία σκέψη, κανένα συναίσθημα – είναι ο άνθρωπος που παρατηρεί, αποκτά επίγνωση και διαχειρίζεται έτσι ορθά τη ζωή. Η σπατάλη όμως ενέργειας, οδηγεί σε έλλειψη ικανότητας παρατήρησης. Πρέπει να έχουμε και να συσσωρεύουμε διαρκώς νέα ενέργεια για να γίνουμε παρατηρητικοί και πιο συνειδητοί. Η ενέργεια είναι τροφή της συνειδητότητας.
Μπορεί η δράση που θα έρθει μετά την παρατήρηση-συγκράτηση-μετουσίωση του θυμού μας να είναι φαινομενικώς ‘θυμωμένη’ και δριμεία, ή ακόμα και βίαιη, όμως θα είναι ορθή δράση. Η ορθή δράση δεν είναι πάντα εξωτερικώς ήρεμη και ‘αρμονική’, αλλά μπορεί ακόμα να εκφραστεί και απότομα και βίαια, αν η κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε το έχει ανάγκη. Η διαφορά είναι ότι ο άνθρωπος που εμπεριέχει το θυμό του, δρα μέσα από το Κέντρο του και όχι από την περιφέρεια, όπως στη περίπτωση του ατόμου που θέλει να χειραγωγεί τις καταστάσεις επειδή φοβάται.
Η ορθή δράση ποτέ δεν κινείται από φόβο, αλλά κινείται από την φροντίδα για το κοινό καλό. Και κάποιες φορές, το κοινό καλό απαιτεί ‘κεραυνούς’ που θα σπάσουν τις κρυσταλλώσεις. Θα υπάρχει αγάπη όμως, ακόμα και στον κεραυνό, αλλά ποτέ μίσος. Αλλιώς, η εκδήλωση του θυμού γίνεται, όπως προανέφερα, ένας κλασσικός και συνηθισμένος τρόπος μαύρης μαγείας.
Έτσι βλέπουμε ότι η διαχείριση του θυμού απαιτεί πρώτα απ’ όλα υπευθυνότητα. Θέλει επίσης και εσωτερικότητα, να μάθουμε να δουλεύουμε δηλαδή με τον εαυτό μας, αντί να τον αποφεύγουμε συνεχώς μέσα από εξωτερικές δραστηριότητες. Παρατήρηση-συγκράτηση-μετουσίωση λοιπόν είναι το κλειδί για την μεταμόρφωση του θυμού από πρωτογενές υλικό σε πολύτιμο κόσμημα, κόσμημα αυτοκυριαρχίας και ψυχικής αυτοτέλειας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου