Σάββατο 16 Μαρτίου 2013

Σεξ και Χριστιανισμός!

Πόσο απόμακρες μοιάζουν οι συμβουλές «ή μικρός μικρός παντρέψου ή μικρός καλογερέψου». Πόσο απόμακρες μοιάζουν οι συμβουλές των Πατέρων του 4ου αιώνα προς τους γονείς να βρίσκουν γρήγορα γυναίκα στο παιδί τους, «για να μη πορνεύσει». Φαντάζεται κανείς να έπιανε ο γονιός τη λίστα συνοικεσίων για τον 20χρονο γιο του; Φαντάζεται κανείς πόσοι θα σπούδαζαν με βάση το πρώτο ρητό; «Δοκιμάσαμε κάθε πιθανότητα της χριστιανικής ζωής, την πιο αυστηρή, την πιο επιεική, την πιο αθώα και την πιο εκούσια, ακόμα και την πιο φρόνιμη», γράφει ο Νίτσε. Και οι δύο χριστιανικές προτάσεις στο σήμερα φαντάζουν τόσο αφελείς (όπως και οι αχριστιανικές απελευθερωτικές ίσως), η μια να ζητά την εφαρμογή του «γράμματος», η άλλη να μιλά για σχέσεις και εκστατικά-εξωτικά βιώματα που καμμία σχέση με την πραγματικότητα δεν έχουν, ώστε είναι να απελπίζεται κανείς, εάν δεν διατηρεί το χιούμορ του.
Δηλαδή, σύμφωνα με τους πρώτους ο εκδικητικός Θεός δεν ευλογεί τη σχέση τους αν αυτοί, για οποιοδήποτε λόγο, έστω οικονομικό, αδυνατούν να συνταιριάξουν τις ζωές τους, γιατί θεωρεί ότι δεν τον θέλουν. Οι οπαδοί αυτής της αντίληψης είναι ικανοί να μετρούν τα λεπτά και τα δεπτερόλεπτα πριν το γάμο, ώστε να δηλώσουν ότι λ.χ. η συνουσία 5 λεπτά πριν το γάμο συνιστά αμαρτία φοβερή, ενώ 5 λεπτά μετά δεν συνιστά αμαρτία. Τα τερτίπια τους φυσικά δεν τα αντιλαμβάνονται οι ίδιοι, αφού αφενός – στην περίπτωση αυτή λ.χ. – εμμένουν στην αυστηρή τήρηση των κανόνων, ενώ αφετέρου είναι ικανοί να κάνουν «γαργάρα» το γεγονός ότι ενώ ο Χριστός απαγόρευσε το διαζύγιο, η Εκκλησία δέχτηκε και δεύτερο και τρίτο γάμο, παραμερίζοντας τις ρητές απόψεις (χάριν «οικονομίας», φυσικά, όταν δεν είναι εφικτή η συμβίωση) του ιδρυτή της. Όπου λοιπόν τους καπνίζει τηρούν απαρέγκλιτα το «δόγμα» και φρίττουν στην ιδέα της συνουσίας δυο μονογαμικά ερωτευμένων ατόμων πριν το γάμο, ενώ όπου όχι, τότε δημιουργούν ό,τι δόγμα θέλουν, λόγω «ανθρωπιάς».
Και πόσο περίεργα είναι επίσης τα νεορθόδοξα τερτίπια που τάχα αποσυμβολίζουν την έκσταση, το εξωτικό στοιχείο του «γράμματος», που ώς τώρα δήθεν δεν το ήξερε κανείς, προκειμένου να κερδίσουν κανέναν πιστό παραπάνω. Μια μεταμόρφωση της ξερής σχέσης μέσω μιας ευλογίας σε ακαταλαβίστικα ελληνικά και να! το ζευγάρι που ώς τότε ήταν ιδιοτελές και αδιάφορο για το Είναι του Άλλου, τώρα κοιτιέται «μεταμορφωμένο» μέσα στο φως, τώρα ασκείται στο άθλημα της υπηρεσίας για τον Άλλον (το ότι η σεξουαλική αγάπη είναι αποκλειστική, εχθρική – διώχνει τους άλλους, πόσο χριστιανικό – αυτό περνάει στο ντούκου, όταν μιλάμε για τόσο υψηλές «αγαπητικές σχέσεις»). Τι ελευθερία του ήθους, με ξεψαρωτικές δηλώσεις «ανηθικότητας». Ωστόσο ο μηχανισμός της ιδιοτέλειας εξηγεί πολύ καλλίτερα την έλξη και την αφοσίωση παρά τα νερουλά νεορθόδοξα, τα οποία στο κάτω-κάτω πηγαίνουν 100% εναντίον τής έως τώρα, εξαρχής, επίσημης χριστιανικής αντίληψης περί σεξ. (23/2/2007)


Πόσο απόμακρες μοιάζουν οι συμβουλές «ή μικρός μικρός παντρέψου ή μικρός καλογερέψου». Πόσο απόμακρες μοιάζουν οι συμβουλές των Πατέρων του 4ου αιώνα προς τους γονείς να βρίσκουν γρήγορα γυναίκα στο παιδί τους, «για να μη πορνεύσει». Φαντάζεται κανείς να έπιανε ο γονιός τη λίστα συνοικεσίων για τον 20χρονο γιο του; Φαντάζεται κανείς πόσοι θα σπούδαζαν με βάση το πρώτο ρητό; «Δοκιμάσαμε κάθε πιθανότητα της χριστιανικής ζωής, την πιο αυστηρή, την πιο επιεική, την πιο αθώα και την πιο εκούσια, ακόμα και την πιο φρόνιμη», γράφει ο Νίτσε. Και οι δύο χριστιανικές προτάσεις στο σήμερα φαντάζουν τόσο αφελείς (όπως και οι αχριστιανικές απελευθερωτικές ίσως), η μια να ζητά την εφαρμογή του «γράμματος», η άλλη να μιλά για σχέσεις και εκστατικά-εξωτικά βιώματα που καμμία σχέση με την πραγματικότητα δεν έχουν, ώστε είναι να απελπίζεται κανείς, εάν δεν διατηρεί το χιούμορ του.
Δηλαδή, σύμφωνα με τους πρώτους ο εκδικητικός Θεός δεν ευλογεί τη σχέση τους αν αυτοί, για οποιοδήποτε λόγο, έστω οικονομικό, αδυνατούν να συνταιριάξουν τις ζωές τους, γιατί θεωρεί ότι δεν τον θέλουν. Οι οπαδοί αυτής της αντίληψης είναι ικανοί να μετρούν τα λεπτά και τα δεπτερόλεπτα πριν το γάμο, ώστε να δηλώσουν ότι λ.χ. η συνουσία 5 λεπτά πριν το γάμο συνιστά αμαρτία φοβερή, ενώ 5 λεπτά μετά δεν συνιστά αμαρτία. Τα τερτίπια τους φυσικά δεν τα αντιλαμβάνονται οι ίδιοι, αφού αφενός – στην περίπτωση αυτή λ.χ. – εμμένουν στην αυστηρή τήρηση των κανόνων, ενώ αφετέρου είναι ικανοί να κάνουν «γαργάρα» το γεγονός ότι ενώ ο Χριστός απαγόρευσε το διαζύγιο, η Εκκλησία δέχτηκε και δεύτερο και τρίτο γάμο, παραμερίζοντας τις ρητές απόψεις (χάριν «οικονομίας», φυσικά, όταν δεν είναι εφικτή η συμβίωση) του ιδρυτή της. Όπου λοιπόν τους καπνίζει τηρούν απαρέγκλιτα το «δόγμα» και φρίττουν στην ιδέα της συνουσίας δυο μονογαμικά ερωτευμένων ατόμων πριν το γάμο, ενώ όπου όχι, τότε δημιουργούν ό,τι δόγμα θέλουν, λόγω «ανθρωπιάς».
Και πόσο περίεργα είναι επίσης τα νεορθόδοξα τερτίπια που τάχα αποσυμβολίζουν την έκσταση, το εξωτικό στοιχείο του «γράμματος», που ώς τώρα δήθεν δεν το ήξερε κανείς, προκειμένου να κερδίσουν κανέναν πιστό παραπάνω. Μια μεταμόρφωση της ξερής σχέσης μέσω μιας ευλογίας σε ακαταλαβίστικα ελληνικά και να! το ζευγάρι που ώς τότε ήταν ιδιοτελές και αδιάφορο για το Είναι του Άλλου, τώρα κοιτιέται «μεταμορφωμένο» μέσα στο φως, τώρα ασκείται στο άθλημα της υπηρεσίας για τον Άλλον (το ότι η σεξουαλική αγάπη είναι αποκλειστική, εχθρική – διώχνει τους άλλους, πόσο χριστιανικό – αυτό περνάει στο ντούκου, όταν μιλάμε για τόσο υψηλές «αγαπητικές σχέσεις»). Τι ελευθερία του ήθους, με ξεψαρωτικές δηλώσεις «ανηθικότητας». Ωστόσο ο μηχανισμός της ιδιοτέλειας εξηγεί πολύ καλλίτερα την έλξη και την αφοσίωση παρά τα νερουλά νεορθόδοξα, τα οποία στο κάτω-κάτω πηγαίνουν 100% εναντίον τής έως τώρα, εξαρχής, επίσημης χριστιανικής αντίληψης περί σεξ. (23/2/2007)
Κατά τον Θ. Ζιάκα «όσοι εξιδανικεύουν την αρχαιότητα», «βλέπουν το αντιερωτικό κέλυφος του μεσαιωνικού και του νεωτερικού χριστιανισμού και βγάζουν αναχρονιστικά συμπεράσματα. ((30) Για να ισιώσεις ένα στραβό ραβδί πρέπει να το λυγίσεις προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ο χριστιανισμός, παρατηρεί ο Βίλχελμ Ράιχ, όντας μια θρησκεία αγάπης, κινδύνευε, αν δεν έπαιρνε τα μέτρα του, να μετατραπεί σε θρησκεία οίκου ανοχής, καθώς ερχόταν σε επαφή με το σεξουαλικώς παθολογικό περιβάλλον τού ελληνορωμαϊκού κόσμου. Το «λύγισμα του ραβδιού» προς την αντίθετη κατεύθυνση ήταν αναγκαίο. Κι αυτό ακριβώς έκαναν ο Απόστολος Παύλος και οι διάδοχοί του. Η παγίωση της μετάπτωσης στο άλλο άκρο είναι μεταγενέστερη εξέλιξη. Πραγματοποιήθηκε βαθμιαία, καθώς η Εκκλησία συγχωνευόταν με το κράτος (ή η ίδια γινόταν κράτος, όπως στη Δύση). Το αντιερωτικό κέλυφος είναι στοιχείο της εξουσιαστικής θωράκισης του συλλογικού μηχανισμού και συμβαδίζει με την αυτονόμηση των φορέων του από τη λαϊκή βάση τους» (Η έκλειψη του υποκειμένου, σ. 287).
Αφήνοντας κατά μέρος το αβάσιμο μα σκόπιμο μάντρωμα για λόγους πολεμικής (=«όσοι βλέπουν τον αντιερωτισμό του Χριστιανισμού εξιδανικεύουν την αρχαιότητα») παρατηρούμε τα εξής. Εάν μερικοί δεν θέλουν να κάνουν τη διάκριση μεταξύ Χριστιανισμού του Ιησού και Χριστιανισμού του Παύλου (η οποία είναι αβάσιμη, αφού ο απ. Παύλος δεν λέει τίποτα διαφορετικό από τον Χριστό), δηλαδή εάν δεν θέλουν να μην είναι Χριστιανοί, τότε πρέπει να αντιληφθούν ότι το «λύγισμα του ραβδιού» έγινε ευθύς εξαρχής κι όχι αργότερα από τον απ. Παύλο και τους διαδόχους του· η δε «παγίωση της μετάπτωσης» δεν έγινε όταν η Εκκλησία συγχωνευόταν με το κράτος ή γινόταν κράτος (δηλ. από τα 320 μ.Χ. και μετά), αλλά πολύ πιο πριν, στους τρεις πρώτους αιώνες μ.Χ. Άλλωστε η ηθική του ιουδαϊκού και δη του προπαύλειου Χριστιανισμού ήταν (και θεωρούνταν αυτονόητη από τους πρωτοχριστιανούς) η αυστηρή ιουδαϊκή ηθική· δεν χρειαζόταν λοιπόν αρχικώς ρητές διευκρινίσεις/απαγορεύσεις, εκεί όπου το αυτονόητο ήταν εξαρχής και στον πυρήνα του «αντιερωτικό», αλλά οι παύλειες απαγορεύσεις ήρθαν ως επιβεβαίωση της επικράτησης και συνέχειας της αυστηρής ιουδαϊκής ηθικής, όταν ο Χριστιανισμός πρωτοκηρύττονταν στους εθνικούς.
Το αντιερωτικό «κέλυφος», που δεν συνιστά κέλυφος αλλά τον πυρήνα, λοιπόν, δεν είναι ούτε στοιχείο εξουσιαστικής θωράκισης του συλλογικού μηχανισμού ούτε συμβαδίζει με την μεταγενέστερη αυτονόμηση της ιεραρχίας από τη λαϊκή εκκλησιαστική βάση. Γιατί, πώς γίνεται να θεωρείται κάτι «μεταγενέστερο κέλυφος», την στιγμή που υπήρχε εξαρχής και εξαρχής θεωρείτο αυτονόητο; Επίσης πρέπει να παρατηρήσουμε ότι αυτός ο απολογητικός σχετικισμός (=«μη βαράτε, δεν είναι απόλυτες οι σεξουαλικές απαγορεύσεις του Χριστιανισμού») (ασφαλώς για λόγους προσέλκυσης των νέων ανθρώπων) θα έπρεπε να οδηγήσει τους υποστηρικτές του, εφόσον η σημερινή εποχή είναι (σχεδόν) εξίσου σαρκολατρική και πανσεξουαλική όπως η ύστερη ρωμαϊκή, να υιοθετήσουν την σκληρή παύλεια γραμμή, να την επαναφέρουν, ώστε να «ισιώσουν το ραβδί» το οποίο ξαναστράβωσε. Θα έπρεπε κοντολογίς να γίνουν «Ταλιμπάν», αντί να κατηγορούν τους ασεξουαλικούς «ευσεβιστές» Ορθόδοξους για παρανόηση ή διαστρέβλωση της χριστιανικής-ευαγγελικής αντίληψης για τα αφροδίσια. Δεν το πράττουν όμως.
Ο «χριστιανικός» σχετικισμός προσπαθεί, προκειμένου να εξαντικειμενικευθεί οριστικά κι έτσι να γίνει ελκυστικός, να σχετικοποιήσει τις ρητές απαγορεύσεις τις Καινής Διαθήκης. Έτσι διαβάζουμε πως «όπως έχει παρατηρηθεί οι όροι «μοιχεία» και «πορνεία» έχουν στο Ευαγγέλιο μια απόλυτη σημασία: Πορνεία είναι η δίχως έρωτα σχέση. Μοιχεία είναι να απιστείς όταν ο (η) σύντροφός σου σε αγαπά. Ο όρος περιλαμβάνει και την ενδιάθετη απιστία» (Ζιάκα, Πέρα από το Άτομο, σ. 111). Για λόγους άμβλυνσης των εντυπώσεων δεν διευκρινίζεται ότι η μοιχεία και η πορνεία στην Κ. Διαθήκη αναφέρονται ως προς το γάμο κι όχι αορίστως προς μια (ακόμη κι εκτός χριστιανικού γάμου) σχέση ή προς μια (ακόμη και εκτός χριστιανικού γάμου) συμβίωση-«συντροφία».
Άλλο όμως να αναφέρονται η μοιχεία/πορνεία προς μια σχέση ή συντροφία ακόμη και εκτός γάμου κι άλλο πράγμα να αναφέρονται αποκλειστικά προς τον χριστιανικό γάμο· η δεύτερη περίπτωση αποκλείει αυτομάτως την πρώτη. Στην εκκλησιαστική παράδοση, όσο κι αν ο Ζιάκας το ερμηνεύει αλλιώς και «αντιεξουσιαστικά», ο «σύντροφος» είναι πάντοτε ο νόμιμα, δηλαδή με θρησκευτική τελετή, σύντροφος, κι όχι ο «όπως λάχει» σύντροφος. Η αοριστία ωστόσο των λέξεων «σχέση» και «σύντροφος», οι οποίες χρησιμοποιούνται, κάνει δυνατό ένα «αντιπουριτανικό» παιχνίδι. Η λεκτική αμφισημία-αοριστία του νεορθόδοξου σχετικισμού συνεπάγεται λογικά (και συνιστά ένα κωμικό παράδοξο) ότι λ.χ. μια νομότυπη («με παπά και με κουμπάρο») χριστιανική σχέση στην οποία πλέον δεν υπάρχει έρωτας ανάμεσα στο ζευγάρι, συνιστά πλέον … πορνεία! (12/3/2007)
Λανθασμένη εἶναι ἡ ἐπιχειρηματολογία, κυρίως τοῦ Γιανναρᾶ, βασισμένη στὸ παύλειο ρητὸ «ὁ Χριστὸς μᾶς ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὴν κατάρα του [ἰουδαϊκοῦ] Νόμου», ἀναφορικὰ μὲ τὴ σεξουαλικότητα· τὸ ρητὸ αὐτὸ ἑρμηνεύεται ἀπὸ τοὺς Νεορθόδοξους ὡς ἡ ἀπόδειξη ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς ἐξαρχῆς ἐναντιώθηκε στὴν «εὐσεβιστικὴ» καὶ αὐστηρὴ ἠθική. Πρόκειται γιὰ πρώτου μεγέθους παρανόηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀντίληψης γιὰ τὴ σεξουαλικότητα. Γιατὶ ἡ ἀρχικὴ καὶ ἀνέκαθεν ἑκκλησιαστικὴ ἑρμηνεία τῆς σχέσης Νόμου καὶ Καινῆς Διαθήκης ἦταν ἡ ἄποψη ὅτι οἱ Χριστιανοὶ κάνουν περισσότερα ἀπὸ ὅσα προστάζει ὁ Νόμος κι ὄχι ἡ νεορθόδοξη ἑρμηνεία ὅτι οἱ Χριστιανοὶ δὲν κάνουν ὅσα προστάζει, ἀπὸ ἠθικῆς καὶ εἰδικὰ σεξουαλικῆς ἄποψης, ὁ Νόμος.
Αὐτὸ μπορεῖ ν’ ἀνιχνευθεῖ καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη, π.χ. στὸ Κατὰ Ματθαῖον, Ε’ 17-19, 27: «Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον καταλῦσαι τὸν νόμον ἢ τοὺς προφήτας· οὐκ ἦλθον καταλῦσαι ἀλλὰ πληρῶσαι. ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν, ἕως ἂν παρέλθῃ ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, ἰῶτα ἓν ἢ μία κεραία οὐ μὴ παρέλθῃ ἀπὸ τοῦ νόμου ἕως ἂν πάντα γένηται. ὃς ἐὰν οὖν λύσῃ μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων καὶ διδάξῃ οὕτως τοὺς ἀνθρώπους, ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν· ὃς δ” ἂν ποιήσῃ καὶ διδάξῃ, οὗτος μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν. (…) Ἠκούσατε ὅτι ἐρρέθη τοῖς ἀρχαίοις, Οὐ μοιχεύσεις. ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ. εἰ δὲ ὁ ὀφθαλμός σου ὁ δεξιὸς σκανδαλίζει σε, ἔξελε αὐτὸν καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ· συμφέρει γάρ σοι ἵνα ἀπόληται ἓν τῶν μελῶν σου καὶ μὴ ὅλον τὸ σῶμά σου βληθῇ εἰς γέενναν».
Δηλαδή, ἐκεῖ πού, βάσει τοῦ Νόμου, ἀπαγορευόταν ἁπλῶς ἡ πράξη καθεαυτὴ τῆς μοιχείας, τώρα πιὰ μὲ τὴν Καινὴ Διαθήκη, σὲ ἀντίθεση μὲ ὅ,τι λέει ὁ Νεορθόδοξος σχετικισμός, ἀπαγορεύεται καὶ ἡ προϋπόθεση τῆς μοιχείας, ἡ σκέψη, καὶ ἔτσι ἀπὸ τὸ ἔγκλημα τῆς πράξης πᾶμε στὴ θεσμοθέτηση τοῦ ἐγκλήματος τῆς σκέψης. Ἂν αὐτὸ συνιστᾶ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὸν ἠθικὸ πουριτανισμὸ καὶ τὴν τυπολατρία τοῦ ἰουδαϊκοῦ Νόμου χάριν τῆς «ἐλευθερίας τοῦ ἤθους» καὶ ἂν δὲν συνεπάγεται ἐπίταση – στὴν πράξη – τῆς ἀπαγορευτικῆς τακτικῆς, θὰ μᾶς τὸ ἐξηγήσουν καλλίτερα οἱ Νεορθόδοξοι. Ἀλλοῦ ἀναφέρεται ἡ παραπάνω παύλεια ρήση: στὸ ὅτι διαπιστώθηκε πὼς ὁ Νόμος δὲν σώζει ἀλλὰ συνιστᾶ κατάρα κι ὅτι ὁ Ἰησοῦς μᾶς ἔσωσε ἀπὸ αὐτήν. Δὲν συνεπάγεται ὅμως τὴν πλήρη ἀπόρριψη τοῦ Νόμου.
Ο Γιανναράς έχει σοβαρό πρόβλημα με την ύπαρξη εκκλησιαστικών Κανόνων που αντιστρατεύονται στην «αντιευσεβιστική» του αντίληψη. «Βρίθουν οι Κανόνες από τις πιο απίθανες διαστροφές, εξιδιασμένες επινοήσεις ασελγημάτων-ποικιλότροπα εφευρήματα κτηνοβασίας, αιμομιξίας, ομοφυλοφιλίας, αυνανισμού. (…) Θεσμοποιούν απαιτήσεις άμεμπτης κοινωνικής διαγωγής, κυρίως των κληρικών, αντικειμενοποιούν και εκνομίζουν προϋποθέσεις εγκυρότητας μυστηρίων, ιδιαίτερα του γάμου, επιμένουν σε λεπτομερή προγραμματισμό των σεξουαλικών σχέσεων των συζύγων» (Γιανναρά, Ενάντια στη θρησκεία, σ. 115). Η πρώτη εντύπωση που λαμβάνει κανείς διαβάζοντας τα παραπάνω είναι ότι, σύμφωνα με το Γιανναρά, οι παραπάνω αναφερόμενες σεξουαλικές πρακτικές δεν υπήρχαν πριν καταχωρηθούν (μεταξύ 3ου και 10ου αιώνα) στους εκκλησιαστικούς κανόνες κι ότι, επομένως, αυτοί που συνέταξαν τους εκκλησιαστικούς κανόνες ήταν τόσο εφευρετικοί, ώστε να συμπεριλάβουν στους Κανόνες… ανύπαρκτες έως τότε πράξεις και σεξουαλικές πρακτικές.
Προφανώς ο Γιανναράς έχει ελλιπή γνώση για το σεξ στην προχριστιανική αλλά και ειδικά στην Ύστερη Αρχαιότητα και ανάλογα ομιλεί (εδώ συγκρούεται και με τον Ζιάκα, ο οποίος θεωρεί υπαρκτές όλες αυτές τις πρακτικές). Η αντιφατικότητα των συγκεκριμένων απόψεων έγκειται στο ότι ενώ ολημερίς κι ολονυκτίς ο Γιανναράς θρηνεί για τον χριστιανικό ατομικισμό εξυμνώντας παράλληλα την κοινότητα και την Εκκλησία ως ενιαίο σώμα, από την άλλη αμφισβητεί και ειρωνεύεται ακριβώς τα πνευματικά προϊόντα της συλλογικής αντίληψης και σκέψης της, δηλαδή τους εκκλησιαστικούς κανόνες.
Μπορεί βέβαια ο Γιανναράς να έχει δίκαιο όταν υποστηρίζει ότι, για τον Χριστιανισμό, η τήρηση των εκκλησιαστικών Κανόνων ούτε σώζει ούτε κάνει καλύτερον κάποιον, δηλαδή έχει δίκαιο να μέμφεται τους φαρισαΐζοντες Χριστιανούς που δίνουν έμφαση στον ηθικισμό, αλλά αφού (όπως είδαμε παραπάνω) ο Χριστιανός έτσι κι αλλιώς οφείλει να κάνει περισσότερα από αυτά που ζητά ο Νόμος, το πρακτικό αποτέλεσμα είναι εις βάρος της γιανναρικής «απελευθερωτικής» ερμηνείας του Χριστιανισμού: πρακτικά ένας Χριστιανός πρέπει να είναι ακόμη πιο αυστηρός ηθικιστής, έστω κι αν θεωρητικά – σε αντίθεση με τον πιστό του ιουδαϊκού Νόμου – δεν δέχεται ότι η τήρηση των ηθικών εντολών, των σεξουαλικών απαγορεύσεων κ.λπ., συνεπάγεται «ηθικότητα» ή «σωτηρία της ψυχής». Γιατί, είτε λ.χ. είσαι μονογαμικός επειδή πιστεύεις ότι έτσι σώζεσαι από την κόλαση είτε δεν το πιστεύεις, το πρακτικό αποτέλεσμα είναι το ίδιο και το αυτό, δηλ. δεν είσαι πολυγαμικός. Το συμπέρασμα είναι προφανές, είτε κάποιος συμφωνεί με τους εκκλησιαστικούς κανόνες είτε όχι: δίκαιο έχει, αναφορικά με το τι λέει ο Χριστιανισμός, με το ποια είναι η αυθεντική πρωτοχριστιανική ερμηνεία βασισμένη στη συνεχή σταθερή πρακτική και πραξεολογία, περισσότερο η συντηρητική πτέρυγά του και λιγότερο οι Νεορθόδοξοι. (8/6/2007)
Χρήσιμη και διδακτική, για τις σχέσεις του ιστορικού Χριστιανισμού και του σεξ θα ήταν η παράθεση ορισμένων στοιχείων για την σεξουαλική ζωή των Ορθόδοξων Βυζαντινών, για το βυζαντινό σεξ.
Τον 4ο αι. ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος κάνει λόγο περί μαλακών ή επί της σκηνής μαλακιζομένων νέων (PG 49, 229· 57, 427· 62, 236) και πιστοποιεί ότι στα χρόνια του πολλοί παρατούσαν τις γυναίκες και «αρρένων σώμασιν ενύβριζον» (PG 60, 472), ότι άλλοι σκόρπιζαν την περιουσία τους «παισί πεπορνευμένοις» (PG 61, 102, 495). Προσθέτει ότι το κακό, δηλαδή η ομοφυλοφιλία «ήν εν τη συνηθεία τη κοινή», δηλαδή ήταν κοινή συνήθεια (PG, 59, 513· 62, 706). Καταλήγει ο Χρυσόστομος ότι καταντά να είναι περιττό το γένος των γυναικών, αφού όλα τα γυναικεία τα πράττουν οι άντρες, ότι η η παιδεραστία στους χρόνους του ήταν νόμος στο μέσον των πόλεων (PG, 47, 361). Επίσης ο άγιος Γρηγόριος Θεολόγος αναφέρει άντρες οι οποίοι ούτε άντρες ήταν ούτε γυναίκες, αλλά άντρες για τις γυναίκες και γυναίκες για τους άντρες (PG, 37, 1583-4). Τον ίδιο αιώνα ο Μέγας Βασίλειος αναφέρει την παιδοφιλία, το ίδιο κάνει κι ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης. Τον 4ο και 5ο αιώνα επιβεβαιώνουν για την διάδοση της παιδοφιλίας και παιδεραστίας στο Βυζάντιο-Ρωμανία ο Αμάσσειας Αστέριος, που κάνει λόγο για «ανδρογύνους ώνιον παρέχοντας τω δήμω την ώραν» (PG, 40, 221) και ο Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης (PG, 78, 525) καθώς και ο ασκητής Νείλος (PG, 79, 284). Τον 6ο αι. ο Ιουστινιανός ομολογεί την ύπαρξη ομοφυλοφιλίας (JN, 2, 398).
Ο ιστορικός Αγαθίας, την ίδια εποχή πιστοποιεί ότι οι άντρες «εις αλλήλους ξείνον άγουσι γάμον», δηλαδή… παντρευόντουσαν αναμεταξύ τους (Επίγραμμα 82). Ύπαρξη αρσενοκοιτίας και παιδοφιλίας φανερώνει ο Ιωάννης ο Νηστευτής (PG, 88, 1912, 2893). Τον 8ο αι. ο Θεόδωρος ο Στουδίτης κάνει λόγο για τους «ασχημοσύνην προς τους άνδρας επιδεικνυμένους» (PG, 99, 1728). Τον 9ο αι. στον Ονειροκριτικό του Αχμέτ γίνεται μνεία για συνουσία με νέο· επίσης στην Εκλογή των νόμων του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου (PG, 113, 540). Τον 13ο αι. ο Πατριάρχης Αθανάσιος ζητεί από τον αυτοκράτορα να μη μένουν ατιμώρητοι οι ομοφυλόφιλοι, δείγμα ότι υπήρχαν πολλοί τέτοιοι (Μανουήλ Γεδεών, Κανονικαί διατάξεις, 2, 46). Τον 15ο αι. ο Ιωσήφ Βρυέννιος φρονεί ότι το Βυζάντιο κατέρρεε επειδή οι άνθρωποι ήταν «αρρενομανίαις εγκείμενοι» (Τίνες αι αιτίε των καθ’ ημάς λυπηρών, 3, 119). Τα ίδια πίστευε κι ο Γεωργηλάς (Ιστορική εξήγησις περί Βελισσαρίου, 816) και ο Μανόλης Σκλάβος (Η συμφορά της Κρήτης, 149). Ο Κύπριος Λεόντιος Μαχαιράς, τον ίδιο αιώνα, πιστοποιεί ότι την ομοφυλοφιλία συνήθιζαν πολύ οι κάτοικοι της Αμμοχώστου (Χρονικό, 1, 464, 32).
Για ευνούχους και συνουσία με ευνούχους γίνεται μνεία τον 5ο αι. από τον άγιο Κύριλλο που λέει ότι «τα των γυναικών έπασχον μετ’ ανδρών ως γυναίκες μαλακώς ευναζόμενοι» (Σουΐδας, λ. σπαδώνες), τον 6ο αι. ο Ιωάννης ο Νηστευτής κάνει λόγο επίσης (PG, 88, 1921). Τον 5ο αι. ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο μικρός «εφίλει έρωτι Χρυσάφιον κουβικουλάριον ως πάνυ ευπρεπή όντα» (Μαλάλα, Χρονογραφία, 363, 3). Τον 6ο αι. ο ύπαρχος του Ιουστινιανού Ιωάννης ο Καππαδόκης μαρτυρείται ότι «ετρύφα μειρακίοις ψιλοίς και μήπω λείω του σώματος αρρενοφανέσι» (Λυδού, Περί αρχών, 3, 62). Επίσης πολλοί άρχοντες και αρχιερείς βρέθηκαν ομοφυλόφιλοι επί Ιουστιανιανού (Γεώργιου Μοναχού, Χρονικόν, 2, 645). Τον 9ο αι. στον Ονειροκριτικό (κεφ. 128) του Αχμέτ αναφέρεται συνουσία με ευνούχο. Στα Βασιλικά, συλλογή νόμων, γίνεται αναφορά σε όσους ευνουχίζουν άλλους λόγω φιληδονίας.
Για πρωκτική συνουσία γυναικών κάνουν λόγο τον 4ο αι. ο Γρηγόριος Νύσσης (PG, 46, 528) και Μέγας Βασίλειος (PG, 31, 449), τον 9ο αι. η συλλογή νόμων Βασιλικά (60, 21, 9). Τον 10ο αι. ο Ιωάννης Τζέτζης γράφει ότι μια γυναίκα «από τριών ειργάζετο οπών την εργασίαν» (Χιλιάδες, 6, 36, 36), δηλαδή συνουσιαζόταν από τρεις οπές. Δυσκολευόμαστε να πιστέψουμε ότι οι συγγραφείς ήταν απλώς ευφάνταστοι και δεν έγραφαν για πράγματα που έβλεπαν καθημερινά στο Βυζάντιο.
Για γυναικείο αυνανισμό, τον 6ο αι. ο Ιωάννης ο Νηστευτής γράφει «ουδέ μην και μαλακίζονται αι γυναίκες, ως οι άνδρες» (PG, 88, 1094). Ο Βασίλειος, μαθητής του Μεγάλου Βασιλείου (4ος αι.) γράφει ότι και οι παρθένες αυνανίζονταν όπως οι άντρες. Σε μεταγενέστερο βυζαντινό νομοκανόνα σημειώνεται «όταν αι γυναίκες μαλακισθώσιν ατές τους ώσπερ και οι άνδρες» (χειρ. Εθν. Βιβλ. Αθηνών, αρ. 673, φ. 194β). Ο βυζαντινός σχολιαστής των Ιππέων του Αριστοφάνη (στ. 25) γράφει «οι γαρ απτόμενοι των αιδοίων ουχ ως ήρξαντο, αλλά σπουδαιότερον κινούσιν εκπυρούμενοι τη συνεχεία της κινήσεως». Τον 16ο αι. στον Έπαινο των ευγενικών γυναικών αναφέρεται ότι υπάρχουν γυναίκες που «κάμνουσίν το μοναχές των» (στ. 675).
Στην Αφήγησιν παράξενον του Σαχλίκη (στ. 682) αναφέρεται ότι πολλές γυναίκες όχι μόνο δεν πλήρωναν τους εραστές τους, αλλά τους πλήρωναν αυτές. Άλλες συνευρίσκονταν με ευνούχους, όπως παρατηρεί το Πηδάλιο.
Μια βυζαντινή συνταγή, με τη βοήθεια της οποίας οι άλλοτε παρθένες Βυζαντινές προσπαθούσαν να φαίνονται παρθένες, γράφει «σύμφυτον βοτάνην λειώσας υπόθες ή στυπτηρίαν σχιστήν μετά δάφνης φύλλου ζέσας προσκλύζου». Στο μεταγενέστερο Συναξάριον των ευγενικών γυναικών (στ. 660) οι γυναίκες θέλουν να κρύψουν το γεγονός της συνουσίας και «βάνουν, κλείουν και ματώνουν και την τρύπα τους ορθώνουν».
Τον 4ο αι. ο Χρυσόστομος αναφέρει την ζωοφιλία γράφοντας για άντρες «πολλούς ευρίσκομεν γυναίκας παρατρέχοντας, αλόγοις δε μιγνυμένους» (PG, 60, 472). Επίσης αναφέρει ο Χρυσόστομος γυναίκες που συνουσιάζονταν με ζώα (PG, 60, 472). Ο Γρηγόριος ο Νύσσης κάνει λόγο επίσης, στον 4ο κανόνα του, όπως κι ο Μέγας Βασίλειος (PG, 138, 608). Τον 6ο αι. ο Ιωάννης Νηστευτής κάνει λόγο «περί κτηνοβασίας και ορνεοβασίας» (PG, 88, 1893, 1912, 1921). Τον 12ο αι. ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης αναφέρεται στην γυναικεία ζωοφιλία γράφοντας «πεπείραται γουν και της του νυν γένους γυνή κυνός ευγενούς έρωτι κατασχεθείσα και χρωτιζομένη τω κακώ» (ΕΠ, 1166, 28). Τον 15ο αι. κάνει λόγο ο Ιωσήφ Βρυέννιος για τους «ζωοφθορίας εγκειμένους» (ό.π., 3, 119). Τον 15ο αι. επίσης ο Κρητικός Στέφανος Σαχλίκης χαρακτηρίζει κάποια γυναίκα ως εχνιογαμημένην, συνουσιαζόμενη με ζώα δηλαδή (Γραφαί και στίχοι και ερμηνείε, στ. 170).
Παρ’ ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία απαγόρευε το συλλούσιμο γυναικών και αντρών, τον 12ο αι. στο Βυζάντιο-Ρωμανία έβλεπε κανείς να συλλούζονται τα αντρόγυνα στα δημόσια λουτρά, όπως παρατηρεί ο Θ. Βαλσαμών (στο Ράλλη-Ποτλή, Σύνταγμα, 2, 484).
Για μάλαξη των γυναικείων στηθών, για χειρονακτικό ερεθισμό του γυναικείου αιδοίου, για φίλημα του πέους, πεολειχία και αιδοιολειχία στο Βυζάντιο-Ρωμανία κάνουν λόγο τον 4ο αι. ο Χρυσόστομος (PG, 61, 607), τον 6ο αι. ο ιστορικός Αγαθίας (Παλατινή Ανθολογία, I, 271, 289) και ο ποιητής αυλικός Παύλος Σιλεντιάριος (ΠΑ, V, 294), ο Νικηφόρος πρεσβύτερος Κων/πολης (Βίος Ανδρέου του κατά Χριστόν σαλού (PG, 111, 643)), τον 9ο αι. ο Αχμέτ στον Ονειροκριτικό του (κεφ. 128, σ. 79) και τον 12ο αι. ο Θεόδωρος Βαλσαμών (βλ. Ράλλη-Ποτλή, Σύνταγμα, 4, 229-30).
Στο ιπποτικό βυζαντινό μυθιστόρημα του 12ου αι. Καλλίμαχος και Χρυσορρόη, περιλαμβάνονται ερωτικές σκηνές που δεν προϋποθέτουν τον απαραίτητο για τα ήθη της εποχής γάμο, ωστόσο ο ποιητής τις αναφέρει δίχως καμμία ντροπή ή κατάκριση. Ο Νικηφόρος Βασιλάκης, κληρικός και ιεροκήρυκας στην Αγία Σοφία, σε μια «ηθοποιία» («ηθοποιία» ήταν ένα ρητορικό προγύμνασμα όπου ένας μαθητής αναλαμβάνει να παρουσιάσει μια ιστορική ή μυθική προσωπικότητα με τον πιο ολοκληρωμένο τρόπο) του με τον τίτλο «Τι είπε η Πασιφάη όταν ερωτεύτηκε τον ταύρο» περιγράφει την ακαταμάχητη ερωτική έλξη της Πασιφάης για τον ταύρο γράφοντας, μεταξύ άλλων: «δεν ντρέπομαι γι’ αυτή την αγάπη, σαν να ήταν αφύσικη. Και η Ευρώπη αγάπησε έναν ταύρο και μια άλλη κοπέλα ένα άλογο….ζηλεύω την αγελάδα..έχει την τύχη να έχει τέτοιον εραστή…ό,τι ακολουθήσει δεν θα αφορά κανέναν άλλο εκτός από εμένα την ίδια και τον θεό Έρωτα».
Τα βυζαντινά σπίτια ήταν γεμάτα από ζωγραφιές στους τοίχους οι οποίες απεικόνιζαν σεξουαλικές σκηνές ή γυμνές γυναίκες, Σάτυρους, την Αφροδίτη με τον Άρη κ.λπ. Τον 4ο αι. ο Γρηγόριος Νύσσης αναφέρεται στις ζωγραφιές αυτές οι οποίες ήταν «της εμπαθούς ηδονής υπεκκαύματα απογυμνούσης της τέχνης, από μιμήσεως τα αθέατα» (PG, 44, 345, 656). Η απεικόνιση αυτή πρέπει να εξακολουθούσε και αργότερα, αφού η εν Τρούλλω σύνοδος, στα τέλη του 7ου αι., την απαγόρευε. Στον 100ο κανόνα της συνόδου αυτής διαβάζουμε «τας την όρασιν καταγοητευούσας γραφάς είτε εν πίναξιν είτε άλλως πως ανατιθεμένας και τον νουν διαφθειρούσας και κινούσας προς τα των αισχρών ηδονών υπεκκαύματα…». Τη συνέχιση όμως του εθίμου αυτού πιστοποιεί τον 8ο αι. η σύνοδος του 789 που κάνει λόγο για όσους ζωγραφίζουν «σχήματα πορνικά και θεάματα». Τον 10ο αι. έχουμε τη μαρτυρία του Συμεών του Μεταφραστού, ο οποίος γράφει «αι προς τα αισχρά κινούσαι την όρασιν γραφαί, αζωγράφητοι» (Επιτομή κανόνων, PG, 114, 292). Τον 12ο αι. ο Θ. Βαλσαμών επεξηγώντας τους σχετικούς κανόνες γράφει ότι οι ερωτομανείς απεικόνιζαν σε πίνακες ή σε τοίχους ερωτίδια «ή και τινα έτερα μυσαρά, όπως τας σαρκικάς αυτών επιθυμίας δια της προς τούτο οράσεως εκπεραίνωσιν» (βλ. Ράλλη-Ποτλή, Σύνταγμα, 2, 545-6) και πιστοποιεί ότι και στα χρόνια του γινόταν αυτή η συνήθεια, γράφοντας «παρά τοις οίκοις πλουσίων τινών γραφαί τοιαύται, και ταύτα χρυσόπαστοι, μετά πάσης ασχημοσύνης εξεικονίζονται».
Τι προκύπτει από τα παραπάνω; Αναφορικά με τους Νεορθόδοξους προκύπτει ότι διόλου εποχή ηθικής κάθαρσης (που τάχα επακολούθησε την διεφθαρμένη παγανιστική Αρχαιότητα) δεν ήταν το «προσωποκεντρικό» Βυζάντιο. Όσα παραθέσαμε δείχνουν, όπως και για τις εκστατικές και μυστικιστικές προσωποκεντρικές κοσμοθεωρήσεις, ότι ο Χριστιανισμός δεν είχε παρά ελάχιστη απήχηση στη σεξουαλική ζωή των Βυζαντινών, παρ’ όλο που αυτοί ήταν συνειδητά και ειλικρινώς Χριστιανοί, κι επομένως ισχυρισμοί τύπου «όλοι είχαν τότε καημό ν’ αγιάσουν» (=να γίνουν «Πρόσωπα») καταρρίπτονται ακόμη μια φορά, δηλαδή ακόμη περισσότερο. Άλλους καημούς βλέπουμε να είχαν οι Βυζαντινοί. Αναφορικά με τους Ορθόδοξους του κατηχητικού και τους συντηρητικούς που ονειρεύονται «ορθόδοξους ηγεμόνες» οι οποίοι θα βάλουν τα πράγματα στη θέση τους και θα επιστρέψουμε στο ηθικό, ορθοδοξότατο Βυζάντιο και στο φρόνημα των Πατέρων που επικρατούσε τάχα τότε, παρατηρούμε ότι μόνο ηθικό δεν μπορεί να αποκαλείται το Βυζάντιο κι επομένως το πρότυπό των συντηρητικών είναι αναληθές· θέλουν την επιστροφή σε κάτι που δεν υπήρξε ποτέ, σε μια εποχή τάχα αγνότητας, παρθενίας και ευλάβειας. Τι σχέση είχαν με τη βυζαντινή πραγματικότητα οι απόψεις των Πατέρων που θεωρούσαν ότι η παρθενία είναι καλύτερη και ανώτερη του, επίσης καλού βεβαίως, γάμου; Τέλος, αναφορικά με τους ποικίλους «αντιβυζαντινούς» (παγανιστές, «διαφωτιστές» κ.λπ.) που κάνουν λόγο για Μεσαίωνα και σκοτεινό παπαδοκρατούμενο Βυζάντιο, πρέπει να κάνουμε λόγο για την γνωστή αμάθειά τους και άγνοια της ιστορίας κι έτσι να μη χρειάζεται να ασχοληθούμε στα σοβαρά άλλο μαζί τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου