Μελετώντας κανείς τα Πολιτικά1 του Αριστοτέλη και έχοντας συγχρόνως στον νου του τον αγώνα για την άσκηση της εξουσίας στην πράξη, δεν μπορεί παρά να προσέξει ότι ο Αριστοτέλης αναφέρεται συχνά στον χρόνο σε σχέση με την πολιτική. Το θέμα της εργασίας αυτής είναι να ερευνήσει τη σχέση του χρόνου με την πολιτική στα Πολιτικά του Αριστοτέλη, λαμβανόμενη η πολιτική ως η ειδικά ανθρώπινη χρονούμενη πράξη.
Στο πρώτο μέρος της εργασίας θα επιχειρήσουμε να διερευνήσουμε την έννοια του χρόνου σε σχέση με την πολιτική. Ειδικότερα στα Πολιτικά παρατηρούμε ότι
α) ο χρόνος ως φυσικό μέγεθος2 αποτελεί το αριθμητό του πολιτικού γίγνεσθαι και σε αυτόν και με αυτόν αναπτύσσεται η δυναμική του πολιτικού φαινομένου. Εκφράζει, λοιπόν, μια αναγκαιότητα για τον άνθρωπο, καθώς μετρά την διάρκεια της βιολογικής του ύπαρξης μέσα στην πόλη. Ακόμη στον χρόνο, όπως ορίζεται στα Φυσικά, ως διαδοχή του πρότερου - ύστερου, πραγματώνεται η δυναμική εκδήλωση της φυσικής πολιτικότητας του ανθρώπου στην οποία θεμελιώνεται και η ύπαρξη της πόλης ως φυσικής ύπαρξης.
β) από την άλλη όμως η διαχείριση του χρόνου είναι υπόθεση της βουλήσεως του ανθρώπου, το χρονούμενο δηλαδή στην πολιτική αναφέρεται στην ανθρώπινη πράξη, είτε ως ατομικό ενέργημα είτε ως συλλογική συμπεριφορά και πράξη, εκφράζοντας την ανθρώπινη αυτοδιάθεση είτε τις υπαγορεύσεις της εκάστοτε θέσμισης.
γ) επιπλέον ο χρόνος γίνεται αντικείμενο συγκεκριμένης πολιτικής και ιδεολογικής μεταχείρισης και διαχείρισης, δηλαδή ο χρόνος γίνεται αντικείμενο θέσμισης και «ιδεολογικοποίησης» με την έννοια ότι σχηματίζεται και γίνεται αποδεκτό ένα σύνολο ιδεών και πρακτικών το οποίο συνδέεται με μια συγκεκριμένη θέαση και ερμηνεία του χρόνου οι οποίες διεκδικούν αλήθεια και εγκυρότητα, λειτουργούν αξιωματικά και προσανατολίζουν τον πολίτη σε μια συγκεκριμένη κάθε φορά ερμηνεία της πραγματικότητας και σε ανάλογη πράξη. Ακόμη η ποσοτική κατανομή του χρόνου ως χρόνου άσκησης εξουσίας συνιστά για τον Αριστοτέλη προσδιοριστικό στοιχείο του είδους του πολιτεύματος.
Στο δεύτερο μέρος της εργασίας θα μας απασχολήσει πιο ειδικά ο τρόπος με τον οποίο ο Αριστοτέλης μελέτησε τον χρόνο ως παράμετρο του πολιτικού φαινομένου. Ο άνθρωπος αναλογικά προς το πρώτον κινούν ακίνητον και αρχή κάθε κοσμικής κινήσεως, αποτελεί το κινητόν κινούν της πολιτικής κινήσεως και μεταβολής. Στα Πολιτικά ο άνθρωπος ως ποιούν και πάσχον ον, ορεγόμενο και λογιζόμενο μέσα στην πόλη και τελώντας υπό καθεστώς μεταβολής, αποτελεί το κινούν κινητόν της πολιτικής ζωής. Αυτό συνάγεται από τις αριστοτελικές αναλύσεις, ενδεικτικά, για τον ιστορικό χαρακτήρα της πολιτικής, τα κριτήρια για την ιδιότητα του πολίτη, τη θεσμική αντιμετώπιση του ελεύθερου χρόνου και του χρόνου εργασίας, του χρόνου του δούλου και του ελεύθερου, τη μακροβιότητα των πολιτευμάτων και τις αιτίες μεταβολής τους και από την απορριπτική κριτική του Αριστοτέλη στην κυκλική κίνηση των πολιτευμάτων. Εν κατακλείδι ο χρόνος στην αριστοτελική πολιτική θεώρηση υποστηρίζουμε ότι αποτελεί το αριθμητόν του δυναμικού πεδίου σύγκρουσης, σύνθεσης και συνεχούς αυτοϋπέρβασης αυτού που ο άνθρωπος φέρει ως φύση και παράγει ως νους.
Η παρακολούθηση της αριστοτελικής διερεύνησης του πολιτικού φαινομένου δεν είναι ούτε εύκολη ούτε απλή υπόθεση. Τα Πολιτικά του Αριστοτέλη, αν και αποτελούν την πρώτη ad hoc3 πραγματεία για την πολιτική, θέτουν την επιστημονική βάση της έρευνας του πολιτικού, η εγκυρότητα της οποίας ισχύει ακόμα. Στοιχείο άμεσα συναρτημένο με την πολιτική είναι ο χρόνος. Η σύλληψη του χρόνου στην πολιτική συνάπτεται με τον τρόπο με τον οποίο ο Αριστοτέλης συλλαμβάνει τον χρόνο στη φύση, αλλά δεν ταυτίζεται με αυτόν. Ο Αριστοτέλης με πολλούς τρόπους κάνει σαφές ότι ο κόσμος διαπερνιέται από τον χρόνο και η χρονι-κότητα αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμά του. Η χρονικότητα ριζώνει στο κοσμικό γίγνεσθαι και πρέπει να την εννοήσουμε καθαυτή αλλά και ως φορά, δηλαδή ως κίνηση από ένα πρότερον σε ένα ύστερον που είναι αυτό που είναι, και όχι το αντίστροφο4. Η μελέτη του αριστοτελικού έργου στο σύνολό του μας επιτρέπει να υποστηρίξουμε την άποψη ότι η φύση και ο άνθρωπος αποτελούν πεδία διαφοροποιημένης εκδήλωσης του χρόνου. Αναφερόμαστε σε διαφοροποιημένη και όχι διαφορετική εκδήλωση, γιατί ο άνθρωπος ως φυσικό ον ακολουθεί την αναγκαιότητα της φύσης και συνεπώς ακολουθεί τη χρονικότητά της με την έννοια της ποσοτικής καταμέτρησης της κίνησης, αλλά ως έλλογο ον, δηλαδή ως ειδικό φυσικό ον, διαχειρίζεται συνειδητά το χρόνο του και επεμβαίνει ποιοτικά στην εκδήλωσή του. Η πολιτική ως εκδήλωση που εγγράφεται στον κόσμο λαμβα-νόμενον ως όλον, αποτελεί χρονούμενο ον και συνάμα ως εκδήλωση του επίγειου κόσμου και προϊόν του ανθρώπου αποτελεί ιδιαίτερη μορφή χρονούμενου όντος. Θα ήταν περίεργο, αν δεν απασχολούσε τον Αριστοτέλη ο χρόνος σε σχέση με την πολιτική, σε τελική ανάλυση σε σχέση με τον ιδιαίτερο ανθρώπινο τρόπο με τον οποίο εκδηλώνεται η ανθρώπινη ουσία η ίδια χρονούμενη στον χρονούμενο κόσμο. Αυτό σημαίνει ότι ο χρόνος, όπως δηλώνεται η παρουσία του στην πολιτική, γίνεται το αριθμητό πεδίο συνάντησης, σύγκρουσης, αντίθεσης, σύνθεσης δύο εννοιών - ορίων της αριστοτελικής και δυτικής ενδεχομένως σκέψης, της φύσης και του νόμου, του δεδομένου και του επίκτητου, του πάσχοντος και του ποιούντος.
Ο χρόνος ως φυσικό μέγεθος / το αριθμητό της κινήσεως
H κατανόηση του χρόνου στην πολιτική προϋποθέτει τις αναλύσεις για τον χρόνο, την κίνηση και τη μεταβολή των Φυσικών, τις αναλύσεις για το «πρώτον κινούν άκίνητον» στα Μετά τα Φυσικά και τις αναλύσεις για την ψυχή στο Περί Ψυχής. Αρχικά το πολιτικό φαινόμενο εγγράφεται στον και φέρει τον «φυσικό» (ή και κοσμικό) χρόνο, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση το χρονούμενο δεν είναι η φύση με την έννοια του φυσικού δεδομένου, αλλά το προϊόν της ανθρώπινης φύσης στην ατομική και συλλογική αυτενέργεια και αλληλενέργειά της. Αυτό σημαίνει ότι ο χρόνος ως αριθμούμενη κίνηση αποτελεί ένα εμπράγματο οντολογικό status, καθώς «ἀδύνατον χρόνον χωρίς κινήσεως εἶναι»(Περί Γενέσεως καί Φθοράς 337a23-24) και «τοῦτο ἐστί τό ἐν χρόνῳ εἶναι, τό μετρεῖσθαι αὐτῶν τό εἶναι ὑπό τοῦ χρόνου» (Φυσικά Δ 221a4-9)- ακόμη «ἡ τοῦ δυνάμει ὄντος ἐντελέχεια, ὅταν ἐντελεχείᾳ ὄν ἐνεργῇ οὐχ ᾖ αὐτό ἀλλ' ᾖ κινητόν, κίνησίς ἐστιν (κίνηση είναι η διαδικασία πραγμάτωσης του ως-δυνατότητα-υπαρκτού όντος, όταν πραγματούμενο ενεργοποιείται όχι υπάρχοντας ως πραγματωμένον, αλλά υπάρχοντας ως δυνατότητα να κινηθεί, Φυσικά 201 α 10-15 και 27-29) «ἅπαν ἐν χρόνῳ κινεῖται, ἐν δέ τῷ νῦν μηθέν» Φυσικά Ζ 241a15 και «ὅταν μέν οὖν ὡς ἐν τῷ νῦν αἰσθανώμεθα, καί μή ἤτοι ὡς πρότερον καί ὕστερον ἐν τῇ κινήσει ἤ ὡς τό αὐτό μέν προτέρου δέ καί ὑστέρου τινός, οὐ δοκεῖ χρόνος γεγονέναι οὐδείς, ὅτι οὐδέ κίνησις, ὅταν δέ τό πρότερον καί τό ύστερον, τότε λέγομεν χρόνον» Φυσικά Δ 219a30-b1 (ο χρόνος είναι αριθμός κινήσεως κατά το πρότερον και ύστερον). Γράφει σχετικά ο Χρ. Γιανναράς : «Η διαδοχή πρότερου και ύστερου που καθιστά τον χρόνο αριθμημένη κίνηση, γίνεται κατανοητή ως φορά μιας μονάδας, της οποίας το πέρασμα-μετάβαση από το πρότερο στο ύστερο μας επιτρέπει να αντιληφθούμε τη χρονική διαδοχή. Αυτή η νοητή μονάδα είναι το νύν. Ο χρόνος είναι αριθμούμενη φορά χάρη στο νύν που αντιστοιχεί στη φερόμενη μονάδα ἤ στη μονάδα της προόδου του αριθμού» (σ. 212). Ο Αριστοτέλης διέρρηξε την προφάνεια της τρέχουσας προφιλοσοφικής αντίληψης του χρόνου ως πρότερον - νύν - ύστερον. Το «νύν» ως μονάδα του χρόνου έχει κάθε φορά διαφοροποιημένο τρόπο ύπαρξης. Ο τρόπος εξαρτάται από τη σχέση του με το εκάστοτε κινούμενο, την εκάστοτε φορά, το εκάστοτε διάστημα της κίνησης. Το χρονικό σημείο είναι το ίδιο και διαφορετικό κάθε φορά. Στο νύν συλλαμβάνουμε την ποιοτική μεταβολή που συνίσταται στη μετάβαση από αυτό που υπήρξε (πρότερον), σε αυτό που θα υπάρξει(ύστερον), και αυτό, δηλαδή η διαδικασία και η φορά της κίνησης, είναι πάντα το ίδιο. Το περιεχόμενο όμως της ποιοτικής μεταβολής από το πρότερον στο ύστερον είναι διαφορετικό κάθε φορά και ως εκ τούτου διαφορετικό και το νύν· πρόκειται για σταθερή μεταβλητή. Το νύν συνεπώς αποτελεί και τέλος και αρχή και εμπεριέχει το «ἐνεργείᾳ είναι» ως πρότερον και το «δυνάμει εἶναι» ως ύστερον.
Με δεδομένη την αριστοτελική άποψη ότι στον φυσικό κόσμο συντελείται ένα διαρκές γίγνεσθαι, λαμβανόμενο ως μεταβολή ποιοτήτων, γένεση και φθορά, «μεταβολή δέ πᾶσα φύσει ἐκστατικόν, ἐν τῷ χρόνῳ πάντα γίγνεται καί φθείρεται» (Φυσικά Δ13, 222Μ6-17), συνάγουμε ότι στο αριστοτελικό σύστημα ο κόσμος διέπεται από θεμελιώδη χρονική δομή. Το γίγνεσθαι συλλαμβάνεται καταρχήν ως θεμελιώδης χρονική δομή. Επιπλέον η πρώτη αιτία της κινήσεως, η αφετηρία του φυσικού γίγνεσθαι, αποδίδεται στο πρώτο κινούν ακίνητον το οποίο συνίσταται στη «νόησιν νοήσεως νόησιν», στην απόλυτη έκφραση της νοήσεως, εννοούμενη ως ο νους που νοεί τον εαυτό του, χωρίς να πάσχει, να ποιεί και να ορέγεται κάτι άλλο πέρα και έξω από τον εαυτό του. Μπορούμε να υποστηρίξουμε μια εσωτερική σχέση, αναλογίας ίσως, ανάμεσα στις αναλύσεις με τις οποίες προσδιορίζεται το πρώτο κινούν ακίνητον ως αρχή της κοσμικής κνήσεως και συνεπώς και του χρόνου, και των Πολιτικών και Ηθικών στα οποία ο άνθρωπος έχει το ρόλο της αρχής της κινήσεως για τα ανθρώπεια, όχι βέβαια ως ακίνητον κινούν αλλά ως κινητόν κινούν (Φυσικά 202 α 2840). Στον άνθρωπο εφαρμόζουν το ποιείν, πάσχειν και όρέγεσθαι και το αλογον τα οποία και συνιστούν την ατέλειά του απέναντι στην τελειότητα του θεού με την οποία συνδέεται το λόγον φέρον μέρος της ψυχής : «τῷ δ' ὡς ἄριστα ἔχοντι οὐθέν δεῖ πράξεως· ἐστι γάρ αὐτό τό οὗ ἕνεκα ...» Περί 0ύρανού 292 b 4-7. Αντίθετα ο άνθρωπος ως ποιών, πάσχων, όρεγόμενος και φέρων τον λόγο και το άλογο αποτελεί το υποκείμενο και το αντικείμενο της κίνησης και της μεταβολής στον ιστορικό χρόνο, είναι που δεν τα έχει όλα άριστα και συνεπώς η πράξη του αναγκαία, είναι όν δηλαδή το οποίο «δεί πράξεως». Η γνώση που διαθέτει ο άνθρωπος ως έλλογο ον για τον ίδιο τον εαυτό του, είναι γνώση που τον αφορά αυτοστιγμεί ως πράττοντα, και όχι ως αυτό που είναι. Αναφέρεται σε αυτό που ενδέχεται να μην παραμείνει πάντοτε ως έχει, αλλά να διαφοροποιείται από τη μια στιγμή στην άλλη. Μπορούμε επομένως να πούμε ότι η ανθρώπινη πράξη αναφέρεται σε πράγματα που τελούν υπό το καθεστώς της μεταβολής. Αυτό σημαίνει ότι η δυναμική κατάσταση του όντος μπορεί να είναι παθητική και ενεργητική. Η παθητική δυνάμει κατάσταση του όντος δηλώνει ότι το αίτιο της αλλαγής του όντος βρίσκεται έξω από αυτό ή από το ίδιο θεωρούμενο ως άλλο. Αντίθετα η ενεργητική δυνάμει κατάσταση του όντος αποδίδει την περίπτωση κατά την οποία το ον εμπεριέχει την αιτία της αλλαγής. Μας επιτρέπεται λοιπόν να πούμε ότι ο άνθρωπος ως ποιούν και πάσχον δν αποτελεί το κινητόν κινούν της πολιτικής ζωής και ο χρόνος είναι το αριθμητόν της ανθρώπινης κινήσεως, της ανθρώπινης πράξης, της διαδοχής του ανθρώπινου πρότερου και ύστερου και παράμετρος διαμόρφωσης του ανθρώπινου.
Στα Πολιτικά παρατηρούμε ότι α) ο χρόνος ως φυσικό μέγεθος αποτελεί το αριθμητόν του πολιτικού γίγνεσθαι και σε αυτόν και με αυτόν αναπτύσσεται η δυναμική του πολιτικού φαινομένου. Εκφράζει, λοιπόν, μια αναγκαιότητα για τον άνθρωπο, καθώς μετρά την διάρκεια της βιολογικής του ύπαρξης μέσα στην πόλη. Ακόμη στον χρόνο, όπως ορίζεται στα Φυσικά, ως διαδοχή του πρότερου - ύστερου πραγματώνεται η δυναμική εκδήλωση του φυσικού γνωρίσματος στο οποίο θεμελιώνεται η ύπαρξη της πόλης, η πολιτικότητα του ανθρώπου. β) ο χρόνος αποτελεί τη μετρήσιμη αντικειμενική αναγκαιότητα του ανθρώπου ως βιολογικής ύπαρξης, από την άλλη όμως η διαχείρισή του είναι υπόθεση της βουλήσεως του ανθρώπου, το χρονούμενο δηλαδή είναι η ανθρώπινη πράξη, είτε ως ατομικό ενέργημα είτε ως συλλογική συμπεριφορά και πράξη, όπως σε αυτή εκδηλώνεται η αυτοδιάθεση του υποκειμένου είτε η υπαγόρευση της θέ-σμισης. Επιπλέον ο χρόνος γίνεται αντικείμενο συγκεκριμένης πολιτικής και ιδεολογικής μεταχείρισης, δηλαδή ο χρόνος γίνεται αντικείμενο θέσμισης και «ιδεολογικοποίησης» με την έννοια ότι σχηματίζεται και γίνεται αποδεκτό ένα σύνολο ιδεών το οποίο συνδέεται με μια συγκεκριμένη θέαση και ερμηνεία του χρόνου η οποία διεκδικεί αλήθεια και εγκυρότητα, λειτουργεί αξιωματικά και προσανατολίζει σε μια συγκεκριμένη κάθε φορά ερμηνεία της πραγματικότητας και ανάλογη πράξη, επηρεάζοντας την διαχείρισή του από τον άνθρωπο.
Η ιστορικότητα της Πολιτικής
Η παρουσία του χρόνου στην αριστοτελική εξέταση της πολιτικής εκδηλώνεται και ως ιστορικότητα που τη διατρέχει. Η δημιουργία και η ύπαρξη πόλεων και νόμων συνιστούν το περιεχόμενο της πρακτικής πολιτικής η οποία εμφανίστηκε και αναπτύχθηκε, όταν οι άνθρωποι συνειδητοποίησαν την ανάγκη της και έπειτα από την επινόηση άλλων τεχνών απαραίτητων στην επιβίωσή τους («σχεδόν μέν οὖν καί τά ἄλλα δεῖ νομίζειν εὑρῆσθαι πολλάκις ἐν τῷ πολλλῷ χρόνῳ, μάᾶλον ἀπειράκις. Τά μέν γάρ ἀναγκαῖα τήν χρείαν διδάσκειν εἰκός αὐτήν, τά δ' εἰς εὐσχημοσύνην καί περιουσίαν ὑπαρχόντων ἤδη τούτων εὔλογον λαμβάνειν τήν αὔξησιν· ώστε καί τά περί τάς πολιτείας οἴεσθαι δεῖ τόν αὐτόν ἔχειν τρόπον» (1329b25-31) Και όλοι οι άλλοι γενικά οι θεσμοί μπορούμε να πούμε ότι πολλές φορές, μάλλον άπειρες μέσα στο πέρασμα του χρόνου, έχουν επινοηθεί για τους ίδιους λόγους. Γιατί η ίδια ανάγκη - χρεία - δικαιολογημένα διδάσκει τα απολύτως απαραίτητα, αφού όμως καθιερωθούν αυτά, τότε εύλογα αναπτύσσονται όσα συντελούν στην καλαισθησία και την πολυτέλεια. Ακολούθως αυτά να θεωρήσουμε ότι ισχύουν και για τα πολιτεύματα). Φαίνεται κατά την αριστοτελική άποψη ότι ο χρόνος συνιστά κριτήριο της βιωσιμότητας και της λειτουργικότητας των πολιτικών και κοινωνικών θεσμών. Επιπλέον ο Αριστοτέλης θεωρεί τη χρείαν αφετηρία επινοήσεων αλλά και την εὐσχημοσύνην κίνητρο εξελίξεων και νέων επινοήσεων. Η ανάγκη αλλά και η απελευθέρωση από την πίεση της ανάγκης, και τα δύο αφορούν το έλλογο ποιούν και πάσχον ον, αποτελούν προωθητικούς παράγοντες για την πολιτική και τον πολιτισμό. Συνάμα η «αὐξησις» των θεσμών και των πολιτευμάτων εκλαμβάνεται ως προοδευτική διαδικασία, αφού συνδέεται με την ικανοποίηση των αναγκών στον χρόνο και την απελευθέρωση από την πίεσή τους. Επίσης ο Αριστοτέλης αντιμετωπίζει κριτικά τη μεταβολή των νόμων και φαίνεται να τη δικαιολογεί με το επιχείρημα ότι οι άνθρωποι επιζητούν το αγαθόν και όχι το πάτριον. Ό,τι συμβαίνει επομένως μέσα στον χρόνο δεν αποτελεί πραγμάτωση μιας προσχεδιασμένης πορείας.
Με αυτά τα δεδομένα, στην αριστοτελική ανάλυση η ανθρώπινη ιστορία δεν νοηματοδοτείται ως διαδικασία διαρκούς επιβεβαίωσης των έλλογων κανονιστικών της όρων, ή ακόμη δεν αποτελεί την ανελικτική πραγμάτωση ενός a priori σχεδίου. Αντίθετα διαβάζοντας με προσοχή το σύνθετο και φαινομενικά «ανακόλουθο» ορισμένες φορές λόγο των Πολιτικών, ο μελετητής αντιλαμβάνεται ότι στην αριστοτελική ανάλυση η ανθρώπινη ιστορία παίρνει το νόημα του πεδίου αναζήτησης κανονιστικών όρων και εντοπισμού αρχών. Ο Αριστοτέλης επιχειρεί να συναγάγει αρχές από την ιστορικογενετική και αναλυτική προσέγγιση του πολιτικού φαινομένου και όχι να επιβεβαιώσει αρχές που έχει προτάξει αξιωματικά «εἰ δή τις έξ ἀρχῆς τά πράγματα φυόμενα βλέψειεν, ὥσπερ ἐν τοῖς ἄλλοις καί ἐν τούτοις κάλλιστ' ἄν οὕτω θεωρήσειεν», 1252a24-26. (Στη θέση αυτή του Αριστοτέλη στηρίζουμε τη διαφωνία μας με την άποψη νεότερων κριτικών του αριστοτελικού έργου, π.χ. Woods5 κτλ. σύμφωνα με την οποία η ιστορικότητα της αριστοτελικής ανάλυσης συνιστά απόδειξη του συντηρητισμού του Αριστοτέλη). Έπειτα η υιοθέτηση από τον Αριστοτέλη και της αναλυτικής και της ιστορικογενετικής μεθόδου στη μελέτη του πολιτικού φαινομένου και με δεδομένη τη θέση του ότι η φύση του αντικειμένου υπαγορεύει τη μέθοδο εξέτασής του6, με ασφάλεια μπορούμε να πούμε ότι ο χρόνος αποτελεί αναγκαία παράμετρο του πολιτικού φαινομένου και συνεπώς και της μεθοδικής εξέτασής του. Η χρήση των δύο μεθόδων γίνεται συμπληρωματικά, από την άποψη ότι η ιστορικογενετική μέθοδος προσπορίζει στοιχεία αναγκαία για τον αναλυτικό ορισμό των πολιτικών εννοιών, αλλά και στοιχεία της ανάλυσης δίνουν λογική ερμηνεία στο ιστορι-κογενετικό δεδομένο. Από την άποψη αυτή ο Αριστοτέλης μελετά συγχρόνως τη δομή και το γίγνεσθαι της πόλης στη συνάφειά τους και στη διαλεκτική αλληλενέργειά τους. Αυτό σημαίνει ότι η πόλη - και η πολιτική ως επιστήμη- αποτελεί ένα αντικείμενο μελέτης όπου μέρος και όλον, ένα και πολλά, ύστερον και πρότερον δεν μπορούν να έχουν παντού το ίδιο περιεχόμενο στην πραγματική τους χρήση, γιατί ακριβώς είναι ανοιχτά σε μια χρονικότητα, σύμφωνα με την οποία αυτό που υπάρχει σε μια κοινωνία είναι η ασύλληπτη παρουσία αυτού που - ήδη - υπήρξε - και - δεν - είναι -πια και από την άλλη αυτού που - δεν - είναι - ακόμα ως ασύλληπτου επικείμενου. Το πολιτικό νύν εμφανίζεται εσωτερικά εξαρθρωμένο, συγκροτημένο καθαυτό από τη δυνατότητα δράσης η οποία αναπτύσσεται έξω από αυτό, δηλαδή του πρότερου όπως αυτό διασώζεται στη θέσμιση και στην παράδοση και του ύστερου το οποίο εκλαμβάνεται ως εγχείρημα, πιθανότητα, πρόληψη. Όταν λοιπόν ο Αριστοτέλης στοχάζεται το πολιτικό, το στοχάζεται ως διαρκώς διανοιγόμενη πραγματικότητα και για αυτό πρωτότυπη, ως δομή διαρκώς υποκείμενη στο γίγνεσθαι και ως γίγνεσθαι διαρκώς αντικειμενοποιημένο σε δομή.
Αναλυτικότερα ο Αριστοτέλης στην αρχή των Πολιτικών εισηγείται τη φυσική πολιτικότητα του ανθρώπου και τη φύσει ύπαρξη της πόλης, αλλά τις εννοεί ως δυναμικές πραγματώσεις στο χρόνο, παρά άπαξ δοσμένες στατικές μορφές ύπαρξης. Έτσι η φυσική πολιτικότητα του ανθρώπου είναι δυναμική, ανοιχτή και διανοιγόμενη διαδικασία, συνιστά περισσότερο μια πραγματικότητα διαρκώς μεταβαλλόμενων σχέσεων, αδιάλειπτων περασμάτων από την «ύλη» στη «μορφή» στη διαρκή αναζήτηση του «δοκούντος άγαθού» αλλά και του «κυριωτάτου άγαθού», όταν πρόκειται για την κυριωτάτη κοινωνία των ανθρώπων. Σε αυτή τη διαδικασία η «μορφή» γίνεται «ύλη», για να εξελιχθεί σε νέα «μορφή» κ.ο.κ. Άλλωστε ούτε και το τέλος είναι άπαξ δοσμένο. Δεν αναγνωρίζει ο Αριστοτέλης την ύπαρξη συνειδητού σκοπού στη φύση7. Η φύση δεν ενεργεί προμελετημένα, χωρίς αυτό να αναιρεί την αριστοτελική τελεολογία, γιατί οι φυσικές διεργασίες υπηρετούν τελικούς σκοπούς(τέλη) οι οποίοι όμως ενυπάρχουν στα ίδια τα αντικείμενα, στο ζωντανό και αναπτυσσόμενο ζώο και φυτό. Η διαδοχή του πρότερου - ύστερου, δηλαδή ο χρόνος, αποτελεί το αριθμητό του φυσικού και πολιτικού γίγνεσθαι, με την υπογράμμιση ότι ο χρόνος σαφώς δεν αυτονομείται ως αυτοδύναμη οντική πραγματικότητα, αλλά τα όντα πραγματώνουν το είναι τους κινούμενα και συνεπώς χρονούμενα.
Με αυτά τα δεδομένα δεν αποτελεί οξύμωρο ή αντιφατικό σχήμα η θεμελίωση από τη μια της πόλεως στη φύση (στην ανθρώπινη φύση) και από την άλλη η πίστωση της εμφάνισής της στον ευεργέτη, ιδρυτή της πόλεως «ό δέ συστήσας μεγίστων άγαθών αίτιος» Πολιτικά 1253a31-32. Μπορούμε, νομίζω, να αποδώσουμε στον Αριστοτέλη τη σκέψη ότι η σύσταση της πόλης αποτελεί προϊόν ανθρώπινης βουλήσεως (και προαιρέσεως) και πράξης το οποίο εκδηλώνεται σε μια συγκεκριμένη μονάδα του χρόνου, πραγματώνοντας δυναμικά όχι στατικά ούτε τελειωτικά, τη φυσική ορμή του ανθρώπου να ζει μαζί με τους άλλους. Η πορεία αυτή δίδεται στο πρώτο βιβλίο των Πολιτικών όπου το πολιτικό φαινόμενο εξελίσσεται από τον οίκο στην κώμη και από την κώμη στην πόλη. Το κάθε στάδιο ως πρότερον και ύστερον συνιστά μια δυναμική προώθηση της ἐνεργείᾳ σε δυνάμει κατάσταση και της δυνάμει σε ἐνεργείᾳ, ένα γίγνεσθαι που μορφοποιείται σε δομή και μία δομή που εξαρθρώνεται σε γίγνεσθαι συγχρόνως και διαρκώς με απερίσταλτη πρωτοτυπία περιεχομένου.
Η ιδιότητα του πολίτη και ο χρόνος
Σε ανάλογη σκέψη για τη σχέση χρόνου και πολιτικής μας εισάγουν και οι απόψεις του Αριστοτέλη για τον πολίτη. Είναι γνωστό ότι η φυσική θεμελίωση της πόλης γίνεται στην φυσική πολιτικότητα του ανθρώπου. 0 Αριστοτέλης προτάσσει στα Πολιτικά τη θέση ότι ο άνθρωπος «φύσει πολιτικόν ζωον μάλλον παντός άλλου άγελαίου ζώου...» και στο τρίτο βιβλίο δίνει και την ανθρωπολογική αιτιολόγηση8. Παράλληλα όμως στο τρίτο βιβλίο των Πολιτικών, και όχι μόνο, παρατηρεί ότι -με αναμφισβήτητη την φυσική πολιτικότητα του ανθρώπου- η ιδιότητα του πολίτη δεν είναι καθολική και μόνιμη «καί γάρ ὁ πολίτης ἀμφισβητεῖται πολλάκις... (275a2)». Μεταβάλλεται και στο χώρο και στο χρόνο, και συγχρονικά και διαχρονικά. Με απλά λόγια ο άνθρωπος είναι πολιτικός από τη φύση του, αλλά δεν είναι αναγκαία πολίτης· μπορεί να είναι αλλά μπορεί και όχι· και αυτό αποτελεί τη διπλή δυνατότητα του λόγου στη σχέση του πρότερου και ύστερου. Η πολιτικότητα είναι καθολικό ανθρωπολογικό γνώρισμα του ανθρώπου, η εκδήλωσή της όμως υπακούει σε μια σειρά αιτίων και παραγόντων που οδηγούν σε διαφορετικές πραγματώσεις της στη δυναμική του χρόνου. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι ο πολίτης είναι οπωσδήποτε μέλος ενός κοινωνικού συνόλου, αλλά το μέλος ενός κοινωνικού συνόλου δεν είναι οπωσδήποτε πολίτης. Στο 1275b22-40 κρίνοντας το κριτήριο της καταγωγής για την ιδιότητα του πολίτη, αναφέρει ότι ο πολίτης είναι προϊόν θέσμισης και παράδοσης αξιοποιώντας το ευφυολόγημα του Γοργία του Λεοντίνου, ο οποίος έλεγε ότι, όπως ακριβώς τα προϊόντα της εργασίας των γουδοποιών (λαρισαίων) είναι τα γουδιά, έτσι και οι Λαρισαίοι (πολίτες) είναι τα προϊόντα της εργασίας των Δημιουργών (των αρμόδιων υπαλλήλων της πόλης για την εγγραφή των νέων πολιτών), για τον απλό λόγο ότι δεν είναι δυνατό να εφαρμοστεί το κριτήριο «τό ἐκ πολίτου ἤ ἐκ πολίτιδος ἐπί τῶν πρώτων οἰκησάντων ἤ κτισάντων». Συνεπώς ένα σύνολο άλλων λόγων που αναφύονται ιστορικοκοινωνικά, καθορίζουν την αναγνώριση ή όχι της ιδιότητας του πολίτη σε κάποιον και όχι αναγκαία η πολιτική του φύση. Σε αυτό άλλωστε συνηγορούν και οι αναλύσεις του Αριστοτέλη για το «κύριον» της πόλεως και τον «ὅρον»9.
Επιπλέον όπως η κοινωνία του τόπου αποτελεί αναγκαία συνθήκη για να θεωρηθεί κανείς πολίτης, εννοείται ότι και η «κοινωνία» του χρόνου αποτελεί αναγκαία συνθήκη, καθώς κάποιος είναι πολίτης έχοντας μια συγκεκριμένη ηλικία, ή ζει σε πολίτευμα που τον αναγνωρίζει ως πολίτη και αυτά στα βιολογικά χρονικά όρια της ανθρώπινης ύπαρξης. Σε αυτό το σημείο αξίζει να αναφέρουμε μια παρατήρηση του Αριστοτέλη στο τρίτο βιβλίο όπου επιχειρεί να εξετάσει την έννοια της πόλεως. Αναζητώντας λοιπόν ο Αριστοτέλης τα γνωρίσματα της πόλεως που συνιστούν την ταυτότητά της οδηγείται στη διάκριση του χρόνου ύπαρξης της πόλης από το χρόνο ύπαρξης των ανθρώπων που την κατοικούν. Αναφέρει συγκεκριμένα: «ἀλλά τῶν αὐτῶν κατοικούντων τόν αὐτόν τρόπον, πότερον ἕως ἄν ᾖ τό γένος ταὐτό ταῶν κατοικούντων, τήν αὐτήν εῖναι φατέον πόλιν καίπερ ἀεί τῶν μέν φθειρομένων ταῶν δέ γινομένων, ὥσπερ καί ποταμούς εἰώθαμεν λέγειν τούς αὐτούς καί κρήνας τάς αὐτάς, καίπερ αἰεί τοῦ μέν ἐπιγινομένου νάματος τοῦ δέ ὑπεξιόντος, ἤ τούς μέν ἀνθρώπους φατέον εῖναι τούς αὐτούς διά τήν τοιαύτην αίτίαν, τήν δέ πόλιν ἑτέραν; (...) φανερόν ὅτι μάλιστα λεκτέον τήν αὐτήν πόλιν εἰς τήν πολιτείαν βλέποντας» (αλλά και για την περίπτωση κατά την οποία οι άνθρωποι κατοικούν τον ίδιο τόπο, ποιο από τα δύο ενδεχόμενα πρέπει να υποστηρίξουμε; Ότι με δεδομένη την ομοιογένεια των κατοίκων η πόλη παραμένει η ίδια, παρά το γεγονός ότι διαρκώς άλλοι πεθαίνουν και άλλοι γεννιούνται, όπως ακριβώς θεωρούμε ότι είναι ίδια τα ποτάμια και οι βρύσες, μολονότι άλλο νερό αναβλύζει συνεχώς από τις πηγές και άλλο κυλά και φεύγει; Ή ότι μόνο οι άνθρωποι παραμένουν οι ίδιοι χάρη στην ομοιογένεια, η πόλη όμως μεταβάλλεται; (...) Αν λοιπόν αυτά ισχύουν, είναι φανερό ότι πρέπει να πούμε ότι η πόλη παραμένει η ίδια πρώτιστα, όταν ίδιο παραμένει το πολίτευμά της. 1275a33-b11). Ο Αριστοτέλης φαίνεται ότι συνδέει το ζήτημα της ταυτότητας της πόλης με το ζήτημα της μεταβολής των όρων της στον χρόνο. Δηλώνει ότι η πόλη δεν είναι αθάνατη, όπως υποστηρίζει ο Ισοκράτης ( Περί Εἰρήνης, 120), ούτε όμως και η παραμικρή μεταβολή στη δημογραφική σύνθεση συνεπάγεται άρση της ταυτότητάς της. Η ταυτότητα της πόλης συνίσταται στη σύνθεση στοιχείων φυσικών (τόπος, γένος ανθρώπων = η ύλη) και πολιτικών (συνταγματική τάξη, πολιτειακή οργάνωση = το είδος). Έτσι οι άνθρωποι λαμβανόμενοι ως ατομικές βιολογικές υπάρξεις και στη διαδοχή τους στον χρόνο, δεν επηρεάζουν φαινομενικά την ταυτότητα της πόλης. 0ι άνθρωποι διαδέχονται ο ένας τον άλλον ως βιολογικές υπάρξεις μέσα στο χρόνο, αλλά αυτό δεν διαφοροποιεί αναγκαστικά την ταυτότητα της πόλης. Ο βιολογικός καθαυτό χρόνος ύπαρξης του ανθρώπου δεν επηρεάζει την ταυτότητα της πόλης και συνεπώς το δικό της χρόνο ύπαρξης, γιατί ο Αριστοτέλης εξαρτά την πόλη από το πο-λίτευμά της. Όσο διατηρείται ο τύπος πολιτεύματος, η πόλη παραμένει η ίδια παρά τις μεταβολές της στη σύνθεση του πληθυσμού, τη δημογραφική εξέλιξη κτλ. Η παρατήρηση αυτή δείχνει ότι ο Αριστοτέλης πολιτικά θεωρεί σπουδαίο ό,τι συμβαίνει, και ό, τι πράττει στον φυσικό χρόνο ο άνθρωπος και όχι καθαυτό τον φυσικό χρόνο. Επίσης η διάρκεια της πόλης εξαρτάται από το πολίτευμά της από το οποίο άλλωστε εξαρτάται η σύνθεση των μερών της αλλά με τρόπο αμφίδρομο. Η σύνδεση της ταυτότητας και της διάρκειας της πόλης με το πολίτευμα δείχνει ότι το σημαντικό για την πόλη δεν είναι ο φυσικός χρόνος ως ποσοτική απόδοση, αλλά αυτό που γίνεται, που συμβαίνει στον φυσικό χρόνο και οι όροι με τους οποίους γίνεται.
Συνάγεται, λοιπόν, ότι η φυσική πολιτικότητα είναι αναγκαία αιτία αλλά όχι και επαρκής για την ιδιότητα του πολίτη. Ως πολίτης ορίζεται αυτός που μετέχει στην άσκηση κάποιας εξουσίας στην πόλη «πολίτης δ' ἁπλῶς οὐδενί τῶν ἄλλλων ὁρίζεται μᾶλλον ἤ τῷ μετέχειν κρίσεως καί ἀρχῆς (1275a 22-23). Η επαρκής συνθήκη για να είναι κανείς πολίτης είναι το πολίτευμα που ορίζει της προϋποθέσεις για να αξιωθεί την ιδιότητα αυτή. Το πολίτευμα ορίζει τα χαρακτηριστικά που καθιστούν πολίτη ένα απλό μέλος της κοινωνίας, δηλαδή τη δυνατότητα συμμετοχής στη βουλευτική και δικαστική εξουσία. Ειδικότερα ορίζονται οι συγκεκριμένες προϋποθέσεις φύλου, ηλικίας, κοινωνικής κατάστασης κτλ. για την απόκτηση της ιδιότητας του πολίτη.10
Παρατηρούμε λοιπόν μια «πολιτικοποίηση» του βιολογικού, καθώς ο χρόνος ως ηλικία και άρα φυσικό μέγεθος αποκτά πολιτική σημασία, σύμφωνα με την οποία κάποια στιγμή επιτρέπεται σε κάποιον να γίνει πολίτης και κάποια άλλη όχι ή ενδεχομένως. Η φυσική πολιτικότητα κατά Αριστοτέλη δείχνει ότι η συμμετοχή του ανθρώπου στον πολιτικό βίο συνθέτει τη βιολογική ορμή11 του για συνύπαρξη(κοινωνία) με άλλους ανθρώπους και την πραγμάτωση της ανθρώπινης φύσης μέσα στην πόλη στη δυναμική του χρόνου. Συγχρόνως φαίνεται ότι η ταυτότητα της πόλεως και η ιδιότητα του πολίτη εξαρτώνται από το πολίτευμά της. Σημειώνεται λοιπόν μια μετακίνηση από τη φύση στο νόμο. Αλλά το πολίτευμα ως τάξη των αρχών και μάλιστα της κυρίας πάντων, και οι μορφές του, όπως και η πόλη και τα είδη της αποτελούν τον ειδικά ανθρώπινο τρόπο κατάκτησης της ευδαιμονίας και συνιστούν την ειδική ανθρώπινη απάντηση στο ζητούμενο της ευδαιμονίας.12 Φαίνεται πως το δρων ανθρώπινο ον με την πράξη του και σε αλληλενέργεια με ό,τι το περιβάλλει στη μονάδα του χρόνου αποτελεί την κινούσα δύναμη για την ποιοτική μετάβαση από το πρότερον στο ύστερον. Συνεπώς η διαχείριση του χρόνου αποτελεί πεδίο προβολής της ανθρώπινης παρουσίας όχι απλώς με την έννοια της εκδήλωσης της βιολογικής κανονικότητας, αλλά και με την έννοια της πράξης και της «απρόβλεπτης» συμπεριφοράς στη μονάδα του χρόνου, απρόβλεπτης, γιατί εκπηγάζει από τη βούληση, την προαίρεση και τον λόγο και όχι απλώς από το άλογο μέρος της ψυχής. Άλλωστε ο Αριστοτέλης έδειξε ότι το αγαθό είναι καθέκαστον, ποικίλλει ανάλογα με τις εποχές της ιστορίας της πόλης, και ο καθορισμός του διαφοροποιείται όχι μόνο ανάλογα με τις λογικές κατηγορίες αλλά και σε σχέση με κάθε επί μέρους κατηγορία (Τοπικά, Α15, 107a30, Ηθικά Νικομάχεια Α,1094Μ5-20, 1295a12..., 1096a30-35, 1096b1-4 το αγαθό δεν είναι αιώνιο, 1096Μ5-18, 30-35κ.ά.). Βέβαια αναλώνει πλήθος σελίδων ο Αριστοτέλης για να δείξει κάτω από ποιους όρους η ατομική βούληση και πράξη γίνεται κυρίαρχη θέσμιση.
Γίνεται σαφές από τα προηγούμενα ότι ο Αριστοτέλης δεν εγκλωβίστηκε σε μια διαδικασία αναζήτησης μιας αντικειμενικής θεωρίας θετικιστικού τύπου (μιας ιστορίας γεγονότων ερήμην του ανθρώπου), μια θεώρηση του πολιτικού απέξω, όπου τα προβλήματα γεννιούνται από τον ίδιο τον αυτοματισμό της κοινωνικής εξέλιξης, αλλά στράφηκε και στη μελέτη του πολιτικού από τα έσω, στη μελέτη της ατομικής και κοινωνικής ψυχολογίας και των εσωτερικών αντιδράσεων των υποκειμένων της ιστορικής περιπέτειας, ως παραγόντων του πολιτικού. Παρουσιάζει τον άνθρωπο μέσα στην κοινωνία και με τη δική του εσωτερική πραγματικότητα, δηλαδή και ως σύνολο από ψυχικά γεγονότα και υποκειμενικές διαδικασίες που τα κατανοούμε ή τα ερμηνεύουμε βρίσκοντας στο εσωτερικό τους νοηματική αλληλουχία και λογική ενότητα. Συνεπώς ο χρόνος δεν αποτελεί μόνο την ποσοτική καταμέτρηση της φυσικής αναγκαιότητας και περιοδικότητας των ειδών, αλλά και το αριθμητό του πεδίου της ανθρώπινης παρουσίας και πράξης· και σε αυτή την περίπτωση ό,τι παράγεται από το δρων ανθρώπινο ον προβάλλεται στην ποσοτική αναγκαιότητα και διαμορφώνει την ποιοτική δυναμική της ανθρώπινης παρουσίας και ως πράξη του ανθρώπου και ως θεσμική αντικειμενοποίηση (θεωρούμενη πάντα υπό αίρεση παρά την προβαλλόμενη διαχρονικότητά της στο πλαίσιο του πολιτικού αγώνα). Η ανθρώπινη πράξη λαμβανόμενη στη γενικότητα της εκδήλωσής της και σε σχέση αμοιβαιότητας με το περικείμενο και συγκείμενο περιβάλλον της αποτελεί τον βασικό παράγοντα για αυτό που κάθε φορά εκδηλώνεται στη μονάδα του χρόνου. Από την οπτική αυτή το πολιτικό φαινόμενο ως νομή εξουσίας παίρνει το περιεχόμενο της σύγκρουσης στην οποία διακυβεύεται η δυνατότητα /εξουσία να καθορίζει ο νικητής του πολιτικού αγώνα αυτό - που - θα - συμβεί, δηλαδή το περιεχόμενο του χρονούμενου.
Η σχολή και η ασχολία
Ειδική και ενδιαφέρουσα περίπτωση, κατά την οποία ο χρόνος ως προσωπική διαχείριση του περιεχομένου του, αποβαίνει ηθικό και πολιτικό κριτήριο και συνάμα παράγοντας που ρυθμίζει τις πολιτικές και πολιτειακές σχέσεις, είναι η σχολή και η ασχολία, η σχόλη και το επάγγελμα. Διαβάζουμε στα Πολιτικά: «Ἐπεί δέ τό αὐτό τέλος εἶναι φαίνεται καί κοινῇ ίδίᾳ τοῖς άνθρώποις, καί τόν αὐτόν ὅρον ἀναγκαῖον εἶναι τῷ τε ἀρίστῳ ἀνδρί καί πολιτείᾳ, φανερόν ὅτι δεῖ τάς εἰς τήν σχολήν ἀρετάς ὑπάρχειν· τέλος γάρ, ὥσπερ εἴρηται πολλάκις, εἰρήνη μέν πολέμου σχολή δέ ἀσχολίας, χρήσιμοι δέ ταῶν ἀρετῶν εἰσί πρός τήν σχολήν καί διαγωγήν ὧν τε ἐν τῇ σχολῇ τό έργον καί ὧν έν τῇ ἀσχολίᾳ. Δεῖ γάρ πολλά τῶν ἀναγκαίων ὑπάρχειν ὅπως ἐξῇ σχολάζειν· διό σώφρονα τήν πόλιν εἶναι προσήκει καί ἀνδρείαν καί καρτερικήν· κατά γάρ τήν παροιμίαν, οὐ σχολή δούλοις, οἱ δέ μή δυνάμενοι κινδυνεύειν ἀνδρείως δοῦλοι τῶν έπιόντων εἰσίν. Ἀνδρείας μέν οὖν καί καρτερίας δεῖ πρός τήν ἀσχολίαν, φιλοσοφίας δέ πρός τήν σχολήν, σωφροσύνης δέ καί δικαιοσύνης ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χρόνοις, καί μᾶλλον εἰρήνην ἄγουσι καί σχολάζουσιν 1334 α11-25»13.
Με θαυμάσιο τρόπο ο Αριστοτέλης συνθέτει στο εδάφιο αυτό μια «πολιτική ηθική του χρόνου»14 στη βάση της εκπαιδευτικής, εργασιακής και πολιτιστικής πολιτικής της πόλης αναφερόμενος στον εργασιακό και ελεύθερο χρόνο του ανθρώπου και την ανάγκη της θεσμικής αντιμετώπισής τους. Η σχολή δεν είναι απλώς ο ελεύθερος χρόνος ο οποίος μπορεί να μεταπέσει σε κενό χρόνο, όταν μάλιστα το κέντρο της ζωής του γίνεται το επάγγελμα. Η σχολή είναι ο χρόνος στον οποίο ο άνθρωπος είναι σε θέση να εκδηλώσει τη δημιουργικότητά του, να εκφραστεί ως ολότητα, να ενεργήσει με δική του προαίρεση, να είναι ο εαυτός του ως άνθρωπος. Συγγενής έννοια είναι η διαγωγή που παίρνει το περιεχόμενο του ευχάριστου και ευγενούς τρόπου ζωής. Αντίθετα η έννοια της ανάπαυσης (1337b42) ορίζεται ως άνε-σις της ψυχής και αφορά την ανάπαυλα, το διάλειμμα ξεκούρασης στη διάρκεια της εργασίας, ώστε ο εργαζόμενος να ανανεώσει τις δυνάμεις του για καλύτερη επίδοση στη δουλειά του. Η σχολή δεν είναι απλώς ο χρόνος της μη εργασίας. Ένας τέτοιος χρόνος εύκολα μεταβάλλεται σε κενό χρόνο, όπου μπορεί να παρατηρηθεί κάθε είδους συμπεριφορά. Αντίθετα η σχολή αναφέρεται στην ελεύθερη δραστηριότητα του ελεύθερου ανθρώπου και δεν υπακούει σε καμιά εξωτερική ανάγκη. Επειδή όμως η αξιοποίηση του χρόνου δεν είναι αυτονόητη ούτε υπακούει σε a priori δεδομένα, αποτελεί αντικείμενο μέριμνας του νομοθέτη (εδώ η πολιτική παράγει ηθική) και αυτή έχοντας κατά νου οφείλει να ρυθμίσει τα της παιδείας. Γενικά η σχολή αφορά την αυτόνομη και δημιουργική διαχείριση του «χρόνου μου». Δεν έχει το νόημα της αδράνειας, του κενού χρόνου, αλλά του χρόνου στον οποίο «πραγματώνομαι με την αυτόνομη πράξη μου». Αυτό σημαίνει ότι χρέος του νομοθέτη είναι η εξασφάλιση της σχολής και της ειρήνης και συνάμα της μόρφωσης των νέων η οποία καλλιεργεί τις ψυχές τους και τους προετοιμάζει για τη θετική και δημιουργική διαχείριση της σχολής (1334b24-26). Γι' αυτό χρειάζεται η καλλιέργεια του σώματος να γίνεται για χάρη της ψυχής και των επιθυμιών για χάρη του νου. Συνεπώς ο νομοθέτης οφείλει να φροντίσει για την ποιότητα της νέας γενιάς πριν από τη γέννησή της.
Έτσι η διαχείριση του χρόνου αποκαλύπτεται εδώ ως τρόπος «αυτοκίνησης» του ανθρώπου, αλλά συγχρόνως γίνεται πολιτικό κριτήριο διάκρισης του πολίτη από τον «βάναυσο» και τον δούλο και αντικείμενο θέσμισης που κατοχυρώνει νόμω τη διάκριση αυτή. 0 φωτισμός του θέματος γίνεται καλύτερος, αν αναφερθούμε στο αντίθετο της σχόλης, στον χρόνο της εργασίας. 0 δουλικός χαρακτήρας της χειρωνακτικής εργασίας ήταν λόγος αποκλεισμού των χειρωνακτών και των δούλων από την εξουσία και τα πολιτικά δικαιώματα(1278 α1-27). Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο εργαζόμενος υφίσταται μια κατάσταση «ετεροκίνησης», με την έννοια ότι το επάγγελμά του τον αποξενώνει από τον εαυτό του, καθώς γίνεται εργαλείο, μέσο πραγμάτωσης σκοπών άλλων και όχι του εαυτού του. Από την άλλη ο χειρώνακτας και ο εγκλωβισμένος στα βάναυσα επαγγέλματα εργαζόμενος δεν διαθέτουν τον χρόνο και την πνευματική ποιότητα που θα τους επέτρεπαν να μετέχουν στο πολίτευμα ενεργά. Αντίθετα, επειδή ασκούν εργασίες που εκφράζουν τη βούληση ενός άλλου ή «μισθαρνικάς», δηλαδή έναντι αμοιβής, που σημαίνει μια εξίσωση του ποιοτικού ανθρώπινου γνωρίσματος του «ποιείν» με το ποσοτικό κριτήριο της χρηματικής αμοιβής, βρίσκονται σε μια κατάσταση άρνησης της καθαυτό ανθρώπινης ταυτότητάς τους που είναι η ελευθερία εκδηλούμενη ως αυτοδιάθεση, αυτοκίνηση του δρώντος υποκειμένου. Στον πολιτικό αγώνα συνεπώς διακυβεύεται η ίδια η κατάσταση του κοινωνικά αυτοκίνητου ή ετεροκίνητου πολιτικού όντος. Στο πλαίσιο του πολιτικού αγώνα η ποιότητα της διαχείρισης του προσωπικού χρόνου γίνεται θέσμιση, νόμοι και διατάξεις με τους οποίους ρυθμίζεται αφενός η σχέση του υποκειμένου με την εξουσία και αφετέρου προβάλλεται δικαιολογημένη η κατοχύρωση αυτή από εκείνο ή εκείνους που τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή έχουν τη δύναμη να επιβάλουν τη θέση τους ως ρυθμιστικό κανόνα στην οργάνωση της κοινωνίας (1276b34-40).
Μια συγγενής παρατήρηση που σχετίζεται με τις αριστοτελικές απόψεις για τη δουλεία, δείχνει επίσης την πολιτική σημασία του χρόνου : κατά το προηγηθέν εδάφιο η απουσία αυτοδιάθετου χρόνου συνιστά διαφορά δούλου και ελεύθερου, και αυτό συμβαίνει κατά φύσει ή και κατά θέση. Κατά φύση, γιατί στερείται ο άνθρωπος το προοράν τῇ διανοίᾳ (Μετά τά Φυσικά A,10,1075a15), και κατά θέση, γιατί θεσμικά δεν δικαιούται τον χρόνο του. Ο δούλος, εφόσον είναι φύσει ή θέσει έμψυχο εργαλείο, δεν δικαιούται τον χρόνο του θεσμικά. Είναι αναγκασμένος να διαθέτει το χρόνο του κάνοντας πράγματα για του άλλους και εκτελώντας εντολές από άλλους και όχι για τον εαυτό του και από τον εαυτό του. 0 Αριστοτέλης σε πολλά σημεία των Πολιτικών και ιδιαίτερα στο πρώτο βιβλίο μελετά και διακρίνει τον θέσει δούλο, που μια εξωτερική αναγκαιότητα του αφαιρεί το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης του χρόνου του από τον φύσει δούλο, στον οποίο η εγγενής αδυναμία του προοράν αιτιολογεί την ανάγκη να ακολουθεί και να εκτελεί τη βούληση του «προορώντος». Απορρίπτει την ορθότητα της πρώτης περίπτωσης, αποδέχεται τη λογική της δεύτερης. Όπως και να έχει όμως, ο χρόνος από προσωπικό μερίδιο στη ζωή, γίνεται διακύβευμα του πολιτικού αγώνα και ρυθμιστικός παράγοντας πολιτικών σχέσεων και σχέσεων εξουσίας. Αποδίδοντας, τέλος, σχηματικά τις σχετικές απόψεις του Αριστοτέλη, θα λέγαμε ότι γνώρισμα ελεύθερου ανθρώπου είναι η δυνατότητα αυτοδιαχείρισης του χρόνου του, γνώρισμα του ηθικού ανθρώπου είναι η δυνατότητα της ποιοτικής, ενάρετης, αξιοποίησης του ελεύθερου χρόνου του και η δυνατότητα διαχείρισης του ελεύθερου χρόνου για τις υποθέσεις της πόλης είναι γνώρισμα του καλού πολίτη.
Η μακροβιότητα των πολιτευμάτων
Παράλληλα με τον χρόνο ως ποιοτικό ανάπτυγμα του ανθρώπου και πολιτικό διακύβευμα, ο χρόνος ως μετρούμενη διάρκεια αποτελεί αξιολογικό στοιχείο του πολιτεύματος. Αν, όπως ήδη ειπώθηκε, το εκάστοτε πολίτευμα φαίνεται ως μια δυνατή απάντηση στο ζητούμενο της ευδαιμονίας, η κατάκτηση της ευδαιμονίας θα καθιστούσε σταθερό και το πολίτευμα. Από την άποψη αυτή μακροβιότερα πολιτεύματα είναι εκείνα που ανταποκρίνονται περισσότερο στις απαιτήσεις του ευ ζήν για την πλειονότητα των πολιτών. Είναι ενδεικτικό ότι ο Αριστοτέλης δίνοντας τη μακροβιότητα των πολιτευμάτων σε σχέση με την ποιότητά τους, δείχνει ότι τα πιο συγκεντρωτικά και αυταρχικά πολιτεύματα είναι βραχύβια σε αντίθεση με τα αποκεντρωτικά και συμμετοχικά πολιτεύματα. Η μακροβιότητα του πολιτεύματος είναι και επιδίωξη του φορέα εξουσίας και γι' αυτό παίρνει μέτρα τέτοια ώστε να παραμείνει στην εξουσία και να καρπώνεται τα οφέλη της.
Είναι ενδεικτικό της γραφής του Αριστοτέλη η παρατήρηση ότι παρά την ποικιλία μέτρων (σκληρών και ήπιων) που μεταχειρίζονται η τυραννίδα και η ολιγαρχία, είναι ασταθή πολιτεύματα και δεν μπορεί να έχουν μεγάλη διάρκεια: «Καίτοι παςῶν ὀλιγοχρονιώταται ταῶν πολιτειῶν εἰσίν ὀλιγαρχία καί τυραννίς. Πλεῖστον γάρ ἐγένετο χρόνον ἡ περί Σικυῶνα τυραννίς, ἡ τών Ὀρθαγόρου παίδων καί αὐτοῦ Ὀρθαγόρου· ἔτη δ' αὔτη διέμεινεν ἑκατόν. τούτου δ' αἴτιον ὅτι τοῖς ἀρχομένοις ἐχρῶντο μετρίως...»15. Ακολουθεί κατάλογος του χρόνου των τυραννίδων: 2η σε διάρκεια η τυραννίδα των Κυψελιδών στην Κόρινθο , 73χρόνια και 6 μήνες. 3η η τυραννίδα των Πεισιστρατιδών στην Αθήνα με 35 χρόνια. 4η του Ιέρωνα και του Γέλωνα στις Συρακούσες, 18 χρόνια, κτλ. Γίνεται φανερό ότι ο χρόνος διάρκειας του πολιτεύματος στην περίπτωση αυτή δείχνει το έλλειμμά του σε πολιτικό πολιτισμό, αφού η βραχύβια παρουσία του και οι κινήσεις μεταβολής του δείχνουν την αντίδραση που προκαλούν στους πολίτες και στην κοινωνία. Η μακροβιότητα του πολιτεύματος ως ζητούμενο συναρτάται με την ποιότητα της εξουσίας που ασκείται, και την ποιότητα των θεσμών της.
Φαίνεται λοιπόν ότι ο Αριστοτέλης συνδέει με σχέση αιτίου - αιτιατού την ποιότητα άσκησης της εξουσίας στο πλαίσιο ενός πολιτεύματος με τη διάρκειά του. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο χρόνος ως διάρκεια άσκησης εξουσίας γίνεται αντικείμενο συζήτησης και ένα από τα κριτήρια-ασφαλιστικές δικλείδες της ποιότητας της εξουσίας. Συγκεκριμένα στα μακροβιότερα πολιτεύματα συγκαταλέγει o Αριστοτέλης εκείνα στα οποία υπάρχει αιρετότητα μαζί με την κλήρωση για την επιλογή των αρχόντων και κατάτμηση του χρόνου άσκησης της εξουσίας. Όσο συντομότερη είναι η θητεία των αρχόντων σε κάποιο αξίωμα τόσο περισσότερο περιορίζονται οι κίνδυνοι για το πολίτευμα, είναι η σκέψη του Σταγειρίτη. Η συχνή εναλλαγή προσώπων στις θέσεις εξουσίας αποτρέπει τον κίνδυνο να ταυτιστεί το πρόσωπο που την ασκεί με τη θεσμική λειτουργία του και να διαφθαρεί. Έτσι ο χρόνος αποκτά ιδιαίτερη πολιτική σημασία, καθώς γίνεται μέρος του τρόπου άσκησης της πολιτικής εξουσίας.
Επιπλέον η ανάγκη της ύπαρξης και νόμων και πολιτικών για την άσκηση της εξουσίας υπαγορεύεται, ακολουθώντας τον Αριστοτέλη, από αυτή την ίδια την εκδήλωση του ανθρώπου στον χρόνο. Από τη μια στον νόμο ως νου άνευ ορέξεως παγιώνεται το πρότερον σε θέσπιση συμπεριφοράς προκαταλαμβάνοντας το ύστερον απέξω. Από την άλλη όμως οι άνθρωποι έχουν και πάθη και όρεξη και λόγο που τους προσανατολίζουν σε διαφορετικές κινήσεις από αυτές πού ενδεχομένως προβλέπει ο νόμος. 0 πολιτικός λοιπόν είναι εκείνος που με την άμεση και για το καθέκαστον ενέργεια θα αντισταθμίσει την στατικότητα του νόμου και αυτό - που έγινε - με αυτό που αποτελεί βούληση του υποκειμένου για -να γίνει- και που -θα γίνει-. Η ύπαρξη του πολιτικού παράλληλα με τον νόμο φαίνεται δικαιολογημένη από το γεγονός ότι ο νόμος μπορεί να συμπυκνώνει την πείρα του παρελθόντος για την αντιμετώπιση ανάλογων καταστάσεων στο μέλλον, όμως, επειδή η ανθρώπινη φύση εκδηλώνεται πολλλαχώς και δεν μπορεί να προβλεφθεί η συμπεριφορά της απολύτως, ο πολιτικός λειτουργεί συμπληρωματικά προς τον νόμο και εξετάζει και αποφασίζει για εκείνο που ο νόμος δεν προβλέπει. Επιπλέον η συμπληρωματικότητα του ρόλου του νόμου και του πολιτικού εξηγείται και από μια άλλη θεώρηση του πολιτικού που καταθέτει ο Αριστοτέλης στο τέλος του τρίτου βιβλίου των Πολιτικών. Σύμφωνα με τη θεώρηση αυτή ο τέλειος νόμος θα μπορούσε να ισχύσει σε μια σφαίρα καθαρής αναγκαιότητας και μηχανικής επαναληπτικότητας, ενώ ο τέλειος άρχοντας θα ήταν ένας θεός, μόνο που οι θεοί βρίσκονται εκτός πολιτικής, γιατί ακριβώς είναι τέλειοι. Έτσι η ουσία της ανθρώπινης παρουσίας που δεν υπακούει στην καθαρή αναγκαιότητα ούτε ταυτίζεται με την τελειότητα του θεού, είναι πολιτική και έχει ανάγκη τον νόμο και τον άνθρωπο της «εμπειρίας και της φρόνησης» για να κρίνει και να αποφασίζει για τα ανθρώπεια(1287 α254)25).
Ωστόσο ο Αριστοτέλης δεν παραλείπει να παρουσιάσει τους τρόπους με τους οποίους οι φορείς εξουσίας των πολιτευμάτων επιχειρούν να ενισχύσουν πολιτικά τη θέση τους και να αποδυναμώσουν αντίστοιχα τη θέση των κοινωνικών και πολιτικών τους αντιπάλων. Ένας πολύ συχνός τρόπος είναι εκείνος που χρησιμοποιούν και η δημοκρατία και η ολιγαρχία προς αντίθετη κατεύθυνση για να πετύχουν το πολιτικά επιθυμητό αποτέλεσμα που είναι η ενίσχυση της εξουσίας τους. Έτσι με κατάλληλες νομικές διατάξεις απαλλάσσουν το αντίθετο προς αυτούς πολιτικό σώμα από την παρουσία του στα πολιτικά όργανα με το πρόσχημα απελευθέρωσης του χρόνου τους και συνεπώς χρήσιμης και ωφέλιμης αξιοποίησης του για την ιδιωτική ζωή. Από την άλλη με αντίθετες διατάξεις επιχειρείται να ενισχυθεί η πολιτική παρουσία του προσκείμενου πολιτικού σώματος και η ανάλωση περισσότερου χρόνου στην άσκηση της εξουσίας. Για παράδειγμα, όταν επιβάλλεται πρόστιμο στους μη προσερχόμενους πλουσίους στην εκκλησία, αλλά όχι και στους φτωχούς, τότε αποδυναμώνεται η δημοκρατία, καθώς η συμμετοχή των πλουσίων είναι επιβεβλημένη, όχι όμως και των φτωχών. Δηλαδή ένα φαινομενικά δημοκρατικό μέτρο κοινωνικής ενίσχυσης των φτωχών είναι στην ουσία παραίτηση από πολιτικά δικαιώματα υπέρ των πλουσίων με το πρόσχημα απελευθέρωσης προσωπικού χρόνου. Αντίθετα, όταν στις δημοκρατίες θεσμοθετούνται η αμοιβή των φτωχών για τη συμμετοχή τους στην εκκλησία και η ατιμωρησία των πλουσίων για τη μη προσέλευσή τους με το πρόσχημα απελευθέρωσης χρόνου για τις ιδιωτικές δραστηριότητές τους, ευνοείται η συμμετοχή των φτωχών και ενθαρρύνεται η αποχή των πλουσίων. Σε κάθε περίπτωση το ζητούμενο είναι ο χρόνος που θα διατεθεί ή όχι και υπέρ ποίων στις πολιτικές διαδικασίες(1297a14-b12). Και αυτό συνιστά διακριτικό πολιτεύματος.
Μια ιστορία των πολιτευμάτων
Στην αριστοτελική προσέγγιση των πολιτευμάτων μπορούμε να διακρίνουμε και μια σύντομη ιστορία των πολιτευμάτων, δηλαδή τη δυναμική τής εξέλιξης με την οποία ο άνθρωπος επιχειρεί να απαντήσει στη φύση. Αποδίδει ο Αριστοτέλης στις πρώιμες μορφές ανθρώπινης συμβίωσης μια διεκπεραιωτική λειτουργία της εξουσίας υπέρ του συνόλου (λειτουργεῖν). Σε αυτές ο εκάστοτε φορέας εξουσίας ασκεί εξουσία στη βάση της αλληλοφροντίδας και της ανάγκης του συνόλου. Αντίθετα η εξέλιξη των πολιτικών κοινωνιών συνδέεται με την υποχώρηση της συλλογικότητας και ανάπτυξη του ατομικισμού, με αποτέλεσμα τη μεταβολή του «λειτουργεῖν» σε «ἄρχειν» (1279α8-16). Στην πολύ ενδιαφέρουσα σύντομη ιστορική εξέλιξη των πολιτευμάτων, σύμφωνα με την οποία κάποια πολιτεύματα εξαφανίστηκαν, γιατί εξαλείφτηκαν οι συνθήκες εμφάνισής τους και άλλα ανέκυψαν με τη μεταβολή των συνθηκών, φαίνεται ο χρόνος όπου παλεύει αυτό που έγινε με αυτό που θα γίνει, όπου συντελείται η δόμηση ενός είναι από την αποδόμηση ενός άλλου. Πρόκειται για μια σύνθετη διαδικασία μεταβολής των πολιτευμάτων μέσα στο χρόνο λόγω αλλαγής πολλών παραγόντων η οποία και υπαγορεύει τη διαδοχή τους. Βασιλεία, πολιτεία, ολιγαρχία, τυραννίδα, δημοκρατία συνιστούν τη σειρά της ιστορικής εμφάνισής τους, σύμφωνα με την οποία κάποια θα συγκαταλέγονταν στα παλαιότερα, όπως η βασιλεία, και άλλα στα νεότερα, όπως η δημοκρατία : «καί διά τοῦτο ἴσως ἐβασιλεύοντο πρότερον, ὅτι σπάνιον ἦν εὑρεῖν ἄνδρας πολύ διαφέροντας κατ'ἀρετήν, ἄλλως τε και τότε μικράς οἰκοῦντας πόλεις. ἐτι δέ ἀπ' εὐεργεσίας καθίστασαν τούς βασιλεῖς, ὅπερ ἐστίν ἔργον τῶν ἀγαθών ἀνδρῶν. ἐπεί δέ συνέβαινε γίγνεσθαι πολλούς ὁμοίους πρός ἀρετήν, οὐκέτι ύπέμενον ἀλλ' ἐζήτουν κοινόν τι καί πολιτείαν καθίστασαν. ἐπεί δέ χείρους γιγνόμενοι έχρηματίζοντο ἀπό τῶν κοινῶν, ἐντεῦθεν πόθεν εὐλογον γενέσθαι τάς ὀλιγαρχίας· ἔντιμον γάρ ἐποίησαν τόν πλοῦτον. ἐκ δέ τούτων πρῶτον εἰς τυραννίδας μετέβαλλον, ἐκ δέ τῶν τυραννίδων εἰς δημοκρατίαν· ἀεί γάρ εἰς ἐλάττους ἄγοντες δι' αἰσχροκέρδειαν ἰσχυρότερον τό πλῆθος κατέστησαν, ὥστε ἐπιθέσθαι καί γενέσθαι δημοκρατίας. ἐπεί δέ καί μείζους εἶναι συμβέβηκε τάς πόλεις ἴσως οὐδέ ράδιον ἐτι γίγνεσθαι πολιτείαν ἑτέραν παρά δημοκρατίαν»1286b8-2217.
Το εδάφιο αυτό σε συνδυασμό με την αναφορά που κάνει ο Αριστοτέλης στις παλαιότερες κοινωνίες, όπου ᾖ πέφυκεν, δείχνει ότι η ίδια η εξουσία ως θέσμιση μεταβάλλει τις απόψεις των ανθρώπων γι' αυτή, καθώς η συνειδητοποίηση των ωφελειών της για τον κάτοχό της τη μεταβάλλει από λειτουργεῖν σε ἄρχειν: «πρότερον έν, ᾖ πέφυκεν, ἀξιοῦντες έν έρει λειτουργεῖν, και σκοπεῖν τινα πάλιν τό αὐτοῦ ἀγαθόν, ὥσπερ πρότερον αὐτός ἄρχων ἐσκόπει τό έκείνου συμφέρον νῦν δέ διά τάς ὠφελείας τάς ἀπό τῶν κοινῶν καί τάς ἐκ τῆς ἀρχῆς βούλονται συνεχῶς ἄρχειν, οἷον εἰ συνέβαινεν ὑγιαίνειν ἀει τοῖς ἄρχουσι νοσακεροῖς οὖσιν»18. Η αντίθεση πρότερον – νῦν αναδεικνύει μια ενδιαφέρουσα πτυχή της σκέψης του Αριστοτέλη. Αρχικά απέχει από μια αντίληψη σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος χαρακτηρίζεται φύσει από επιθετικότητα προς τους ομοίους του (Hobbes). Έπειτα φαίνεται να περιγράφει οικογενειακές σχέσεις σε διευρυμένη μορφή. Ακόμη αποδίδει σε μεταγενέστερα στάδια της κοινωνικής εξέλιξης τη διαμόρφωση μιας ατομοκεντρικής θεώρησης του πολιτικού φαινομένου, όπου η εξουσία αυτονομείται ως θέσμιση από την ανάγκη που την υπαγόρευσε. Επιπλέον με τη φράση «ἔντιμον γάρ ἐποίησαν τόν πλοῦτον » δείχνει ότι ο πλούτος ως όρος της ολιγαρχικής άσκησης της εξουσίας απέκτησε ad hoc το χαρακτήρα του «ἐντίμου», μιας ιερής αντικειμενικότητας που προσδίδει το δικαίωμα της εξουσίας σε όποιον την κατέχει, χαρακτήρα τον οποίο δεν είχε στον προηγούμενο χρόνο.
Μια άλλη πλευρά της ιστορικής εξέλιξης των πολιτευμάτων παρουσιάζει ο Αριστοτέλης στο πέμπτο βιβλίο των Πολιτικών 1305a7-36. Αναγνωρίζει σε αυτό το σημείο ότι η βία και η στρατιωτική δύναμη είναι από τα πρώτα χρονικά και από τα ισχυρότερα όπλα του πολιτικού αγώνα. Παρατηρεί ωστόσο μια μετατόπιση στη χρήση τους μέσα στον ιστορικό χρόνο. Ειδικότερα η ρητορική παρουσιάζεται ως υποκατάστατο ή ως μετεξέλιξη της στρατιωτικής δύναμης στα χέρια του πολιτικού. 0 Αριστοτέλης εξετάζει ιστορικά τη σχέση των όπλων του πολιτικού αγώνα και των πολιτευμάτων και ιδιαίτερα της στρατιωτικής δύναμης και της ρητορικής. Συγκρίνοντας το παρελθόν και την εποχή του παρατηρεί μια μετατόπιση στα μέσα επιβολής που χρησιμοποιεί η πολιτική εξουσία. Παλιά χρειάζονταν η πολεμική τέχνη και η στρατιωτική δύναμη για να επιβληθεί κάποιος πολιτικά. Στην εποχή του χρειάζεται κυρίως η ρητορική, ο πολιτικός λόγος ως πολιτική ρητορεία. Παράλληλα επισημαίνει και τις διαφοροποιήσεις στον τρόπο, τη συχνότητα και το είδος μεταβολής των πολιτευμάτων. Έτσι παλιά ο στρατηγός/πολιτικός που συγκέντρωνε τη στρατιωτική δύναμη, επιχειρούσε βίαιη ανατροπή του πολιτεύματος. Αντίθετα με τη ρητορεία δεν επιχειρείται βίαιη ανατροπή του πολιτεύματος, χωρίς όμως να αποκλείεται, αλλά ανατροπή με δημαγωγική υπονόμευση των θεσμών. Επίσης η συχνότητα έχει αλλάξει. Παλιότερα κατά τον Αριστοτέλη οι ανατροπές ήταν συχνότερες εύλογα. Όποιος διέθετε στρατιωτική δύναμη, επιχειρούσε ανατροπή του πολιτεύματος. Με τη δημαγωγία και την πολιτική προπαγάνδα κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατό να γίνει άμεσα. Χρειάζεται αρκετός χρόνος, ώστε η πολιτική ρητορεία να φέρει τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Τέλος ο Αριστοτέλης παρατηρεί ότι παλιότερα η βίαιη ανατροπή του πολιτεύματος συνδεόταν με την επιβολή τυραννικού καθεστώτος. Προφανώς δε συμβαίνει το ίδιο στην εποχή του.
Φαίνεται ότι για τον Αριστοτέλη η πορεία των πολιτευμάτων είναι δυναμική στο χρόνο και όχι κυκλική. Αν και δέχεται ως κριτήριο του άριστου πολιτεύματος το αστασία-στο, ωστόσο εκλογικεύει την έννοια της μεταβολής. Η μεταβολή μπορεί να μην είναι επιθυμητή, αλλά πλήθος παραγόντων, οικονομικών, κοινωνικών, πολιτικών, ιδεολογικών, δημογραφικών ανθρωπολογικών την καθιστούν αναγκαία, δυνάμει ωφέλιμη για τον φορέα της (1303 α14-15) και συγχρόνως ανοιχτή. Ο Αριστοτέλης αποστασιοποιείται από μια κυκλική κίνηση των πολιτευμάτων και επικρίνει γι' αυτό τον πλατωνικό Σωκράτη της Πολιτείας, υποστηρίζοντας ότι η εξέλιξη των πολιτευμάτων υπαγορεύεται από πλήθος μεταβλητών και μεταβαλλόμενων παραγόντων19 και συνεπώς είναι δυνατό ένα πολίτευμα να εξελιχθεί ανάλογα με τη συγκεκριμένη συγκυρία και όχι ακολουθώντας μια προκαθορισμένη πορεία. Ο Αριστοτέλης επικρίνει την υποστασιο-ποιημένη πλατωνική αντίληψη του χρόνου (Πολιτεία 546D κ.ε.), καθώς ο Σωκράτης με την ανακύκληση των πολιτευμάτων καθιστά το χρόνο καθαυτή αιτία προκαθορισμένης μεταβολής αποδίδοντας τη μεταβολή στην προκαθορισμένη περιοδικότητα του χρόνου στο πλαίσιο ενός γεωμετρικού αριθμού. Αντίθετα για τον Αριστοτέλη θα τολμούσαμε να πούμε ότι η πολυσχιδής και πολύπλευρη ανάλυση του πολιτικού που καταθέτει στα Πολιτικά υποβάλλει την ιδέα του ανθρώπου ως ανώτατης περιέχουσας ολότητας δυναμικής, διανοιγόμενης διαρκώς στο χρόνο με την πράξη της.
Εν κατακλείδι ο χρόνος στην αριστοτελική πολιτική θεώρηση αποτελεί το αριθμητόν της σύγκρουσης, σύνθεσης και συνεχούς αυτοϋπέρβασης αυτού που ο άνθρωπος φέρει ως φύση και παράγει ως νους. Η πόλη συνθέτει διαλεκτικά τους συγγενικούς, τοπικούς, πνευματικούς, συναισθηματικούς δεσμούς του κοινωνικού μικρόκοσμου και το απρόβλεπτο του υποκειμένου με την κρατική γραφειοκρατία και τη θεσμική/απρόσωπη ρύθμιση των υποθέσεων του συνόλου προς εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος. Η σύλληψη του πολιτικού ως πράξης στην οποία και με την οποία εκδηλώνεται η συνάντηση, η σύγκρουση και η σύνθεση ελευθερίας και αναγκαιότητας, οργανωμένου και αυθόρμητου, ατομικού και συλλογικού, ορθολογικότητας και ανορθολογικότητας, με όρους χρονικότητας και ιστορικότητας αποτελεί σημαντική συνεισφορά του Αριστοτέλη στην ιστορία της πολιτικής σκέψης και τη βάση κάθε αναστοχαστικής προσπάθειας ορισμού του πολιτικού και εν τέλει του ανθρώπινου που συντελείται συνεχώς χρονούμενο.
-------------------
Παραπομπές
1 Οι παραπομπές στα Πολιτικά του Αριστοτέλη γίνονται στη σχολιασμένη έκδοση: Αριστοτέλης, Πολιτικά, εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2005 - 2009. Οι υπογραμμίσεις στο κείμενο γίνονται για προβολή των όρων που μας απασχολούν
2. Ο Αριστοτέλης μελετά τον χρόνο ως φυσικό μέγεθος στα Φυσικά «τοῦτο γάρ ἔστιν ὁ χρόνος, ἀριθμός κινήσεως κατά τό πρότερον καί τό ύστερον» 219Μ
3. Αυτό που οφείλουμε να διευκρινίσουμε είναι ότι απόψεις και αναλύσεις για την πολιτική βεβαίως έχουν προηγηθεί, με σημαντικότερο το έργο του Πλάτωνα, στο οποίο όμως οι πολιτικές αναλύσεις εγγράφονται σε μια ευρύτερη διερεύνηση του θέματος στην οποία συνεξετάζεται η οντολογική, γνωσιολογική, ηθική και πολιτική διά-στασή του. Το νέο σε σχέση με τον Αριστοτέλη είναι ότι διακρίνει και εξετάζει την πολιτική ως ειδικό φιλοσοφικό κλάδο.
4. Ο Αριστοτέλης θεωρεί τον χρόνο ως στοιχείο της κινήσεως, μαζί με το κινούν και το κινούμενον, αλλά δεν τον ταυτίζει με την κίνηση, γιατί η κίνηση επιδέχεται διαβαθμίσεις, όχι όμως και ο χρόνος ο οποίος δεν μπορεί να είναι βραδύς ή ταχύς. Ο χρόνος στον οποίο τελείται η κίνηση αποτελεί το «ἐξ οὗ καί εἰς ὅ» (αφετηρία και τέρμα) και είναι αριθμός κινήσεως από το πριν στο μετά: «τούτο γάρ ό χρόνος, αριθμός κινήσεως κατά τό πρότερον καί τό ὕστερον»219Μ. Στην εξέταση του χρόνου αφορμάται από απορίες όπως αν ο χρόνος είναι κάτι πραγματικά υπαρκτό ή όχι, γιατί από τον χρόνο το μεν παρελθόν υπήρξε, τώρα όμως δεν υπάρχει, το δε μέλλον θα υπάρξει, αλλά τώρα είναι ανύπαρκτο, ενώ το παρόν συνιστά το φευγαλέο και απροσδιόριστο πέρασμα από το παρελθόν στο μέλλον: «ἤ ὅλως οὐκ ἔστιν, ἤ μόλις καί ἀμυδρῶς» 217b32. Η δεύτερη απορία του Αριστοτέλη αφορά το «νύν», το περιεχόμενο δηλαδή της παρούσας χρονικής στιγμής. Καταλήγει στην άποψη ότι ο χρόνος ανήκει στην κίνηση δεν είναι όμως κίνηση. Αναφέρομαι στο έργο των Wood Ellen Meiksins και Wood Neal Class Ideology and Ancient Political Theory: Socrates, Plato and Aristotle in Social Context, Oxford: Blackwell, 1978 και της Wood Ellen Meiksins Citizens to Lords: A Social History of Western Political Thought from Antiquity to the Middle Ages, London, Verso, 2008. Οι συγγραφείς ερμηνεύουν την ιστορικότητα των αριστοτελικών προσεγγίσεων ως τρόπο με τον οποίο ο Αριστοτέλης δικαιώνει το ισχύον. Απέναντι στην ερμηνεία αυτή υποστηρίζουμε ότι ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί μεθοδολογικά την ιστορική εξέταση για να εξηγήσει το αποτέλεσμα και όχι να το δικαιώσει αναγκαστικά. Πολιτικά, IV, 7, 1288b10 κ.ε.
Ο Αριστοτέλης αναμφισβήτητα υιοθετεί μια τελεολογική αντίληψη για τα πράγματα από την άποψη ότι κάθε ον ενέχει τον λόγο / σκοπό της ύπαρξης του. Αυτή η τελεολογικά προσανατολισμένη οντολογία των πραγμάτων, ωστόσο, δεν πρέπει να συγχέεται με εσχατολογικές αντιλήψεις για τη φύση, γιατί δεν της αποδίδει έναν έσχατο σκοπό, στον οποίο υποτάσσονται όλοι οι επιμέρους σκοποί. Έτσι οι φυσικές διεργασίες πραγματώνονται «αίεί ή έπί τό πολύ». Αρνείται ο Αριστοτέλης την ύπαρξη ενός θεϊκού νου που ελέγχει απέξω τις φυσικές διεργασίες και μεταβολές. Όπως επισημαίνει και ο Lloyd (G.E.R. Lloyd, Early Greek Science: Thales to Aristotle, Cambridge 1970) υπάρχουν εξαιρέσεις στην κανονικότητα πραγμάτωσης των σκοπών της από τη φύση. Ακόμη η μελέτη των σκοπών συνδυάζεται και δεν αποκλείει τη μελέτη των άλλων «αιτίων», υλικού, ουσιαστικού, κ.ά. Ο Αριστοτέλης συχνά ταυτίζει τη μελέτη των σκοπών με τη μελέτη της λειτουργίας, πχ. στη βιολογία, το ουσιαστικό και τελικό αίτιο αντιστοιχούν στη δομή και στη λειτουργία του μέρους ή του οργάνου).
Αν και βιβλιογραφικά δεν στηρίζεται η διατύπωση αυτή, ωστόσο την υποστηρίζουμε, γιατί ολοφάνερα ο Αριστοτέλης συναρτά τις εκφάνσεις της ανθρώπινης παρουσίας με τον χρόνο ως αριθμητικό μέγεθος μέτρησης της ανθρώπινης ύπαρξης αλλά και ως πεδίο διαχείρισής του από τον άνθρωπο.
Το «κύριον της πόλεως» αποδίδει το σύνολο των ανθρώπων σε ένα πολίτευμα που έχουν το δικαίωμα του πολίτη και της συμμετοχής de jure στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας είτε με ανάδειξη των αρχόντων είτε με επηρεασμό και έλεγχο των αποφάσεών τους. Ο «όρος» παραπέμπει στην προϋπόθεση με την οποία το πολίτευμα ορίζει ένα συγκεκριμένο σύνολο ανθρώπων «κύριον της πόλεως».
Έτσι η ελευθερία είναι ο «όρος» της δημοκρατίας, ο πλούτος της ολιγαρχίας και η αρετή της αριστοκρατίας.
10. Είπερ γάρ έστι κοινωνία τις ή πόλις, έστι δε κοινωνία πολιτών πολιτείας (Αν πάλι η πόλη πράγματι είναι κάποιο είδος κοινωνίας και υφίσταται ως κοινωνία πολιτών στη βάση μιας πολιτειακής οργάνωσης... 1276 b1-3).
11 Kullmann Wolfgang, Η πολιτική σκέψη του Αριστοτέλη, μετάφραση Α. Ρεγκάκος, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1996.12«διότι ἡ πόλις κοινωνία τίς ἔστι ταῶν ὁμοίων, ἕνεκεν δέ τῆς ζωῆς τῆς ἐνδεχομένης ἀρίστης. ἐπεί δ' ἐστίν εὐδαιμονία τό ἄριστον, αὔτη δέ ἀρετῆς ἐνέργεια καί χρῆσίς τις τέλειος, συμβέβηκε δέ οὕτως ὥστε τούς μέν ἐνδέχεσθαι μετέχειν αὐτῆς τούς δέ μικρόν ἤ μηδέν, δῆλον ὥς τοῦτ' αἴτιον τοῦ γίγνεσθαι πόλεως εἴδη καί διαφοράς καί πολιτείας πλείους, ἄλλον γάρ τρόπον καί δι' ἄλλων ἕκαστοι τοῦτο θηρεύοντες τούς τε βίους ἑτέρους ποιοῦνται καί τάς πολιτείας» Πολιτικά 1328a37-b2. (Διότι η πόλη είναι κοινωνία όμοιων ανθρώπων με σκοπό την κατά το δυνατόν άριστη ζωή. Επειδή μάλιστα η ευδαιμονία είναι υπέρτατο αγαθό, ορίζεται δε ως τέλεια ενέργεια και χρήση της αρετής και έχει συμβεί έτσι ώστε άλλοι ενδεχομένως να έχουν αρκετό μερίδιό της και άλλοι αντίθετα μικρό ή καθόλου, γίνεται φανερό ότι αυτό αποτελεί αίτιο της ύπαρξης πολλών και διαφορετικών πόλεων και περισσότερων πολιτευμάτων. Γιατί οι άνθρωποι, ο καθένας χωριστά, κυνηγώντας το αγαθό αυτό με άλλον τρόπο και με άλλα μέσα, διαφοροποιούν τους τρόπους της ζωής τους και τα πολιτεύματα).
13. «επειδή όμως οι άνθρωποι συλλογικά και ατομικά έχουν τον ίδιο τελικό σκοπό και η ίδια προϋπόθεση επίσης είναι αναγκαία και για τον άριστο άντρα και το άριστο πολίτευμα, γίνεται φανερό ότι απαιτείται να υπάρχουν οι αρετές που αποβλέπουν στην αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου. Γιατί, όπως επαναλάβαμε πολλές φορές, σκοπός του πολέμου είναι η ειρήνη και της εργασιακής απασχόλησης η άνεση του ελεύθερου χρόνου. Χρήσιμες αρετές για τον ελεύθερο χρόνο και την ποιότητα ζωής είναι εκείνες οι οποίες συμβάλλουν θετικά και στον ελεύθερο χρόνο και στην εργασιακή απασχόληση, γιατί πολλά από τα αναγκαία πρέπει να υπάρχουν προκειμένου να εξασφαλιστεί ο ελεύθερος χρόνος. Για τους λόγους αυτούς επιβάλλεται η πόλη να είναι συνετή, ανδρεία και καρτερική. Και όπως λέει η παροιμία, οι δούλοι δεν έχουν ελεύθερο χρόνο, αλλά και όσοι δε μπορούν να ριχτούν στον αγώνα με ανδρεία, δούλοι γίνονται των επιδρομέων. Η εργασιακή απασχόληση λοιπόν απαιτεί ανδρεία και καρτερικότητα, αντίθετα ο ελεύθερος χρόνος φιλοσοφία, ενώ η διαβίωση και στις δύο χρονικές περιόδους της ζωής και ιδιαίτερα η διαβίωση σε καιρό ειρήνης και με άνεση χρόνου απαιτεί σωφροσύνη και δικαιοσύνη».
14. Στην πολιτική και ηθική αντίληψη του Αριστοτέλη ο ελεύθερος χρόνος δεν είναι αυτοσκοπός και η απουσία κατάλληλης αγωγής εύκολα τον μεταβάλλει σε κενό χρόνο, όπου μπορεί να εκδηλωθεί κάθε είδους συμπεριφορά. Η αξιοποίηση του χρόνου δεν είναι αυτονόητη, αλλά αποτελεί αντικείμενο για το οποίο οφείλει να μεριμνήσει ο νομοθέτης. 15 Πολιτικά 1315b11 κ.ε.
16. «κοινόν δέ καί ἐν δήμῳ καί ὀλιγαρχίᾳ καί ἐν μοναρχίᾳ καί πάςῃ πολιτείᾳ μήτ' αὐξάνειν λίαν μηθένα παρά τήν συμμετρίαν, ἀλλά μᾶλλον πειρᾶσθαι μικράς καί πολυχρονίους διδόναι τιμάς ἤ βραχύ μεγάλας (διαφθείρονται γάρ, καί φέρειν οὐ παντός ανδρός εὐτυχίαν), εί δέ μή, μή τοί γ' ἀθρόας δόντας ἀφαιρεῖσθαι πάλιν ἀθρόας, ἀλλ' ἐκ προσαγωγῆς» (Εξάλλου κοινή πολιτική αρχή και στη δημοκρατία και στην ολιγαρχία και στη μοναρχία και σε κάθε πολίτευμα είναι να μην αποκτά κανείς πολύ μεγάλη υπεροχή διααράσσοντας έτσι την ισορροπία157 των δυνάμεων, αλλά αντίθετα η επιδίωξη μάλλον να είναι να δίνονται αξιώματα μικρά σε δικαιοδοσία αλλά μεγάλα σε διάρκεια ή μικρά σε διάρκεια αλλά μεγάλα σε δικαιοδοσία (διότι οι φορείς μεγάλων αξιωμάτων διαφθείρονται και δεν είναι γνώρισμα του καθένα να αντιμετωπίζει την καλή του τύχη χωρίς να διαφθείρεται). Πολιτικά 1308b.
17 Οι υπογραμμίσεις δείχνουν την παρουσία του χρονικού παράγοντα στην εξέλιξη των πολιτευμάτων. Και η μετάφραση του εδαφίου: «για τον λόγο αυτό ίσως παλαιότερα οι πόλεις είχαν βασιλικό πολίτευμα, επειδή ήταν σπάνιο να βρεθούν πολλοί άντρες να υπερέχουν στην αρετή και για άλλους λόγους βέβαια, αλλά και γιατί οι πόλεις ήταν ολιγάνθρωπες. Επιπλέον οι πόλεις ανακήρυσσαν τους βασιλείς τους κρίνοντάς τους από τις δημόσιες ευεργεσίες τους, κάτι που μόνο τους αγαθούς άντρες χαρακτηρίζει. Όταν όμως συνέβαινε να εμφανίζονται πολλοί ενάρετοι, όμοιοι με το βασιλιά, δεν ανέχονταν πια το βασιλικό θεσμό, αλλά έψαχναν κάποιο πολίτευμα στο οποίο να ασκούν από κοινού την εξουσία και έτσι προέκυψε το πολίτευμα της πολιτείας. Αλλά όταν αυτοί, χάνοντας σιγά σιγά την αρετή τους, άρχισαν να καταχρώνται το δημόσιο ταμείο, από εκεί και πέρα εύλογα εμφανίστηκαν οι ολιγαρχίες, αφού ανήγαγαν σε αξία πια τον πλούτο. Στην αρχή οι ολιγαρχίες μετέ-πιπταν σε τυραννίδες και οι τυραννίδες σε δημοκρατία. Γιατί οι ολιγαρχικοί περιορίζοντας την εξουσία συνεχώς σε λιγότερους από αισχροκέρδεια κινούμενοι, έδωσαν την ευκαιρία στο πλήθος να γίνει ισχυρότερο, με αποτέλεσμα να τους επιβληθεί και να εμφανιστούν οι δημοκρατίες. Τώρα όμως που οι πόλεις έγιναν πολυανθρωπότερες, ίσως δεν είναι πια εύκολο να εμφανίζεται άλλο πολίτευμα από τη δημοκρατία».
«στα παλαιότερα χρόνια ζητούσαν, σύμφωνα με τις υπαγορεύσεις της φύσης, να αναλαμβάνουν εκ περιτροπής τα δημόσια λειτουργήματα, με την απαίτηση ο κάθε πολίτης να αποτελεί αντικείμενο φροντίδας για τον άρχοντα, όπως ακριβώς και ο ίδιος όταν ήταν άρχοντας, φρόντιζε για κείνον. Σήμερα όμως, επειδή η διαχείριση των κοινών και η άσκηση δημόσιου αξιώματος παρέχουν ωφέλειες, οι πολίτες θέλουν να κυβερνούν συνεχώς, σαν να συνέβαινε οι άρχοντες να υγιαίνουν διαρκώς, αν και ρέπουν σε ασθένειες. 1279α10-17»
Οι αιτίες μεταβολής των πολιτευμάτων αποτελούν βασικό θέμα του 5ου βιβλίου των Πολιτικών.
-------------------
Ενδεικτική βιβλιογραφία
Αριστοτέλης, Πολιτικά, τέσσερις τόμοι, εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσ/νίκη 2005-2009
Ανδριόπουλος Δ.Ζ.(επιμ.),Αριστοτέλης, Αφιέρωμα στον J.P. Anton, Αθήνα 1997.
Αριστοτέλης, Πρακτικά Παγκοσμίου Συνεδρίου, Θεσσαλονίκη 714/8/1978, τόμοι
4, Αθήνα 1981.
M. Vegetti: Ιστορία της Αρχαίας Φιλοσοφίας, Μετάφραση -επιστημονική επιμέλεια, Γ.Α. Δημητρακόπουλος, εκδ. Π. Τραυλός, Αθήνα 2003
Γιανναράς Χ., Μετα-νεωτερική Μετα-Φυσική, 1993 Ψυχοπαίδης Κοσμάς, Ο φιλόσοφος, ο πολιτικός και ο τύραννος. Για την πολιτική σκέψη του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, εκδ. Πόλις,
Αθήνα,1999.
W.D. Ross: Αριστοτέλης,εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1993, σελ. 123 Aubenque P., «Politique et 'ethique chez Aristotle», Ktema 5, 1980, p.211
Barker E., The political Thought of Plato and Aristotle, London 1906,
1956.
Barnes J., Sorabji R. and Schofield M., (eds) Articles on Aristotle,
Duckworth, London 1979. Boudouris K., (ed.) Aristotelian Political Philosophy I, Athens 1995 De Sainte Croix G.E.M., The class Struggle in the ancient Greek
World, London 1981.
Finley M., Studies in Ancient Society, London 1974.
Kamp A., Die politiche Philosophie of Aristoteles, Feiburg-Munchen,
1985.
Miller F.D., Nature, Justice and Rights in Aristotle's Politics Ross W.D., Aristotelis Politica, Oxford Classical Texts, Oxford (1957)
1978.
Rackham H., Aristotle Politics, Loeb Classical Library, Harvard University Press, London, 1998.
Kallmann Wolfgang, Η πολιτική σκέψη του Αριστοτέλη, μετάφραση Α. Ρεγκάκος, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1996.
Patzig G., Aristotel's Politik. Akten des XI Symposium Aristotelicum, Friedrichschafen / Bodensee 25/8-3/9/1987.
Demont, P., «Le loisir dans la Politique d' Aristote», στο Tordessillas, A., Aristote Politique, PUF, Παρίσι 1993.
Hardie, W.E.R., Aristotle's Ethical Theory, Oxford University Press, Λονδίνο 21980.
Georgios Anagnostopoulos, On the Goals and Exactness of Ethics, University of California Press, Berkeley, 1994
Gadamer H. G., Le Probleme de la Conscience Historique, Publication Universitaites de Louvain, 1963
Wood E. M. και Wood N., Class Ideology and Ancient Political Theory: Socrates, Plato and Aristotle in Social Context, Oxford: Black-well, 1978
Wood Ellen Meiksins, Citizens to Lords: A Social History of Western Political Thought from Antiquity to the Middle Ages, London,
Verso, 2008.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου