Συνεχίζοντας στην διερεύνηση της ηδονής ο Αριστοτέλης θα αναφερθεί σε έναν ακόμη λόγο που επικαλούνται όσοι υποστηρίζουν ότι η ηδονή δεν πρέπει να συγκαταλέγεται στα αγαθά: «Η ηδονή συναντάται στους πάντες· και στον ενάρετο και στον κακό, και στα άγρια θηρία και στα εξημερωμένα ζώα· αλλά το αγαθό δεν αναμειγνύεται με το κακό και δεν ανήκει στους πάντες και τα πάντα» (1204a 7.3).
Απέναντι σε αυτή την άποψη ο Αριστοτέλης προτάσσει το ερώτημα: «Μήπως όμως δεν είναι έτσι, αλλά μπορεί ακόμα και το αντίθετο να προκύψει, δηλαδή η ηδονή να αποτελεί αγαθό ακριβώς για το λόγο ότι τα πάντα την ποθούν;» (1205b 7.20). Και εξηγεί αμέσως: «Διότι η φύση επιβάλλει στα πάντα να ποθούν το αγαθό· ώστε, αν τα πάντα ποθούν την ηδονή, αυτή θα ανήκει στο γένος του αγαθού» (1205b 7.20).
Η αντίληψη ότι η τάση προς την εκπλήρωση του αγαθού οφείλεται στη φύση είναι απόρροια της τελεολογικής αριστοτελικής οπτικής, αφού κάθε πλάσμα έχει μέσα του την έμφυτη προδιάθεση να φτάσει στην πιο τέλεια κατάστασή του και να εκπληρώσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το έργο για το οποίο είναι πλασμένο. Η εκπλήρωση της τελεολογικής αποστολής για κάθε ον αποτελεί το υπέρτατο αγαθό, δηλαδή το βαθύτερο νόημα της ύπαρξής του.
Αν το γεγονός ότι όλοι ποθούν κάτι αναιρεί την ιδιότητά του ως αγαθό, τότε και η ίδια η έννοια του αγαθού θα στερούνταν νοήματος, αφού και αυτή υπόκειται στον ίδιο κανόνα της κοινής επιθυμίας. Εξάλλου, θα μπορούσαν να ειπωθούν κι άλλα αγαθά που τα ποθούν όλοι (όπως για παράδειγμα η υγεία), και που (ασφαλώς) η καθολική τους απήχηση δεν αναιρεί το γεγονός ότι αναμφισβήτητα αποτελούν αγαθά.
Με τον ίδιο τρόπο, η παραδοχή ότι την ηδονή την επιθυμούν όλοι, ακόμη και τα άγρια θηρία, δεν αναιρεί τη συμπερίληψή της στα αγαθά, αφού και τα άγρια θηρία θα επιθυμούν επίσης την υγεία και την αρτιμέλειά τους. Αντίθετα, επειδή όλα τα αγαθά έχουν καθολική απήχηση (κανείς δε θα ήθελε να είναι δειλός ή άρρωστος ή ακρατής ή άφρων κλπ), το γεγονός ότι και η ηδονή έχει καθολική απήχηση αποτελεί περισσότερο στοιχείο ότι «ανήκει στο γένος του αγαθού» (1205b 7.20) παρά ότι «δεν αποτελεί αγαθό» (1205b 7.19).
Το επόμενο επιχείρημα που χρησιμοποιείται ως απόδειξη ότι η ηδονή δε συγκαταλέγεται στα αγαθά έχει ως εξής: «Η ηδονή λειτουργεί ως εμπόδιο για τις καλές πράξεις, αλλά οτιδήποτε εμποδίζει τις καλές πράξεις δεν μπορεί να είναι αγαθό» (1204b 7.3).
Η άποψη που θέτει την ηδονή ως εμπόδιο του αγαθού δεν πείθει τον Αριστοτέλη: «φαίνεται πως αυτοί τη θεώρησαν εμπόδιο» (εννοείται την ηδονή) «επειδή δεν εξέτασαν σωστά το πράγμα. Αποκλείεται να αποτελεί εμπόδιο η ηδονή που προκύπτει άμεσα από κάτι που γίνεται· εμπόδιο μπορεί να αποτελεί μια άλλη ηδονή· παράδειγμα: η ηδονή της μέθης μπορεί να αποτελεί εμπόδιο στο να πραχθεί κάτι άλλο. Αλλά έτσι μπορεί να αποτελέσει εμπόδιο και η μία επιστήμη-τέχνη στην άλλη, αφού δε γίνεται να ενεργεί κανείς τόσο σύμφωνα με τη μία όσο και με την άλλη» (1206a 7.21-22).
Στην ουσία, η άποψη που θέλει την ηδονή να εμποδίζει την εκπλήρωση των καλών πράξεων εξετάζει το θέμα μονομερώς εστιάζοντας μόνο στην αρνητική εκδοχή των ηδονών. Αναμφισβήτητα, το ότι κάποιοι αντλούν ηδονή από τη μέθη αποτελεί αρνητικό, αφού εκτός από την προσβολή της υγείας τους (και την ενδεχόμενη αμαύρωση της δημόσιας εικόνας τους), η μέθη (κυρίως αν αποτελεί συχνό φαινόμενο) τους εμποδίζει να ασχοληθούν με άλλα εποικοδομητικότερα πράγματα που θα συνέβαλαν θετικά τόσο στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς τους (ατομικό επίπεδο), όσο και την προσφορά τους στην κοινωνία (πολιτικό επίπεδο).
Ωστόσο, η ύπαρξη αρνητικών ηδονών δεν μπορεί να αποκλείσει και τη θετική πλευρά τους. Η ηδονή, ως ευχαρίστηση που αντλείται από τις πράξεις, αποτελεί κινητήριο δύναμη της ανθρώπινης συμπεριφοράς όχι μόνο προς το κακό, αλλά και προς το καλό. Κι η εκπλήρωση της αρετής συνδέεται με την ηδονή, κι αυτή είναι η ηδονή του ενάρετου ανθρώπου. Το ζήτημα είναι η ποιότητα των πράξεων που την επιφέρουν.
Το ίδιο ισχύει και στις τέχνες-επιστήμες: «Μα γιατί να μην είναι αγαθό μια επιστήμη-τέχνη, αν γίνεται πρόξενος της ηδονής που προσφέρουν οι επιστήμες-τέχνες; Και πώς άραγε λειτουργεί ως εμπόδιο; Μήπως συμβαίνει το αντίθετο, και η ηδονή ενισχύει την πράξη από την οποία προξενείται; Διότι η ηδονή παρωθεί τον άνθρωπο να πράττει ακόμα περισσότερο αυτό που την προξενεί· για παράδειγμα, βάλε τον ενάρετο να πράττει τα έργα της αρετής, και θα τα πράττει με ηδονή· άραγε δε θα ενισχύσει η ηδονή κατά πολύ αυτή του την πράξη;» (1206a 7.22-23).
Σε τελική ανάλυση, η ηδονή είναι το κριτήριο που θα καθορίσει τον ενάρετο άνθρωπο. Αυτός που ασκεί την αρετή και χαίρεται (αντλεί ηδονή) είναι πράγματι ενάρετος, ενώ αυτός που την ασκεί με το ζόρι κι αισθάνεται δυσφορία ή λύπη γι’ αυτό όχι. Η χωρίς ηδονή πραγμάτωση της αρετής ταυτίζεται με την παροδικότητα.
Εκείνος που πράττει το καλό με λύπη είναι θέμα χρόνου το πότε θα πάψει να το πράττει, γιατί δρα εξαναγκασμένος. Όταν νιώσει ότι δεν υπάρχει πια εξαναγκασμός θα πράξει το αντίθετο της αρετής, αφού έτσι θα νιώσει χαρά. Δεν είναι αρκετό να αρνηθεί κάποιος να τον δωροδοκήσουν, για να χαρακτηριστεί ενάρετος. Πρέπει να νιώσει και χαρά με αυτό. Αν δε νιώσει χαρά, αλλά αντίθετα σκέφτεται διαρκώς τα χρήματα που αρνήθηκε και τις ηδονές που θα απολάμβανε αν τα δεχόταν, είναι βέβαιο ότι την επόμενη φορά θα ενδώσει. Το συναίσθημα της χαράς (ηδονή) είναι η επισφράγιση της αρετής στην πλήρη έννοιά της, δηλαδή της μόνιμης κατάστασης. Από αυτή την άποψη, είναι αδύνατο να αρνηθεί κανείς ότι η ηδονή συμπορεύεται με το αγαθό, αφού η αρετή αναντίρρητα αποτελεί αγαθό.
Ο Αριστοτέλης είναι σαφής: «αν αυτός πράττει με ηδονή τα έργα της αρετής, θα είναι πράγματι άνθρωπος ενάρετος· αν, αντίθετα, τα πράττει με λύπη, δε θα είναι ενάρετος. Διότι η λύπη προξενείται όταν ενεργεί κανείς εξαναγκασμένος, οπότε, αν κανείς λυπάται που πράττει κάτι το καλό, αυτό είναι δείγμα ότι ενεργεί εξαναγκασμένος· και αυτός που πράττει το καλό εξαναγκασμένος, δεν είναι άνθρωπος ενάρετος» (1206a 7.23).
Κι όχι μόνο αυτό: «αποκλείεται η περίπτωση να πράττει κανείς τις ενάρετες πράξεις χωρίς να συνοδεύεται η ενέργειά του αυτή είτε από ηδονή είτε από λύπη· μέση λύση δεν υπάρχει. Γιατί; Διότι η αρετή έχει να κάνει με το πάθος, και το πάθος συνοδεύεται πάντα είτε από λύπη είτε από ηδονή· το ενδιάμεσο δεν υπάρχει προφανώς, λοιπόν, και η αρετή θα συνοδεύεται από λύπη ή ηδονή» (1206a 7.24).
Το δεδομένο ότι η άσκηση της αρετής έχει να κάνει με το επιθυμητικόν (λόγον-άλογον) μέρος της ψυχής καταδεικνύει ότι είναι αδύνατο να τεθεί ως κάτι ανεξάρτητο από τα συναισθήματα, που επίσης εδράζονται εκεί. Γι’ αυτό η αρετή έχει να κάνει με το πάθος, γιατί ξεπηδά από το ίδιο πεδίο της ψυχής.
Το τελικό συμπέρασμα είναι έτοιμο να ειπωθεί: «Συνεπώς, η ηδονή όχι μόνο δε λειτουργεί ως εμπόδιο, αλλά αποτελεί και κίνητρο να πράττει κανείς το καλό· και γενικώς αποκλείεται να υπάρχει αρετή ξεκομμένη από την ηδονή που προκύπτει από το να πράττει κανείς το καλό» (1206a 7.25).
Και το ίδιο ισχύει και για τις επιστήμες-τέχνες: «Έχει ειπωθεί και το εξής: ότι από καμία επιστήμη-τέχνη δεν προξενείται ηδονή. Αυτό δεν ισχύει. Για παράδειγμα, οι δημιουργοί ενός δείπνου ή ενός στεφανιού ή ενός αρώματος γίνονται πρόξενοι ηδονής. Αλλά βέβαια στις υπόλοιπες επιστήμες-τέχνες η ηδονή δεν υπάρχει ως ο σκοπός στον οποίο αποβλέπουν, αλλά πραγματώνονται συγχρόνως με την ηδονή χωρίς να μπορούν να ξεκοπούν από αυτήν. Άρα υπάρχει επιστήμη-τέχνη που προξενεί ηδονή» (1206a 7.26).
Θα έλεγε κανείς ότι η ηδονή είναι αλληλένδετη με την ανθρώπινη δράση. Η οικοδομική είναι αλληλένδετη με την ηδονή που προσφέρει η άνεση και η ασφάλεια του σπιτιού τις κρύες νύχτες του χειμώνα. Η ναυπηγική με την ηδονή της πλεύσης και της εξερεύνησης άλλων τόπων, καθώς και την ευχαρίστηση των νέων προϊόντων που θα προκύψουν από το εμπόριο. Το ίδιο κι όλες οι άλλες τέχνες-επιστήμες.
Αυτό που μένει είναι η κατάρριψη του τελευταίου επιχειρήματος που προβάλλεται προκειμένου η ηδονή να θεωρηθεί ως κάτι αποκομμένο από το αγαθό: «Το άριστο δεν είναι ηδονή· το άριστο είναι το αγαθό» (1204b 7.3).
Η απάντηση του Αριστοτέλη έχει ως εξής: «… με το σκεπτικό αυτό και με ανάλογα επιχειρήματα θα ακυρώσεις και τις λεγόμενες επιμέρους αρετές. Για παράδειγμα, η ανδρεία δεν είναι κάτι το άριστο· αυτό άραγε συνεπάγεται ότι δεν είναι και αρετή; Δεν είναι άτοπο αυτό; Και το ίδιο συμβαίνει και με τις υπόλοιπες αρετές. Άρα το σκεπτικό ότι η ηδονή δεν είναι κάτι το άριστο δεν μπορεί να στερήσει από αυτήν την ιδιότητα του αγαθού» (1206a 7.27).
Η τελική κατάδειξη ότι οι ηδονές συσχετίζονται με το αγαθό αποτελεί την αποκατάστασή τους. Η αντίληψη που θέλει την ηδονή συνυφασμένη (θα λέγαμε από θέση αρχής) με το κακό αντικρούεται οριστικά θέτοντας σε ορθή βάση τη σημασία της. Δε χρειάζεται να ντρέπεται κανείς απολαμβάνοντας τις ηδονές. Κι ο λόγος γίνεται κυρίως για τις σωματικές ηδονές, αφού αυτές είναι που δέχονται τις επικρίσεις. (Τις πνευματικές ηδονές δε χρειάζεται να τις αποκαταστήσει κανείς).
Φυσικά, το κριτήριο είναι το μέτρο που τίθεται από τις επιταγές της λογικής. Ούτε οι απολαύσεις του φαγητού ούτε οι ερωτικές απολαύσεις αξίζει να επικρίνονται. Οι επικρίσεις ξεκινούν από την κατάλυση του μέτρου που οδηγεί στην ακράτεια και την ακολασία.
Η λογική πρέπει πάντοτε να βρίσκεται σε ισορροπία με τα πάθη εξασφαλίζοντας το πλαίσιο της ορθής συμπεριφοράς: «Διότι τότε λέμε ότι υπάρχει αρετή, όταν το λογικό είναι σε καλή κατάσταση και είναι σύμμετρο με τα πάθη που και αυτά έχουν τη δική τους αρετή, και όταν παράλληλα τα πάθη είναι σύμμετρα με το λογικό· όταν συμβαίνουν αυτά, τότε το λογικό και τα πάθη θα συμφωνούν μεταξύ τους» (1206b 7.29).
Η σύμπλευση της λογικής με τα συναισθήματα είναι η επισφράγιση της ψυχικής ισορροπίας που θα επιφέρει την ευτυχία. Όταν η λογική αντικρούεται από το συναίσθημα, το άτομο δεν μπορεί παρά να μείνει διχασμένο ανάμεσα σε δύο αντιμαχόμενες δυνάμεις. Αυτή είναι η απαρχή της δυστυχίας, αφού εν τέλει αυτό που θα επέλθει είναι η ανισορροπία και οι συγκρούσεις. Ένα τέτοιο άτομο ή θα ικανοποιήσει τη λογική καταπνίγοντας το συναίσθημα ή θα ακολουθήσει το δρόμο των παθών ακυρώνοντας τη λογική.
Και οι δύο δρόμοι είναι αδιέξοδοι. Η ζωή που καταπνίγει τα συναισθήματα είναι αβίωτη, αφού η εκμηδένιση της χαράς σηματοδοτεί την πιο επαίσχυντη καταπίεση. Από την άλλη, η άρνηση της λογικής είναι η επίγνωση του λάθους, που τελικά θα ακολουθηθεί, ακυρώνοντας κάθε έννοια αυτοεκτίμησης.
Κατά κανόνα οι άνθρωποι αυτοί ενδίδουν στα πάθη τους και ταυτόχρονα προσπαθούν να τα εκλογικεύσουν θέλοντας να συνταιριάσουν τα ασυνταίριαστα. Είτε διαστρεβλώνουν τις έννοιες προκειμένου να αποδείξουν ότι ενεργούν σύμφωνα με τη λογική (ο θρασύς θα παραστήσει τον ανδρείο) είτε επινοούν αληθοφανή επιχειρήματα για να αποδείξουν ότι οι ενέργειές τους είναι λογικές, ακόμη κι αν δεν ακολουθούν τη μεσότητα. Και οι δύο περιπτώσεις είναι καταδικασμένες σε αποτυχία.
Τα άτομα που βιώνουν αυτό το χάσμα είναι αδύνατο να συμφιλιωθούν με τον εαυτό τους. Θα παραμείνουν δυστυχισμένα, ακόμη κι αν πείσουν όλους τους άλλους ότι έχουν δίκιο. Όσο για εκείνον που θα φέρει αντιρρήσεις αρνούμενος να πεισθεί στη δήθεν εκλογίκευσή τους θα γίνει αντικείμενο μίσους, ακριβώς επειδή θα χτυπήσει στο πιο ευαίσθητο σημείο τους. Η ανισορροπία της ψυχής είναι αδύνατο να μην εκφραστεί και στον κοινωνικό περίγυρο.
Γι’ αυτό τα πάθη και η λογική πρέπει να είναι σύμμετρα: «Αν το λογικό είναι σε άσχημη κατάσταση ενώ τα πάθη σε καλή, δεν πρόκειται να υπάρξει αρετή με το λογικό απόν (διότι η αρετή προϋποθέτει τόσο το λογικό όσο και τα πάθη)» (1206b 7.30).
Όμως, όσο κι αν η λογική κρίνεται απολύτως απαραίτητη για την επίτευξη της αρετής, τα συναισθήματα παίζουν τον πρωτεύοντα ρόλο: «Γενικώς, πάντως, και αντιθέτως από ό,τι φαντάζονται οι πολλοί, αρχή της αρετής και μπροστάρης δεν είναι το λογικό αλλά τα πάθη» (1206b 7.30).
Ο Αριστοτέλης θα εξηγήσει: «Διότι είναι καταρχήν αναγκαίο να ενυπάρχει μια άλογη ορμή προς το καλό (πράγμα που συμβαίνει), και μετά να έρχεται το λογικό και να επικυρώνει αυτή την ορμή προβαίνοντας σε διάκριση του καλού από το κακό. Μπορεί κανείς να το δει αυτό στα παιδιά και σε όσους ζουν χωρίς να χρησιμοποιούν το λογικό τους· σε αυτούς, λοιπόν, ενυπάρχουν καταρχήν άλογες ορμές των παθών προς το καλό, ενώ το λογικό έρχεται μετά και με ομοφωνία προς τα πάθη τούς κάνει να πράττουν το καλό» (1206b 7.30 και 7.31).
Το κατά πόσο ισχύει αυτή η «άλογη ορμή προς το καλό» εναπόκειται στην κρίση του καθενός. Το βέβαιο είναι ότι παρατηρώντας κανείς τα παιδιά μπορεί να βρει άλογες ενέργειες που αρμόζουν και στο καλό και στο κακό. Ο Αριστοτέλης, πάντως, φαίνεται πεπεισμένος για το πρόταγμα των παθών στον εντοπισμό και την επίτευξη της αρετής.
Γι’ αυτό και θα συμπληρώσει αμέσως: «εάν την αρχή προς το καλό την κάνει το λογικό, τότε τα πάθη δεν το ακολουθούν με ομοφωνία προς αυτό, αλλά πολλές φορές τού εναντιώνονται· αυτή είναι και η αιτία που το πάθος μοιάζει να είναι μάλλον η αρχή προς την αρετή και όχι το λογικό» (1206b 7.31).
Αριστοτέλης, Ηθικά Μεγάλα
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου