ΙΣΟΚΡ 15.186–192
Φυσικό τάλαντο, άσκηση, εκπαίδευση: ποιο είναι σημαντικότερο για την ευδοκίμηση στη ρητορική;
Συνεχίζοντας την απολογία για τον βίο και την τέχνη του, ο Ισοκράτης παρέθεσε τα ονόματα επιφανών μαθητών του, για να αποδείξει την αξία και ποιότητα της διδασκαλίας του, ενώ επισήμανε την αφιλοχρηματία του, μια από την ενασχόληση με τη ρητορική δεν απέκτησε περιουσία. Συγκρίνοντας τις επιδιώξεις και το έργο του γυμναστή και του δασκάλου της ρητορικής, επισήμανε ότι παρά τις προσπάθειές τους δεν κατορθώνουν να κάνουν άριστους όλους τους μαθητές τους. Και συνεχίζει:
[186] Ὁ μὲν οὖν τύπος τῆς φιλοσοφίας τοιοῦτός τίς
ἐστιν. ἡγοῦμαι δ’ ὑμᾶς μᾶλλον ἂν ἔτι καταμαθεῖν τὴν
δύναμιν αὐτῆς, εἰ διέλθοιμι τὰς ὑποσχέσεις ἃς ποιούμεθα
πρὸς τοὺς πλησιάζειν ἡμῖν βουλομένους. [187] λέγομεν
γὰρ ὡς δεῖ τοὺς μέλλοντας διοίσειν ἢ περὶ τοὺς λόγους ἢ
περὶ τὰς πράξεις ἢ περὶ τὰς ἄλλας ἐργασίας πρῶτον μὲν
πρὸς τοῦτο πεφυκέναι καλῶς, πρὸς ὃ ἂν προῃρημένοι
τυγχάνωσιν, ἔπειτα παιδευθῆναι καὶ λαβεῖν τὴν ἐπιστήμην,
ἥτις ἂν ᾖ περὶ ἑκάστου, τρίτον ἐντριβεῖς γενέσθαι καὶ
γυμνασθῆναι περὶ τὴν χρείαν καὶ τὴν ἐμπειρίαν αὐτῶν· ἐκ
τούτων γὰρ ἐν ἁπάσαις ταῖς ἐργασίαις τελείους γίγνεσθαι
καὶ πολὺ διαφέροντας τῶν ἄλλων. [188] εἶναι δὲ τούτων
προσῆκον ἑκατέροις, τοῖς τε διδάσκουσι καὶ τοῖς μανθά-
νουσιν, ἴδιον μὲν τοῖς μὲν εἰσενέγκασθαι τὴν φύσιν οἵαν
δεῖ, τοῖς δὲ δύνασθαι παιδεῦσαι τοὺς τοιούτους, κοινὸν
δ’ ἀμφοτέρων τὸ περὶ τὴν ἐμπειρίαν γυμνάσιον· δεῖν γὰρ
τοὺς μὲν ἐπιμελῶς ἐπιστατῆσαι τοῖς παιδευομένοις, τοὺς
δ’ ἐγκρατῶς ἐμμεῖναι τοῖς προσταττομένοις.
[189] Ταῦτα μὲν οὖν ἐστιν ἃ κατὰ πασῶν λέγομεν
τῶν τεχνῶν· εἰ δὲ δή τις ἀφέμενος τῶν ἄλλων ἔροιτό με
τί τούτων μεγίστην ἔχει δύναμιν πρὸς τὴν τῶν λόγων
παιδείαν, ἀποκριναίμην ἂν ὅτι τὸ τῆς φύσεως ἀνυπέρ-
βλητόν ἐστι καὶ πολὺ πάντων διαφέρει· τὸν γὰρ ἔχον-
τα τὴν μὲν ψυχὴν εὑρεῖν καὶ μαθεῖν καὶ πονῆσαι καὶ
μνημονεῦσαι δυναμένην, τὴν δὲ φωνὴν καὶ τὴν τοῦ
στόματος σαφήνειαν τοιαύτην ὥστε μὴ μόνοις τοῖς
λεγομένοις ἀλλὰ καὶ ταῖς τούτων εὐαρμοστίαις συμ-
πείθειν τοὺς ἀκούοντας, [190] ἔτι δὲ τὴν τόλμαν μὴ τὴν
ἀναισχυντίας σημεῖον γιγνομένην, ἀλλὰ τὴν μετὰ σω-
φροσύνης οὕτω παρασκευάζουσαν τὴν ψυχὴν ὥστε μηδὲν
ἧττον θαρρεῖν ἐν δὴ πᾶσι τοῖς πολίταις τοὺς λόγους
ποιούμενον ἢ πρὸς αὑτὸν διανοούμενον, τίς οὐκ οἶδεν ὅτι
τυχὼν ὁ τοιοῦτος παιδείας μὴ τῆς ἀπηκριβωμένης, ἀλλὰ
τῆς ἐπιπολαίου καὶ πᾶσι κοινῆς, τοιοῦτος ἂν εἴη ῥήτωρ
οἷος οὐκ οἶδ’ εἴ τις τῶν Ἑλλήνων γέγονεν; [191] καὶ μὲν
δὴ κἀκείνους ἴσμεν, τοὺς καταδεεστέραν μὲν τούτων τὴν
φύσιν ἔχοντας, ταῖς δ’ ἐμπειρίαις καὶ ταῖς ἐπιμελείαις
προέχοντας, ὅτι γίγνονται κρείττους οὐ μόνον αὑτῶν
ἀλλὰ καὶ τῶν εὖ μὲν πεφυκότων λίαν δ’ αὑτῶν κατημελη-
κότων· ὥσθ’ ἑκάτερόν τε τούτων δεινὸν ἂν καὶ λέγειν καὶ
πράττειν ποιήσειεν, ἀμφότερά τε γενόμενα περὶ τὸν αὐτὸν
ἀνυπέρβλητον ἂν τοῖς ἄλλοις ἀποτελέσειεν.
[192] Περὶ μὲν οὖν τῆς φύσεως καὶ τῆς ἐμπειρίας ταῦτα
γιγνώσκω· περὶ δὲ τῆς παιδείας οὐκ ἔχω τοιοῦτον λόγον
εἰπεῖν· οὔτε γὰρ ὁμοίαν οὔτε παραπλησίαν ἔχει τούτοις τὴν
δύναμιν. εἰ γάρ τις διακούσειεν ἅπαντα τὰ περὶ τοὺς λόγους
καὶ διακριβωθείη μᾶλλον τῶν ἄλλων, λόγων μὲν ποιητὴς
τυχὸν ἂν χαριέστερος γένοιτο τῶν πολλῶν, εἰς ὄχλον δὲ
καταστάς, τούτου μόνον ἀποστερηθείς, τοῦ τολμᾶν, οὐδ’ ἂν
φθέγξασθαι δυνηθείη.
***
Αυτή μεν λοιπόν είναι η μορφή της πνευματικής μορφώσεως. Εγώ δε νομίζω ότι σεις καλύτερα ηθέλετε αντιληφθή την δύναμιν αυτής, εάν ήθελον εκθέσει εις σας τας υποσχέσεις τας οποίας δίδομεν εις εκείνους, οι οποίοι θέλουν να μας πλησιάζουν. Λέγομεν λοιπόν εις αυτούς, ότι εκείνοι οι οποίοι πρόκειται να διακριθούν είτε εις τους λόγους είτε εις την πράξιν είτε εις παν άλλο είδος ασχολίας, πρέπει ευθύς εξ αρχής να είναι πλουσίως προικισμένοι υπό της φύσεως διά την εργασίαν, την οποίαν εξέλεξαν, έπειτα δε να λάβουν την μόρφωσιν και την επιστήμην, η οποία αρμόζει εις εκάστην εργασίαν, τρίτον δε να γίνουν έμπειροι και ασκηθούν ως προς την χρήσιν και την πρακτικήν εφαρμογήν αυτών· διότι διά των μέσων τούτων εις παν είδος δραστηριότητος κατορθώνει τις να γίνη τέλειος και να ξεπεράση πολύ τους άλλους. Εξ όλων τούτων προκύπτει ότι εκείνο το οποίον έχουν καθήκον και οι δύο, και οι διδάσκοντες και οι μανθάνοντες, είναι οι μεν μαθηταί να εισφέρουν εις την μελέτην τα αναγκαία φυσικά προτερήματα, οι δε διδάσκαλοι να είναι ικανοί να παιδεύσουν τους ούτω προικισμένους, κοινόν δε καθήκον και των δύο η πρακτική εφαρμογή των γνώσεων· διότι πρέπει οι μεν διδάσκαλοι να κατευθύνουν προσεκτικά τους μαθητάς των, οι δε μαθηταί να παρακολουθήσουν με φροντίδα ενεργητικήν τας συμβουλάς τας οποίας τους δίδουν. Αυτά μεν λοιπόν είναι εκείνα, τα οποία λέγομεν δι' όλα τα επαγγέλματα· εάν δε κανείς αφήσας κατά μέρος τα άλλα ήθελε με ερωτήσει, ποίον εκ τούτων έχει την μεγαλυτέραν σημασίαν διά την ρητορικήν μόρφωσιν, ήθελον απαντήσει εις αυτόν, ότι τα φυσικά προτερήματα είναι ανυπέρβλητα και ξεπερνούν όλα τα άλλα· διότι εκείνος ο οποίος έχει διάνοιαν κατάλληλον να ευρίσκη, να μανθάνη, να κοπιάζη και να ενθυμήται, την δε φωνήν και την καθαρότητα της απαγγελίας τοιαύτην, ώστε όχι μόνον διά των λόγων του, αλλά και διά της επιτυχούς διατάξεως τούτων να πείθη τους ακούοντας, προσέτι δε εάν έχη τόλμην, όχι τοιαύτην, η οποία μαρτυρεί αναισχυντίαν, αλλ' εκείνην η οποία συνοδεύεται με σωφροσύνην και παρασκευάζει την ψυχήν, ώστε να μη έχη ολιγώτερον θάρρος, όταν ομιλεί ο ρήτωρ ενώπιον όλων των πολιτών παρά όταν σκέπτεται καθ' εαυτόν, ποίος αγνοεί, ότι λαβών τοιαύτην μόρφωσιν, όχι τελείαν, αλλ' επιφανειακήν, οποίαν πας τις δύναται να λάβη, ούτος θα γίνη τοιούτος ρήτωρ, οποίος δεν γνωρίζω αν υπάρχη άλλος μεταξύ των Ελλήνων; Εξ άλλου γνωρίζομεν ότι εκείνοι οι οποίοι είναι κατώτεροι κατά τα φυσικά προτερήματα των προηγουμένων, προέχουν δε κατά την εμπειρίαν και την άσκησιν, γίνονται ανώτεροι όχι μόνον των εαυτών των, αλλά και εκείνων οι οποίοι είναι μεν προικισμένοι με εξαίρετα φυσικά προτερήματα, έχουν όμως παραμελήσει πάρα πολύ τους εαυτούς των· ώστε καθέν εκ των δύο τούτων προτερημάτων (φύσις–άσκησις) δύναται να κάμη ένα άνθρωπον ικανόν να ομιλή και να πράττη, αλλά και τα δύο ηνωμένα εις έν άτομον δύνανται να καταστήσουν τούτο ανυπέρβλητον υπό των άλλων. Αυτήν μεν λοιπόν την γνώμην έχω εν σχέσει προς τα φυσικά προτερήματα και την άσκησιν· όσον αφορά όμως εις την μόρφωσιν (αγωγήν) δεν δύναμαι να είπω τα ίδια, διότι η δύναμίς της δεν είναι ούτε ίση, ούτε ανάλογος προς τα προηγούμενα προσόντα (φύσιν και άσκησιν). Εάν πράγματι κάποιος ήθελε ακούσει προσεκτικά όλα τα μαθήματα περί ευγλωττίας και κατείχεν όλας τας λεπτομερείας περί αυτής καλύτερον από όλους τους άλλους, αλλ' εμφανιζόμενος ενώπιον του όχλου, εάν ήθελε στερηθή ενός μόνον, δηλαδή της τόλμης, δεν θα ηδύνατο ουδέ μίαν λέξιν να είπη.
Αυτή μεν λοιπόν είναι η μορφή της πνευματικής μορφώσεως. Εγώ δε νομίζω ότι σεις καλύτερα ηθέλετε αντιληφθή την δύναμιν αυτής, εάν ήθελον εκθέσει εις σας τας υποσχέσεις τας οποίας δίδομεν εις εκείνους, οι οποίοι θέλουν να μας πλησιάζουν. Λέγομεν λοιπόν εις αυτούς, ότι εκείνοι οι οποίοι πρόκειται να διακριθούν είτε εις τους λόγους είτε εις την πράξιν είτε εις παν άλλο είδος ασχολίας, πρέπει ευθύς εξ αρχής να είναι πλουσίως προικισμένοι υπό της φύσεως διά την εργασίαν, την οποίαν εξέλεξαν, έπειτα δε να λάβουν την μόρφωσιν και την επιστήμην, η οποία αρμόζει εις εκάστην εργασίαν, τρίτον δε να γίνουν έμπειροι και ασκηθούν ως προς την χρήσιν και την πρακτικήν εφαρμογήν αυτών· διότι διά των μέσων τούτων εις παν είδος δραστηριότητος κατορθώνει τις να γίνη τέλειος και να ξεπεράση πολύ τους άλλους. Εξ όλων τούτων προκύπτει ότι εκείνο το οποίον έχουν καθήκον και οι δύο, και οι διδάσκοντες και οι μανθάνοντες, είναι οι μεν μαθηταί να εισφέρουν εις την μελέτην τα αναγκαία φυσικά προτερήματα, οι δε διδάσκαλοι να είναι ικανοί να παιδεύσουν τους ούτω προικισμένους, κοινόν δε καθήκον και των δύο η πρακτική εφαρμογή των γνώσεων· διότι πρέπει οι μεν διδάσκαλοι να κατευθύνουν προσεκτικά τους μαθητάς των, οι δε μαθηταί να παρακολουθήσουν με φροντίδα ενεργητικήν τας συμβουλάς τας οποίας τους δίδουν. Αυτά μεν λοιπόν είναι εκείνα, τα οποία λέγομεν δι' όλα τα επαγγέλματα· εάν δε κανείς αφήσας κατά μέρος τα άλλα ήθελε με ερωτήσει, ποίον εκ τούτων έχει την μεγαλυτέραν σημασίαν διά την ρητορικήν μόρφωσιν, ήθελον απαντήσει εις αυτόν, ότι τα φυσικά προτερήματα είναι ανυπέρβλητα και ξεπερνούν όλα τα άλλα· διότι εκείνος ο οποίος έχει διάνοιαν κατάλληλον να ευρίσκη, να μανθάνη, να κοπιάζη και να ενθυμήται, την δε φωνήν και την καθαρότητα της απαγγελίας τοιαύτην, ώστε όχι μόνον διά των λόγων του, αλλά και διά της επιτυχούς διατάξεως τούτων να πείθη τους ακούοντας, προσέτι δε εάν έχη τόλμην, όχι τοιαύτην, η οποία μαρτυρεί αναισχυντίαν, αλλ' εκείνην η οποία συνοδεύεται με σωφροσύνην και παρασκευάζει την ψυχήν, ώστε να μη έχη ολιγώτερον θάρρος, όταν ομιλεί ο ρήτωρ ενώπιον όλων των πολιτών παρά όταν σκέπτεται καθ' εαυτόν, ποίος αγνοεί, ότι λαβών τοιαύτην μόρφωσιν, όχι τελείαν, αλλ' επιφανειακήν, οποίαν πας τις δύναται να λάβη, ούτος θα γίνη τοιούτος ρήτωρ, οποίος δεν γνωρίζω αν υπάρχη άλλος μεταξύ των Ελλήνων; Εξ άλλου γνωρίζομεν ότι εκείνοι οι οποίοι είναι κατώτεροι κατά τα φυσικά προτερήματα των προηγουμένων, προέχουν δε κατά την εμπειρίαν και την άσκησιν, γίνονται ανώτεροι όχι μόνον των εαυτών των, αλλά και εκείνων οι οποίοι είναι μεν προικισμένοι με εξαίρετα φυσικά προτερήματα, έχουν όμως παραμελήσει πάρα πολύ τους εαυτούς των· ώστε καθέν εκ των δύο τούτων προτερημάτων (φύσις–άσκησις) δύναται να κάμη ένα άνθρωπον ικανόν να ομιλή και να πράττη, αλλά και τα δύο ηνωμένα εις έν άτομον δύνανται να καταστήσουν τούτο ανυπέρβλητον υπό των άλλων. Αυτήν μεν λοιπόν την γνώμην έχω εν σχέσει προς τα φυσικά προτερήματα και την άσκησιν· όσον αφορά όμως εις την μόρφωσιν (αγωγήν) δεν δύναμαι να είπω τα ίδια, διότι η δύναμίς της δεν είναι ούτε ίση, ούτε ανάλογος προς τα προηγούμενα προσόντα (φύσιν και άσκησιν). Εάν πράγματι κάποιος ήθελε ακούσει προσεκτικά όλα τα μαθήματα περί ευγλωττίας και κατείχεν όλας τας λεπτομερείας περί αυτής καλύτερον από όλους τους άλλους, αλλ' εμφανιζόμενος ενώπιον του όχλου, εάν ήθελε στερηθή ενός μόνον, δηλαδή της τόλμης, δεν θα ηδύνατο ουδέ μίαν λέξιν να είπη.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου