Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2022

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ, ΙΣΤΟΡΙΑΙ

ΘΟΥΚ 2.47.1–2.51.6

(ΘΟΥΚ 2.47.1–2.54.5: Ο λοιμός) 

Προέλευση, συμπτώματα και σοβαρότητα της ασθένειας

Λίγο μετά την έναρξη των επιχειρήσεων του δεύτερου χρόνου του πολέμου ενέσκηψε στην Αθήνα μια θανατηφόρα επιδημία, ο λοιμός.

[2.47.1] Τοιόσδε μὲν ὁ τάφος ἐγένετο ἐν τῷ χειμῶνι τούτῳ· καὶ
διελθόντος αὐτοῦ πρῶτον ἔτος τοῦ πολέμου τοῦδε ἐτελεύτα.
[2.47.2] τοῦ δὲ θέρους εὐθὺς ἀρχομένου Πελοποννήσιοι καὶ οἱ ξύμ-
μαχοι τὰ δύο μέρη ὥσπερ καὶ τὸ πρῶτον ἐσέβαλον ἐς τὴν
Ἀττικήν (ἡγεῖτο δὲ Ἀρχίδαμος ὁ Ζευξιδάμου Λακεδαι-
μονίων βασιλεύς), καὶ καθεζόμενοι ἐδῄουν τὴν γῆν. [2.47.3] καὶ
ὄντων αὐτῶν οὐ πολλάς πω ἡμέρας ἐν τῇ Ἀττικῇ ἡ νόσος
πρῶτον ἤρξατο γενέσθαι τοῖς Ἀθηναίοις, λεγόμενον μὲν καὶ
πρότερον πολλαχόσε ἐγκατασκῆψαι καὶ περὶ Λῆμνον καὶ ἐν
ἄλλοις χωρίοις, οὐ μέντοι τοσοῦτός γε λοιμὸς οὐδὲ φθορὰ
οὕτως ἀνθρώπων οὐδαμοῦ ἐμνημονεύετο γενέσθαι. [2.47.4] οὔτε γὰρ
ἰατροὶ ἤρκουν τὸ πρῶτον θεραπεύοντες ἀγνοίᾳ, ἀλλ’ αὐτοὶ
μάλιστα ἔθνῃσκον ὅσῳ καὶ μάλιστα προσῇσαν, οὔτε ἄλλη
ἀνθρωπεία τέχνη οὐδεμία· ὅσα τε πρὸς ἱεροῖς ἱκέτευσαν ἢ
μαντείοις καὶ τοῖς τοιούτοις ἐχρήσαντο, πάντα ἀνωφελῆ ἦν,
τελευτῶντές τε αὐτῶν ἀπέστησαν ὑπὸ τοῦ κακοῦ νικώμενοι.
[2.48.1] ἤρξατο δὲ τὸ μὲν πρῶτον, ὡς λέγεται, ἐξ Αἰθιοπίας τῆς
ὑπὲρ Αἰγύπτου, ἔπειτα δὲ καὶ ἐς Αἴγυπτον καὶ Λιβύην
κατέβη καὶ ἐς τὴν βασιλέως γῆν τὴν πολλήν. [2.48.2] ἐς δὲ τὴν
Ἀθηναίων πόλιν ἐξαπιναίως ἐσέπεσε, καὶ τὸ πρῶτον ἐν τῷ
Πειραιεῖ ἥψατο τῶν ἀνθρώπων, ὥστε καὶ ἐλέχθη ὑπ’ αὐτῶν
ὡς οἱ Πελοποννήσιοι φάρμακα ἐσβεβλήκοιεν ἐς τὰ φρέατα·
κρῆναι γὰρ οὔπω ἦσαν αὐτόθι. ὕστερον δὲ καὶ ἐς τὴν ἄνω
πόλιν ἀφίκετο, καὶ ἔθνῃσκον πολλῷ μᾶλλον ἤδη. [2.48.3] λεγέτω
μὲν οὖν περὶ αὐτοῦ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει καὶ ἰατρὸς καὶ
ἰδιώτης, ἀφ’ ὅτου εἰκὸς ἦν γενέσθαι αὐτό, καὶ τὰς αἰτίας
ἅστινας νομίζει τοσαύτης μεταβολῆς ἱκανὰς εἶναι δύναμιν
ἐς τὸ μεταστῆσαι σχεῖν· ἐγὼ δὲ οἷόν τε ἐγίγνετο λέξω,
καὶ ἀφ’ ὧν ἄν τις σκοπῶν, εἴ ποτε καὶ αὖθις ἐπιπέσοι,
μάλιστ’ ἂν ἔχοι τι προειδὼς μὴ ἀγνοεῖν, ταῦτα δηλώσω
αὐτός τε νοσήσας καὶ αὐτὸς ἰδὼν ἄλλους πάσχοντας.

[2.49.1] Τὸ μὲν γὰρ ἔτος, ὡς ὡμολογεῖτο, ἐκ πάντων μάλιστα δὴ
ἐκεῖνο ἄνοσον ἐς τὰς ἄλλας ἀσθενείας ἐτύγχανεν ὄν· εἰ δέ
τις καὶ προὔκαμνέ τι, ἐς τοῦτο πάντα ἀπεκρίθη. [2.49.2] τοὺς δὲ
ἄλλους ἀπ’ οὐδεμιᾶς προφάσεως, ἀλλ’ ἐξαίφνης ὑγιεῖς ὄντας
πρῶτον μὲν τῆς κεφαλῆς θέρμαι ἰσχυραὶ καὶ τῶν ὀφθαλμῶν
ἐρυθήματα καὶ φλόγωσις ἐλάμβανε, καὶ τὰ ἐντός, ἥ τε
φάρυγξ καὶ ἡ γλῶσσα, εὐθὺς αἱματώδη ἦν καὶ πνεῦμα
ἄτοπον καὶ δυσῶδες ἠφίει· [2.49.3] ἔπειτα ἐξ αὐτῶν πταρμὸς καὶ
βράγχος ἐπεγίγνετο, καὶ ἐν οὐ πολλῷ χρόνῳ κατέβαινεν ἐς
τὰ στήθη ὁ πόνος μετὰ βηχὸς ἰσχυροῦ· καὶ ὁπότε ἐς τὴν
καρδίαν στηρίξειεν, ἀνέστρεφέ τε αὐτὴν καὶ ἀποκαθάρσεις
χολῆς πᾶσαι ὅσαι ὑπὸ ἰατρῶν ὠνομασμέναι εἰσὶν ἐπῇσαν,
καὶ αὗται μετὰ ταλαιπωρίας μεγάλης. [2.49.4] λύγξ τε τοῖς πλέο-
σιν ἐνέπιπτε κενή, σπασμὸν ἐνδιδοῦσα ἰσχυρόν, τοῖς μὲν
μετὰ ταῦτα λωφήσαντα, τοῖς δὲ καὶ πολλῷ ὕστερον. [2.49.5] καὶ
τὸ μὲν ἔξωθεν ἁπτομένῳ σῶμα οὔτ’ ἄγαν θερμὸν ἦν οὔτε
χλωρόν, ἀλλ’ ὑπέρυθρον, πελιτνόν, φλυκταίναις μικραῖς καὶ
ἕλκεσιν ἐξηνθηκός· τὰ δὲ ἐντὸς οὕτως ἐκάετο ὥστε μήτε
τῶν πάνυ λεπτῶν ἱματίων καὶ σινδόνων τὰς ἐπιβολὰς μηδ’
ἄλλο τι ἢ γυμνοὶ ἀνέχεσθαι, ἥδιστά τε ἂν ἐς ὕδωρ ψυχρὸν
σφᾶς αὐτοὺς ῥίπτειν. καὶ πολλοὶ τοῦτο τῶν ἠμελημένων
ἀνθρώπων καὶ ἔδρασαν ἐς φρέατα, τῇ δίψῃ ἀπαύστῳ ξυν-
εχόμενοι· καὶ ἐν τῷ ὁμοίῳ καθειστήκει τό τε πλέον καὶ
ἔλασσον ποτόν. [2.49.6] καὶ ἡ ἀπορία τοῦ μὴ ἡσυχάζειν καὶ ἡ
ἀγρυπνία ἐπέκειτο διὰ παντός. καὶ τὸ σῶμα, ὅσονπερ
χρόνον καὶ ἡ νόσος ἀκμάζοι, οὐκ ἐμαραίνετο, ἀλλ’ ἀντεῖχε
παρὰ δόξαν τῇ ταλαιπωρίᾳ, ὥστε ἢ διεφθείροντο οἱ πλεῖστοι
ἐναταῖοι καὶ ἑβδομαῖοι ὑπὸ τοῦ ἐντὸς καύματος, ἔτι ἔχοντές
τι δυνάμεως, ἢ εἰ διαφύγοιεν, ἐπικατιόντος τοῦ νοσήματος
ἐς τὴν κοιλίαν καὶ ἑλκώσεώς τε αὐτῇ ἰσχυρᾶς ἐγγιγνομένης
καὶ διαρροίας ἅμα ἀκράτου ἐπιπιπτούσης οἱ πολλοὶ ὕστερον
δι’ αὐτὴν ἀσθενείᾳ διεφθείροντο. [2.49.7] διεξῄει γὰρ διὰ παντὸς
τοῦ σώματος ἄνωθεν ἀρξάμενον τὸ ἐν τῇ κεφαλῇ πρῶτον
ἱδρυθὲν κακόν, καὶ εἴ τις ἐκ τῶν μεγίστων περιγένοιτο, τῶν
γε ἀκρωτηρίων ἀντίληψις αὐτοῦ ἐπεσήμαινεν. [2.49.8] κατέσκηπτε
γὰρ ἐς αἰδοῖα καὶ ἐς ἄκρας χεῖρας καὶ πόδας, καὶ πολλοὶ
στερισκόμενοι τούτων διέφευγον, εἰσὶ δ’ οἳ καὶ τῶν ὀφθαλ-
μῶν. τοὺς δὲ καὶ λήθη ἐλάμβανε παραυτίκα ἀναστάντας
τῶν πάντων ὁμοίως, καὶ ἠγνόησαν σφᾶς τε αὐτοὺς καὶ τοὺς
ἐπιτηδείους. [2.50.1] γενόμενον γὰρ κρεῖσσον λόγου τὸ εἶδος τῆς
νόσου τά τε ἄλλα χαλεπωτέρως ἢ κατὰ τὴν ἀνθρωπείαν
φύσιν προσέπιπτεν ἑκάστῳ καὶ ἐν τῷδε ἐδήλωσε μάλιστα
ἄλλο τι ὂν ἢ τῶν ξυντρόφων τι· τὰ γὰρ ὄρνεα καὶ τετράποδα
ὅσα ἀνθρώπων ἅπτεται, πολλῶν ἀτάφων γιγνομένων ἢ οὐ
προσῄει ἢ γευσάμενα διεφθείρετο. [2.50.2] τεκμήριον δέ· τῶν μὲν
τοιούτων ὀρνίθων ἐπίλειψις σαφὴς ἐγένετο, καὶ οὐχ ἑωρῶντο
οὔτε ἄλλως οὔτε περὶ τοιοῦτον οὐδέν· οἱ δὲ κύνες μᾶλλον
αἴσθησιν παρεῖχον τοῦ ἀποβαίνοντος διὰ τὸ ξυνδιαιτᾶσθαι.

[2.51.1] Τὸ μὲν οὖν νόσημα, πολλὰ καὶ ἄλλα παραλιπόντι ἀτοπίας,
ὡς ἑκάστῳ ἐτύγχανέ τι διαφερόντως ἑτέρῳ πρὸς ἕτερον
γιγνόμενον, τοιοῦτον ἦν ἐπὶ πᾶν τὴν ἰδέαν. καὶ ἄλλο
παρελύπει κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον οὐδὲν τῶν εἰωθότων· ὃ
δὲ καὶ γένοιτο, ἐς τοῦτο ἐτελεύτα. [2.51.2] ἔθνῃσκον δὲ οἱ μὲν
ἀμελείᾳ, οἱ δὲ καὶ πάνυ θεραπευόμενοι. ἕν τε οὐδὲ ἓν
κατέστη ἴαμα ὡς εἰπεῖν ὅτι χρῆν προσφέροντας ὠφελεῖν·
τὸ γάρ τῳ ξυνενεγκὸν ἄλλον τοῦτο ἔβλαπτεν. [2.51.3] σῶμά τε
αὔταρκες ὂν οὐδὲν διεφάνη πρὸς αὐτὸ ἰσχύος πέρι ἢ ἀσθε-
νείας, ἀλλὰ πάντα ξυνῄρει καὶ τὰ πάσῃ διαίτῃ θεραπευόμενα.
[2.51.4] δεινότατον δὲ παντὸς ἦν τοῦ κακοῦ ἥ τε ἀθυμία ὁπότε τις
αἴσθοιτο κάμνων (πρὸς γὰρ τὸ ἀνέλπιστον εὐθὺς τραπόμενοι
τῇ γνώμῃ πολλῷ μᾶλλον προΐεντο σφᾶς αὐτοὺς καὶ οὐκ
ἀντεῖχον), καὶ ὅτι ἕτερος ἀφ’ ἑτέρου θεραπείας ἀναπιμπλά-
μενοι ὥσπερ τὰ πρόβατα ἔθνῃσκον· καὶ τὸν πλεῖστον
φθόρον τοῦτο ἐνεποίει. [2.51.5] εἴτε γὰρ μὴ ’θέλοιεν δεδιότες
ἀλλήλοις προσιέναι, ἀπώλλυντο ἐρῆμοι, καὶ οἰκίαι πολλαὶ
ἐκενώθησαν ἀπορίᾳ τοῦ θεραπεύσοντος· εἴτε προσίοιεν,
διεφθείροντο, καὶ μάλιστα οἱ ἀρετῆς τι μεταποιούμενοι·
αἰσχύνῃ γὰρ ἠφείδουν σφῶν αὐτῶν ἐσιόντες παρὰ τοὺς
φίλους, ἐπεὶ καὶ τὰς ὀλοφύρσεις τῶν ἀπογιγνομένων τελευ-
τῶντες καὶ οἱ οἰκεῖοι ἐξέκαμνον ὑπὸ τοῦ πολλοῦ κακοῦ
νικώμενοι. [2.51.6] ἐπὶ πλέον δ’ ὅμως οἱ διαπεφευγότες τόν τε
θνῄσκοντα καὶ τὸν πονούμενον ᾠκτίζοντο διὰ τὸ προειδέναι
τε καὶ αὐτοὶ ἤδη ἐν τῷ θαρσαλέῳ εἶναι· δὶς γὰρ τὸν αὐτόν,
ὥστε καὶ κτείνειν, οὐκ ἐπελάμβανεν. καὶ ἐμακαρίζοντό τε
ὑπὸ τῶν ἄλλων, καὶ αὐτοὶ τῷ παραχρῆμα περιχαρεῖ καὶ ἐς
τὸν ἔπειτα χρόνον ἐλπίδος τι εἶχον κούφης μηδ’ ἂν ὑπ’
ἄλλου νοσήματός ποτε ἔτι διαφθαρῆναι.

***
[2.47.1] Τέτοια λοιπόν εστάθηκε η δημόσια κηδεία το χειμώνα εκείνο· κι όταν πέρασε ο χειμώνας αυτός, έκλεισε ο πρώτος χρόνος του πολέμου. [2.47.2] Κ' ευθύς μόλις άρχισε το καλοκαίρι, εισέβαλαν οι Πελοποννήσιοι κ' οι σύμμαχοί τους όπως και προτήτερα στην Αττική με τα δύο τρίτα της στρατιωτικής του δύναμης ο καθένας (με αρχηγό πάλι τον Αρχίδαμο, γιο του Ζευξιδάμου, βασιλιά των Λακεδαιμονίων), κι αφού έκαμαν στρατόπεδο άρχισαν να ρημάζουν τον τόπο συστηματικά. [2.47.3] Αλλά πριν περάσουν πολλές ημέρες από την ώρα που μπήκαν στην Αττική, πρωτοφανερώθηκε η αρρώστια στην Αθήνα, αρρώστεια που λένε βέβαια πως έπεσε κι άλλοτε σε πολλούς τόπους, γύρω στη Λήμνο και αλλού, αλλά πουθενά δεν θυμούνται να παρουσιάστηκε τόσο φοβερή, ούτε να χάλασε τόσους ανθρώπους. [2.47.4] Γιατί δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα ούτε οι γιατροί που κοίταζαν τους αρρώστους στην αρχή, γιατί δεν ήξεραν τη φύση του κακού, κι αυτοί οι ίδιοι πέθαιναν σε μεγαλύτερην αναλογία όσο περισσότερο τους πλησίαζαν, ούτε καμιά άλλη ανθρώπινη τέχνη· κι όλες οι παρακλήσεις που έκαναν στους ναούς κι όσα προσκυνήματα στα μαντεία κι άλλα τέτοια, ήταν όλα του κάκου· και στο τέλος τα παράτησαν κι αυτά, γιατί τους χαντάκωσε το κακό.

[2.48.1] Κ' έπιασε η αρρώστια, καθώς λένε, πρώτα–πρώτα από την Αιθιοπία πέρα από την Αίγυπτο, κατέβηκε ύστερα στην Αίγυπτο κι από κει στη Λιβύη, και σε πολλά μέρη της μεγάλης επικράτειας του Πέρση βασιλιά. [2.48.2] Στην πολιτεία της Αθήνας φανερώθηκε ξαφνικά, αφού πείραξε μερικούς πρώτα στον Πειραιά, ώστε οι Πειραιώτες είπαν πως οι Πελοποννήσιοι είχανε ρίξει φαρμάκι στα πηγάδια και τις στέρνες· γιατί δεν είχαν ακόμα βρύσες εκεί. Αργότερα όμως ήρθε και στην απάνω πολιτεία, και πέθαιναν τότε πια πολύ περισσότεροι. [2.48.3] Ας λέει λοιπόν ο καθένας γι' αυτό όσα ξέρει, είτε γιατρός είναι είτε και άμαθος, από τι δηλαδή ήταν πιθανό να γεννήθηκε, κι ας αναφέρει τις αιτίες που νομίζει πως ήταν αρκετά ισχυρές για να φέρουν τέτοια μεγάλη αλλαγή στην κατάσταση από την υγεία στο θανατικό. Εγώ θα φανερώσω μόνο τι λογής ήταν, κι από τι συμπτώματα, αν τύχει και ξανάρθει ποτέ, θα μπορούσε κανείς καλύτερα να εξετάσει το πράμα και να το γνωρίσει από τα πριν, ώστε να μην τα 'χει εντελώς χαμένα· γιατί την πέρασα κ' εγώ, και είδα πολλούς άλλους που υπόφεραν απ' αυτήν.

[2.49.1] Ο χρόνος εκείνος, όπως το παραδέχονταν όλοι, ήταν εξαιρετικά ελεύτερος από άλλες αρρώστιες· κι αν κανείς πριν απ' αυτήν, ήταν κάπως ανήμπορος, όλα ξεκαθάριζαν πως ήταν αυτή. [2.49.2] Τους άλλους όμως, που δεν είχαν καμιά φανερή αιτία κακοδιαθεσίας, έξαφνα, ενώ ήταν πρωτύτερα εντελώς γεροί, τους έπιαναν πρώτα δυνατές θέρμες στο κεφάλι, και κοκκίνιζαν τα μάτια τους κ' ερεθίζονταν πολύ, κι απ' την αρχή άναβαν και μάτωναν τα μέσα τους, ο φάρυγγας και η γλώσσα, κι η αναπνοή τους έβγαινε παράξενη και βρωμούσε· [2.49.3] έπειτ' απ' αυτά άρχιζε δυνατό φτάρνισμα και βραχνάδα, και σε λίγο κατέβαινε στο στήθος το πάθημα, με δυνατό βήχα· κι όταν πιανόταν από την καρδιά, της έδινε μια και τη γύριζε ανάποδα, κ' έβγαινε χολή από το στόμα κι από κάτω, όσων λογιών έχουν κι όλας ονοματίσει οι γιατροί, και μάλιστα με δυνατούς πόνους, [2.49.4] και τους περισσότερους τους έπιανε ξερό ρέψιμο που τους έφερνε δυνατούς σπασμούς, που σε άλλους σταματούσαν ύστερ' από λίγο, σε άλλους όμως κρατούσαν μέρες ολόκληρες. [2.49.5] Και σ' όποιον τ' άγγιζε απ' έξω, το κορμί του αρρώστου δεν ήταν ούτε υπερβολικά ζεστό, ούτε υγρό, αλλά κοκκινωπό, μελανιασμένο, γεμάτο εξανθήματα, μικρά σπυριά ή και πληγές· από μέσα τους όμως ένιωθαν τέτοια πύρα, που δεν μπορούσαν να υποφέρουν να τους αγγίζουν ούτε τα πιο ψιλά και μαλακά ρούχα ή σεντόνια ή οτιδήποτε άλλο και την πιο μεγάλη ανακούφιση θα ένιωθαν αν μπορούσαν να ριχτούνε μέσα σε κρύο νερό. Και πολλοί απ' όσους δεν είχαν κανένα να τους κοιτάξει έκαναν αυτό ακριβώς, πέφτοντας μέσα σε πηγάδια βασανισμένοι από αδιάκοπη και ανυπόφορη δίψα· και το ίδιο έκανε είτε έπιναν πολύ είτε λίγο. [2.49.6] Και πάνω απ' όλα και χωρίς αναπαμό ήταν η στενοχώρια που δεν μπορούσαν να βρουν ανακούφιση σε τίποτα, και ούτε μπορούσαν να κοιμηθούν. Το σώμα όμως, όσον καιρό ήταν η αρρώστια στο κρίσιμο στάδιό της, δε μαραινόταν, αλλά άντεχε στο βάσανο περισσότερο απ' ό,τι θα μπορούσε κανείς να περιμένει, έτσι που πέθαιναν ―οι περισσότεροι― ύστερ' από εννιά ή εφτά μεριές από τη μέσα τους κάψα, χωρίς να 'χει εντελώς εξαντληθεί η δύναμή τους· ή αν ξέφευγαν αυτό το στάδιο, κατέβαινε ύστερα το κακό στην κοιλιά, που γέμιζε πληγές κι αφού τους έπιανε δυνατή και ασταμάτητη διάρροια, πέθαιναν οι περισσότεροι στο δεύτερο αυτό στάδιο από την εξάντληση. [2.49.7] Και το κακό περνούσε απ' όλο το κορμί, μια και είχε στερεωθεί στην αρχή στο κεφάλι και προχωρούσε από πάνω προς τα κάτω, κι αν κανείς σωζόταν από τα χειρότερα, φανερωνόταν τούτο επειδή έπιανε πια τις άκρες· [2.49.8] γιατί έπεφτε και στα γεννητικά όργανα, και στις άκριες των χεριών και των ποδιών, και πολλοί που συνήλθαν έμειναν χωρίς αυτά· μερικοί άλλοι πάλι έχασαν το φως τους ή το θυμητικό τους ενώ άντεξαν στην καθαυτό αρρώστια στην αρχή, και ξέχασαν μόλις σηκώθηκαν ποιοι ήταν οι ίδιοι και δε γνώριζαν ούτε τους πιο στενούς συγγενείς και φίλους τους.

[2.50.1] Γιατί η μορφή της αρρώστιας ήταν κάτι που ξεπερνούσε τις λογικές εικασίες των ανθρώπων, και πρόσβαλλε τον καθένα πιο βαρειά απ' όσο μπορεί να βαστάξει η ανθρώπινη φύση, και φανερώθηκε κι από το εξής πως δεν ήταν καμιά από τις συνειθισμένες αρρώστιες: τα όρνια δηλαδή και τα τετράποδα ζώα, όσα τρων ανθρώπινη σάρκα, μ' όλο που είχανε μείνει πολλά άταφα κορμιά, ή δεν τα πλησίαζαν, ή αν τα δοκίμαζαν, πέθαιναν κι αυτά. [2.50.2] Κι απόδειξη, πως παρουσιάστηκε καθαρά ελάττωση των πουλιών αυτών, και δεν τα 'βλεπε κανείς ούτε αλλού, ούτε γύρω σε νεκρούς από την αρρώστια· ενώ τα σκυλιά έδιναν ακόμα καλύτερη αφορμή να το παρατηρήσει κανείς, επειδή ζούνε μαζί με τον άνθρωπο.

[2.51.1] Τέτοια λοιπόν ήταν στις μεγάλες γραμμές η μορφή της αρρώστιας, μ' όλο που παρέλειψα πολλά γνωρίσματα ασυνείθιστα και παράξενα, που τύχαιναν να παρουσιαστούν διαφορετικά στον ένα από τον άλλον. Και καμιά άλλη από τις συνειθισμένες στενοχώριες δε βασάνιζε τον κόσμο εκείνο τον καιρό· γιατί κι αν τύχαινε να παρουσιαστεί καμιά, κατέληγε σε τούτην–εδώ. [2.51.2] Και πέθαιναν οι άνθρωποι, άλλοι χωρίς περιποίηση, κι άλλοι που είχαν κάθε δυνατή φροντίδα. Και δε βρέθηκε κανένα γιατρικό, που να μπορεί κανείς να πει πως είναι το γιατρικό της αρρώστιας αυτής, που έμελλε χωρίς άλλο να βοηθήσει τον άρρωστο αν του το 'δινε (γιατί ό,τι ωφελούσε τον ένα, το ίδιο αυτό πράμα χειροτέρευε τον άλλον), [2.51.3] και καμιά ανθρώπινη κράση δε φάνηκε από μόνη της άξια ν' αντισταθεί στην αρρώστια, είτε ήταν πολύ δυνατή, είτε τόσο αδύνατη ώστε να μην την πιάσει το κακό αλλά τους εσάρωσε όλους, κ' εκείνους ακόμη που είχαν την πιο περιποιημένη δίαιτα και τρόπο ζωής. [2.51.4] Χειρότερο απ' όλα ήταν η κατάθλιψη που έπιανε τον καθένα μόλις ένιωθε πως αδιαθετούσε (γιατί η ψυχική τους κατάσταση γύριζε τότε στην απελπισία, κι αφήνονταν πολύ περισσότερο από μιας αρχής και δεν αντιδρούσαν) καθώς κι ότι ο ένας γέμιζε μόλεμα από τον άλλον που περιποιόταν και πέθαιναν αράδα σαν τα πρόβατα· και τη μεγαλύτερη φθορά την προξενούσε τούτο: [2.51.5] αν δηλαδή δεν ήθελαν να πλησιάσουν ο ένας τον άλλον από φόβο μην κολλήσουν, πέθαιναν οι άρρωστοι μόνοι κ' έρημοι· κι άδειασαν έτσι πολλά σπίτια γιατί δεν ήταν κανείς να τους κοιτάξει· κι αν πάλι επικοινωνούσαν, τους χαλούσε η αρρώστια, και περισσότερο εκείνους που ήθελαν να φερθούνε καθώς πρέπει· γιατί ντρέπονταν να δείξουν πως λογαριάζουν τον εαυτό τους και πήγαιναν κοντά στους αγαπημένους τους. Αφού ακόμα και τα μοιρολόγια των πεθαμένων τα παράτησαν στο τέλος και οι ίδιοι oι συγγενείς τους, αποκαμωμένοι από τη μεγάλη συμφορά. [2.51.6] Όμως εκείνοι που είχαν περάσει την αρρώστια κ' είχανε σωθεί, αυτοί σπλαχνίζονταν περισσότερο και τους ετοιμοθάνατους κι όσους ψήνονταν από το κακό, και οι ίδιοι δε φοβούνταν πια· γιατί δεν έπιανε η αρρώστια δυο φορές τον ίδιον άνθρωπο, ώστε να τον θανατώσει. Και τους μακάριζαν οι άλλοι, κι αυτοί οι ίδιοι απ' τη μεγάλη τους χαρά για τη σωτηρία τους σ' αυτή την περίσταση είχαν την μάταιην ελπίδα πως για πάντα δε θενά πέθαιναν ούτε κι από καμιάν άλλην αρρώστια.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου