Σάββατο 30 Απριλίου 2022

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, ΗΘΙΚΑ ΝΙΚΟΜΑΧΕΙΑ

ΑΡΙΣΤ ΗΝικ 1169b3–1170b19 

(ΑΡΙΣΤ ΗΝικ 1168a28–1172a15: Απορίες σχετικά με τη φιλία)

Χρειάζεται φίλους ο ευτυχισμένος;

Ἀμφισβητεῖται δὲ καὶ περὶ τὸν εὐδαίμονα, εἰ δεήσε-
ται φίλων ἢ μή. οὐθὲν γάρ φασι δεῖν φίλων τοῖς μακα-
(5) ρίοις καὶ αὐτάρκεσιν· ὑπάρχειν γὰρ αὐτοῖς τἀγαθά· αὐτάρ-
κεις οὖν ὄντας οὐδενὸς προσδεῖσθαι, τὸν δὲ φίλον, ἕτερον
αὐτὸν ὄντα, πορίζειν ἃ δι’ αὑτοῦ ἀδυνατεῖ· ὅθεν «ὅταν ὁ
δαίμων εὖ διδῷ, τί δεῖ φίλων;» ἔοικε δ’ ἀτόπῳ τὸ πάντ’
ἀπονέμοντας τἀγαθὰ τῷ εὐδαίμονι φίλους μὴ ἀποδιδόναι, ὃ
(10) δοκεῖ τῶν ἐκτὸς ἀγαθῶν μέγιστον εἶναι. εἴ τε φίλου μᾶλλόν
ἐστι τὸ εὖ ποιεῖν ἢ πάσχειν, καὶ ἔστι τοῦ ἀγαθοῦ καὶ τῆς
ἀρετῆς τὸ εὐεργετεῖν, κάλλιον δ’ εὖ ποιεῖν φίλους ὀθνείων,
τῶν εὖ πεισομένων δεήσεται ὁ σπουδαῖος. διὸ καὶ ἐπιζητεῖται
πότερον ἐν εὐτυχίαις μᾶλλον δεῖ φίλων ἢ ἐν ἀτυχίαις,
(15) ὡς καὶ τοῦ ἀτυχοῦντος δεομένου τῶν εὐεργετησόντων καὶ τῶν
εὐτυχούντων οὓς εὖ ποιήσουσιν. ἄτοπον δ’ ἴσως καὶ τὸ μο-
νώτην ποιεῖν τὸν μακάριον· οὐδεὶς γὰρ ἕλοιτ’ ἂν καθ’ αὑτὸν
τὰ πάντ’ ἔχειν ἀγαθά· πολιτικὸν γὰρ ὁ ἄνθρωπος καὶ συ-
ζῆν πεφυκός. καὶ τῷ εὐδαίμονι δὴ τοῦθ’ ὑπάρχει· τὰ γὰρ
(20) τῇ φύσει ἀγαθὰ ἔχει, δῆλον δ’ ὡς μετὰ φίλων καὶ ἐπιει-
κῶν κρεῖττον ἢ μετ’ ὀθνείων καὶ τῶν τυχόντων συνημερεύειν.
δεῖ ἄρα τῷ εὐδαίμονι φίλων. τί οὖν λέγουσιν οἱ πρῶτοι, καὶ
πῇ ἀληθεύουσιν; ἢ ὅτι οἱ πολλοὶ φίλους οἴονται τοὺς χρησί-
μους εἶναι; τῶν τοιούτων μὲν οὖν οὐδὲν δεήσεται ὁ μακάριος,
(25) ἐπειδὴ τἀγαθὰ ὑπάρχει αὐτῷ· οὐδὲ δὴ τῶν διὰ τὸ ἡδύ,
ἢ ἐπὶ μικρόν (ἡδὺς γὰρ ὁ βίος ὢν οὐδὲν δεῖται ἐπεισάκτου
ἡδονῆς)· οὐ δεόμενος δὲ τῶν τοιούτων φίλων οὐ δοκεῖ δεῖσθαι
φίλων. τὸ δ’ οὐκ ἔστιν ἴσως ἀληθές. ἐν ἀρχῇ γὰρ εἴρηται
ὅτι ἡ εὐδαιμονία ἐνέργειά τις ἐστίν, ἡ δ’ ἐνέργεια δῆλον ὅτι
(30) γίνεται καὶ οὐχ ὑπάρχει ὥσπερ κτῆμά τι. εἰ δὲ τὸ εὐδαι-
μονεῖν ἐστὶν ἐν τῷ ζῆν καὶ ἐνεργεῖν, τοῦ δ’ ἀγαθοῦ ἡ ἐνέρ-
γεια σπουδαία καὶ ἡδεῖα καθ’ αὑτήν, καθάπερ ἐν ἀρχῇ
εἴρηται, ἔστι δὲ καὶ τὸ οἰκεῖον τῶν ἡδέων, θεωρεῖν δὲ μᾶλλον
τοὺς πέλας δυνάμεθα ἢ ἑαυτοὺς καὶ τὰς ἐκείνων πράξεις ἢ
(35) τὰς οἰκείας, αἱ τῶν σπουδαίων δὲ πράξεις φίλων ὄντων
[1170a] ἡδεῖαι τοῖς ἀγαθοῖς (ἄμφω γὰρ ἔχουσι τὰ τῇ φύσει ἡδέα)·
ὁ μακάριος δὴ φίλων τοιούτων δεήσεται, εἴπερ θεωρεῖν προ-
αιρεῖται πράξεις ἐπιεικεῖς καὶ οἰκείας, τοιαῦται δ’ αἱ τοῦ
ἀγαθοῦ φίλου ὄντος. οἴονταί τε δεῖν ἡδέως ζῆν τὸν εὐδαίμονα.
(5) μονώτῃ μὲν οὖν χαλεπὸς ὁ βίος· οὐ γὰρ ῥᾴδιον καθ’ αὑτὸν
ἐνεργεῖν συνεχῶς, μεθ’ ἑτέρων δὲ καὶ πρὸς ἄλλους ῥᾷον. ἔσται
οὖν ἡ ἐνέργεια συνεχεστέρα, ἡδεῖα οὖσα καθ’ αὑτήν, ὃ δεῖ
περὶ τὸν μακάριον εἶναι· ὁ γὰρ σπουδαῖος, ᾗ σπουδαῖος, ταῖς
κατ’ ἀρετὴν πράξεσι χαίρει, ταῖς δ’ ἀπὸ κακίας δυσχεραί-
(10) νει, καθάπερ ὁ μουσικὸς τοῖς καλοῖς μέλεσιν ἥδεται, ἐπὶ δὲ
τοῖς φαύλοις λυπεῖται. γίνοιτο δ’ ἂν καὶ ἄσκησίς τις τῆς
ἀρετῆς ἐκ τοῦ συζῆν τοῖς ἀγαθοῖς, καθάπερ καὶ Θέογνίς
φησιν. φυσικώτερον δ’ ἐπισκοποῦσιν ἔοικεν ὁ σπουδαῖος φί-
λος τῷ σπουδαίῳ τῇ φύσει αἱρετὸς εἶναι. τὸ γὰρ τῇ φύσει
(15) ἀγαθὸν εἴρηται ὅτι τῷ σπουδαίῳ ἀγαθὸν καὶ ἡδύ ἐστι καθ’
αὑτό. τὸ δὲ ζῆν ὁρίζονται τοῖς ζῴοις δυνάμει αἰσθήσεως,
ἀνθρώποις δ’ αἰσθήσεως ἢ νοήσεως· ἡ δὲ δύναμις εἰς τὴν
ἐνέργειαν ἀνάγεται, τὸ δὲ κύριον ἐν τῇ ἐνεργείᾳ· ἔοικε δὴ
τὸ ζῆν εἶναι κυρίως τὸ αἰσθάνεσθαι ἢ νοεῖν. τὸ δὲ ζῆν τῶν
(20) καθ’ αὑτὸ ἀγαθῶν καὶ ἡδέων· ὡρισμένον γάρ, τὸ δ’ ὡρι-
σμένον τῆς τἀγαθοῦ φύσεως· τὸ δὲ τῇ φύσει ἀγαθὸν καὶ
τῷ ἐπιεικεῖ· διόπερ ἔοικε πᾶσιν ἡδὺ εἶναι· οὐ δεῖ δὲ λαμ-
βάνειν μοχθηρὰν ζωὴν καὶ διεφθαρμένην, οὐδ’ ἐν λύπαις·
ἀόριστος γὰρ ἡ τοιαύτη, καθάπερ τὰ ὑπάρχοντα αὐτῇ. ἐν
(25) τοῖς ἐχομένοις δὲ περὶ τῆς λύπης ἔσται φανερώτερον. εἰ δ’
αὐτὸ τὸ ζῆν ἀγαθὸν καὶ ἡδύ (ἔοικε δὲ καὶ ἐκ τοῦ πάντας
ὀρέγεσθαι αὐτοῦ, καὶ μάλιστα τοὺς ἐπιεικεῖς καὶ μακαρίους·
τούτοις γὰρ ὁ βίος αἱρετώτατος, καὶ ἡ τούτων μακαριωτάτη
ζωή), ὁ δ’ ὁρῶν ὅτι ὁρᾷ αἰσθάνεται καὶ ὁ ἀκούων ὅτι ἀκούει
(30) καὶ ὁ βαδίζων ὅτι βαδίζει, καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων ὁμοίως ἔστι
τι τὸ αἰσθανόμενον ὅτι ἐνεργοῦμεν, ὥστε ἂν αἰσθανώμεθ’, ὅτι
αἰσθανόμεθα, κἂν νοῶμεν, ὅτι νοοῦμεν, τὸ δ’ ὅτι αἰσθανό-
μεθα ἢ νοοῦμεν, ὅτι ἐσμέν (τὸ γὰρ εἶναι ἦν αἰσθάνεσθαι ἢ
[1170b] νοεῖν), τὸ δ’ αἰσθάνεσθαι ὅτι ζῇ, τῶν ἡδέων καθ’ αὑτό (φύ-
σει γὰρ ἀγαθὸν ζωή, τὸ δ’ ἀγαθὸν ὑπάρχον ἐν ἑαυτῷ
αἰσθάνεσθαι ἡδύ), αἱρετὸν δὲ τὸ ζῆν καὶ μάλιστα τοῖς ἀγα-
θοῖς, ὅτι τὸ εἶναι ἀγαθόν ἐστιν αὐτοῖς, καὶ ἡδύ (συναισθανό-
(5) μενοι γὰρ τοῦ καθ’ αὑτὸ ἀγαθοῦ ἥδονται), ὡς δὲ πρὸς ἑαυτὸν
ἔχει ὁ σπουδαῖος, καὶ πρὸς τὸν φίλον (ἕτερος γὰρ αὐτὸς ὁ
φίλος ἐστίν)· καθάπερ οὖν τὸ αὐτὸν εἶναι αἱρετόν ἐστιν ἑκάστῳ,
οὕτω καὶ τὸ τὸν φίλον, ἢ παραπλησίως. τὸ δ’ εἶναι ἦν
αἱρετὸν διὰ τὸ αἰσθάνεσθαι αὑτοῦ ἀγαθοῦ ὄντος, ἡ δὲ τοιαύτη
(10) αἴσθησις ἡδεῖα καθ’ ἑαυτήν. συναισθάνεσθαι ἄρα δεῖ καὶ τοῦ
φίλου ὅτι ἔστιν, τοῦτο δὲ γίνοιτ’ ἂν ἐν τῷ συζῆν καὶ κοινωνεῖν
λόγων καὶ διανοίας· οὕτω γὰρ ἂν δόξειε τὸ συζῆν ἐπὶ τῶν
ἀνθρώπων λέγεσθαι, καὶ οὐχ ὥσπερ ἐπὶ τῶν βοσκημάτων
τὸ ἐν τῷ αὐτῷ νέμεσθαι. εἰ δὴ τῷ μακαρίῳ τὸ εἶναι αἱρε-
(15) τόν ἐστι καθ’ αὑτό, ἀγαθὸν τῇ φύσει ὂν καὶ ἡδύ, παραπλή-
σιον δὲ καὶ τὸ τοῦ φίλου ἐστίν, κἂν ὁ φίλος τῶν αἱρετῶν
εἴη. ὃ δ’ ἐστὶν αὐτῷ αἱρετόν, τοῦτο δεῖ ὑπάρχειν αὐτῷ, ἢ
ταύτῃ ἐνδεὴς ἔσται. δεήσει ἄρα τῷ εὐδαιμονήσοντι φίλων
σπουδαίων.

***
Αμφισβητείται, εάν ο ευδαιμονών χρειάζεται φίλους. Διότι, ως λέγεται, οι ευδαίμονες και οι αυτάρκεις δεν έχουν ανάγκην τοιούτων, (5) επειδή εις αυτούς υπάρχουν όλα τα αγαθά. Δεδομένου λοιπόν ότι είναι αυτάρκεις, δεν έχουν ανάγκην ουδενός, ενώ ο φίλος, ως έτερον Εγώ, δέον να παρέχη εκείνα, τα οποία δεν δύναταί τις να προσφέρη εις εαυτόν. Όθεν:

«όταν οι θεοί παρέχουν αφθόνως τα πάντα,
τις η ανάγκη φίλω
ν;».

Φαίνεται όμως παράδοξον το ότι, αφού απονέμουν εις τον ευδαίμονα όλα τα αγαθά, δεν παρέχουν εις αυτόν φίλους, (10) δεδομένου ότι ούτοι αποτελούν το μέγιστον των εξωτερικών αγαθών. Εάν γνώρισμα της φιλίας είναι να ευεργετή τις μάλλον παρά να ευεργετήται, εάν η ευεργεσία τυγχάνη ίδιον του αγαθού ανθρώπου και της αρετής, εάν είναι καλύτερον να ευεργετή τις τους φίλους του παρά τους ξένους, ο χρηστός άνθρωπος έχει ανάγκην προσώπων, εις τα οποία να παρέχη τας ευεργεσίας του. Διό και προβάλλεται το ερώτημα, εάν έχωμεν μεγαλυτέραν ανάγκην φίλων εις την ευτυχίαν ή εις την δυστυχίαν μας, (15) δεδομένου ότι οι μεν δυστυχούντες χρειάζονται πρόσωπα, δυνάμενα να τους βοηθήσουν, οι δε ευτυχούντες ανθρώπους, προς τους οποίους να παρέχουν τας ευεργεσίας των. Είναι προφανώς μωρία το να χαρακτηρίζη τις τον ευδαίμονα ως ερημίτην, διότι ουδείς θα εδέχετο να διαθέτη τα αγαθά αποκλειστικώς διά τον εαυτόν του. Ο άνθρωπος είναι πολιτικόν ον και προωρισμένος να ζη μετά των συνανθρώπων του. Διό και η συμβίωσις είναι γνώρισμα του ευδαίμονος, (20) αφού ούτος κατέχει όλα τα φυσικά αγαθά. Προφανώς είναι καλύτερον να ζη τις με φίλους και με χρηστούς ανθρώπους παρά με ξένους ή με τον πρώτον τυχόντα. Όθεν ο ευδαίμων έχει ανάγκην φίλων.

Λοιπόν τι σημαίνει ο πρώτος εκείνος ισχυρισμός και κατά πόσον είναι ορθός; Είναι άραγε ορθός κατά τούτο, ότι οι πολλοί φρονούν, ότι φίλοι είναι εκείνοι, οίτινες είναι χρήσιμοι; Τοιούτους φίλους δεν χρειάζεται ο ευδαίμων, (25) εφ' όσον έχει όλα τα αγαθά, αλλ' ουδέ φίλους χάριν απολαύσεως (διότι εφ' όσον είναι τερπνή η ζωή του, δεν χρειάζεται επιπρόσθετον απόλαυσιν). Εφ' όσον λοιπόν δεν έχει ανάγκην τοιούτων φίλων, δεν χρειάζεται φίλους. Και όμως τούτο δεν είναι, ως φαίνεται, αληθές, διότι, ως ελέχθη εις την αρχήν, η ευδαιμονία είναι ποιά τις ενέργεια, η δε ενέργεια είναι λειτουργία, (30) και δεν υφίσταται κατά τον τρόπον ενός μονίμου αντικειμένου, λόγου χάριν ενός κτήματος. Εάν λοιπόν η ευδαιμονία έγκειται εις το ζην και το ενεργείν και εάν, ως είπομεν εις την αρχήν, η ενέργεια του χρηστού ανθρώπου είναι σπουδαία και ευχάριστος αυτή καθ' εαυτήν, εξ άλλου, εάν εκείνο, που μας ανήκει ως ιδιοκτησία μας, συνεπάγεται ηδονήν, και τέλος, εάν δυνάμεθα να εποπτεύωμεν τους άλλους περισσότερον από τον εαυτόν μας, ως και τας πράξεις των, (35) θα προκύψη εξ όλων αυτών κατ' αναγκαίαν συνάρτησιν, ότι αι πράξεις των εναρέτων ανθρώπων, οίτινες είναι φίλοι των, [1170a] θα είναι ευχάριστοι εις τους αγαθούς (διότι αμφότερα εμπεριέχουν ό,τι είναι εκ φύσεως απολαυστικόν και ευχάριστον). [Ο μεταφραστής δε μεταφράζει ένα τμήμα του αρχαίου κειμένου] Υπό τας συνθήκας ταύτας θα είναι συνεχεστέρα η ενέργεια, ήτις τυγχάνει αυτή καθ' εαυτήν ηδονική, και τούτο πρέπει να συμβαίνη εις τον ευδαίμονα. (Διότι ο ενάρετος ευρίσκει εις τας καλάς πράξεις απόλαυσιν και οδύνην εις τας κακάς, (10) καθώς ο μουσικός αισθάνεται χαράν διά τας ωραίας μελωδίας και λύπην διά τας παραφώνους τοιαύτας). Άλλωστε η μετ' αγαθών ανθρώπων συμβίωσις ενισχύει την άσκησιν της αρετής, καθώς λέγει και ο Θέογνις.

Εάν τις εξετάση το θέμα τούτο μάλλον από φυσικοφιλοσοφικής απόψεως, θα ίδη ότι ο χρηστός φίλος φαίνεται εις ένα χρηστόν άνθρωπον αξιαγάπητος εκ φύσως, διότι, ως είπομεν, (15) το εκ φύσεως αγαθόν είναι διά τον ενάρετον αυτό καθ' εαυτό αγαθόν και απολαυστικόν.

Την ζωήν των μεν ζώων ορίζομεν εκ της δυνάμεως της αισθήσεως, των δε ανθρώπων εκ της δυνάμεως της αισθήσεως και της νοήσεως. Η δύναμις αύτη εκδηλούται εις την ενέργειαν, ήτις αποτελεί το κυριώτερον μέρος της ουσίας μας. [Ο μεταφραστής δε μεταφράζει ένα τμήμα του αρχαίου κειμένου] (20) Το δε ζην ανήκει εις ό,τι είναι αγαθόν και απολαυστικόν. Είναι μία επακριβώς καθωρισμένη κατάστασις, ό,τι δε είναι επακριβώς καθωρισμένον, ανήκει εις την φύσιν του αγαθού. Όθεν ό,τι τυγχάνει εκ φύσεως αγαθόν, είναι και διά τον χρηστόν άνθρωπον τοιούτον. Διά τον λόγον αυτόν το ζην φαίνεται απολαυστικόν εις όλους. Βεβαίως δεν εννοούμεν την κακήν και διεφθαρμένην ή την εν μέσω θλίψεων διανυομένην ζωήν, διότι μία τοιαύτη ζωή δεν είναι επακριβώς καθωρισμένη ούτε αυτή, ούτε τα κατά την διάρκειαν αυτής γεγονότα. (25) Αλλά το σημείον τούτο θα διευκρινηθή περισσότερον εις τα επόμενα όπου θα γίνη λόγος περί της οδύνης. Εάν δε αυτό τούτο το ζην είναι αγαθόν και ηδονικόν (φαίνεται δε ότι όλοι το ποθούν και προ παντός οι ενάρετοι και οι ευδαίμονες, διότι ο βίος των είναι απολαυστικώτατος και η ύπαρξις αυτών ευδαιμονεστάτη), εάν ο βλέπων αισθάνεται ότι βλέπει, ο ακούων, ότι ακούει, (30) ο βαδίζων ότι βαδίζει και ότι ομοίως υφίσταται κάτι ως προς τα λοιπά, ούτως ώστε να αισθανώμεθα, ότι αισθανόμεθα, και να νοώμεν ότι νοούμεν και αφ' ετέρου ότι το να αισθανώμεθα και να νοώμεν σημαίνει ότι υπάρχομεν (διότι η ύπαρξις είναι αίσθησις ή [1170b] νόησις), [Ο μεταφραστής δε μεταφράζει ένα τμήμα του αρχαίου κειμένου] εάν προς τούτοις η ζωή είναι απολαυστική ιδίως διά τον ενάρετον, διότι η ύπαρξις είναι δι' αυτόν κάτι αγαθόν και ηδονικόν, (5) εφ' όσον η συνείδησις του πραγματικού αγαθού τον τέρπει, τέλος εάν ο χρηστός άνθρωπος συμπεριφέρεται προς τους φίλους του, καθώς και προς τον εαυτόν του δεδομένου ότι ο φίλος είναι έτερον Εγώ), τότε κατά το μέτρον, καθ' ο ποθεί δι' εαυτόν το αγαθόν, θα το επιθυμή σφοδρώς και διά τον φίλον του ή σχεδόν ομοίως. Αλλά η ύπαρξις είναι περιπόθητος λόγω του ότι συναισθανόμεθα, ότι είμεθα ημείς οι ίδιοι αγαθοί, η τοιαύτη δε συναίσθησις είναι αυτή καθ' εαυτήν γλυκεία. (10) Όθεν πρέπει να έχωμεν συναίσθησιν και ως προς τους φίλους μας, τούτο δε δύναται να πραγματοποιηθή διά της συμβιώσεως και της ανταλλαγής λόγων και ιδεών. Την συμβίωσιν δέον λοιπόν ν' αντιλαμβανώμεθα κατά το πνεύμα τούτο και όχι κατ' αναλογίαν της συμβιώσεως των ζώων, ήτις έγκειται εις το να συμμετέχουν εις την κοινήν βοσκήν. Εάν λοιπόν διά τον ενάρετον η ύπαρξις είναι περιπόθητος αυτή καθ' εαυτήν, (15) είναι αγαθή και ηδονική εκ φύσεως, και αν ισχύη το αυτό και ως προς τον φίλον, τότε και ο φίλος θα ανήκη εις τα προκαλούντα τον πόθον αντικείμενα. Αλλ' ό,τι ποθεί ο ευτυχής, πρέπει και να το κατέχη, άλλως υφίσταται εις το σημείον τούτο μίαν στέρησιν. Διό και, διά να είναι κανείς ευτυχής, πρέπει να έχη αρίστους φίλους.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου