Στην ταινία Tatie Daniele του Ετιέν Σατιλιέ (1990), διασκεδάζουμε με τα ψυχικά βασανιστήρια στα οποία υποβάλλει τους οικείους της μια ηλικιωμένη γυναίκα. Τυραννά την οικιακή βοηθό, ώσπου προκαλεί το θάνατό της «από ατύχημα», «Καλά να πάθει, ήταν υπερβολικά υποταγμένη» σκέφτεται ο θεατής. Κατόπιν, η γυναίκα στρέφει τη μοχθηρία της στην οικογένεια του ανιψιού της, που έχει αναλάβει να τη φροντίζει. Ο ανιψιός και η γυναίκα του κάνουν ό,τι μπορούν για να την ευχαριστήσουν. Όμως, όσο περισσότερα της δίνουν τόσο μεγαλύτερη είναι η εκδίκησή της.
Η ηλικιωμένη αυτή γυναίκα μάς διασκεδάζει και μας συγκινεί τόσο πολύ ακριβώς επειδή διαισθανόμαστε ότι η μεγάλη κακία πηγάζει από μεγάλο πόνο. Μας κάνει να τη συμπονούμε, όπως κάνει και την οικογένειά της να τη συμπονά, και με αυτό τον τρόπο χειρίζεται κι εμάς όπως χειρίζεται την οικογένειά της. Εμείς, ως θεατές, δεν αισθανόμαστε καθόλου οίκτο για τα καημένα τα θύματα, γιατί μας φαίνονται πολύ ανόητα. Όσο πιο κακιά γίνεται η θεία Ντανιέλ τόσο πιο καλοσυνάτοι γίνονται οι συγγενείς και συνεπώς, αφόρητοι για τη θεία Ντανιέλ, αλλά και για μας.
Ωστόσο, όλα αυτά δεν παύουν να είναι διαστροφικές ενέργειες, οι οποίες αποκαλύπτουν μια ασυνείδητη διαδικασία ψυχολογικής εξόντωσης, που συνίσταται σε εχθρικές ενέργειες. εμφανείς ή καλυμμένες, ενός ή περισσότερων ατόμων, προς ένα συγκεκριμένο άτομο που υφίσταται τα πάνδεινα. Με φαινομενικά ανώδυνες κουβέντες, υπαινιγμούς, υποδείξεις ή, ακόμη, και με όσα δε λέγονται, είναι εφικτή η απο σταθεροποίηση κάποιου, συχνά και η εξόντωσή του, χωρίς παρέμβαση του περιβάλλοντός του. Ο (οι) επιτιθέμενος (-οι) μπορεί (-ούν) έτσι να εξυψωθεί (-ούν) υποβιβάζοντας τους άλλους, αποφεύγοντας οποιαδήποτε εσωτερική σύγκρουση ή μετάπτωση και επιρρίπτοντας στον άλλο την ευθύνη οτιδήποτε δεν πάει καλά: «Δεν φταίω εγώ, ο άλλος είναι υπεύθυνος για το πρόβλημα!». Καμία ενοχή, καμία οδύνη. Πρόκειται για διαστροφικότητα με την έννοια της ηθικής διαστροφής.
Η διαστροφική διαδικασία μπορεί να χρησιμοποιηθεί κάποια στιγμή από όλους μας. Αυτό που την κάνει καταστροφική είναι η συχνότητα και η επανάληψη. Κάθε άτομο «με ομαλή νεύρωση» εμφανίζει, ορισμένες στιγμές, διαστροφική συμπεριφορά, πάνω στο θυμό του, για παράδειγμα, αλλά είναι σε θέση να περάσει σε άλλα πεδία συμπεριφοράς (υστερία, φοβίες, εμμονές…) και οι διαστροφικές του κινήσεις συνοδεύονται από προβληματισμό. Το διεστραμμένο άτομο είναι σταθερά διεστραμμένο· είναι καθηλωμένο σε αυτό το είδος σχέσης με τους άλλους και δεν αμφιβάλλει για τις ενέργειές του ποτέ. Ακόμη και αν η διαστροφή περάσει απαρατήρητη για ένα διάστημα, θα εκδηλωθεί σε κάθε περίσταση όπου θα αναγκαστεί να εμπλακεί το άτομο και να αναλάβει το μερίδιο της ευθύνης του, δεδομένου ότι του είναι αδύνατο να θέσει υπό αμφισβήτηση τις ενέργειές του. Τα άτομα αυτά υπάρχουν μόνο «διαλύοντας» τον άλλο: μειώνουν τους άλλους προκειμένου να αποκτήσουν ισχυρή αυτοεκτίμηση και κατ’ επέκταση, εξουσία, γιατί διψούν για θαυμασμό και επιδοκιμασία. Δεν αισθάνονται ούτε συμπόνια ούτε σεβασμό για τους άλλους, γιατί η σχέση με τους άλλους δεν τα ενδιαφέρει. Σέβομαι τον άλλο σημαίνει ότι τον θεωρώ ανθρώπινο ον και αναγνωρίζω τον πόνο που του προκαλώ.
Η διαστροφή γοητεύει, θέλγει και τρομάζει. Συχνά ζηλεύουμε τα διεστραμμένα άτομα, γιατί τα φανταζόμαστε προικισμένα με μεγάλη δύναμη, η οποία τους εξασφαλίζει πάντα νίκες. Πράγματι, γνωρίζουν από «διαχείριση», πράγμα που θεωρείται πλεονέκτημα στο χώρο των επιχειρήσεων και της πολιτικής. Τα φοβόμαστε όμως κιόλας, γιατί από ένστικτο ξέρουμε ότι είναι καλύτερα να είμαστε με το μέρος τους παρά εναντίον τους. Είναι ο νόμος του ισχυροτέρου. Όποιος απολαμβάνει περισσότερο και υποφέρει λιγότερο γίνεται αντικείμενο του θαυμασμού όλων. Ωστόσο, ασχολούμαστε ελάχιστα με τα θύματά τους, επειδή τα θεωρούμε αδύναμους ή αφελείς ανθρώπους με το πρόσχημα του σεβασμού της ελευθερίας του άλλου, εθελοτυφλούμε σε σοβαρές περιπτώσεις. Η κρατούσα διαλλακτικότητα αποτρέπει την παρέμβαση στις ενέργειες και τις απόψεις των άλλων, ακόμη κι όταν αυτές θεωρούνται δυσάρεστες ή και ηθικά επιλήψιμες. Επιδεικνύουμε επίσης ανήκουστη επιείκεια στα ψέματα και στους χειρισμούς των ανθρώπων της εξουσίας. Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Ως ποιο σημείο, όμως, είναι ανεκτό αυτό; Μήπως έτσι δεν κινδυνεύουμε να γίνουμε συνένοχοι, από αδιαφορία, απεμπολώντας τα όρια ή τις αρχές μας; Η ανοχή προϋποθέτει απαραιτήτως σαφώς καθορισμένα όρια. Αυτός ο τύπος επίθεσης είναι ακριβώς η παραβίαση του ψυχικού εδάφους του άλλου. Το σύγχρονο κοινωνικοπολιτιστικό πλαίσιο επιτρέπει στη διαστροφή να αναπτυχθεί γιατί είναι ανεκτή. Η εποχή μας αρνείται τη θέσπιση κανόνων. Τα όρια και ο χαρακτηρισμός ενός χειρισμού ως «διαστροφικού» ισοδυναμούν με απόπειρα λογοκρισίας. Έχουμε χάσει τα ηθικά και θρησκευτικά όρια, ένα είδος κώδικα ευγενείας, βάσει του οποίου μπορούσαμε, άλλοτε, να αναφωνήσουμε: «Αυτό είναι ανεπίτρεπτο!». Ανακτούμε την ικανότητά μας να εξοργιζόμαστε μόνο όταν τα γεγονότα εμφανίζονται στη δημόσια σκηνή, από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, που τα μεταδίδουν διαμεσολαβημένα και διογκωμένα. Η εξουσία δε θέτει πλαίσιο, απεκδύεται τις ευθύνες της μεταθέτοντάς τες στα άτομα τα οποία υποτίθεται ότι κυβερνά ή βοηθά.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου