Την εποχή που οι κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες επιχειρούν όλο και περισσότερο να αποδείξουν την επιστημονικότητά τους, η κοινωνιολογία του Bauman παρουσιάζει ωμά τη σύγχρονη πραγματικότητα. Την ώρα που στόχος των κοινωνικών-ανθρωπιστικών επιστημών είναι τόσο η έρευνα όσο και η μάχη με τους αναρίθμητους περιορισμούς της, η αξιοποίηση εργαλείων και μεθόδων, καθώς και οι ερμηνείες αποτελεσμάτων, ο Bauman στοχεύει στην κατανόηση του μοντέρνου, «ρευστού» τρόπου ζωής μας.
Στο έργο του, προκειμένου να επιτευχθεί η παραπάνω κατανόηση, τοποθετεί τα θεμέλια αξιοποιώντας τον τρόπο γραφής του. Σε αντίθεση με έναν ακαδημαϊκό, περιγραφικό, επιστημονικό λόγο, που ως επί των πλείστων ακολουθεί μία γραμμική πορεία και χαρακτηρίζεται από ουδετερότητα και «αντικειμενικότητα», η γραφή του Bauman ακολουθεί μία πορεία κυκλική. Ξεκινώντας κάθε φορά από την παγκοσμιοποίηση, εξετάζει διάφορα θέματα καταλήγοντας πάντα στο κρυμμένο αίτιο πίσω από αυτά, το οποίο είναι ακριβώς οι ίδιες οι συνθήκες της παγκοσμιοποίησης και η αξιοποίησή τους από τις επιστήμες, τις εκάστοτε πολιτικές και τη λογική της αγοράς. Με άλλα λόγια, σε όλα τα βιβλία του ο Bauman εισέρχεται στο ίδιο δωμάτιο, ανοίγοντας κάθε φορά διαφορετική πόρτα.
Επιπλέον, ο λόγος του Bauman «παίρνει θέση», και κατ’ επέκταση κάθε άλλο παρά αντικειμενικός είναι. Εισερχόμενος κάθε φορά στο χώρο όπου βρίσκεται η αρνητική παγκοσμιοποίηση, επεξεργάζεται τις ποικίλες επιπτώσεις της όπως είναι ο διαχωρισμός εξουσίας και πολιτικής, η υπονόμευση του κράτους και των κοινοτήτων, η ανάδυση του ατομικισμού, η εξαφάνιση της αλληλεγγύης και η προώθηση της ατομικής ευθύνης. Ενώ, ανοίγοντας κάθε φορά διαφορετική πόρτα προκειμένου να εισέλθει, θίγει θέματα όπως τα μεταναστευτικά κύματα και το ξερίζωμα των ανθρώπων, την εξύμνηση του καταναλωτισμού και τον εκθειασμό της αγοράς, την καλλιέργεια του φόβου από την πολιτική και τη διάχυτη ανασφάλεια που προκύπτει εξαιτίας της προώθησης ενός τέτοιου μοντέλου διαβίωσης.
Ο τρόπος όμως με τον οποίο ο Bauman παίρνει θέση δε σταματάει εδώ. Στο έργο του, ο λόγος του κυριαρχείται από τη χρήση μεταφορών, γεγονός το οποίο έρχεται σε αντίθεση με την ολοένα και πιο εντατική χρήση ορολογιών που παρατηρείται στις επιστήμες. Οι μεταφορές του δεν στοχεύουν στην απλή περιγραφή μίας κατάστασης, μίας επίδρασης ή μιας ανακάλυψης. Οι μεταφορές του επιδρούν συναισθηματικά. Ωθούν τους αναγνώστες να συμπεριλάβουν το συναίσθημά τους στη διαδικασία επεξεργασίας των όσων διαβάζουν. Με άλλα λόγια, να μην αρκεστούν σε μία λογική ή ορθολογική επεξεργασία και αξιολόγηση.
Μία από τις πιο ευφυέστατες μεταφορές του Bauman, αποτελεί και η μεταφορά της «ρευστής νεωτερικότητας». Σύμφωνα και με τον Bordoni (2016), η μεταφορά της ρευστότητας προκειμένου να προσδιορίσει (o Bauman εννοείται) την μετάβαση ανάμεσα στον 20ο και 21ο αιώνα, ή με άλλα λόγια την εποχή την οποία διανύουμε, θεωρείται πως είναι από τις πιο αποτελεσματικές, καθώς αποτελεί την ουσία του κόσμου στον οποίο ζούμε. Αυτόν της ταχύτητας, της διαπερατότητας και της μεταβλητότητας. Με τη μεταφορά αυτή, ο Bauman τονίζει πως στη ρευστοποίηση δεν υπάρχει κάτι σταθερό. Η ρευστοποίηση είναι ζήτημα «επιταχυνόμενης κίνησης» και «ρυθμού παρατήρησης». Ένα «οφθαλμολογικό φαινόμενο» με σημαντική επίδραση στη συμπεριφορά μας. Στην ουσία, η συχνότητα με την οποία συμβαίνουν οι αλλαγές, μας οδηγεί στο να αναγνωρίζουμε την πραγματικότητα ως ασταθή, την ώρα που ο συνδυασμός πλήθος παραγόντων συμβάλλει στο να δημιουργείται η εικόνα μιας ρευστής πραγματικότητας, που δεν μπορούμε να ελέγξουμε, που «γλιστράει από τα δάχτυλά μας» και που δεν είναι πλέον διαχειρίσιμη. Ενώ, θα μπορούσαμε να πούμε επίσης πως η επιλογή του Bauman να επιλέξει τη συγκεκριμένη μεταφορά και να μη χρησιμοποιήσει έναν προσδιορισμό που εμπεριέχει το συνθετικό «μετά» (όπως μετανεωτερικότητα), αλλά ούτε και αυτόν της ύστερης νεωτερικότητας, τονίζει πως ο σύγχρονος κόσμος μας δεν παρουσιάζει ξεκάθαρη ρήξη με τη νεωτερικότητα αλλά ούτε και αποτελεί οριστική κατάληξή της. Η εποχή μας αποτελεί συνέχεια της νεωτερικότητας, που παρουσιάζει πλήθος ασυνεχειών εξαιτίας των συνεχώς μεταβαλλόμενων συνθηκών. Προκειμένου όμως να γίνει περαιτέρω κατανοητό το παραπάνω, ας πάρουμε τα πράματα κάπως από την αρχή.
Όσον αφορά τη νεωτερικότητα, την έναρξή της θα μπορούσαμε να τη διακρίνουμε αν αναλογιζόμασταν ότι για πολλούς χαρακτηρίζεται από την ανάδειξη και εξέλιξη της επιστημονικής γνώσης. Στην περίοδο πριν τη νεωτερικότητα (προνεωτερικότητα) υπήρχε μία τάση να εξηγούνται τα πάντα, συμπεριλαμβανομένης της ανθρώπινης συμπεριφοράς, μέσω του εκκλησιαστικού δόγματος. Μέσα σε αυτή τη συνθήκη το άτομο της φεουδαρχίας ή του Μεσαίωνα δεν ήταν υπεύθυνο για τη μοίρα του, αλλά υποταγμένο στο Θεό, τη Θρησκεία και κατ’ επέκταση στον Πάπα, το Βασιλιά ή τον εκάστοτε Ηγεμόνα. Η αμφισβήτηση όμως της εκκλησιαστικής αυθεντίας κατά την Αναγέννηση και το έργο σημαντικών ανθρώπων όπως του Newton, του Bacon ή του Descartes άνοιξαν το δρόμο για αντικειμενικούς τρόπους έρευνας τονίζοντας την επεξηγηματική δύναμη της λογικής. Έτσι, στην περίοδο του Διαφωτισμού που ακολούθησε, ο άνθρωπος άρχισε όλο και περισσότερο να γίνεται πρωταγωνιστής, ενώ δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση τόσο στη λογική όσο και στην εμπειρία στην προσπάθεια αναζήτησης της γνώσης (Hergenhahn, 2005/2008, σελ.729).
Όπως παρατηρεί και ο Harvey, η νεωτερικότητα ως προς τα τυπικά χαρακτηριστικά της σχετίζεται άμεσα με το παράδειγμα του Διαφωτισμού και τον εκθειασμό της γραμμικής προόδου, της απόλυτης αντικειμενικής αλήθειας και του ορθολογικού σχεδιασμού. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο αναζήτησης μιας οικουμενικής αλήθειας που αναπτύχθηκε, έγινε ιδιαίτερα έντονη η πεποίθηση, πως η επιστήμη θα επέφερε ηθική πρόοδο και δικαιοσύνη.
Αρχικά λοιπόν, το παράδειγμα του Διαφωτισμού αποτέλεσε αισιόδοξη προοπτική και επιδίωξη της νεωτερικής περιόδου. Σταδιακά όμως η νεωτερικότητα άρχισε να απομακρύνεται από την αναζήτηση μιας οικουμενικής αλήθειας, ενώ πολλές επιστημονικές θεωρίες φάνηκαν ανίκανες να εξηγήσουν και να εμποδίσουν αντιφάσεις της καθημερινής ζωής. Ενδεικτικά παρατηρούν πως με το πέρασμα του χρόνου, η παγκοσμιοποίηση προκάλεσε δραστικές διακυμάνσεις στην παγκόσμια οικονομία, που άρχισαν να καθορίζουν τη μοίρα των εθνών-κρατών. Κατακλυσμιαίες αστικές μεταναστεύσεις οδήγησαν σε αιφνίδιες δημογραφικές αλλαγές, ενώ ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος συνέβαλε στη συγχώνευση πληθυσμών και επιστημόνων στις ΗΠΑ και στη ανάδειξη της δυτικής κουλτούρας ως κυρίαρχη. Η αβεβαιότητα των πολιτών άρχισε να μεγαλώνει, καθώς έρχονταν αντιμέτωποι με ευέλικτες εργασιακές δομές, που οφείλονταν στην εκβιομηχάνιση της παραγωγής, στην ανάδυση πολυεθνικών επιχειρήσεων και στην επικράτηση της λογικής της αγοράς. Ενώ, ενδεχομένως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, να αποτελεί, η δημιουργία «ισμών» ολοκληρωτικού τύπου εντελώς αντιφατικά με το σχέδιο του Διαφωτισμού.
Η αδυναμία του κόσμου όχι μόνο να κατανοήσει αλλά και να αποκτήσει έλεγχο μέσω της γνώσης, καθώς και η ταύτιση του ορθού λόγου με τις επιλογές της εκάστοτε εξουσίας, οδήγησαν σε μία υπονόμευση του παραδείγματος του Διαφωτισμού. Όπως αναφέρεται στο Hergenhahn (2005/2008, σελ. 730), από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 η ανανέωση του ενδιαφέροντος για τις φιλοσοφίες του Ρομαντισμού και του Υπαρξισμού ανανέωσε ταυτόχρονα την επίθεση κατά των ιδεωδών του Διαφωτισμού. Η μετανεωτερικότητα ήρθε σε αντίθεση με την πεποίθηση της νεωτερικότητας, ότι η πραγματικότητα είναι μία Αλήθεια, που παραμένει σταθερή και περιμένει να ανακαλυφθεί μέσω της επιστήμης, της λογικής και της εμπειρίας. Στο προσκήνιο ήρθε η πίστη, ότι η πραγματικότητα διαφέρει ανάμεσα στα άτομα και στις ομάδες ανάλογα με τα προσωπικά, ιστορικά ή πολιτισμικά πλαίσια αναφοράς τους.
Σε γενικές γραμμές, για τη μετανεωτερικότητα έχουν προταθεί ποικίλες ονομασίες όπως πληροφορική ή καταναλωτική κοινωνία, μετά-μοντερνισμός, μετά-βιομηχανική κοινωνία ή μετά-καπιταλιστική κοινωνία (Giddens, 2001/2014, σελ. 29-30). Η έννοια της μετανεωτερικότητας είναι συνυφασμένη με μία πολυπλοκότητα καθώς και με ποικίλες οπτικές που αφορούν την προσέγγισή της. Κάνει έντονη την παρουσία της προς το τέλος του 20ου αιώνα, όπου συντελέστηκε ένας έκδηλος μετασχηματισμός, που εντοπίζεται τόσο σε πολιτισμικές, κοινωνικές και οικονομικές πρακτικές, όσο και σε μία νέα κουλτούρα σκέψης. Συνδέεται με την παγκοσμιοποίηση και κατ΄ επέκταση με τον περιορισμό της εθνικής (ή τοπικής) κυριαρχίας, με την παγκοσμιοποίηση της κουλτούρας και με ευέλικτους τρόπους συσσώρευσης του κεφαλαίου. Επιπλέον, σχετίζεται με την εκρηκτική ανάπτυξη της τεχνολογίας καθώς και με τις δυνατότητες παραγωγής και διάδοσης της πληροφορίας σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Τα παραπάνω οδήγησαν τις «μοντέρνες» κοινωνίες, να παρουσιάζουν σημαντικές ασυνέχειες σε σχέση με παραδοσιακές κοινωνίες ή κουλτούρες. Επιπλέον, επέφεραν σημαντικές μεταβολές στο τρόπο ζωής των ανθρώπων και κατ΄ επέκταση μία πολυπλοκότητα στις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες αναφορικά με τη μελέτη και ερμηνεία της συμπεριφοράς τους.
Η παραπάνω πρόταση φυσικά, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως κάτι…λογικό. Η πολυπλοκότητα αυτή όμως που προέκυψε στις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες δεν αφορά μόνο τις κοινωνικές συνθήκες και τις μεταβολές που προέκυψαν κατά την περίοδο της μετανεωτερικότητας. Σχετίζεται άμεσα και με το γεγονός ότι σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης, οι κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες επιχειρούσαν ακόμη να διατηρήσουν την αντικειμενικότητά τους. Η μάχη για τη διατήρηση αυτής όμως αναμένονταν δύσκολη και απαιτούσε ιδιαίτερη προσοχή. Ενώ, ένα ερώτημα που θα μπορούσε να τεθεί, είναι το κατά πόσο εύκολα μπορεί οι αναρίθμητοι περιορισμοί με τους οποίους έρχονται αντιμέτωποι στη μάχη αυτή, να αποσπάσουν την προσοχή από ηθικά ερωτήματα και αξίες, αφήνοντας σε αυτά όλο και λιγότερο χώρο.
Στις μέρες μας, δημοσιεύεται διαρκώς πλήθος ερευνών, ενώ πλήθος απαντήσεων δημιουργούνται συνεχώς και για τα πάντα και διαδίδονται ταχύτατα σε κάθε γωνιά του πλανήτη, συμβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο στην πολυπλοκότητα, την αβεβαιότητα και τη ρευστότητα που χαρακτηρίζουν τη σημερινή εποχή. Χαρακτηριστικό αποτελεί επίσης πως ενώ βασική κριτική της μετανεωτερικής – όπως συνήθως ονομάζεται – περιόδου έναντι της νεωτερικότητας ήταν το γεγονός πως δεν υπηρέτησε τη βασική επιδίωξη επίτευξης ισότητας, δικαιοσύνης και ελέγχου της μοίρας που τέθηκε, η ίδια δεν φάνηκε να κάνει κάτι το διαφορετικό.
Σύμφωνα με τον Bordoni (2016), η ρευστότητα, για την οποία μιλάει ο Bauman, δεν είναι ένα είδος απελευθερωτικού χάους, όπου τα πάντα μπορούν να συμβούν, αλλά ένα βήμα προς τα πίσω για την ανθρωπότητα. Η ικανότητα του να δρούμε ορθολογικά, που είχε αναγνωριστεί ως εγγύηση εξέλιξης και προόδου, έχει υπονομευτεί σε έναν «διαβρωτικό χείμαρρο που μας πάει πίσω στο χρόνο». Η προώθηση ατομικών και μοναχικών λύσεων, που προωθούνται από μία ανεξέλεγκτη αγορά, πυροδοτούν την επανεμφάνιση αντανακλαστικών και συμπεριφορών, από όταν ο άνθρωπος ακολουθούσε το ένστικτό του, καθοδηγούμενος από το πνεύμα της αυτοσυντήρησης και την ανάγκη να ικανοποιεί πρώτα και κύρια τις βασικές του ανάγκες.
Βασικό αίτιο της ρευστότητας που βιώνουμε για τον Bauman, αποτελεί ένα εξέχον χαρακτηριστικό της παγκοσμιοποίησης, το οποίο είναι ο διαχωρισμός μεταξύ εξουσίας και πολιτικής. Συγκεκριμένα, παρατηρεί πως μεγάλο μέρος της εξουσίας, που τα προηγούμενα χρόνια ήταν διαθέσιμή στο εθνικό κράτος, μεταβιβάζεται στο πολιτικά ανεξέλεγκτο παγκόσμιο και «υπερτοπικό» χώρο. Από την άλλη η πολιτική, και κατ’ επέκταση η ικανότητα του να παίρνονται αποφάσεις για την κατεύθυνση και το σκοπό της δράσης, παραμένει τοπική και άρα ανίκανη να λειτουργήσει σε πλανητικό επίπεδο ( Bauman, 2009/2017, σελ.16). Η αποσύνδεση όμως της εξουσίας από το τοπικό, σημαίνει ταυτόχρονα, και αποσύνδεσή της από τις όποιες υποχρεώσεις της. Τις υποχρεώσεις της δηλαδή απέναντι στους εργαζόμενους, τους νεότερους, τους ασθενέστερους, απέναντι στις αγέννητες γενεές και στην αυτό-αναπαραγωγή των συνθηκών ζωής (Bauman, 2004, σελ.22). Οι πολιτικοί θεσμοί, με άλλα λόγια, χάνουν τη σχέση τους με τα ζωτικά προβλήματα των πολιτών του κράτους, ενώ οι πολίτες βρίσκονται αντιμέτωποι με μία αδυναμία, να επιλέγουν και να αποφασίζουν για σημαντικά ζητήματα της ζωής τους.
Οι ευέλικτοι, ρευστοί τόποι, δημιουργημένοι και διατηρούμενοι μέσω της αλληλεπίδρασης τοπικών με παγκόσμιες δυνάμεις, φτάνουν, να αναπαριστούν «αρένες» κοινωνικό-οικονομικής, πολιτισμικής και πολιτικής δραστηριότητας (Ray, 1999). Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την ανάδυση του καταναλωτισμού, την εκρηκτική ανάπτυξη τεχνολογικών επικοινωνιών και το γεγονός ότι η καπιταλιστική παραγωγή έγινε ακόμα περισσότερο παγκόσμια, δημιουργούν μεταβολές και στην πολιτισμική μας συνθήκη. Πράγματι, σε αυτή τη ρευστή φάση της νεωτερικότητας, οι κοινωνικοί θεσμοί, όπως αυτοί που διαφυλάσσουν την επανάληψη καθημερινών πρακτικών ή πρότυπα αποδεκτής συμπεριφοράς, είναι απίθανο να διαθέτουν αρκετό χρόνο για να σταθεροποιηθούν. Λόγω του μικρού προσδόκιμου βίου τους, δεν μπορούν να λειτουργήσουν ως πλαίσια αναφοράς για την ανθρώπινη δράση και τη διαμόρφωση μακροχρόνιων στρατηγικών στη ζωή ( Bauman, 2009/2017, σελ. 15). Η πολιτισμική μας συνθήκη, όπως αναφέρεται και στο Gergen (2012), μεταβάλλεται σε μία ραγδαία και επιταχυνόμενη αλλαγή. Τα πάντα, ή σχεδόν τα πάντα, στον κόσμο μας συνεχίζουν να αλλάζουν. Οι μόδες που ακολουθούμε, τα αντικείμενα της προσοχής μας, πράγματα που ονειρευόμαστε και πράγματα που φοβόμαστε, πράγματα που επιθυμούμε και απεχθανόμαστε, λόγοι να αισιοδοξούμε και λόγοι να αγχωνόμαστε. Παντού και «εν κινήσει» διαμορφώνονται νοήματα, που αλλάζουν σχεδόν ολοκληρωτικά κάθε σημαντικό θέμα στη ζωή μας, όπως είναι η κυβέρνηση, η εκπαίδευση, η θρησκεία, η οικογένεια, η εργασία, ο ελεύθερος χρόνος, η οικονομία, η αγάπη και η εμφάνιση.
Τα παραπάνω, πέρα από το γεγονός ότι αυξάνουν τις επιλογές, καθίστανται ταυτόχρονα πηγή «βαθιάς» και «ατίθασης» αβεβαιότητας. Ο διαχωρισμός εξουσίας και πολιτικής σημαίνει, πως τα κρατικά όργανα «αποκεντρώνουν» μεγάλο μέρος των λειτουργιών, που ασκούσαν παλιότερα. Αυτές οι λειτουργίες, με το που εγκαταλείπονται από το κράτος, αποτελούν έρμαια ιδιαίτερα απρόβλεπτων δυνάμεων, όπως της αγοράς, και επαφίενται στην ιδιωτική πρωτοβουλία και μέριμνα των ατόμων (Bauman, 2009/2017, σελ. 16-17). Σύμφωνα με τον Bauman (όπως αναφέρεται στο Bardon, Glegg & Josserand, 2012), το μοντέρνο, δυτικό, ρευστό πλαίσιο χαρακτηρίζεται κυρίως από απουσίες. Απουσία παραδοσιακών πηγών αυθεντίας, βεβαιότητας, σιγουριάς, καθώς και απουσία στηριγμάτων, που συνήθιζαν να εφοδιάζουν τα άτομα με συλλογική αίσθηση του «ανήκειν» γύρω από κοινά θεμέλια ταυτοποίησης. Το γεγονός αυτό οδηγεί τις σχέσεις των ανθρώπων να στερούνται συλλογικής δράσης και ικανότητας διαμόρφωσης ασφάλειας. Οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων γίνονται όλο και πιο ασθενικές και αποτελεί κοινή παραδοχή ότι είναι προσωρινές (Bauman, 2009/2017, σελ.17). Ενώ πολιτισμικά, «μοδάτοι» τρόποι και κώδικες, όπως ομιλίας, ενδυμασίας ή παιχνιδιού, βασισμένοι κυρίως στην κατανάλωση, παρέχουν όλο και περισσότερο τις εμπειρίες του «ανήκειν» (Bardon, Glegg & Josserand, 2012).
Όπως αναφέρεται στο Bauman (2009/2017), σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η ευθύνη για την επίλυση διλλημάτων, που προκύπτουν από τις ασταθείς και συνεχώς μεταβαλλόμενες συνθήκες, μεταφέρεται στα άτομα, τα οποία κάτω από το χαρακτηρισμό τους ως «ελεύθεροι επιλογείς» καλούνται, να φέρουν πλήρως τις συνέπειες των επιλογών τους. Φυσικά οι κίνδυνοι, που ενυπάρχουν σε κάθε επιλογή, είναι πολύ πιθανό να δημιουργούνται από δυνάμεις, που υπερβαίνουν την ικανότητα αντίληψης και δράσης των ατόμων. Είναι όμως «καθήκον και υποχρέωση του ατόμου να πληρώσει το τίμημα». Σε ένα περιβάλλον όμως ασταθές, όπου τίποτα δεν μπορεί να αποτελέσει εγγύηση για τις συνέπειες των επιλογών μας και όπου τίποτα δεν εξασφαλίζει την επίτευξη των στόχων μας, αβεβαιότητα σημαίνει παράλληλα και φόβος. Εν απουσία κανόνων ή αρετών, που υπηρετούν καλύτερα το ατομικό συμφέρον, η εποχή μας χαρακτηρίζεται από μία διάχυτη ευελιξία. Χαρακτηριστικό της αποτελεί «η ετοιμότητα να αλλάζει κανείς τακτικές και ύφος ταχύτατα, να εγκαταλείπει οποιαδήποτε δέσμευση χωρίς μεταμέλεια και να προσπαθεί να επωφεληθεί από τις ευκαιρίες που του παρουσιάζονται παρά να ακολουθεί τις καθιερωμένες προτιμήσεις του» (σελ. 19-20).
Όπως παρουσιάζεται από την παραπάνω παράγραφο, η ρευστή νεωτερικότητα υπονομεύει έννοιες όπως η κοινότητα και η αλληλεγγύη, ενώ μεταβάλει ριζικά την έννοια της «προόδου». Σύμφωνα με τον Bauman (2009/2017), η πρόοδος, που αποτελούσε κάποτε μία αισιόδοξη προοπτική και υπόσχεση για διαρκή ευτυχία, έχει μετατραπεί σε μία «ζοφερή προνοητικότητα». Οποιαδήποτε απροσεξία στο διάβα της προόδου μπορεί να σημαίνει «ανεπίστρεπτη ήττα» ή «αμετάκλητο αποκλεισμό». Ο σκοπός της προόδου έχει μετακινηθεί από αυτόν της κοινής βελτίωσης, σε αυτόν της ατομικής επιβίωσης. Η πρόοδος, δεν γίνεται κατανοητή στο πλαίσιο μιας προσπάθειας να προηγηθείς, αλλά σχετίζεται, με μια απελπισμένη προσπάθεια να παραμείνεις στον αγώνα (σελ.29). Παράλληλα η πρόοδος, ως ένας αέναος μελλοντικός προσανατολισμός της βελτίωσης και της αλλαγής, έχει γίνει το νέο δόγμα. Συνεπώς η πρόοδος, υπό αυτή την έννοια, ενσαρκώνει την ανάδυση του ατομικισμού και την καταβαράθρωση της αλληλεγγύης.
Επιπλέον, όλα τα παραπάνω θέματα, που θίξαμε, τονίζουν ταυτόχρονα και μία αδυναμία πρόβλεψης αναφορικά με τις κοινωνικές επιστήμες. Όπως αναφέρεται στο Bordoni (2016), με τον ορισμό «ρευστή κοινωνία», που αναφέρεται στην τωρινή κατάσταση αστάθειας και αβεβαιότητας, αλλάζει ταυτόχρονα και η παραδοσιακή άποψη, που έχουμε για τις κοινωνικές επιστήμες, ότι μας επιτρέπουν, να προβλέψουμε και να ερμηνεύσουμε τη συμπεριφορά των ατόμων. Πράγματι, τονίζοντας την ταχύτητα των γεγονότων και την ευπάθεια στη ξαφνική αλλαγή σε συνδυασμό με τη διαπερατότητα, που επιτρέπει την πληροφορία να φτάσει ανά πάσα στιγμή σε κάθε γωνιά του πλανήτη προκαλώντας απρόβλεπτα αποτελέσματα, ο Bauman αποκλείει από τις κοινωνικές επιστήμες κάθε σκοπό ελέγχου, που θα μπορούσαν να έχουν. Σύμφωνα με τον ίδιο, οι κοινωνικές επιστήμες δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται για να κατευθύνουν ή να επηρεάσουν, αλλά, για να φανταστούν ένα εναλλακτικό μέλλον. Ο ρόλος του κοινωνικού επιστήμονα, είναι, να αποκαλύπτει την πραγματικότητα. Ακόμα και αυτό το κομμάτι της, που δεν είναι άμεσα ορατό ή έχει σκόπιμα παραμείνει κρυμμένο.
Από τη νεωτερικότητα μέχρι και τις μέρες μας αιώνες έχουν περάσει και το όραμα της κοινωνικής δικαιοσύνης και ισότητας, που προτάθηκε, ακόμα να φανεί. Ο υπεράνθρωπος του Νίτσε, το υπεύθυνο της μοίρας του άτομο, δε φάνηκε επίσης. Ενώ, η νίκη ενάντια στην αμφισημία και την αβεβαιότητα προβλέπεται ανέφικτη.
Εάν κανείς θεωρεί πως έχουμε περάσει σε κάποια «μετά – εποχή», πως προοδεύουμε, πως εξελισσόμαστε, αρκεί λοιπόν να ρίξει μία ματιά σε ζητήματα που τέθηκαν ως βασική επιδίωξη της νεωτερικής περιόδου. Όπως αυτά της δυνατότητας ελέγχου της μοίρας, της ισότητας και της δικαιοσύνης. Στην μετά-εποχή μας, τίποτα δε δείχνει πως κάτι από αυτά έχει επιτευχθεί. Μάλιστα, βιαιότητες σφοδρότητες και παγκόσμιες αντιφάσεις ανά τον κόσμο δείχνουν ακριβώς το αντίθετο. Στο σημείο αυτό βέβαια, κάποιος θα μπορούσε να παρατηρήσει, πως τα συνθήματα που φαίνεται κυρίως να προωθούνται στις μέρες μας, είναι περίπου όπως τα εξής: «ατομική ευθύνη», «ελευθερία επιλογής», «δυνατότητες», «ευκαιρίες». Από την άλλη, το ότι αποδεχόμαστε τη μοίρα μας, ακούγεται λιγότερο ιδανικό. Θα λέγαμε μάλιστα πως μας πηγαίνει πίσω στο χρόνο, πριν ακόμα γίνουν τόσοι αγώνες εξαιτίας καταπιεσμένων ταυτοτήτων. Όταν δηλαδή τα κορίτσια παντρεύονταν από προξενιό, όταν το σε ποια τάξη γεννιόταν κάποιος, καθόριζε τη ζωή του, ή όταν στο Ολοκαύτωμα τα θύματα συμπεριλαμβάνονταν στην κατηγορία των Εβραίων. Και πράγματι, πολλές ομοιότητες που παρουσιάζει η μετά-εποχή μας με τα παραπάνω είναι ιδιαιτέρως εμφανείς.
Η κοινωνιολογία του Bauman, επαναφέρει στο προσκήνιο ζητήματα όπως αυτά της αποδοχής της μοίρας. Και καθώς αυτό γίνεται ‘εν αγνοία μας’ από διάφορα μέσα τρομοκρατίας, αποπλάνησης ή υπνωτισμού, τονίζει με αυτό τον τρόπο το χρέος των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών να οδηγήσουν τους ανθρώπους σε μία θέση ώστε να γνωρίζουν, να καταλαβαίνουν και κατ’ επέκταση να επιλέγουν. Επιπλέον, στοχεύει στο να δοθεί χώρος σε ερωτήματα μέσα στο πλήθος απαντήσεων που δίνονται συνεχώς και για τα πάντα. Ερωτήματα όπως «γιατί ανεχόμαστε την ανισότητα;» ή «Κατά πόσο το παιχνίδι της συμπερίληψης και του αποκλεισμού αποτελεί τον μοναδικό τρόπο με τον οποίο μπορεί να βιωθεί η κοινή ανθρώπινη ζωή και κατά πόσο αυτή είναι η μοναδική μορφή που μπορούμε να δώσουμε στον κόσμο που μοιραζόμαστε όλοι;» (Bauman, 2004, σελ. 216). Ενώ, παρουσιάζοντας την αβεβαιότητα ως τη μόνη μοίρα μας, τονίζει πως η μάχη των επιστημών ενάντια στην αβεβαιότητα είναι καταδικασμένη να αποτύχει αλλά όχι πριν αφήσει ζημιές ή παράπλευρες απώλειες. Πολλά από τα ευρήματα των κοινωνικών-ανθρωπιστικών επιστημών, σε συνθήκες αβεβαιότητας, μπορεί πολύ εύκολα να αξιοποιηθούν από εκάστοτε πολιτικές, να οδηγήσουν σε απρόβλεπτα – πολλές φορές και αρνητικά ακόμη – αποτελέσματα λόγω αδυναμίας ελέγχου όλων των παραμέτρων, ή μπορεί και να μην έχουν καμία απολύτως ηθική νότα και χρησιμότητα. Η αίσθηση του Bauman, είναι πως η παραπάνω συνειδητοποίηση και αποδοχή της αβεβαιότητας θα οδηγήσει τις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες στο να στρέψουν την προσοχή τους εκεί όπου θα μπορούσε να είναι ενεργή και αποτελεσματική. Και οφείλουμε να του αναγνωρίσουμε μία ακόμη φορά, τον όμορφο τρόπο με τον οποίο επιδιώκει να επιτύχει την παραπάνω συνειδητοποίηση, προσφέροντας αισθήματα, αισθήσεις και εικόνες, όταν χρησιμοποιεί για την αβεβαιότητα, τη μεταφορά «ρευστότητα».
Τέλος, η επιστήμη του Bauman εναντιώνεται στην αντικειμενικότητα. Για τον ίδιο, η αντικειμενικότητα σε συνθήκες ρευστότητας φαντάζει τρομακτική. Όπως αναφέρει και στο Welzer (2002), η επιστήμη μπορεί να δημιουργήσει πόλεμο και θάνατο, να καταστρέψει την ανθρωπότητα. Από την πλευρά της, το πρόβλημα του να σωθεί η ανθρωπότητα, είναι εξίσου σημαντικό με το πρόβλημα της καταστροφής της ανθρωπότητας. Και τα δύο είναι αντικείμενα έρευνας. Αυτό, που μπορεί να αποτελέσει αιτία της επιτυχίας της, είναι την ίδια στιγμή αιτία κινδύνου της ηθικότητάς της. Η επιστήμη δεν μπορεί να διακρίνει. Η αμφισημία και η αβεβαιότητα της ρευστής νεωτερικότητας εμπεριέχει την «ορθολογικοποίηση του κακού» (“rationality of evil”).
Συνεπώς, καθώς σε έναν ρευστό κόσμο τα πάντα θα εξαρτηθούν από το πώς αναλύουμε τη ρευστότητα, η οπτική της επιστήμης και η στάση που κρατάει απέναντι στη ρευστότητα κρίνεται πολύ σημαντική. Η επιστήμη, όπως και η εκπαίδευση ή η τεχνολογία, κάθε άλλο παρά ουδέτερες και απαλλαγμένες από αξίες και συμφέροντα είναι. Το να κρατάει κανείς αντικειμενική στάση, σημαίνει πως αφήνει ανενόχλητο το παιχνίδι του φιλελευθερισμού και το παγκόσμιο κυνηγητό του κέρδους. Η αντικειμενική περιγραφή μίας κατάστασης ή η ανάλυση δεδομένων, δεν μπορούν να κάνουν τίποτα άλλο από το να αγνοούν συστηματικές αντιφάσεις ή παραποιήσεις της καθημερινής ζωής, οι οποίες αντανακλούν το είδος των απωθήσεων και εκλογικεύσεων που εντοπίζονται στις αναλύσεις φροϋδικών και μαρξιστών. Με άλλα λόγια, πολλές φορές αυτό που χρειάζεται, δεν είναι να βάζουμε τους ανθρώπους να πατάνε κουμπιά, την ώρα που είναι κουμπιά οι ίδιοι.
Μάλιστα, οι κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες πολλές φορές φτάνουν ακόμα και να ενισχύουν το φιλελεύθερο παιχνίδι, ίσως και εν αγνοία τους. Οι συνθήκες της ρευστότητας, που έχουν μετατρέψει την πρόοδο σε μία απελπισμένη προσπάθεια να παραμείνεις στον αγώνα, δεν αφήνουν ανεπηρέαστους ούτε τους επιστήμονες, οι οποίοι καλούνται να αντιμετωπίσουν το δίλημμα «δημοσίευσε ή εξαφανίσου». Πλήθος ερευνών δημοσιεύονται χωρίς κανένα ηθικό ίχνος και χωρίς καμία χρησιμότητα. Πλήθος βιβλίων και εγχειρίδια αυτοβοήθειας και αυτοεξέλιξης γεμίζουν τα ράφια βιβλιοπωλείων, την ώρα που άρθρα τύπου 10 τρόποι να απαλλαγείς από το στρες πλημμυρίζουν τις ιστοσελίδες. Και είναι ακριβώς αυτό το σημείο στο οποίο παίζουν το φιλελεύθερο παιχνίδι. Προωθούν τις ατομικές και μοναχικές λύσεις αγνοώντας το γεγονός ότι όσο πιο πολύ οι άνθρωποι προσκολλούνται στον εαυτό τους τόσο πιο ανυπεράσπιστοι γίνονται απέναντι σε παγκόσμιες δυνάμεις. Ωθούν τους ανθρώπους να αναγνωρίζουν και να διορθώνουν – προσωρινά πάντα – τα λάθη στη συμπεριφορά τους, προκειμένου να μένουν πλήρως απασχολημένοι, και να μην ασχοληθούν με το γεγονός ότι πηγή της δυστυχίας τους αποτελεί η κυρίαρχη ιδεολογία. Η οποία παρεμπιπτόντως λίγα μόνο συμφέροντα αναγνωρίζει, αυτά της αγοράς και του κέρδους. Και – όπως τραγουδάει και ο Αγγελάκας στο ‘σαράβαλο’ – φαίνεται πράγματι πως « η φτώχεια είναι πιο φρόνιμη αν νιώθει ότι φταίει».
Με ταχείς ρυθμούς, η αξιοποίηση της ρευστότητας και της αβεβαιότητας από τη λογική της αγοράς και το παιχνίδι του φιλελευθερισμού, προωθεί τις ατομικές και μοναχικές λύσεις, εξαλείφει ηθικά ερωτήματα και αξίες και αφήνει όλο και λιγότερο χώρο για την αλληλεγγύη, το ίδιο και για την κοινή δράση. Και μέσα σε αυτή τη συνθήκη οι κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες συνεχίζουν να είναι αντικειμενικές και να προσφέρουν απλές περιγραφές. Ποιο είναι το χειρότερο που θα μπορούσε να συμβεί από το παραπάνω; Ίσως το να το κάνουν να φαίνεται τόσο φυσικό ότι ζούμε σε έναν κόσμο που καταναλώνει και σπαταλά ανθρώπους.
Όπως είπαμε όμως και στην αρχή, ο σύγχρονος ρευστός κόσμος μας για τον Bauman, μπορεί να αποτελεί συνέχεια της νεωτερικότητας αλλά δεν αποτελεί οριστική κατάληξή της. Φυσικά η επίτευξη της ισότητας και της δικαιοσύνης ίσως και να φαντάζει κάτι ουτοπικό. Θα λέγαμε μάλλον πως η κατάσταση φαίνεται να έχει ξεφύγει από τα χέρια μας και πως περισσότερο, θεωρούμε φυσικό το γεγονός ότι ζούμε σ έναν κόσμο με ανισότητες και αδικίες, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που μιλάμε για αυτά με μία ουδετερότητα. Δυστυχώς φαίνεται πως συνηθίζουμε. Συνηθίζουμε τους πνιγμούς ανθρώπων στα ανοιχτά της θάλασσα, τους βομβαρδισμούς, την αδικία, τη φτώχεια, την ανελευθερία μας. Εάν όμως θέλουμε να κάνουμε μία αλλαγή, άλλον κόσμο δεν έχουμε πέρα από αυτόν και άλλος κόσμος δεν υπάρχει για να ξεκινήσουμε. Η συνειδητοποίηση αυτή αποτελεί για τον Bauman ένα καλό εναρκτήριο σημείο. Αυτό που απαιτείται όμως είναι να ξεφύγουμε από αυτή την «ορθολογική προσαρμογή στις νέες συνθήκες ζωής» και να δοκιμάσουμε τρόπους αδοκίμαστους. Φυσικά για να γίνει το παραπάνω, χρειάζεται πρώτα να κατανοήσουμε, να προσεγγίσουμε και να περιγράψουμε το σύγχρονο μοντέρνο κόσμο μας και τις επιδράσεις του. Όχι όμως με έναν αντικειμενικό και ουδέτερο τρόπο. Και αυτό ακριβώς έρχεται να κάνει η κοινωνιολογία του Bauman. Να υπενθυμίσει στις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες πως είναι καιρός να πάρουν θέση και να βάλουν επιτέλους ένα πρόσημο στο λόγο τους. Να τσιμπάει σαν αγκαθάκι την ουδετερότητα που επικρατεί.