ΘΗΣΕΥΣ ‹ΑΘΗΝΑΙΟΙΣ›
‹ΧΟΡΟΣ› Βασιλεῦ τᾶν ἱερᾶν Ἀθανᾶν, [στρ. α]
τῶν ἁβροβίων ἄναξ Ἰώνων,
τί νέον ἔκλαγε χαλκοκώδων
σάλπιγξ πολεμηΐαν ἀοιδάν;
5 ἦ τις ἁμετέρας χθονὸς
δυσμενὴς ὅρι᾽ ἀμφιβάλλει
στραταγέτας ἀνήρ;
ἢ λῃσταὶ κακομάχανοι
ποιμένων ἀέκατι μήλων
10 σεύοντ᾽ ἀγέλας βίᾳ;
ἢ τί τοι κραδίαν ἀμύσσει;
φθέγγευ· δοκέω γὰρ εἴ τινι βροτῶν
ἀλκίμων ἐπικουρίαν
καὶ τὶν ἔμμεναι νέων,
15 ὦ Πανδίονος υἱὲ καὶ Κρεούσας.
‹ΑΙΓΕΥΣ› Νέον ἦλθε‹ν› δολιχὰν ἀμείψας [στρ. β]
κᾶρυξ ποσὶν Ἰσθμίαν κέλευθον·
ἄφατα δ᾽ ἔργα λέγει κραταιοῦ
φωτός· τὸν ὑπέρβιόν τ᾽ ἔπεφνεν
20 Σίνιν, ὃς ἰσχύϊ φέρτατος
θνατῶν ἦν, Κρονίδα Λυταίου
σεισίχθονος τέκος·
σῦν τ᾽ ἀνδροκτόνον ἐν νάπαις
Κρεμμυῶνος ἀτάσθαλόν τε
25 Σκίρωνα κατέκτανεν·
τάν τε Κερκυόνος παλαίστραν
ἔσχεν, Πολυπήμονός τε καρτερὰν
σφῦραν ἐξέβαλεν Προκό-
πτας, ἀρείονος τυχὼν
30 φωτός. ταῦτα δέδοιχ᾽ ὅπᾳ τελεῖται.
***
ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΘΗΣΕΑ―Ω, της ιερής Αθηνάς βασιλιά, [στρ. α]
των αβροδίαιτων κυβερνήτη Ιώνων,
τί ᾽ταν η πολεμόκραχτη φωνή
που η σάλπιγγα η χαλκόστομη, νά, τώρα δα, έχει βγάλει;
Της χώρας μας τα σύνορα
ξένου, εχθρικού στρατού αρχηγός
μην ήρθ᾽ εδώ και τα ᾽ζωσε;
Άγριοι μην πλάκωσαν ληστές
και βάζουν μπρος κοπάδια αρνιά
10 καταπονώντας τους βοσκούς;
Ή την καρδιά σου τί άλλο την ταράζει;
Απ᾽ τον καθένα πιότερο, θαρρώ,
μπορείς εσύ, της Κρέουσας γιε και του Πανδίονα, να ᾽χεις
νιους αντρειωμένους για βοηθούς·
γι᾽ αυτό, μη στέκεις· έλα, μίλησέ μας.
― Μαντατοφόρος ήρθε απ᾽ τον Ισθμό, [στρ. β]
πεζός τον τόσο δρόμο, και για εξαίσια
έργα μάς είπε ενός παλικαριού·
20 το Σίνη, χεροδύναμον όσο θνητός κανένας,
γιο του Λυταίου που σειεί τη γη,
τον σκότωσε· και στις λακκιές
του Κρεμμυώνα ξέκαμε
το φονικόν αγριόχοιρο·
έπειτα και το Σκίρωνα
τον άνομο· κι ανάγκασε
τον Κερκυόνα να πάψει να παλεύει·
μα και του Πολυπήμονα η βαριά
απ᾽ του Προκρούστη πια έπεσε, η ασήκωτη, τα χέρια·
βρήκε άλλον δυνατότερο.
30 Τί θά ᾽βγει απ᾽ όλα αυτά; Δεν ξέρω· τρέμω.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου