Ας ξαναθυμηθούμε αυτό που λέγαμε λίγο πριν: ότι η πρόταση εκφράζει μια ολοκληρωμένη σκέψη, και γι' αυτό είναι το βασικό «εργαλείο» της επικοινωνίας και η βασική δομή της αρχιτεκτονικής της γλώσσας. Αυτό που κάνει την πρόταση (σε αντίθεση με τη φράση ή τη μοναχική λέξη) ολοκληρωμένη σκέψη δεν είναι μόνο ότι συνδυάζει ένα όνομα (ή υποκείμενο) με ένα κατηγόρημα, έναν ειδικό όρο με έναν γενικό όρο - αν και αυτό είναι το κύριο. Στην πρόταση γίνεται και κάτι ακόμα: αυτό στο οποίο αναφέρεται εντοπίζεται χρονικά, και αυτό δίνει στη σκέψη, στην ιδέα, που εκφράζει η πρόταση «σάρκα και οστά». Χωρίς τον χρονικό εντοπισμό η σκέψη, η ιδέα, που εκφράζει η πρόταση είναι «στον αέρα».
Όταν λέω Το παιδί έφυγε, αυτό που εκφράζει η πρόταση εντοπίζεται χρονικά ως προς τη στιγμή που εκφωνώ την πρόταση. Αυτό στο οποίο αναφέρεται η πρόταση (η φυγή του παιδιού) ανήκει στο παρελθόν σε σχέση με τη στιγμή της εκφώνησης. Ο χρονικός εντοπισμός, αν και ανήκει σε ολόκληρη την πρόταση, εκφράζεται, στα νέα ελληνικά, μέσω του ρήματος, γιατί το ρήμα είναι το μέρος του λόγου που εκφράζει διαδικασίες, γεγονότα, καταστάσεις - όψεις δηλαδή της εμπειρίας που «παίζουν» με τον χρόνο.
Οι εκδοχές του χρονικού εντοπισμού της πρότασης δηλώνονται στα νέα ελληνικά είτε με αλλαγές στη μορφή (στην κλίση) του ρήματος είτε περιφραστικά. Ο αόριστος (έφυγε), ο παρατατικός (έφευγε), ο παρακείμενος (έχει φύγει), ο υπερσυντέλικος (είχε φύγει): και στις τέσσερις αυτές περιπτώσεις αυτό στο οποίο αναφέρεται η πρόταση εντοπίζεται στο παρελθόν σε σχέση με τη χρονική στιγμή της εκφώνησης. Ο αόριστος και ο παρατατικός «κατασκευάζονται» συνήθως με την προσθήκη του ε (ονομάζεται αύξηση), ο παρακείμενος και ο υπερσυντέλικος εκφράζονται περιφραστικά, με το ρήμα έχω.
Ο μέλλοντας χρησιμοποιεί τη «μικρή» λέξη θα (θα φύγω). Η λέξη αυτή είναι μία συντομευμένη μορφή του ρήματος θέλω ακολουθούμενου από το να. Αυτό δεν είναι παράξενο. Το μέλλον, σε αντίθεση με το παρελθόν, είναι άγνωστο. Όταν μιλάμε για το μέλλον, το μόνο βέβαιο είναι οι επιθυμίες μας και οι προθέσεις μας. Γι' αυτό στα νεοελληνικά ο μέλλοντας κατασκευάζεται με βάση το ρήμα θέλω (και όχι μόνο· στα αγγλικά χρησιμοποιείται η λέξη will, π.χ. I will go, που σημαίνει επίσης 'θέλω').
Το ρήμα και η όψη
Η διαφορά αορίστου και παρατατικού βρίσκεται στο ότι ο παρατατικός, αλλά όχι ο αόριστος, περιγράφει αυτό που έγινε στο παρελθόν (π.χ. έφευγε) ως κάτι που είχε διάρκεια. Αυτό ονομάζεται όψη. Ο αόριστος και ο παρατατικός τοποθετούν αυτό στο οποίο αναφέρεται η πρόταση στο παρελθόν, αλλά ο αόριστος το περιγράφει ως ολοκληρωμένο χρονικά, ενώ ο παρατατικός το περιγράφει ως διαρκές. Διαφέρουν, λοιπόν, ως προς την όψη, δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο «βλέπουν» αυτό που έγινε στο παρελθόν. Την ίδια διαφορά, ως προς την όψη, μπορεί να παρατηρήσει κανείς ανάμεσα στο θα φύγω και στο θα φεύγω.
Παρακείμενος, υπερσυντέλικος
Ο παρακείμενος εντοπίζει, και αυτός, κάτι ως παρελθοντικό σε σχέση με τη στιγμή που εκφωνείται η πρόταση. Η διαφορά του με τον αόριστο φαίνεται σε παραδείγματα όπως τα παρακάτω:
(1) Ο Γιάννης έφυγε χτες και γύρισε σήμερα το πρωί.
(2) Ο Γιάννης έχει φύγει από χτες και γύρισε σήμερα το πρωί.
Η δεύτερη πρόταση ακούγεται κάπως περίεργα και αυτό γιατί ο παρακείμενος περιγράφει κάτι που έγινε στο παρελθόν (όπως ο αόριστος), με τη διαφορά ότι στην περίπτωση του παρακειμένου το αποτέλεσμα αυτού που έγινε στο παρελθόν συνεχίζεται ως τη στιγμή που εκφωνείται η πρόταση. Γι' αυτό η δεύτερη πρόταση δεν «ακούγεται» καλά. Το δεύτερο κομμάτι της (και γύρισε σήμερα το πρωί) «συγκρούεται» με αυτό που δηλώνει το πρώτο κομμάτι (με τον παρακείμενο έχει φύγει), ότι δηλαδή η φυγή του Γιάννη εξακολουθεί να ισχύει τη στιγμή που εκφωνείται η πρόταση.
Ο υπερσυντέλικος χρησιμοποιείται για να συνδέσει μεταξύ τους πράξεις, γεγονότα που τοποθετούνται στο παρελθόν σε σχέση με τη χρονική στιγμή της εκφώνησης της πρότασης:
Ο Γιάννης είχε φύγει όταν χτύπησε η πόρτα και μπήκε ο Κώστας.
Το ρήμα και η όψη
Η διαφορά αορίστου και παρατατικού βρίσκεται στο ότι ο παρατατικός, αλλά όχι ο αόριστος, περιγράφει αυτό που έγινε στο παρελθόν (π.χ. έφευγε) ως κάτι που είχε διάρκεια. Αυτό ονομάζεται όψη. Ο αόριστος και ο παρατατικός τοποθετούν αυτό στο οποίο αναφέρεται η πρόταση στο παρελθόν, αλλά ο αόριστος το περιγράφει ως ολοκληρωμένο χρονικά, ενώ ο παρατατικός το περιγράφει ως διαρκές. Διαφέρουν, λοιπόν, ως προς την όψη, δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο «βλέπουν» αυτό που έγινε στο παρελθόν. Την ίδια διαφορά, ως προς την όψη, μπορεί να παρατηρήσει κανείς ανάμεσα στο θα φύγω και στο θα φεύγω.
Παρακείμενος, υπερσυντέλικος
Ο παρακείμενος εντοπίζει, και αυτός, κάτι ως παρελθοντικό σε σχέση με τη στιγμή που εκφωνείται η πρόταση. Η διαφορά του με τον αόριστο φαίνεται σε παραδείγματα όπως τα παρακάτω:
(1) Ο Γιάννης έφυγε χτες και γύρισε σήμερα το πρωί.
(2) Ο Γιάννης έχει φύγει από χτες και γύρισε σήμερα το πρωί.
Η δεύτερη πρόταση ακούγεται κάπως περίεργα και αυτό γιατί ο παρακείμενος περιγράφει κάτι που έγινε στο παρελθόν (όπως ο αόριστος), με τη διαφορά ότι στην περίπτωση του παρακειμένου το αποτέλεσμα αυτού που έγινε στο παρελθόν συνεχίζεται ως τη στιγμή που εκφωνείται η πρόταση. Γι' αυτό η δεύτερη πρόταση δεν «ακούγεται» καλά. Το δεύτερο κομμάτι της (και γύρισε σήμερα το πρωί) «συγκρούεται» με αυτό που δηλώνει το πρώτο κομμάτι (με τον παρακείμενο έχει φύγει), ότι δηλαδή η φυγή του Γιάννη εξακολουθεί να ισχύει τη στιγμή που εκφωνείται η πρόταση.
Ο υπερσυντέλικος χρησιμοποιείται για να συνδέσει μεταξύ τους πράξεις, γεγονότα που τοποθετούνται στο παρελθόν σε σχέση με τη χρονική στιγμή της εκφώνησης της πρότασης:
Ο Γιάννης είχε φύγει όταν χτύπησε η πόρτα και μπήκε ο Κώστας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου