ΧΟ. ἀταλᾶς ὑπὸ †ματέρος Ἀργείων† [στρ. α]
700 ὀρέων ποτὲ κληδὼν
ἐν πολιαῖσι μένει φήμαις
εὐαρμόστοις ἐν καλάμοις
Πᾶνα μοῦσαν ἡδύθροον
πνέοντ᾽, ἀγρῶν ταμίαν,
705 χρυσέαν ἄρνα καλλίποκον
πορεῦσαι. πετρίνοις δ᾽ ἐπι-
στὰς κᾶρυξ ἰαχεῖ βάθροις·
Ἀγορὰν ἀγοράν, Μυκη-
ναῖοι, στείχετε μακαρίων
710 ὀψόμενοι τυράννων
φάσματα †δείματα.
χοροὶ δ᾽† Ἀτρειδῶν ἐγέραιρον οἴκους.
θυμέλαι δ᾽ ἐπίτναντο χρυσήλατοι, [ἀντ. α]
σελαγεῖτο δ᾽ ἀν᾽ ἄστυ
715 πῦρ ἐπιβώμιον Ἀργείων·
λωτὸς δὲ φθόγγον κελάδει
κάλλιστον, Μουσᾶν θεράπων,
μολπαὶ δ᾽ ηὔξοντ᾽ ἐραταὶ
χρυσέας ἀρνὸς †ἐπίλογοι†
720 Θυέστου· κρυφίαις γὰρ εὐ
ναῖς πείσας ἄλοχον φίλαν
Ἀτρέως, τέρας ἐκκομί-
ζει πρὸς δώματα· νεόμενος δ᾽
εἰς ἀγόρους ἀυτεῖ
725 τὰν κερόεσσαν ἔχειν
χρυσεόμαλλον κατὰ δῶμα ποίμναν.
τότε δὴ τότε ‹δὴ› φαεν- [στρ. β]
νὰς ἄστρων μετέβασ᾽ ὁδοὺς
Ζεὺς καὶ φέγγος ἀελίου
730 λευκόν τε πρόσωπον ἀοῦς,
τὰ δ᾽ ἕσπερα νῶτ᾽ ἐλαύνει
θερμᾶι φλογὶ θεοπύρωι,
νεφέλαι δ᾽ ἔνυδροι πρὸς ἄρκτον,
ξηραί τ᾽ Ἀμμωνίδες ἕδραι
735 φθίνουσ᾽ ἀπειρόδροσοι,
καλλίστων ὄμβρων Διόθεν στερεῖσαι.
λέγεται ‹τάδε›, τὰν δὲ πί- [ἀντ. β]
στιν σμικρὰν παρ᾽ ἔμοιγ᾽ ἔχει,
στρέψαι θερμὰν ἀέλιον
740 χρυσωπὸν ἕδραν ἀλλάξαν-
τα δυστυχίαι βροτείωι
θνατᾶς ἕνεκεν δίκας.
φοβεροὶ δὲ βροτοῖσι μῦθοι
κέρδος πρὸς θεῶν θεραπείαν.
745 ὧν οὐ μνασθεῖσα πόσιν
κτείνεις, κλεινῶν συγγενέτειρ᾽ ἀδελφῶν.
***
ΧΟΡ. Μες στους παμπάλαιους μύθους λένε
πως πήρε κάποτες ο Πάνας,
700 των κάμπων ο προστάτης, χρυσομάλλικο
αρνί απ᾽ της μάνας το μαστάρι
κι αχό γλυκόθροο πνέοντας
σε καλαμένια καλοδούλευτη φλογέρα,
το ξέσυρε απ᾽ τ᾽ αργίτικα βουνά.
Κι ανέβηκε διαλαλητής σε πέτρινο
βάθρο και κράζει: «Ελάτε, Μυκηναίοι,
τρέξτε στην αγορά να δείτε
σημάδια θαυμαστά που προφητεύουν
710 ευτυχισμένους βασιλιάδες.» Κι όλοι
των Ατρειδών δοξολογούσανε το σπίτι.
Άνοιγαν χρυσοστόλιστοι οι ναοί
κι απ᾽ άκρη σ᾽ άκρη φεγγοβόλαε το Άργος
απ᾽ τις φωτιές που καίγαν στους βωμούς.
Γλυκόλαλους αχούς σκορπούσε γύρω
αυλός από λωτόξυλο που πρόθυμα
τη Μούσα υπηρετάει κι από παντού
γλυκά παινεύανε τραγούδια το χρυσόμαλλο
τ᾽ αρνί, και λέγανε πως ήταν του Θυέστη.
720 Γιατί με κρύφιον έρωτα πλανεύοντας
την έμορφη του Ατρέα γυναίκα και μαζί της
πλαγιάζοντας, επήρε στο παλάτι
το θαυμαστό τ᾽ αρνί, κι ύστερα πάει
στην αγορά και βροντερά φωνάζει σ᾽ όλους
πως μες στο σπίτι του έχει φυλαγμένο
το χρυσομάλλικο κριάρι.
Και τότες ο Δίας
τους δρόμους των άστρων ξεστράτισε
τους λαμπρούς, και το φέγγος του ήλιου,
730 και της αυγής της λευκόθωρης·
με φλόγα θεόσταλτη
καίει τις χώρες της Δύσης.
Οι νεφέλες που φέρνουν βροχή,
στον βοριά ταξιδεύουν
και του Άμμωνα οι κατάξεροι τόποι
μαραίνονται δίχως δροσιά,
τις καλές του βροχές όταν πήρεν ο Δίας.
Λένε, μα εγώ καθόλου δεν πιστεύω,
πως το χρυσό του πρόσωπον ο ήλιος
740 ο φλογερός απόστρεψεν, αλλάζοντας
τον δρόμο του, για νά ᾽ρθει η δυστυχία
στο γένος των ανθρώπων και να βρει
την τιμωρία ένας θνητός. Οι μύθοι τούτοι
οι φοβεροί, για το καλό είναι των ανθρώπων.
Τους κάνουν να λατρεύουν τους θεούς.
Αυτούς ξεχνώντας εθανάτωσες
τον άντρα σου, εσύ των δοξασμένων
δυο αδερφιών η αδερφή.
700 ὀρέων ποτὲ κληδὼν
ἐν πολιαῖσι μένει φήμαις
εὐαρμόστοις ἐν καλάμοις
Πᾶνα μοῦσαν ἡδύθροον
πνέοντ᾽, ἀγρῶν ταμίαν,
705 χρυσέαν ἄρνα καλλίποκον
πορεῦσαι. πετρίνοις δ᾽ ἐπι-
στὰς κᾶρυξ ἰαχεῖ βάθροις·
Ἀγορὰν ἀγοράν, Μυκη-
ναῖοι, στείχετε μακαρίων
710 ὀψόμενοι τυράννων
φάσματα †δείματα.
χοροὶ δ᾽† Ἀτρειδῶν ἐγέραιρον οἴκους.
θυμέλαι δ᾽ ἐπίτναντο χρυσήλατοι, [ἀντ. α]
σελαγεῖτο δ᾽ ἀν᾽ ἄστυ
715 πῦρ ἐπιβώμιον Ἀργείων·
λωτὸς δὲ φθόγγον κελάδει
κάλλιστον, Μουσᾶν θεράπων,
μολπαὶ δ᾽ ηὔξοντ᾽ ἐραταὶ
χρυσέας ἀρνὸς †ἐπίλογοι†
720 Θυέστου· κρυφίαις γὰρ εὐ
ναῖς πείσας ἄλοχον φίλαν
Ἀτρέως, τέρας ἐκκομί-
ζει πρὸς δώματα· νεόμενος δ᾽
εἰς ἀγόρους ἀυτεῖ
725 τὰν κερόεσσαν ἔχειν
χρυσεόμαλλον κατὰ δῶμα ποίμναν.
τότε δὴ τότε ‹δὴ› φαεν- [στρ. β]
νὰς ἄστρων μετέβασ᾽ ὁδοὺς
Ζεὺς καὶ φέγγος ἀελίου
730 λευκόν τε πρόσωπον ἀοῦς,
τὰ δ᾽ ἕσπερα νῶτ᾽ ἐλαύνει
θερμᾶι φλογὶ θεοπύρωι,
νεφέλαι δ᾽ ἔνυδροι πρὸς ἄρκτον,
ξηραί τ᾽ Ἀμμωνίδες ἕδραι
735 φθίνουσ᾽ ἀπειρόδροσοι,
καλλίστων ὄμβρων Διόθεν στερεῖσαι.
λέγεται ‹τάδε›, τὰν δὲ πί- [ἀντ. β]
στιν σμικρὰν παρ᾽ ἔμοιγ᾽ ἔχει,
στρέψαι θερμὰν ἀέλιον
740 χρυσωπὸν ἕδραν ἀλλάξαν-
τα δυστυχίαι βροτείωι
θνατᾶς ἕνεκεν δίκας.
φοβεροὶ δὲ βροτοῖσι μῦθοι
κέρδος πρὸς θεῶν θεραπείαν.
745 ὧν οὐ μνασθεῖσα πόσιν
κτείνεις, κλεινῶν συγγενέτειρ᾽ ἀδελφῶν.
***
ΧΟΡ. Μες στους παμπάλαιους μύθους λένε
πως πήρε κάποτες ο Πάνας,
700 των κάμπων ο προστάτης, χρυσομάλλικο
αρνί απ᾽ της μάνας το μαστάρι
κι αχό γλυκόθροο πνέοντας
σε καλαμένια καλοδούλευτη φλογέρα,
το ξέσυρε απ᾽ τ᾽ αργίτικα βουνά.
Κι ανέβηκε διαλαλητής σε πέτρινο
βάθρο και κράζει: «Ελάτε, Μυκηναίοι,
τρέξτε στην αγορά να δείτε
σημάδια θαυμαστά που προφητεύουν
710 ευτυχισμένους βασιλιάδες.» Κι όλοι
των Ατρειδών δοξολογούσανε το σπίτι.
Άνοιγαν χρυσοστόλιστοι οι ναοί
κι απ᾽ άκρη σ᾽ άκρη φεγγοβόλαε το Άργος
απ᾽ τις φωτιές που καίγαν στους βωμούς.
Γλυκόλαλους αχούς σκορπούσε γύρω
αυλός από λωτόξυλο που πρόθυμα
τη Μούσα υπηρετάει κι από παντού
γλυκά παινεύανε τραγούδια το χρυσόμαλλο
τ᾽ αρνί, και λέγανε πως ήταν του Θυέστη.
720 Γιατί με κρύφιον έρωτα πλανεύοντας
την έμορφη του Ατρέα γυναίκα και μαζί της
πλαγιάζοντας, επήρε στο παλάτι
το θαυμαστό τ᾽ αρνί, κι ύστερα πάει
στην αγορά και βροντερά φωνάζει σ᾽ όλους
πως μες στο σπίτι του έχει φυλαγμένο
το χρυσομάλλικο κριάρι.
Και τότες ο Δίας
τους δρόμους των άστρων ξεστράτισε
τους λαμπρούς, και το φέγγος του ήλιου,
730 και της αυγής της λευκόθωρης·
με φλόγα θεόσταλτη
καίει τις χώρες της Δύσης.
Οι νεφέλες που φέρνουν βροχή,
στον βοριά ταξιδεύουν
και του Άμμωνα οι κατάξεροι τόποι
μαραίνονται δίχως δροσιά,
τις καλές του βροχές όταν πήρεν ο Δίας.
Λένε, μα εγώ καθόλου δεν πιστεύω,
πως το χρυσό του πρόσωπον ο ήλιος
740 ο φλογερός απόστρεψεν, αλλάζοντας
τον δρόμο του, για νά ᾽ρθει η δυστυχία
στο γένος των ανθρώπων και να βρει
την τιμωρία ένας θνητός. Οι μύθοι τούτοι
οι φοβεροί, για το καλό είναι των ανθρώπων.
Τους κάνουν να λατρεύουν τους θεούς.
Αυτούς ξεχνώντας εθανάτωσες
τον άντρα σου, εσύ των δοξασμένων
δυο αδερφιών η αδερφή.